Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Γερόντισσα Ταρσὼ ἡ διὰ Χριστὸν σαλὴ - Μία ἁγία μορφὴ τῶν ἡμερῶν μας



 

Γερόντισσα Ταρσὼ ἡ διὰ Χριστὸν σαλὴ  - Μία ἁγία μορφὴ τῶν ἡμερῶν μας

Ταρσῷ (ἢ Ταρασία) Ζαγοραίου γεννήθηκε στὶς 4 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1910, στὸ χωριὸ Ρογό, τῆς περιοχῆς Κορθίου τῆς νήσου Ἄνδρου. Ἧταν ἡ μικρότερη ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιὰ τῆς οικογενείας της.
 
Οἱ γονεῖς τῆς Περικλῆς καὶ Μαρία, ἦσαν Θεοσεβεῖς καὶ Θεοφοβούμενοι, ἰδιαιτέρως δὲ ἡ μητέρα της. Ἴσως τὴν θρησκευτικὴ ζωὴ τῆς οικογένειας νὰ ἐπηρέασε θετικῶς συγγενής της μοναχός, ὀνόματι Γαλακτίων, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ 1898 ἔμενε σὲ ἓναν ἀπόμερο χώρο τοῦ σπιτιοῦ τους.
 
νεαρὰ Ταρσὼ ἔτυχε  ρτιας μόρφωσης διὰ τὴν ἐποχήν της. τελείωσε τὸ δημοτικὸν σχολεῖον καὶ τὸ σχολαρχεῖον στὴν Χώρα.
Ἦταν ριστη μαθήτρια, πολλὲς φορὲς πρώτη στὴν τάξιν της.
Ἡ Ταρςὠ, σὰν στερνοπαίδι, ἦταν τὸ πιὸ χαϊδεμένο ἀπὸ τὰ ἀδέλφια, δι' αὐτὸ καὶ δὲν τὴν  φηναν νὰ κάνει δουλειές. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἐπῆρε μαθήματα μαντολίνου καὶ μὲ τὴν ἀδελφήν της  παιζαν συχνὰ σὲ συντροφιές. Οἱ γονεῖς καθὼς καὶ τὰ παιδιά τους, ἦσαν πολὺ ἐργατικοὶ καὶ  τσι ὑπῆρχε στὸ σπίτι ἐπάρκεια ἀγαθῶν. Ζοῦσαν σὲ  να κτῆμα ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ ἡ ζωὴ κυλοῦσε ἥσυχα μέσα σὲ ὀπωροφόρα δένδρα, ἐλιὲς καὶ  ναν λαχανόκηπο ποὺ εἶχαν διὰ τὶς ἀνάγκες τους, παρέα μὲ τὰ ἀγελαδοπρόβατα, τὰ ὁποία τοὺς προμήθευαν μαλλί, γάλα καὶ τυρί.

Ὅταν ἦταν 8 χρονῶν, ὁ θάνατος τῆς μεγάλης ἀδελφῆς της, Πηνελόπης, σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, ἐβύθισε αὐτὴν καὶ ὅλη τὴν οἰκογένεια της στὸ πένθος.

Στὸ δέκατο τέταρτο ἔτος τῆς ἡλικίας της, ἄρχισε νὰ ἐκδηλώνεται ὁ θρησκευτικὸς της χαρακτῆρας καὶ ἡ διάθεσίς της νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὰ θεῖα.

Ἡ ἴδια ὁμολογεῖ καὶ ἐπισημαίνει τὸ χρονικὸν σημεῖον τῆς ἀρχῆς τῆς ζωῆς τῆς ἐυσέβειας της, λέγοντας κάποια φορά:
 
"ἐγὼ ἔφυγα ἀπὸ τὸ σπίτι μου 14 χρονῶν, τόσα παιδιὰ παίζαμε ἔξω ἀπὸ τὸ φούρνο ἀλλὰ ἦλθε ὁ ἀξιωματικὸς (ὁ ἄγγελος) καὶ ἐμένα διάλεξε. Μὲ ἐπῆρε στὴν ἀγκαλιά του καὶ ποὺ με ἐπῆγε δὲν ξέρω. Ἔπαθα ἀλλοίωση".

Πράγματι, φαίνεται ὅτι ἀπὸ τὴν ἀποκαλυπτικὴ αὐτὴ χρονικὴ στιγμὴ άρχισε ἡ ἐμφάνιση κάποιων τρόπων συμπεριφορᾶς της, ποὺ προοιώνιζαν τὴν μετέπειτα παράδοξιν πνευματικήν της ζωήν, ὅπως τελικὰ καταστάλαξε στὴν ἰδιότυπη διὰ Χριστὸν σαλότητά της. 

- "Ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοί, τὶ σχέση μποροῦμεν νὰ  χουμε μὲ τοὺς ἁγίους;". Ἡ μακαρία Ταρσῷ εἶχε ἄλλη λογικὴ. Ξεκίνησε τὸν ἀσκητικόν της ἀγῶνα με τὴν ἀπόφαση ἑνὸς θανάτου, τοῦ θανάτου τοῦ ἑαυτοῦ της. Συχνὰ ἔλεγε, ὅταν δὲν μιλοῦσε μὲ σαλότητα:
- "Στὸν τόπο τοῦτο μ' ἔφερε μιὰ νεκροφόρα. Νά, ἐδῶ ἀπὸ κάτω μ' ἔφερε" (καὶ ἔδειχνε τὸ χῶμα).
 
Ἔτσι, ὅλη της ἡ ζωὴ ἦταν μιὰ προσπάθεια διαρκοῦς νεκρώσεως τοῦ ἑαυτοῦ τῆς. Ἦταν νεκρὴ διὰ ὅλα τὰ τερπνὰ καὶ τὰ  ἴδια, ἀλλὰ καὶ τὰ θλιβερὰ τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ νέκρωση κάθε ἀνθρώπινου στοιχείου στὴν προσωπικὴ τῆς ζωή, ἔκανε εὔλογα ὅσους τὴν πλησίαζαν νὰ σκέπτονται:
 
- Ποιὸς μπορεῖ ἀλήθεια νὰ φτάσει στὰ μέτρα τῆς Ταρσώς; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐκλεκτὴ τοῦ Θεοῦ!

Η μακαρία Ταρσώ διέβλεψε, χάριτι Θεοῦ, τὰ δικά της μέτρα καὶ τσι διάλεξε τὸ δικόν της δρόμον, τὴν δικήν της ὁδόν πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁδὸν τῆς σαλότητος διὰ Χριστόν!
 
Τὸ οἰκογενειακόν της περιβάλλον δὲν ἦταν φυσικά ἰκανόν νὰ ἀντιληφθεῖ τὸν ὑψηλόν στόχον της, ποὺ φαίνονταν ἀφύσικος διὰ μία τόσο μορφωμένη καὶ ἰδιαιτέρα ὄμορφη κόρη.

Σὲ τέτοιες περιπτώσεις, μίας ἐπίμονης φυγῆς καὶ καταφυγῆς στὸ μοναχικὸν βίον, ἡ ἐυκολότερη ἀντίδραση εἶναι συνήθως ἡ γνωμάτευση τῶν οἰκίων, ὅτι "τὸ παιδὶ τρελάθηκε"! Ἔτσι ἡ Ταρσὼ "χρειάστηκε" ψυχιατρικὴ βοήθεια.

