«Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα
για τον σημερινό άνθρωπο.(Σημ. Μιλάει για την περίοδο πριν από το 1965,
δηλ. πριν από τουλάχιστον 50 χρόνια). Όποιος τον αποχτήσει (και για να
τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος), γίνεται
παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός κι ας
είναι γελοίος, επίσημος, κι ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι ας
είναι ανάξιος, επιστήμονας, κι ας είναι κουφιοκέφαλος.
Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει
πόθο να πιστέψει, μα δε μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της
απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια
μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει…
Αυτοί οι τιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε
καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον
αγέρα της περηφάνειας κι από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν
είναι σε θέση οι δύστυχοι να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι
φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε ζητάνε
κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την
περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά
ζητήματα…
Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα
(1960+;), με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε
σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στο Θεό και στην
αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι ανόητος
και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για «βλαμμένος»
από τον πολύ κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη
ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει
πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: ‘Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον
γαρ αποθνήσκομεν». Για τούτο χρειάζεται μεγάλο θάρρος και να περιφρονά
την εχτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει
πίστη στο Θεό.
Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν
πιστεύει τίποτα, α) Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό,
μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η
εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο
πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαριά
λόγια, αράθυμος και απότομος, «θετικός άνθρωπος», «γερό μυαλό». β) Όλα
του έρχουνται βολικά και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα.
Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: «Εδώ κάτω, λέγει είναι η Κόλαση κι ο
Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαμβάνουνε οι έξυπνοι. Οι
κοιμισμένοι κι οι αφιονισμένοι, ας πεθάνουνε».
Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο
πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχο κουμπί κι όλα σου
έρχουνται βολικά. Ο διάβολος είπε στο Χριστό: Πέσε προσκύνησέ με και θα
γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».
Αυτά και άλλα παρόμοια γράφει ο
μεγάλος Κόντογλου, με το ίδιο πνεύμα σε όλα τα κείμενά του, με την
αγωνία και την αγάπη του για τους αδελφούς, τους βαφτισμένους, για τους
οποίους, αν και μιλούσε πολλές φορές με σκληρά λόγια, μέσα σ` αυτά
κρυβόταν η βαθιά επιθυμία του να βρεθούν στο δρόμο της σωτηρίας.
Αληθινά, επίκαιρος όσο ποτέ άλλοτε ο
Φώτης Κόντογλου. Ήταν «λίθος προσκόμματος» για την εποχή του, με τη ζωή
του πρώτα, που ήταν ασκητική, ομολογιακή και σύμφωνη με την ρωμαίικη
παράδοση. Ζούσε κατά το «λάθε βιώσας», μέσα σε μια πολυπληθή πολιτεία,
σαν ασκητής, παρά τις προσκλήσεις και προκλήσεις που δεχόταν από «τον
καλό κόσμο». Αλλά, για την αλήθεια δε χάριζε τίποτε και σε κανέναν.
«Κουβάλησε» μια ολόκληρη παράδοση από την Ανατολή, από την αγαπημένη του
πατρίδα, το Αϊβαλί, ελληνιστί Κυδωνίες, την οποία περιγράφει με πόνο
και νοσταλγία ευκαίρως ακαίρως. Την κουβάλησε μέσα την καρδιά του και
την πρόσφερε στα αδέλφια του, εδώ στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Με τα
ελεγκτικά κείμενά του έδωσε τη μαρτυρία της πίστεως κατά του σκότους,
του αρχόμενου εκμοντερνισμού και εξευρωπαϊσμού του νέου προτεκτοράτου
της Δύσης, ο οποίος προωθούνταν, όπως και σήμερα, με τα ισχυρά μέσα που
διέθετε. «Αποδιοπομπαίος τράγος» για τους εχθρούς του, που ήταν κατ`
ουσία εχθροί της πίστης και της Εκκλησίας του Χριστού.
