Ἐπιστολή Αὐτοκράτορος Ἰωάννου Βατάτζη πρός τόν Πάπα Γρηγόριο
ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΥΡΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΕ ΠΑΠΑΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΕ ΠΑΠΑΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ
Σύμφωνα με τον μεγάλο ιστορικό μας
Απ. Βακαλόπουλο, ο Νέος Ελληνισμός απλώνει τις ρίζες του στην
αυτοκρατορία τα Νίκαιας, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους
Φράγκους, το 1204. Με την παρακάτω επιστολή ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ’
Δούκας Βατάτζης (1222-1254) απαντά σε προηγηθείσα του πάπα Γρηγορίου Θ’
(1227-1241). Η επιστολή μπορεί να εκληφθεί ως το μανιφέστο του Νέου
Ελληνισμού, που διακηρύσσει παγκοσμίως τον ασίγαστο πόθο του για την
απελευθέρωση του σκλαβωμένου εθνικού κέντρου και τον αγώνα των Ελλήνων
για την διατήρηση της πολιτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς τους,
αρχαίας και μεσαιωνικής. Ταυτόχρονα, δείχνει ποια είναι η πρέπουσα
απάντηση από πλευράς Ελληνισμού στις προσπάθειες προσέγγισης και στις
αξιώσεις του παπισμού.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε το πρώτον υπό
του Ι. Σακελλίωνος, Ανέκδοτος επιστολή του αυτοκράτορος Ιωάννου Δούκα
Βατάτση προς τον πάπα Γρηγόριον, Αθήναιον τ. 1 (1872), 372-378.
Περιλαμβάνεται στο Α. Βακαλόπουλος, Πηγές της Ιστορίας του Νέου
Ελληνισμού, Θεσ/νίκη 1965, 50-52.
Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός
βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων ὁ Δούκας τῷ ἁγιωτάτῳ πάπα τῆς
πρεσβυτέρας Ῥώμης Γρηγορίῳ σωτηρίας καί εὐχῶν αἴτησιν.
Οι απεσταλμένοι της μακαριότητάς σου,
όταν αφίχθηκαν προς την βασιλεία μου, παρέδωσαν σε αυτή γράμμα, για το
οποίο αυτοί διατείνονταν ότι είναι της αγιότητός σου και ισχυρίζονταν
ότι έχει σταλεί στην βασιλεία μου˙ η βασιλεία μου, όμως, βλέποντας με
αποστροφή την ατοπία των γεγραμμένων, δεν το πολυπιστεύει ότι είναι δικό
σου το γράμμα, αλλά κάποιου συντρόφου της εσχάτης ανοησίας, που έχει
την ψυχή γεμάτη αλαζονεία και αυθάδεια. Πως θα μπορούσε να νομισθεί
διαφορετικός, αυτός που θέλησε με γράμματα να φερθεί προς την βασιλεία
μου με αυτό τον τρόπο, σαν να επρόκειτο για κανέναν των ανωνύμων και
άδοξων, ή να πω καλύτερα των αγνώστων και αφανών, αυτός που δεν μπορεί
να διδαχθεί το πρέπον, ούτε από την πείρα των πραγμάτων, ούτε από το
μέγεθος της εξουσίας; Αντίθετα, η αγιότητά σου έχει στολισθεί με φρόνηση
και διάκριση διαφορετική από των πολλών. Γι’ αυτό και με δυσκολία το
είχε η βασιλεία μου να πιστεύει ότι είναι δικό σου το γράμμα, πολύ δε
περισσότερο ότι γράφτηκε αυτό για να σταλεί στην βασιλεία μου.