Ὅμως, ἡ μακαρία Ταρσὼ δὲν ἦταν τρελή. Ἦταν πολύ πιὸ λογικὴ ἀπό πολλές μοναχὲς τῆς Μονῆς, ποὺ τὴν θεωροῦσαν τρελὴ καὶ δι' αὐτό τὴν περιφρονοῦσαν καὶ τὴν ἀπέφευγαν. Ἦταν σαλή διὰ Χριστόν, δηλαδή, ὁλόκληρη, μὲ τὴν ψυχήν καὶ τὸ σῶμα, μὲ τὴν καρδίαν καὶ τὸ λογικόν της, δοσμένη στὸν Σωτῆρα Χριστόν. 

Συνεπής στὸν Πατερικόν λόγον, "Δῶμεν ἐαυτούς τῶ Κυρίω ἐξὁλοκλήρου  ἵνα  ὁλόκληρον αὐτόν ἀντιλάβωμεν". Σὲ αὐτὸ τὸ ὁλοκληρωτικὸν δόσιμον στὸν Χριστό τὸ λογικόν της ἐφωτίζετο ἀδιαλεἰπτως ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, κατά τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ ψαλμωδοῦ : "σὺ φωτίεις λύχνον μου, Κύριε ὁ Θεός μου, φωτίεις τὸ σκότος μου".



 
Τώρα ἤθελε νὰ φύγει μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκογένειὰ τῆς, ποθοῦσε τὴν μόνωση καὶ τὴν ἐλευθερία. Παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της, σκεπτόταν καὶ μιλοῦσε γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, προσηύχετο διὰ τοὺς νεκροὺς συγγενεῖς της καὶ μάλιστα συζητοῦσε μαζί τους.


Ἄρχισε νὰ ἐκδηλώνει χάρισμα διοράσεως σὲ διάφορα περιστατικὰ τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Ἕνα βράδυ, τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμάζονταν νὰ ξαπλώσουν καὶ ἡ μητέρα της τελείωνε τὴν προσευχἠν της, ἡ Ταρσὼ τῆς εἶπε νὰ μὴν κάνουν τὴν Θείαν Λειτουργίαν ποὺ εἶχαν προγραμματίσει διὰ τὴν ἑπόμενην σὲ διπλανὸ χωριό, ἐπειδὴ ὁ παπὰς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ λειτουργήσει.
 
Ἡ μητέρα της ἔκπληκτη, τὴν ἀποπῆρε καὶ ἡ Θεία Λειτουργία ἔγινε. Ὅπως ὅμως ἀπεδείχθη, ἡ μικρὴ Ταρσὼ μὲ τὸ μεγάλο χάρισμα, διέβλεψε τὸ κώλυμα: ὁ ἱερέας ἀποβραδὶς εἶχε μεθύσει.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἀφοῦ ἡ ἀδελφή της Κατίνα παντρεύτηκε στὴν Ἀθήνα, μετὰ τὸ 1931, ἐγκαταστάθηκαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἐκεῖ. Ἡ συμπεριφορά της καὶ ἐδῶ παρέμεινε ἡ ἴδια : ἤρεμη, ἐσωστρεφὴς ἀλλὰ καὶ ἀγαπητὴ σὲ ὅλους. Παρουσίαζε ὅμως καὶ τὰ παρεξηγήσιμα σαλὰ καμώματά της. Τὸ πιὸ ἀνησυχητικὸ ἦταν ὅτι συχνὰ φοροῦσε ἕνα λευκὸ χιτώνα καὶ ἐπίσης λευκὸ μαντήλι καὶ ὅτι ἔφευγε πολλὲς φορὲς πρὸς ἄγνωστη κατεύθυνση, χωρὶς κανένα φόβον. Φοροῦσε πάντοτε παλιὰ παπούτσια καὶ ὅταν τῆς ἔδιναν κάποιο καινούργιο ζευγάρι φρόντιζε νὰ τὰ "περιποιηθεῖ" καταλλήλως, κτυπώντας τὰ ἐπίμονα μὲ μιὰ πέτρα διὰ νὰ τὰ κάνει ὅπως ἤθελε αὐτή.

Προπολεμικά, τὸ 1939, τῆς ἔκαναν καὶ συνοικέσιο. Τὴν κάλεσαν διὰ τραπέζι στὸ σπίτι τοῦ γαμπροῦ, ὅπου ἐπῆγε μὲ τὸν ἀδελφόν της. Ὁ Θεὸς ὅμως ἐπέτρεψε νὰ γίνει κάποιος μικρὸς πειρασμὸς ποὺ ἔκανε τὸν ἀδελφόν της νὰ θυμώσει καὶ νὰ τὴν πάρει ἀμέσως νὰ φύγουν. Ἡ ἴδια, ἔφυγε μὲ τὴν ἴδια ἀπάθεια μὲ τὴν ὁποία εἶχε πάει, χωρὶς νὰ ἐκδηλώσει ἀντίδραση, οὔτε δυσαρέσκεια. Ὅτι εἶχε νὰ πεῖ, τὸ ἔλεγε μυστικὰ στὸ Νυμφίον της Χριστὸν καὶ ἤρεμη δεχόταν τὰ γεγονότα ὅπως ἔρχονται, γεμάτη ἐμπιστοσύνη καὶ πίστη σὲ Αὐτὸν ποὺ τὴν ἐπέλεξε ἀπὸ μικρὴ ὡς νύμφη Τοῦ.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1940, ἐπῆγαν διὰ παραθερισμὸ στὴν Ἄνδρο, ὅπου ἀποκλείσθηκαν ἕως τὸ 1942. Ἐκεῖ ἔχασε καὶ τὴν καλύτερή της φίλη, μὲ τὴν ὁποία ἔκαναν πολὺ παρέα, πράγμα ποὺ τὴν λύπησε πολύ.

Σύμφωνα πάντοτε μὲ πληροφορίες τῶν συγγενῶν τῆς, ἡ σαλότητα τῆς Ταρσώς, εἶχε ἀνησυχήσει τόσο τοὺς οἰκείους τῆς, ὥστε τὸ 1942 ποὺ ἐπέστρεψαν στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ προλάβουν χειροτέρευση τῆς καταστάσεὼς τῆς, "τὴν πῆγαν μὲ τὸ ζόρι" στοὺς ψυχιάτρους. Eκείνοι διέγνωσαν "σχιζοφρένια".
Διὰ τοὺς ψυχιάτρους ἡ Ταρσὼ εἶχε κάποια πειστικὰ εὑρήματα μιᾶς τέτοια ψυχοπαθολογίας.
Ἰσχυριζόταν ὅτι ἄκουγε φωνὲς κεκοιμημένων, εἶχε τὸ στοιχεῖο τῆς ἐπιμονῆς καὶ "ἄλογης" φυγῆς ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς σχέσεις, ζητοῦσε τὴν μόνωση. Ἀλλὰ οἱ ψυχίατροι δὲν μποροῦσαν φυσικὰ νὰ ἀντιληφθοῦν τὶς πνευματικὲς ἀφετηρίες της, κατ' αὐτούς, "παθολογικῆς" συμπεριφορᾶς.
Ἔτσι τὴν ὑπέβαλαν σὲ μιὰ χειρουργικὴ ἐπέμβασιν, ποὺ συνηθιζόταν ἐκείνη τὴν ἐποχή. Ἔκαναν δύο τρύπες στὸ κρανίο της, στὴν θέσιν τῶν κροτάφων, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀλλὰ χωρὶς κανένα "θεραπευτικὸ" ἀποτέλεσμα, οὔτε ἐξάλλου βλαπτικὸν τῶν διανοητικῶν καὶ ψυχικῶν της λειτουργιῶν.
Πάντως μὲ τὴν χειρουργικὴ αὐτὴ ψυχιατρικὴ ἐπέμβασιν, ἡ Ταρσὼ χαρακτηρίστηκε "ἐπίσημα" ὡς τρελή.

Ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ φθάσει σὲ μιὰ πολὺ ταπεινωτική, γιὰ τοὺς πολλούς, κατάσταση, ἡ ὁποία ἐντούτοις συνυπολογίζεται ὁπωσδήποτε στὴν ἑκούσια καὶ ἀκούσια γενικῶς ἄσκηση, στὴν ὁποία τὴν ὁδήγησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὸν δοξάσει ἀπὸ τὸ ὑψηλὸ πνευματικὸ βάθρο τῆς ἔσχατης, κατὰ κόσμο, ταπεινώσεως τῆς διὰ Χριστὸν Σαλότητας.

Ἡ Ταρσὼ εἶχε ἤδη λάβει Πνεῦμα Θεοῦ, πρὸ τοῦ πειρασμοῦ τοῦ ψυχιατρείου.
Ἔτσι ὁ πειρασμὸς τῆς ἀναγκαστικῆς τῆς ὑποβολῆς σὲ ψυχιατρικὴ χειρουργικὴ ἐπέμβαση ἦταν ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸ καθορισμένο ψυχοσωματικὸ ὑπόβαθρο τῆς πνευματικῆς τῆς σαλότητος.
Ἦταν δύο φορὲς "τρελὴ". Μία φορὰ κατὰ κόσμο! Σύμφωνα μὲ τὴν ψυχιατρικὴ διάγνωση! Καὶ μιὰ φορὰ κατὰ Χριστόν.
Ἦταν ἔτσι περιχαρακωμένη στὴν ἔσχατη ταπείνωση.
Σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, "δὲν ἦταν τίποτε, δὲν εἶχε τίποτε!".
Ἴσως γι' αὐτὸ ἀργότερα ἔλεγε συχνὰ : "Μοῦ τὰ πῆραν ὅλα. Μοῦ πῆραν ἑκατομμύρια καὶ δὲν ἔχω τίποτα". Δὲν εἶχε τίποτα. Εἶχε λοιπὸν τὴν δυνατότητα νὰ ἀποκτήσει τὸ πᾶν. Τὴν καλὴ ἀλλοίωση μέσα ἀπὸ τὴν χαρισματικὴ ὁδὸ τὴν ἐν Χριστῶ σαλότητος.

Τὸ 1944, στόν ἐμφύλιο, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἦσαν κλεισμένοι στὰ σπίτια τούς, ἡ Ταρσὼ ἐξακολουθοῦσε νὰ φεύγει ντυμένη στὰ ἄσπρα. Ἕνα βράδυ κάποιοι κτύπησαν τὸ κουδούνι στὴν πόρτα τῆς ἀδελφῆς της – ἐκείνη ἔμενε στὰ Ἐξάρχεια, στοὺς πρόποδες τοῦ λόφου Στρέφη, ὅπου εἶχαν ἀνοίξει χαρακώματα οἱ ἀριστεροὶ καὶ κατεῖχαν τὸν λόφον.
Ἡ Ταρσὼ ἔμενε μὲ τοὺς γονεῖς της, στὸ σπίτι τους, πίσω ἀπὸ τὸ πρῶτον νεκροταφεῖον στὴν Γούβα. Ἔντρομη ἡ ἀδελφή της, ποὺ ἦταν μόνη μὲ τὰ τρία της μικρὰ παιδιά, ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ ἀντίκρισε μιὰ ὁμάδα ἀπὸ ἔνοπλους ἀριστερούς, μὲ γενειάδες, ποὺ τὴν ἑρώτησαν ἂν ἔχει μιὰ ἀδελφὴ μὲ τὸ ὄνομα Ταρσὼ Ζαγοραίου.  
Ἡ ἀδελφή της τρόμαξε, νομίζοντας ὅτι εἶχε πάθει κάτι ἡ Ταρσώ. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοῦ ἔνοπλους ἄντρες, ποὺ φαινόταν καὶ ἐπικεφαλῆς, παραμέρισε τότε τοὺς ἄλλους καὶ ἔκανε τόπον στὴν Ταρσὼ νὰ περάσει καὶ νὰ 'μπει στὸ σπίτι. Στὴν συνέχεια λέγει στὴν ἀδελφήν της : "Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ περνάει ἀτρόμητη μέσα ἀπὸ τὶς σφαῖρες καὶ καμιὰ σφαίρα δὲν τὴν ἀγγίζει;".
Αὐτὴ ἡ παράδοξη ἐξωτερικῶς καὶ θεία ἐσωτερικῶς κατάσταση τῆς μακαρίας Ταρσὼς εἶχε φέρει σὲ πλήρη ἀμηχανία τοὺς δικοὺς της, οἱ ὁποῖοι πλέον δὲν ἤξεραν τὶ νὰ σκεφτοῦν καὶ τὶ νὰ κάνουν.
Ἡ ἀγαπημένη τους Ταρσώ, ἂν καὶ εἶχε ἕναν διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτοὺς τρόπον ζωῆς, ἦταν τόσο προσηνὴς καὶ ὑπάκουη, ὥστε δεχόταν ἀδιαμαρτύρητα κάθε κίνηση ποὺ γινόταν "διὰ τὸ καλόν της", ἐκ μέρους τῶν ἄλλων.
Εἴδαμε ὅτι δὲν ἀντέδρασε στὸ συνοικέσιο ποὺ τῆς ἔκαναν, ἀλλὰ καὶ ὑπέμεινε στὸ πραγματικὸ μαρτύριο τῆς ἀδικαιολόγητης λοβοτομῆς, παραδομένη ὁλοκληρωτικὰ στὸν Κύριον καὶ Νυμφίον της.
Ἐφόσον ὁ Ἴδιος τὴν εἶχε εἰσάγει στὸ μεγαλειῶδες καὶ εἰδικὸ αὐτὸ ἀγώνισμα τῆς δι' Αὐτὸν σαλότητος, ὤφειλε νὰ τὸν ἀκολουθήσει, αἴροντας τὸν Σταυρόν Του, ὁ ὁποῖος εἶναι "Ιουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρία" (Α' Κορ. α', 23).

