Προσευχὴ εἰς τήν δύσιν τοῦ ἡλίου
Μωυσέως μοναχοῦ Ἁγιορείτoυ
Δέσποτα πολυέλεε, ἀνεξίκακε, μακρόθυμε, ἀκατάληπτε,
ἀνερμήνευτε, Κύριε· ὁ κυβερνῶν καὶ προνοῶν διὰ πάντα τὰ ἔργα σου· ὁ ἐτάζων
νεφροὺς καὶ καρδίας καὶ τὰ κρυπτὰ διανοήματα τῶν ψυχῶν ἡμῶν σαφῶς ἐπιστάμενος,
πρόσδεξαι τὴν εὐχαριστία αὐτὴ καὶ ἐξομολόγηση τῆς συντετριμμένης ψυχῇς μου καὶ
χάρισε σ᾿ αὐτὴν πάντα τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα.
Γνωρίζεις, Πατέρα μου οὐράνιε, ἂν καὶ καθημερινῶς ἁμαρτάνω,
τίποτε ἄλλο δὲ μπορῶ νὰ ἀγαπήσω περισσότερο ἀπὸ ἐσὲ καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ μπορῶ
νὰ στρέψω τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μου. Ἐσὺ εἶσαι γιὰ μένα τὸ φῶς, ἡ ὁδός, ἡ ζωή, εἶσαι
τὸ πᾶν. Ποῦ ἀλλοῦ νὰ ἐπιρρίψω τὴν μέριμνά μου καὶ σὲ ποιὸν ἄλλο νὰ καταφύγω;
Προσπίπτω ἐνώπιόν σου κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ ὁ ἥλιος
δύει καὶ δέομαι θερμῶς νὰ μοῦ ἀποστείλεις τὴν τελευταία ἀκτῖνα τοῦ θείου ἐλέους
σου καὶ νὰ φωτίσεις τὴν ἁμαρτωλή μου ψυχή.
Ἂν καὶ ἐλλιπὴς εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐχαριστία τῆς
ψυχῆς μου, ἀναγνωρίζω ὅτι Σὺ μὲ καθοδηγεῖς καὶ σὲ Σένα ὀφείλω τὰ πάντα. Πρόλαβε
βέβαια ἡ ἁμαρτία καὶ ἐναπέθεσε στὴν ψυχή μου τοὺς δικούς της τύπους καὶ τὰ ἐμπαθῆ
ἐνθυμήματα καὶ ἀπομάκρυνε διὰ τοῦ ἐσωτερικοῦ πολέμου τὴν διαρκῆ ἐνθύμηση τοῦ Ἁγίου
Ὀνόματός Σου.
Πλὴν ὅμως εἰς οὐδὲν ὑποχωρῶ. Ἀποστρεφόμενος κάθε
τί ποὺ εἶναι δικό σου καὶ ὅσο ὁ χρόνος περνᾷ πλεονάζει ἡ ἀγάπη σου ἐντός μου.
Μεγαλύτερη ἀνδρεία καὶ εὐστροφία ψυχῆς δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴν διαρκῆ ἐνθύμηση τοῦ Ἁγίου
Ὀνόματός Σου.
Βοήθησέ με, Δέσποτα Κύριε, νὰ κατευθύνω τὶς
δυνάμεις τῆς ψυχῆς μου πρὸς δοξολογία τοῦ Ἁγίου Ὀνόματός σου, ἐνθυμούμενος καὶ
φανταζόμενος τὴν ἀκατάληπτη δόξα καὶ τὴν εὐπρέπεια καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς οὐρανίου
μακαριότητος.
Συγκράτησε τὸ ρεμβόμενο καὶ περιπλανώμενο νοῦ μου
στὶς συγχύσεις καὶ τὶς μέριμνες τοῦ βίου τούτου καὶ ἐμφύτευσε σ᾿ αὐτὸν τὴ μνήμη
τοῦ Ἁγίου Ὀνόματός Σου καὶ τὴ μελέτη τῶν σωτηρίων σου ἐντολῶν.
Ἀνατεινόμενος πρὸς τὰ ἄνω, περιφρουρούμενος ἀπὸ τὴ
χάρη Σου καὶ καταφλεγόμενος ἀπὸ τὸ διάπυρο πόθο τῆς ἀγάπης σου, νὰ κατατρυφᾷ
Σέ, τὸν γλυκύτατο Νυμφίο καὶ εὐεργέτη μου, ἀπορρίπτων ὡς σκύβαλα πάντα τοῦ
κόσμου τὰ τερπνά.
Ὁ ἥλιος δύει, Κύριε, καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ δάσους
ψάλλουν ἑσπερινό. Γονατίζω καὶ ἐγὼ ἐνώπιόν σου καὶ τὰ χέρια μου πρὸς Σὲ ἀνατείνω,
δεόμενος νὰ μοῦ ἀποστείλεις τὸ φῶς σου τὸ ἀληθινό, γιὰ νὰ ἀνυμνῶ, δοξολογῶ καὶ
γεραίρω τὸ Πανάγιο Ὄνομά Σου εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἅγιον Ὄρος 1995