Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

ΧΙΛΙΑ ΕΤΗ, ΣΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ. ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ!

ΧΙΛΙΑ ΕΤΗ, ΣΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ. ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ!

Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι.

Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του International college της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα που ετυφεκίζοντο.


Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή.

- Είσαι δάσκαλος; με ρωτά.
- Αυτή την τιμή είχα, του απαντώ.
- Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;
- Ναι, του λέγω.
- Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ.
- Ελάτε μαζί μου έξω, λέγω στους συντρόφους μου. Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος.
Ποια ήταν η έκπληξή μας, όταν ακούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέει:
- Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος. Και συνέχισε:
- Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ‘ βγαζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε, που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;

- Ναι, ξέρω, του απάντησα. Έλεγε, «Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».

- Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δύο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε, που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή.
- Και πού τον έθαψαν; ρώτησα με αγωνία.
- Κανείς δεν ξέρει πού έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί.

(Από την ομιλία του ακαδημαϊκού καθηγητή Γεωργίου Μυλωνά, στις 14 Δεκεμβρίου 1982, στην Ακαδημία Αθηνών)