Πὼς ἦταν δυνατὸν ὡστόσο, νὰ τὴν ἀφήσει ὁ Χριστὸς στὰ χέρια τῶν καλοθελητῶν αὐτῶν μέχρι τέλους, ἀφοῦ ἔβλεπε ὅτι, ἀπὸ τὸ πολὺ ἐνδιαφέρον τούς, εἶχαν καταντήσει ἐπικίνδυνοι γιὰ τὴν γνήσια δούλη Τοῦ; Ἔτσι, ὁδήγησε τὰ βήματὰ τῆς, πάλι μέσω τῆς ὑπακοῆς, σὲ τόπο ὅπου πλέον θὰ μποροῦσε ἀνενόχλητη νὰ ἀσκηθεῖ μαζὶ μὲ ἄλλες ψυχὲς ποὺ εἶχαν ἐπίσης ἀφιερωθεῖ σ' Αὐτόν.

Ἡ μητέρα τῆς Ταρσὼς ἀκολουθοῦσε τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο καὶ εἶχε κάποια σχέση μὲ τὴν Ι. Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης, στὴν Κερατέα.
Ἐκείνη τὴν ἐποχή, ποὺ ἡ Ταρσὼ ἐθεωρεῖτο ἄρρωστη, μὲ ψυχιατρικὴ βεβαίωση (!), κυκλοφοροῦσε ἡ φήμη ὅτι ὁ Ματθαῖος, κτήτωρ καὶ ἐπίσκοπος τῆς Μονῆς, ἔκανε θαύματα καὶ ἰδιαιτέρως θεραπεῖες.
Διὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ μητέρα τῆς Ταρσὼς σκέφτηκε νὰ συνοδεύσει τὴν κόρη της καὶ νὰ φιλοξενηθοῦν διὰ κάποιο διάστημα στὴ Μονή, μήπως γίνει τὸ θαῦμα καὶ "θεραπευθεῖ" ἡ Ταρσώ. Ἔτσι κάποια ἡμέρα τοῦ 1949, τήν πῆρε, ἀπογοητευμένη ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη βοήθεια καὶ τὴν ἔφερε, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει, στὸ ὁριστικὸ στάδιο τῆς ἀθλήσεὼς της.

Φαίνεται ὅτι ἐκεῖ ἔμειναν περίπου τρεῖς μῆνες, χωρὶς ὅμως τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔλπιζαν καὶ ἐπιθυμοῦσαν. Ἔτσι, ἡ μητέρα τῆς Ταρσὼς ἀπεφάσισε νὰ τὴν πάρει νὰ γυρίσουν στὸ σπίτι τους. Ἡ Ταρσὼ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Μοναστήρι μὲ κανένα τρόπον. Δι' αὐτὸ παρακάλεσε ἡ μητέρα της νὰ τὴν φιλοξενήσουν διὰ κάποιο ἀκόμα διάστημα. Τὸ διάστημα αὐτὸ ἦταν τελικὰ ὅλη της ἡ ζωή.
Δὲν συγκαταλέχθηκε στὴν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς, παρέμεινε μὲ τὶς ἄλλες δόκιμες στὸν ξενώνα, ὅπως συνηθίζεται στὴν Μονὴ αὐτή.
Διέμενε στὸν χῶρο αὐτό, ὑπηρετοῦσε στὰ διάφορα διακονήματα, ἔκανε τὰ σαλὰ της, ὁλοένα αὐξανόμενα, καὶ ἐδέχετο τὶς περιφρονητικὲς ἀντιμετωπίσεις τῶν μοναζουσῶν καὶ τῶν λαϊκῶν. Παρακολουθοῦσε τὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες ποὺ ἐγίνοντο γιὰ τοὺς ἐκεῖ διαμένοντες, ὅπου καὶ ἀνεγίγνωσκε τὸν Ἑξάψαλμον, τὰ Ψαλτήρια, τὶς Ὧρες. Πολλοὶ ἀκόμη ἐνθυμοῦνται τὴν κατανυκτικὴν της φωνή.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκεῖ παραμονῆς της, τῆς ἀνέθεσαν τὸ διακόνημα τῆς ἀντιγραφῆς τῶν χειρογράφων ἀπὸ τὸ ἀρχεῖον τῆς βιβλιοθήκης ποὺ διέθεταν, ἐπειδὴ ἡ Ταρσὼ ἦταν καλλιγράφος. Αἱ μοναχὲς θυμοῦνται ὅτι, στὴν ἐμφάνισίν της ἦταν πολὺ ὄμορφη, μὲ ξανθὲς πυκνὲς μποῦκλες, πράσινα μάτια καὶ χαρούμενο πρόσωπο. Κρατοῦσε πάντα στὰ χέρια της ἕνα Προσευχητάριον μὲ τὸ ὁποῖο προσηύχετο συνεχῶς. Ἀπέφευγε τὶς ἐπαφὲς μὲ τὶς ἄλλες δόκιμες μοναχὲς καὶ προτιμοῦσε νὰ κάθετε στὸ κελλίον της καὶ νὰ προσεύχεται.
Κάθε φορὰ ποὺ ἡ ἁρμόδια μοναχὴ πήγαινε νὰ τὴν ξυπνήσει νύκτα, στὴν ὥρα τοῦ κανόνα, τὴν ἔβρισκε πάντα ὄρθια νὰ προσεύχεται.
Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες διαπίστωσαν αἱ ἀδελφὲς ὅτι δὲν ξάπλωνε στὸ κρεββάτι διὰ νὰ κοσμηθεῖ οὔτε τὴν ὥρα τῆς ἀναπαύσεως, ἀλλὰ κοιμόταν καθιστή. Στὸν κόπον τῆς νύκτας πρόσθετε καὶ αὐτὸν τῆς ἡμέρας. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ παραπάνω διακόνημα ἀνέλαβε νὰ κουβαλᾶ νερὸ ἀπὸ τὴν Ζωοδόχο Πηγή, 100 μέτρα ἀπὸ τὸν ξενώνα τῆς Μονῆς, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἐξωτερικῶν ἀδελφῶν.
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἄρχισε νὰ συμπεριφέρεται καὶ νὰ μιλᾶ παράξενα, σὲ σημεῖον ποὺ παρεξηγεῖτο.
Ἄρχισε νὰ κοροϊδεύει καὶ νὰ ἐπιτιμᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ περισσότερο τοὺς ξένους ποὺ ἐπισκέπτοντο τὴν Μονή. Αἱ μοναχές, βλέποντας ὅλα αὐτὰ της εἶπαν νὰ φύγει ἀπὸ τὸν Ξενώνα, ὅπου εἶχε μείνει περίπου δύο χρόνια. Ἔτσι, χωρὶς πάλιν νὰ τὸ ἐπιδιώξει, βρέθηκε ἡ ἀγωνίστρια τοῦ Χριστοῦ χωρὶς κελλίον, μὴ ἔχοντας "ποὺ τὴν κεφαλὴ κλίνη".
Ἐγκαταστάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν νότια εἴσοδο τῆς Μονῆς, στὰ χωράφια, ὅπου ὑπῆρχαν τὰ μαντριὰ τῆς Μονῆς καὶ κάποια χαλάσματα.
Ἀπὸ τότε, μέχρι τὸ 1988, ἔμενε ἐκεῖ, στὸ ὕπαιθρο ἢ σὲ καλύβες ἀπὸ χορτάρια, ποὺ τὶς ἔστηνε καὶ τὶς χαλοῦσε μόνη τῆς. Τὰ πρῶτα χρόνια, δὲν εἶχε σταθερὸ μέρος νὰ μένει καὶ περιφέρετο μέσα στὰ χωράφια καὶ στὰ βουνά. Ἀργότερα, στὴν δεκαετία 1970-1980 ἐπιδιόρθωσε τὰ χαλάσματα ποὺ ἀναφέραμε, τελείως μόνη τῆς, κουβαλώντας τσιμεντόλιθους καὶ σκεπάζοντὰς τὰ μὲ νάϊλον καὶ τσίγκους, ὅταν πλέον εἶχε ἀρχίσει νὰ γερνᾶ καὶ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάποια σταθερὴ στέγη. Κανεὶς δὲν ἤξερε ποὺ κοιμόταν καὶ ποὺ εὕρισκε ὑπόστεγο στὶς μεγάλες βροχὲς καὶ στὶς κακοκαιρίες. Πολλὲς φορὲς ὡστόσο, τὴν εἶδαν μέσα στὴν βροχὴ νὰ κάθεται στὸ ὕπαιθρο, κρατώντας μία λαμαρίνα πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι της.
Πολλὲς φορές, ἔβγαινε καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀκτίνα τοῦ χώρου τῆς Μονῆς καὶ περπατοῦσε στὶς κωμοπόλεις τῆς Κερατέας καὶ τοῦ Μαρκοπούλου καὶ ἐπισκέπτετο διάφορα σπίτια. Αὐτὸ ἀνησυχοῦσε πολὺ τὴν Ἠγουμένη Εὐφροσύνη, ἐπειδὴ πίστευε ὅτι ἦταν ἐπικίνδυνον διὰ μιὰ γυναῖκα νὰ γυρίζει μόνη της τὶς νύκτες. Δι' αὐτὸ μιὰ ἡμέρα τὴν φώναξε καὶ τῆς εἶπε νὰ μὴ φεύγει μακριὰ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, διατὶ διαφορετικὰ θὰ τὴν ἔδιωχνε. Ὑπάκουσε ἡ Ταρσὼ στὴν Ἠγουμένη καὶ ἀπὸ τότε δὲν ξαναβγήκε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Μονῆς.  Ἂν καὶ δὲν θεωρεῖτο κανονικὰ ἀδελφὴ τῆς Μονῆς, συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴν ζωὴν τῆς ἀδελφότητος.
Ἡ διακονία τῆς, ποὺ τὴν εἶχε διαλέξει μόνη τῆς, ἦταν νὰ μεταφέρει κάθε ἡμέρα, διὰ πολλὰ χρόνια, τὸ γάλα διὰ ὅλη τὴν ἀδελφότητα (περισσότερες ἀπὸ 300 μοναχὲς) ἀπὸ τὰ μαντριὰ ποὺ ἦταν περίπου 500 μέτρα ἔξω ἀπὸ τὴν Μονήν, στὸ Μαγειρεῖον. Τὰ ἄδεια δοχεῖα τὰ ἐπέστρεφε στὸ μαντρὶ γεμάτα νερὸ ἀπὸ τὴν Ζωοδόχο Πηγή, ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσαν αἱ μοναχὲς διὰ νὰ ποτίζουν τὰ ζῶα. Ἀπὸ τὸ Μαγειρεῖον ἔπαιρνε καὶ τὸ φαγητό της.