Ακόμη και σήμερα, όσοι απ` αυτούς
αναφέρονται στον Κόντογλου, μιλάνε και δημοσιεύουν τα έργα του με μεγάλη
προσοχή, πολύ επιλεκτικά, δόλια. Μιμούμενοι τους αιρετικούς,
απομονώνουν ό,τι έχει σχέση με την πίστη και προβάλλουν τα υπόλοιπα, τα
οποία από μόνα τους ξεκομμένα, είναι μεν καλλιτεχνήματα, αλλά φαίνονται
γυμνά, ξεδοντιασμένα από τη χάρη που εκπέμπει η γραφίδα του. Τέτοια
κείμενα περιέχονται και στα βιβλία των σχολείων, δημοτικών και
γυμνασίων, και νομίζουν τα παιδιά πως ο Κόντογλου ήταν ένας σαν τους
άλλους λογοτέχνες. Δε μαθαίνουν ποτέ πως ήταν ένας άγιος άνθρωπος, πως
δεν ξόδεψε τα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός για τη δόξα και το χρήμα,
αλλά για την αγάπη του Χριστού και της πατρίδας. Μοντέλο ανθρώπου ξένο,
πεντάξενο για την εποχή μας, καθώς οι άγιοι.
Δὲν συμφέρει στους υπερήφανους και
άπιστους άρχοντες και στους όσους παρόμοιους διδάσκοντες να γίνει αυτό
γνωστό, διότι θα χαλάσει τα σχέδιά τους. Είναι δυνατόν να μην τον
θαυμάσουν τα παιδιά; Είναι δυνατόν να μη θελήσουν να τον μιμηθούν; Πώς
ένας τέτοιος άνθρωπος αρνήθηκε το χρήμα, τη δόξα και την ηδονή, που του
προσφέρθηκαν εν ψυχρώ, όπως θα λέγαμε στη λαϊκή έκφραση; Αυτό θα είναι
φοβερό πλήγμα κατά της «ιδεολογίας» των κούφιων μυαλών και των άκαρδων
φθορέων του γένους.
Επίσης, ο Φώτιος Κόντογλου
διακρινόταν από βαθιά πίστη και εμβρίθεια εκκλησιαστικών και θεολογικών
γνώσεων. Ήταν μελετητής της Αγίας Γραφής και έγραφε συνεχώς αναφερόμενος
και εμπνεόμενος απ` αυτήν. Υπήρξε πραγματικός ομολογητής της Ορθοδόξου
Πίστεως γράφοντας και μιλώντας υπέρ της Εκκλησιαστικής ακρίβειας και
τάξης. Δεν άφησε ήσυχους ούτε τους εκκλησιαστικούς άρχοντες για τις
παρεκτροπές τους. Καταφέρθηκε ιδιαιτέρως κατά του Οικουμενισμού και του
Παπισμού μην διστάζοντας να ελέγξει ευθέως με επιστολές Επισκόπους και
Πατριάρχες που παρέκκλιναν εκ της ορθής οδού.
Αφήνουμε τελευταίο το χάρισμα της
αγιογραφίας και της ζωγραφικής. Και το αφήνουμε διότι δεν τολμάμε να το
ακουμπήσουμε. Δε χρειάζεται να μιλήσει κανείς γι` αυτό το ξεχωριστό δώρο
του Θεού, που τον ανέδειξε ως τον μεγαλύτερο αγιογράφο και πρωτοπόρο
ζωγράφο των τελευταίων χρόνων.
Γονείς, προμηθευτείτε τα έργα του
Φώτη Κόντογλου στα σπίτια σας και δώστε τα στα παιδιά σας να μασήσουν
καθαρή τροφή. Να γεμίσουν τα εσώψυχά τους με αληθινά πράγματα και όχι με
αέρα κοπανιστό των δήθεν λογοτεχνών. Μαζί τους διαβάστε κι εσείς, να
χορτάσετε την ψυχή σας με το «ύδωρ το αλλόμενον» της παράδοσής μας και
της πίστης των πατέρων μας.
Γονείς, θα μετανιώσετε όταν θα
επιφορτιστείτε, θέλετε δε θέλετε, την ευθύνη της πνευματικής κατάστασης
των παιδιών σας, χωρίς καμιά δικαιολογία. Για να μην κλάψετε πάνω στα
συντρίμμια των πιθανών ατοπημάτων τους, όσο εξαρτάται από σας, φροντίστε
για τον καταρτισμό τους στα πνευματικά. Ο κόπος ο ευλογημένος δεν πάει
χαμένος. Είναι κατάθεση στον ουρανό και με λίγη υπομονή θα οικονομήσει ο
Θεός για τα ελλείποντα.
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 8-8-2016