Αυτό το γράμμα τόνιζε, ότι στο δικό
μας γένος των Ελλήνων βασιλεύει η σοφία, και, ωσάν να πρόκειται για
πηγή, από αυτήν παντού ανέβλυσαν σταγόνες˙ και είναι το σωστό για μας,
που λάμπουμε από τέτοια διάκριση, να μην αγνοούμε την αρχαιότητα του
θρόνου σου˙ σαν να πρόκειται για την απόδειξη κάποιου μεγάλου θεωρήματος
που χρειάζεται μεγάλη σοφία για να το καταλάβει κανείς. Αν και ποιος
από μας έχει ανάγκη της σοφίας, για να καταλάβει ποιος είσαι και τι
είδους είναι ο θρόνος σου; Διότι αν ήταν και αυτός τοποθετημένος επάνω
στα σύννεφα ή βρίσκονταν κάπου στα ψηλά, θα μας ήταν ίσως απαραίτητη
κάποια μετεωρολογική γνώση, για ν’ αναγνωρίσουμε την φύση και σύστασή
του, μαζί με τις θύελλες και τους κεραυνούς και όλα τα υπόλοιπα, όσα από
την φύση τους φτιάχτηκαν για να βρίσκονται στα υψηλά˙ επειδή όμως είναι
στηριγμένος στη γη, και δεν διαφέρει σε τίποτα από τους άλλους θρόνους, που φτιάχτηκαν ν’ αντέχουν αρχιερείς, πως
λοιπόν να μην είναι πρόσφορη σε όλους; Ότι, βέβαια, από το δικό μας
γένος άνθησε η γνώση και το αγαθό αυτής και διαδόθηκε στους άλλους,
όσους φροντίζουν με επιμέλεια για την απόκτηση και την άσκησή της, αυτό
σωστά ειπώθηκε. Εκείνο όμως πως αγνοήθηκε, ή και αν δεν αγνοήθηκε, πως
παρασιωπήθηκε, το ότι μαζί με την σοφία που βασιλεύει σε μας,
κληροδοτήθηκε στο δικό μας γένος η κοσμική αυτή βασιλεία από τον Μεγάλο
Κωνσταντίνο, ο οποίος φρόντισε να προσθέσει στην εξουσία το σεμνό και το
τίμιο, δια της ανταποκρίσεως στην του Χριστού κλήση; Διότι ποιος απ’
όλους αγνοεί ότι η κληρονομιά της διαδοχής του μεταβιβάστηκε στο δικό
μας γένος και εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του;
Έπειτα, εσύ ζητάς από μας να μην
αγνοήσουμε τον δικό σου θρόνο και τα προνόμιά του˙ πως εμείς δεν θα
ανταπαιτήσουμε από σένα να μην παραβλέψεις και ν’ αναγνωρίσεις το δικό
μας δικαίωμα στην εξουσία και το κράτος της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο
έλαβε την αρχή από των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και αφού πέρασε
από πολλούς άρχοντες μετά από εκείνον του δικού μας γένους, και
παρατάθηκε για μια ολόκληρη χιλιετία, έφθασε μέχρι εμάς; Για παράδειγμα
οι ιδρυτές της δυναστείας μου, αυτοί από το γένος των Δουκών και των
Κομνηνών, για μην αναφέρω και τους άλλους, οι οποίοι κατάγονται από
γένη ελληνικά˙ αυτοί λοιπόν της δικιάς μου γενιάς, κατείχαν την αρχή της
Κωνσταντινουπόλεως επί εκατοντάδες ετών˙ τους οποίους δηλαδή και η
εκκλησία της Ρώμης και οι ιεραρχικώς προϊστάμενοί της τούς αναγόρευαν
αυτοκράτορες Ρωμαίων. Πως λοιπόν σου φαινόμαστε ότι από πουθενά δεν
έχουμε την αρχή και τη βασιλεία, ενώ ο Ιωάννης της Πρετούνας
χειροτονήθηκε από σένα βασιλεύς; από πού το πρέπον στη βασιλεία του
ευσεβούς και μεγάλου Κωνσταντίνου; ποιανού το επ’ αυτής δικαίωμα παρά
αυτού που ήδη επικρατεί σ’ αυτή; Γιατί ούτε και η δική σου τίμια κεφαλή δεν
επαινεί κάπου την άδικη γνώμη και την πλεονεκτική χείρα, και δεν
τοποθετεί στη μοίρα του δικαίου την ληστρική και μιαιφόνο διάθεση, από
την οποία διεφθάρησαν εξαρχής οι Λατίνοι και εκστράτευσαν εναντίον μας
με ωμότητα τόση, όση δεν επέδειξαν ούτε οι Ισμαηλίτες στα μέρη της
Συρίας και τη Φοινίκης˙ τους οποίους ο Θεός των εκδικήσεων
τιμώρησε αξίως της ασεβείας τους. Εμείς δε, αν και αναγκαστήκαμε βίαια
να μετακινηθούμε, κατέχουμε αμετακίνητα και αμετάπτωτα το δικαίωμα στην
αρχή και το κράτος, με τη χάρη του Θεού˙ διότι αυτός που βασιλεύει,
έθνους και λαού και πλήθους λέγεται ότι άρχει και εξουσιάζει και όχι
λίθων και ξύλων, αυτών που συνιστούν τα τείχη και τους πύργους.
Περιείχε κι αυτό, τούτο το γράμμα˙
ότι δηλαδή οι κήρυκες της τιμιότητάς σου, περιτρέχοντες όλο τον κόσμο,
ανακοίνωναν την σταυροφορία˙ και μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος αριθμού ανδρών
πολεμιστών και μάχιμων, σε διεκδίκηση της αγίας γης˙ από τους οποίους
θ’ αφανιστεί το πλήθος των εχθρών και θα λάμψει το καλό της ειρήνης.