Ἐπίσης, ἔριχνε κοπριὰ στὰ ἀμπέλια τῆς Μονῆς. Τὸ φορτηγὸ τῆς Μονῆς ἄδειαζε τὴν κοπριὰ ἐκεῖ κοντά, διὰ νὰ πᾶνε αἱ μοναχὲς τὴν ἑπομένη ἢ κάποια ἄλλη ἡμέρα, νὰ τὴν ρίξουν στὰ ἀμπέλια. Δὲν προλάβαιναν ὅμως, γιατὶ τὴν ἑπομένη τὸ πρωί, τὰ εὕρισκαν ὅλα ἕτοιμα. Τὸ μυστήριο αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ ἐξηγήσουν. Ἔτσι παραφύλαξαν ἕνα βράδυ καὶ εἶδαν τὴν Ταρσὼ νὰ ρίχνει μόνη της μέσα στὴν νύκτα ὅλη τὴν κοπριὰ ἀπ' ἄκρη σὲ ἄκρη στὰ ἀμπέλια.

Ἐπίσης, συμμετεῖχε στὶς γενικὲς ἐργασίες - παγκοινίες - ὅπου συγκεντρώνονταν πολλὲς ἀδελφές, ὅπως στὴν συλλογὴ τοῦ βίκου, στὸν τρύγο, στὰ χωράφια κ.λ.π. ἐργαζόταν καὶ αὐτὴ ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ἀδελφές, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι δὲν καθόταν κοντά τους, ἀλλὰ σὲ κάποια ἀπόστασιν ἀπὸ αὐτὲς καὶ ἀκολουθοῦσε στὴν ἐργασία. Στὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, μὲ τὸ κατσαρολάκι τῆς, πήγαινε διὰ νὰ ζητήσει τὸ φαγητό της ἀπὸ τὴν μαγείρισσα ποὺ ἔδινε φαγητὸ καὶ στὶς ἀδελφές.

Ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς διὰ τῶν γεγονότων καθόρισε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τῆς ἀλλὰ καὶ τὸν τόπο, στὸν ὁποῖο θὰ ζοῦσε μέχρι τὴν κοίμησὴ τῆς. Ἐρημική, ἀσκητικὴ ζωή. Ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ λογικὴ λατρεία στὸ Θεόν.
Διηγεῖται λοιπόν, ἡ ἀδελφή της Μαρῖνα, πὼς τὴν συνέλαβε κάποτε σὲ μιὰ πολὺ προσωπικὴ της στιγμή, ἀφοῦ δὲν γνώριζε ὅτι τὴν παρακολουθοῦν:
"Εἴχαμε ἀγρυπνία στὸ Μοναστήρι. Ἦταν καλοκαίρι καὶ ἡ ἀγρυπνία γινόταν στὴν αὐλή. Εἶχε φεγγάρι. Ὅταν ἄρχισε τὸ Ἀπόδειπνον, ἔφυγα διὰ νὰ πάω νὰ δῶ τὶ κάνει ἡ Ταρσώ. Τότε ἔμενε στὸ προηγούμενο κελλίον της, μιὰ παράγκα ἀπὸ σανίδες.
Δὲν ἦταν ἔξω. Πλησίασα σιγὰ-σιγὰ καί, χωρὶς νὰ μὲ ἀντιληφθεῖ, κοίταξα ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς χαραμάδες ποὺ εἶχαν οἱ σανίδες. Ἦταν ὄρθια, ἔκανε τὸν σταυρόν της, προσηύχετο ψιθυριστὰ καὶ συνεχῶς ἔλεγε: "Παναγία μου, βοήθησέ με τὴν ἁμαρτωλήν, βοήθα μὲ Παναγία μου, Δέσποινά μου, βοήθα μὲ σὲ παρακαλῶ...". Ἔμεινα νὰ τὴν ἀκούω ὅσο μπόρεσα καὶ ὅταν ἐπέστρεψα, ἡ ἀγρυπνία εὑρίσκετο στὰ Ἀπόστιχα, μετὰ τὴν Λιτήν".

Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, τὸν ἀσκητικὸ καὶ ἡσυχαστικό, διαμόρφωσε ἀνάλογα τὴν ἐξωτερικὴ τῆς ἐμφάνιση καὶ ἀργότερα τὸ ἐρημικὸ κελλῖον της.

"Στὴν ἀρχὴ φοροῦσε μαῦρο ράσο ἀλλὰ φρόντιζε νὰ φαίνεται παλιό. Τὸ ἔραβε μόνη τῆς, μὲ τεράστιες φαρδιὲς τσέπες διὰ νὰ βάζει τὰ βιβλία τῆς προσευχῆς, τὴν Σύνοψιν, τὴν Ἁγίαν Γραφήν, τὸ Ψαλτήρι, κ.α.. Ἀλλά καθὼς προχωροῦσαν τὰ χρόνια, ἡ ἐνδυμασία της προσαρμόζετο πλέον στὴν ψυχολογία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς σαλότητος, ἐγίνετο ρυπαρὴ καὶ κακόγουστη, μέχρι ἀστεῖα".

Μία τακτικὴ ἐπισκέπτρια τῆς Ταρσὼς περιγράφει ὡς ἑξῆς τὴν ἐνδυμασία της:
"Φοροῦσε μιὰ ξεσκισμένη βρώμικη πουκαμίσα (κάποτε λευκὴ), μακρύτερη ἀπὸ τό, κάποτε μαῦρο φόρεμα - ζωστικό, ἡ ὁποία εἶχε ραμμένη μιὰ τεράστια ἐσωτερικὴ τσέπη, τέτοια ποὺ νὰ χωρᾶ ὅτι εἶχε καὶ δὲν εἶχε, αὐτὴ ποὺ τίποτα δὲν εἶχε. Ἀπὸ πάνω, προσπαθώντας μάταια νὰ ζεσταθεῖ τὸ χειμώνα, ἔβαζε 3-4 ἀδιάβροχα νάϊλον, τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο καὶ στοὺς ὤμους ἕνα καφετὶ προσόψι, μὲ ἐπιτήδεια ραμμένη κορδελίτσα, σὰν μπέρτα"!

Ἡ Ταρσὼ φρόντιζε ἰδιαίτερα νὰ κρύβει τὸ ὡραῖο πρόσωπὸ τῆς, ἀπὸ τὰ νιάτα τῆς, καὶ ἰδιαίτερα τώρα, στὴν ἄσκηση τῆς, τὰ ὡραία μάτια τῆς, ποὺ ἂν τὰ πρόσεχες κάποιες φορὲς ἔδειχναν σὰν ἕνα κομμάτι διαμαντένιου οὐρανοῦ! Φοροῦσε στὰ μάτια τῆς γυαλιὰ μὲ χοντροὺς φακούς, τὰ ὁποία στήριζε γύρω στὸ κεφάλι της μὲ σύρμα. Ὅταν ἤθελε νὰ διαβάσει κάτι, τὸ πλησίαζε πολὺ κοντὰ στὸ πρόσωπόν της. Μιὰ φορὰ, λοιπόν, λέγει σὲ μία συνομιλήτριὰ τῆς :
"Ὅλα τοὺς τὰ ἔδωσα ἀδελφοῦλα μου, τὶ ἄλλο νὰ τοὺς δώσω ἀκόμη; Καὶ τὰ μάτια μου τοὺς τὰ ἔδωσα". Ἡ εὐλαβὴς ἀδελφὴ δὲν ἀντιλήφθηκε τὸ νόημα τῶν λόγων αὐτῶν. Ὅμως ἀργότερα πληροφορήθηκε, πὼς ὅταν ἦταν νέα, κάποιος ἄνδρας, ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸ Μοναστήρι, θαύμασε τὰ μάτια της καὶ τὸν ἄκουσε νὰ λέγει πὼς ἔχει ὡραία μάτια. Τότε αὐτὴ πῆγε στὸ Μοναστήρι, ἐπῆρε ἕνα ζευγάρι γυαλιὰ μὲ χοντροὺς φακοὺς καὶ τὰ φόρεσε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χαλάσει τὴν ὅρασίν της.


Ἐπίσης τὰ κάλυπτε τὴν μύτη της μὲ μιὰ μαύρη κορδέλα, τὴν ὁποία εἶχε ἡ ἴδια ἐπιμεληθεῖ διὰ νὰ κρύβει τὸ πρόσωπόν της, διατὶ κάποιος τῆς εἶχε πεῖ ὅτι ἔχει ὡραία μύτη. Τὴν κορδέλα αὐτὴ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ πρόσωπόν της ὅταν ἄρχισε νὰ γερνᾶ. Φρόντιζε ἐπίσης νὰ ἔχει σκυμμένο συνεχῶς τὸ κεφάλι της, κάτω στὸ χῶμα. Ὅπως ἡ ἴδια εἶχε πεῖ, "τὸ καφετὶ χρῶμα εἶναι τὸ χρῶμα μοῦ" !
Ἐξάλλου, τὰ παπούτσια της ἦσαν τρυπητά, λαστιχένια (πάντοτε ὅμως παλιὰ), δεμένα μὲ σκουριασμένο σύρμα καὶ ἐπίσης πάντοτε παράταιρα.
Οἱ διαστάσεις τοῦ κελλιοῦ της δὲν ἐπέτρεπαν ἕνα ἀνθρώπινο κρεβάτι. Μόνο σκυφτὸς ἢ καθιστὸς χωροῦσες μέσα. Ἄλλωστε σαράντα πέντε χρόνια δὲν κοιμήθηκε ξαπλωμένη. Μόνο ὅταν χρειάστηκε νὰ νοσηλευτεῖ σὲ νοσοκομεῖο δύο φορές, κοιμήθηκε σὲ κρεβάτι μὲ κάποιες τύψεις "γιὰ τὴν πολυτέλεια".
Τὸ ἐσωτερικό, πάντως, τοῦ κελιοὺ τῆς ἦταν ἐντελῶς ἀκατάστατο. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν μπόγοι ἀνοιγμένοι, ποὺ ἔχασκαν χυμένα κάποια παλιόρουχα ἢ κουβέρτες κουβαριασμένες, ντενεκάκια ἀπὸ κονσέρβες διὰ τὶς γάτες, σκουπίδια διάφορα καὶ μικροπράγματα ἄχρηστα.
Ὅλα αὐτὰ σχημάτιζαν ἕνα σωρὸ ἑτερόκλητων πραγμάτων πού, στὸ σύνολόν τους, θύμιζαν σκουπιδότοπο.
"Στὴ γωνία τοῦ κελλιοῦ της, ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος πάγκος. Ἕνας – δύο τσιμεντόλιθοι καὶ ἕνα στραβωμένο σακὶ τσιμέντο ποὺ πέτρωσε ἀπὸ τὴν βροχή, ἦταν τὰ καθίσματὰ της. Στὰ νιάτα της κούρνιαζε σὰν σκυλί, δίπλα σὲ θάμνους καὶ στὰ γεράματά της, συνήθως τὴν εὕρισκες καθιστὴ σὲ αὐτὸν τὸν πάγκο, μὲ τὸ κεφάλι γερμένο. Ἀκόμη καὶ ὅταν, τὸν τελευταῖον χρόνον, τὴν ἐπῆραν στὸ γηροκομεῖον τοῦ Μοναστηριοῦ, τὴν εὕρισκαν νὰ περνᾶ τὴν νύχτα σὲ ἕνα πεζούλι, ἔξω στὴν βροχὴ".

