Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

«Φεῦγε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους»


                     «Φεῦγε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους»

π. Ἀνδρέου Ἀγαθοκλέους

Ἀναφέρεται στὸ Γεροντικὸν διὰ τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιον ὅτι ὅταν ἦταν στὸ παλάτι, ὡς παιδαγωγὸς τῶν υἱῶν τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, προσευχήθηκε εἰς τὸν Θεὸν λέγοντας: «Κύριε, ὁδήγησέ με πῶς νὰ σωθῶ».  Κῖ ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τοῦ λέγει: «Ἀρσένιε, φεῦγε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ σωθεῖς».  Βέβαιος ὅτι φωνὴ αὐτὴ μέσα του ἦταν ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ στὴν προσευχήν του, ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ έγινε μοναχόςΕὑρισκόμενος στὴν μοναχικὴ πολιτεία, πάλι προσευχήθηκε, ζητώντας ἀπὸ τὸ Θεὸν νὰ τοῦ δείξει πῶς νὰ σωθεῖΚαίπάλι  ἄκουσε τὴν φωνὴν νὰ τοῦ λέγει:  «Ἀρσένιε, νὰ φεύγεις, νὰ σιωπᾶς, νὰ ἡσυχάζειςδιατὶ ἀυτές εἶναι αἱ ρίζες τῆς ἀναμαρτησίας».

Στὸ πιὸ πάνω περιστατικὸν φαίνεται ὡς νὰ ζητᾶ Θεὸς νᾷ ἀποστρεφόμαστε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἀπομονωνόμαστε καὶ νᾷ ζούμε μόνοιὍμως προσεκτικὴ μελέτη δείχνει δύο σημαντικὰ σημεῖα:

Πρῶτον: ἅγιος Ἀρσένιος ζητὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει Θεὸς πῶς ἴδιος θὰ σωθεῖ, πῶς θα πορευτεὶ τὸν προσωπικὸ δρόμο τῆς σωτηρίας τουΔὲν εἶναι ὅλα διὰ ὅλουςΔι' αὐτὸ ἄνθρωπος ποὺ προβληματίζεται διὰ τὴν αἰώνια πορεία του, ἀναζητᾶ, ρωτῶ, ἐμπιστεύεταιΠρῶτα τὸν Θεὸν καὶ μετὰ τὸν πνευματικόν του πατέρα, πούτὸν  ἅγιον Πνεῦμα μπορεὶ νὰ ὁμιλήσει μέσῳ του ἂν αὐτὸς ποὺ ρωτὰ εἶναι εἰλικρινὴς καὶ ἔχει πόθο νὰ γνωρίσει
Δεύτερο: «φυγὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους», ποὺ Θεὸς ἀποκαλύπτει στον άγιο Ἀρσένιο πὼς εἶναι δρόμος τῆς σωτηρίας του, εἶναι φυγὴ ποὺ ὁδηγεῖ στἠν ἡσυχία, με τὴν πνευματικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ὅπου θὰ μπορεὶ νὰ δεῖ τὸ μέσα του κόσμο, νὰ προσευχηθεὶ καὶ νὰ μετανοήσει, ὥστε νᾷ συναντήσει στὴν καρδιάν του τὸν ΘεόνΑὐτὸ συμπεραίνεται ἀπὸ τῇ δεύτερη ἀπάντηση στην προσευχὴ του.

Νομίζω πῶς ὅλοι μας εἴμαστε μάρτυρες τῶν πολλῶν λόγων, τῶν ἀργῶν καὶ περιττῶν λόγων, χωρὶς οὐσία καὶ περιεχόμενοΣτῇ δουλειά, στο σπίτι, στα ῥαδιόφωνα καὶ στις τηλεοράσεις, ἀκούμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ό,τι μας διασπᾷ τὸ νοῦν, ἀδειάζει τὴν καρδία, μας κάνει νὰ νιώθουμε κουρασμένοι.

Ἀσφαλῶς, εὑρισκόμενοι με ἀνθρώπους, εἶναι ἀναγκαίο νᾷ διαλεγόμαστε.  Ὅμως, πόσα περιττὰ λέμε καὶ ἀκούμε με ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα!  Δι' αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη, κάποια στιγμὴ τῆς ἡμέρας ἢ τῆς νύχτας νᾷ μένουμε μόνοι με τὸν ἑαυτὸ μας, διὰ νὰ ἀνασυγκροτούμαστε, νὰ ἡρεμοῦμε, νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ μελετοῦμε.

Ὅσοι τὸ προσπάθησαν καὶ τὸ πέτυχαν νᾷ «φύγουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους», τοὺς συνάντησαν οὐσιαστικά, καρδιακά, γιατὶ συναντῶντας τὸ Θεὸ τῆς καρδίας συνάντησαν τὸν ἀδελφό, τὸν «ἐγγὺς καὶ τὸν μακρὰν», ποὺ πονεῖ, ποὺ δυσκολεύεται, ποὺ ὑποφέρει.

Στὶς πολυλογίες καὶ ἀργολογίες ἃς προτιμήσουμε τὴν σιωπήν, τὴν φυγήν, τὴν ἀπομόνωσιν.  Σὲ ἔναν κόσμον ποὺ ἀγχώνεται, συντρίβεται, συγχίζεται καὶ ἀδημονεῖ, ἃς ἀφουγκραστούμε τὴν ἡσυχία τῶν ἁγίων, τὴν ἠρεμία τῆς καρδίας, τὴν χαρὰν τῆς ἐντὸς ἡμῶν Βασιλείας.