Όταν ακούσαμε εμείς αυτά, πληρωθήκαμε θυμηδίας και γίναμε έμπλεοι καλών
ελπίδων, σκεπτόμενοι, όπως ήταν φυσικό, ότι οι εκδικητές αυτοί των
Αγίων Τόπων θ’ αρχίσουν την εκδίκηση από την δικιά μας πατρίδα και θα
υποβάλουν τους κατακτητές της σε ένδικη τιμωρία, επειδή βεβήλωσαν αγίους οίκους, επειδή σύλησαν αγία σκεύη, επειδή επέδειξαν κάθε είδους ανοσιούργημα κατά Χριστιανών. Επειδή
όπως ήρθε το γράμμα, καλούσε βασιλέα της Κωνσταντινουπόλεως τον Ιωάννη,
και τον ονόμαζε υιό αγαπημένο της δικής σας τιμιότητας˙ ο οποίος προ
πολλού κατέλυσε αυτό τον βίο, για σένα όμως είναι ζωντανός και
ενεργητικός, και σε βοήθεια και συνεργασία αυτού έλεγε [το γράμμα] ότι
εξοπλίζονται οι νέοι αυτοί σταυροφόροι˙ γι’ αυτό παραιτούμαστε από το να
σκεφτούμε κάτι καλό γι’ αυτά τα κηρύγματα και τις προετοιμασίες, και
γελάμε, αναλογιζόμενοι την ειρωνεία κατά των Αγίων Τόπων και τα
παιχνίδια εις βάρος του Σταυρού˙ τα οποία εξαιτίας ιδιοτελών πλεονεξιών,
επινοήθηκαν από τους περισσότερους και είναι εύσχημη πρόφαση και
συγκάλυψη φίλαρχης και φιλάργυρης διάθεσης.
Επειδή ήθελε να μας νουθετήσει η
τιμιότητά σου μέσω αυτού του γράμματος, και μας παραινούσε να μην
παρενοχλούμε του φίλου σου Ιωάννη τη βασιλεία (αυτό είναι το ωφέλιμο και
σωτήριο για την δική μου βασιλεία, [έλεγε]), θα ήθελε η δική μου
βασιλεία να γνωρίζει η δική σου τιμιότητα, ότι δεν ξέρει η δική μου
βασιλεία που είναι η επικράτεια και η εξουσία αυτού του Ιωάννη, σε ποιο
μέρος της γης ή της θάλασσας, ούτε και επιθύμησε ποτέ κάτι από τα δικά
του συμφέροντα. Αλλά αν ο λόγος γίνεται για την Κωνσταντινούπολη, ως του
άμεσου ενδιαφέροντος εκείνου, και ημών ως αδίκως ιδιοποιουμένων αυτήν,
εκείνο διαβεβαιώνουμε και δηλώνουμε στην αγιότητά σου και σε όλους τους
Χριστιανούς, ότι ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΥΣΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΝΑ
ΠΟΛΕΜΟΥΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΡΑΤΟΥΝ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΘΑ
ΑΔΙΚΟΥΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΚΑΙ
ΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ, ΑΝ ΔΕΝ
ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΟΛΗ ΜΑΣ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΓΙ’ ΑΥΤΑ. Αν κάποιος
αγανακτεί μαζί μας επειδή πράττουμε αυτά και δυσχεραίνει και εξοπλίζεται
εναντίον μας, έχουμε κι εμείς τα μέσα για ν’ αμυνθούμε από αυτόν˙ πρώτα
τον Θεό της δικαιοσύνης, ο οποίος βοηθά όσους αδικούνται και
αντιτάσσεται και είναι δυσμενής σε όσους αδικούν˙ έπειτα υπάρχουν και σε
μας άρματα και ίπποι και πλήθος μάχιμων ανδρών και πολεμιστών, οι
οποίοι πολλές φορές ανταγωνίστηκαν αυτούς τους σταυροφόρους και δεν
βρέθηκαν δεύτεροι κανενός. Και συ, ως μιμητής του Χριστού και
διάδοχος του κορυφαίου των αποστόλων, και γνώστης των θείων και των
ανθρώπινων και των νομίμων θεσμών, θα πρέπει να μας επαινέσεις που
ριψοκινδυνεύουμε και μαχόμαστε υπέρ της πατρίδος και της συγγενούς αυτής, ελευθερίας.
Διότι πως θα μπορούσαμε να ανεχθούμε, βλέποντας έτσι περιυβρισμένη, να
έχει χάσει ολότελα την πρώτη δόξα και να έχει καταντήσει άντρο φονιάδων
και σπήλαιο ληστών;
Αλλά αυτά, αν θέλει ο Θεός, θα βρουν τέλος. Η βασιλεία μου επιθυμεί πολύ
και ποθεί, να διατηρεί το απαιτούμενο σεβασμό για την εκκλησία της
Ρώμης που είναι υπό σου, και να την τιμά ως θρόνο του κορυφαίου των
αποστόλων, και με την αγιότητά σου να έχει σχέση και τάξη υιού και να
πράττει όσα αποβλέπουν σε τιμή και περιποίηση αυτής, μόνο αν και η δική
σου αγιότητα δεν θελήσει να αγνοήσει περαιτέρω το δίκαιο που ανήκει στη
δική μου βασιλεία, ούτε ανεπίσημα έτσι και ιδιωτικά να κάνει επαφή μέσω
γραμμάτων. Η μεν βασιλεία μου έφερε χωρίς λύπη την αμορφωσιά του
γράμματος, για να ειρηνεύει με την αγιότητά σου και στους κομιστές
συμπεριφέρθηκε με ήπιο τρόπο.