Ἡ τροφή της ἦταν πάντοτε λιγοστή. Ὁ κανόνας της στὸ φαγητὸ φάνηκε καὶ στὶς τελευταῖες τῆς ἡμέρες στὸ Κ.Α.Τ. Ἔκανε ὑπακοὴ νὰ δεχθεῖ σούπα, ἀλλὰ ὅταν ἐπέμεναν νὰ συνεχίσει, ἀρνήθηκε. "Ἔφαγα, ἔφαγα, τέσσερις κουταλιὲς". Αὐτὸ ἦταν τὸ ὅριό της. Ἡ ἀδελφὴ Μαρῖνα, ἀπὸ τὴν Μονήν, τῆς ἔφερνε τὸ μεσημβρινὸ φαγητόν της, ποὺ τὸ χώριζε στὰ δύο διὰ νὰ δειπνήσει μὲ δύο μπουκιὲς τὸ βράδυ. Στὴν περίπτωσιν ποὺ ἡ καλὴ Μαρῖνα ἔλειπε διὰ δουλειὲς ἐκτὸς τῆς Μονῆς, δὲν εἶχε τὴν ἔγνοια της κανένας ἄλλος.
Φαίνεται ὅτι κάποιες φορὲς ἔμενε ὁλόκληρη ἑβδομάδα νηστική, μέχρι ἂν ἐπιστρέψει ἐκείνη ἀπὸ τὶς δουλειές της.
Τῆς ἔφερναν μερικὲς φορὲς καλομαγειρεμένο φαγητό, ποὺ διαφέρει πολὺ ἀπὸ φαγητὸ μαγειρεμένο στὸ καζάνι διὰ 300 ψυχές. Ἡ ἀδελφὴ Μαρίνα τῆς ἔλεγε : "Κράτησε λίγο νὰ φᾶς", διότι τὴν λυπόταν ποὺ ἦταν ταλαιπωρημένη. Τῆς ἀπαντοῦσε : "Μὰ καλά, τὸ κοσμικὸ φαγητὸ εἶναι καλύτερο;".
Ἄλλοτε, τῆς πῆγε μιὰ πολὺ καλὴ μερίδα ψάρι. Αὐτὴ τὸ καθάρισε καὶ τὸ  ἔδωσε στὰ γατιά. Τῆς λέγει ἡ ἀδελφή: "μὰ τὶ κάνεις; Τὶ θὰ φᾶς; Φάε εὐλογημένη ἐσὺ τὸ ψάρι καὶ δῶσε στὰ γατιὰ τὰ κόκκαλα". Καὶ ἡ ἀπάντησις: "μὰ καλά, ἐσὺ ἀποφάγια τρῶς στὸ Μοναστήρι; Πῶς θὰ φᾶνε τὰ γατιὰ τὰ ἀγκάθια (κόκκαλα);" Μὲ τὴν ἴδια στοργήν, τάϊζε καὶ τὰ ποντίκια τοῦ κελλιοῦ της, μὲ μικρὰ κομματάκια ψωμί. "Θέλουν νὰ φᾶνε καὶ αὐτά", ἔλεγε.
Ἡ τρυφερότητα ποὺ αἰσθανόταν γιὰ τὰ ζῶα ἦταν πολὺ μεγάλη. Μιὰ φορὰ βρῆκε κοντὰ στὴν θάλασσα ἕνα κοκκαλιάρικο γαϊδουράκι, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχαν ἐγκαταλείψει γέρικο πολὺ διὰ νὰ πεθάνει. Τὸ πῆρε, τὸ ἔφερε στὸ κελλίον της καὶ τὸ τάϊζε μὲ ψωμί, ὅσο καιρὸ ἔζησε.
Ποιὸς μπορεῖ ἂν ἀμφιβάλει ὅτι δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μοιράζεται τὸ λιγοστὸν φαγητόν της μὲ τοὺς ἀλόγους καὶ τοὺς λογικοὺς φίλους τῆς, ἂν δὲν εἶχε σὲ μεγάλο βαθμὸν ἀποδεσμευτεῖ ἀπὸ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες; Ὄντως, ἡ πραγματική της τροφή, αὐτὴ ποὺ τὴν χόρταινε, ὥστε νὰ λησμονεῖ τὴν ὑλικὴ τροφή, ἦταν ἡ πνευματική. Ἡ σκέψη της καὶ ἡ καρδιὰ της ἦταν ἀποκλειστικῶς δοσμένες στὰ οὐράνια καὶ στὰ ἅγια, στὰ ὁποία ἐντρυφοῦσε ἀδιαλείπτως. Αὐτὸ τὸ νόημα εἶχε ἀσφαλῶς ἡ ἀπάντησὶς της στὴν πρόθυμην ἐπισκέπτρια νὰ τῆς φέρει ὅτι φαγητὸ θὰ ἐπιθυμοῦσε:
- Τὶ νὰ σοῦ φέρω Ταρσὼ νὰ φᾶς;
- Ἐσὺ θὰ μοῦ φέρεις νὰ φάω; Ἐμένα μοῦ φέρνει ὁ ἀξιωματικὸς (ὁ ἄγγελος) καὶ ἡ Μαρία!
Τὰ λίγα αὐτὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα δίνουν μία πρώτη γενικὴ εἰκόνα τῆς ζωῆς τῆς Ταρσὼς ποὺ προηγήθηκε τῆς ἐγκαταστάσεώς της στὸν τόπον τῆς θεοφιλοῦς της ἀσκήσεως, ἀλλά, μέχρι κάποιου σημείου, καὶ τῆς ζωῆς της, ὅπως ἄρχισε αὐτὴ νὰ διαμορφώνεται πλέον, μὲ τὴν ἀσκητικὴν της βιοτήν, στὸν τόπον αὐτόν.
ΤΑΡΣΩ - Ἡ ἘΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ
Ἡ ἐρημικὴ ζωὴ τῆς Ταρσώς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀπομακρυνόταν, παρὰ σπανιότατα καὶ μόνο γιὰ σοβαρὸ λόγο (ὅπως στὴν περίπτωση μιᾶς ἀναγκαίας νοσηλείας), ἀπὸ τὸν τόπο αὐτὸ τῆς ἀσκητικῆς τῆς διαμονῆς, δημιουργοῦσε εὐνόητα τὴν ἀπορία στοὺς ἐπισκέπτες, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἔφταναν ἐκεῖ, ποιὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ πνευματικὴ τῆς τροφοδοσία, ἐφόσον δὲν μποροῦσε νὰ ἐκκλησιάζεται καὶ ποιὰ σχέση ἦταν δυνατὸν νὰ ἔχει μὲ τὴ μυστηριακή, ἰδιαίτερα, ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι φυσικό, ἕνας διὰ Χριστὸν σαλὸς ἄνθρωπος νὰ μὴν ἔχει Ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ὅπως τὴν ζεῖ ὁ χριστιανὸς τοῦ κόσμου: 
ἐκκλησιασμὸ καὶ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὶς τακτὲς ἡμέρες καὶ ὧρες τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.
 
Ὁ σαλὸς καὶ ἑπομένως "ἄτακτος" τρόπος τῆς ζωῆς τοῦ, δὲν τοῦ ἐπιτρέπει τὴν παρακολούθηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, κατὰ τὸν "κατεστημένο" τρόπο, ἐφόσον ἐξάλλου, μεταξὺ τῶν στόχων τῆς σαλότητος, ὑπάρχει καὶ ἡ ἀποφυγὴ ἀπὸ ὁτιδήποτε συντηρεῖ "κατεστημένη" εὐσέβεια, "εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν", ὅπου ὅμως ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος τῆς "ρουτίνας" τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Ἀλλὰ τότε, πὼς μπορεῖ ἕνας σαλὸς διὰ Χριστὸν νὰ εἶναι ἕνας χαρισματικὸς χριστιανός, χωρὶς ἐκκλησιαστικὴ ζωή;
Ἂν ἕνας χριστιανὸς εἶναι πράγματι χαρισματικός, καὶ μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ βεβαιώνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ζεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ διὰ τῆς Ἐκκλησίας πορεύεται πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι χριστιανοί. Κάθε πραγματικὸ χαρισματικὸ ἄνθρωπο τὸν παρακολουθεῖ βῆμα πρὸς βῆμα, κατὰ τὴν πορεία τοῦ αὐτή, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναπληρώνει τὰ πνευματικὰ ὑστερήματα ποὺ μπορεῖ ἂν ὀφείλονται στὸν ἰδιαίτερο τρόπο βιώσεως τῆς χριστιανικῆς τοῦ ζωῆς, ὅπως λ.χ. αὐτούς ποὺ ζοῦν "στὰ σπήλαια καὶ στὶς ὀπὲς τῆς γῆς"!
Εἶπε κάποτε: "Οἱ ἀρχάγγελοι μοῦ ἔδωσαν τρεῖς στολὲς καὶ τρεῖς ἡ Παναγία. Μία μέχρι κάτω, μία ὡς ἐδῶ καὶ μία ὡς τὸ γόνατο. Μοῦ τὶς πῆραν καὶ λειτουργοῦν στὴν Ἐκκλησία".
Τὶ ἤθελε νὰ πεῖ ἡ Ταρσὼ μὲ τοὺς συμβολικοὺς αὐτοὺς λόγους; Ποιὸ εἶναι τὸ νόημὰ τοὺς ποὺ ἀπέκρυπτε ἀπὸ τὸ νοῦ τοῦ συνομιλητὴ τῆς; Μιὰ πρώτη ἐντύπωση, ποὺ προκαλοῦν οἱ λόγοι αὐτοὶ τῆς Ταρσὼς εἶναι ὅτι εὐλογήθηκε τρεῖς φορὲς ἀπὸ τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ ἀπὸ τὴν Παναγία. Νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸν πλοῦτο αὐτὸ τῶν εὐλογιῶν ἡ ἴδια ἡ Ταρσὼ τὸν κατάθεσε στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Ὁπωσδήποτε ὅμως δὲν εἴμαστε ἔξω ἀπὸ τὸ βασικὸ νόημα αὐτοῦ τοῦ λόγου, ἂν ἀντιληφθοῦμε τὴν προσφορὰ τοῦ χαρίσματος τῆς σαλότητας ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρης τῆς ἀναγεννημένης ζωῆς της στὴν "λειτουργία" τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ ἀυτοσυνειδησία τῆς Ταρσὼς ἦταν βαθύτατα ἐκκλησιαστική!
                              
Ἡ εὐωδιάζουσα κάρα τῆς Γεροντἰσσης Ταρσὼ (ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ)

Μία κυρία, συχνὴ ἐπισκέπτρια τῆς Ταρσὼς διηγεῖται: "Μιὰ νύχτα βλέπω στὸν ὕπνον μοῦ πὼς ἔκανα καθαριότητα στὸ σπίτι μου καὶ πίσω μοῦ ἀκολουθοῦσε ἡ Ταρσὼ μὲ μία σκούπα στὸ χέρι, σκουπίζοντας τὸ δάπεδον μὲ πολὺ προθυμία καὶ ἐπιμέλεια. Εἶχα χαρὰ καὶ ἀπορία μέσα μου δι' αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Καὶ ἀμέσως, σὰν νὰ διάβασε τὶς σκέψεις μοῦ ἐκείνη τὴν στιγμή, μοῦ λέγει σὰν ἀπάντησιν σὲ αὐτὰ ποὺ σκεπτόμουν : "ἐπειδὴ ἔστειλες στὸν ἀδελφόν μου ἁλάτι διὰ τὸ φαγητό του, ἦλθα καὶ ἐγὼ νὰ σὲ βοηθήσω". Ξύπνησα πολὺ χαρούμενη. Προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω τὰ λόγια της καὶ σκεφτόμουν ἂν εἶχα κάνει κάτι καλὸ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες. Θυμήθηκα μετὰ ἀπὸ πολὺ κόπον ὅτι εἶχα στείλει ἕνα δεματάκι στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ κιμωλία διὰ τὴν προεργασία τῶν εἰκόνων καὶ κάποιες πληροφορίες διὰ τὴν ἁγιογραφία, προκειμένου νὰ βελτιώσουν τὴν δουλειάν τους.
Τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ τὴν ἐπισκέφτηκα μοῦ λέγει: "ὁ ἀδελφός μου μὲ τρέφει καὶ μένα κάθε ἡμέρα, μὲ μνημονεύει, τὸν εὐχαριστῶ, νὰ εἶναι καλὰ". Ἀργότερα πληροφορήθηκα ὅτι ὁ μοναχὸς στὸν ὁποῖον εἶχα στείλει τὸ δέμα, ποὺ ἦταν ἱερέας, εἶχε ἀκούσει διὰ τὴν Ταρσὼ καὶ τὴν μνημόνευε καθημερινῶς στὶς Θεῖες Λειτουργίες ποὺ ἔκανε".

Κοιμήθηκε εἰρηνικῶς τὴν 7η Ὀκτωβρίου 1989 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Μονήν. Κατὰ τὴν ἀνακομιδήν της τὰ Λείψανά της εὐωδίασαν! Μέρος τοῦ δέρματός της ποὺ φυλάσσεται στὸ Παρεκκλήσιον τῆς Ὁσἰας Ξένης τῆς διὰ Χριστὸν Σαλὴς Μάνδρας Ἀττικῆς, παραμένει ἀδιάφθορον!