Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης
Γέννηση: 1840, Φάρασα Καππαδοκίας
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης
Kοίμησις: 10 Νοεμβρίου 1924, Κέρκυρα
'Eoρτασμός: 10 Nοεμβρίου
Ο Άγιος Αρσένιος έζησε στα δύσκολα χρόνια μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους στην Καππαδοκία. Είχε ιδιαίτερη μόρφωση για την εποχή, με αποτέλεσμα να τη χρησιμοποιήσει για να διδάξει τα ελληνικά και
εκκλησιαστικά γράμματα, σε μια εποχή που η Τουρκική αυλή εξεδίωκε απηνώς το ελληνικό στοιχείο.
Χαρακτηριστική ήταν η συμβολή του στην μικρασιατική καταστροφή, οπού ως πνευματικός οδηγός οδήγησε τους
ξεριζωμένους Έλληνες κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, στην ηπειρωτική Ελλάδα. αποτελεί μια από τις πλέον σύγχρονες φωτισμένες μορφές της εκκλησίας. Ο βίος του δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, μέχρι τη δημοσίευσή
του από μια άλλη σύγχρονη χαρισματική μορφή, τον Γέροντα Παΐσιο.
Ο Άγιος Αρσένιος έζησε στα δύσκολα χρόνια μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους στην Καππαδοκία. Είχε ιδιαίτερη μόρφωση για την εποχή, με αποτέλεσμα να τη χρησιμοποιήσει για να διδάξει τα ελληνικά και εκκλησιαστικά γράμματα, σε μια εποχή που η Τουρκική αυλή εξεδίωκε απηνώς το ελληνικό στοιχείο. Χαρακτηριστική ήταν η συμβολή του στην μικρασιατική καταστροφή, οπού ως πνευματικός οδηγός οδήγησε τους ξεριζωμένους Έλληνες κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Ο βίος του
Ο Όσιος Αρσένιος Χατζεφεντής, γεννήθηκε γύρω στα 1840 στο χωριό Φάρασα ή Βαρασιό της Καππαδοκίας,
στην περιοχή της Νοτιοανατολικής σημερινής Τουρκίας. Το χωριό αυτό, με μοναδικό λαϊκό πολιτισμό έως την ανταλλαγή πληθυσμών, ήταν το Κεφαλοχώρι μιας ομάδας έξι χωριών της επαρχίας Φαράσων και είχε τετρακόσιες οικογένειες Ορθοδόξων. Ήταν μεταλλουργική κωμόπολη, στην άγρια περιοχή των βουνών του Αντίταυρου. Οι γονείς του ήταν φτωχοί ευσεβείς χωρικοί, κατά τον μακαριστό Αγιορείτη π. Παΐσιο, που ήταν πνευματικό του παιδί. Ο δάσκαλος πατέρας του, ονομαζόταν Ελευθέριος και μετά το προσκύνημα στους άγιους Τόπους, Χατζηλευτέρης. Το επώνυμό του ήταν Αννητσαλήχος και το παρατσούκλι του, Αρτζίδης. Η μητέρα του λεγόταν Βαρβάρα, το γένος Φράγκου ή Φραγκόπουλου, με το παρατσούκλι Τσαπάρη. Είχαν αποκτήσει δυο παιδιά, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (π. Αρσένιο), που σε μικρή ηλικία έμειναν ορφανά, πρώτα απ’ τον πατέρα τους και λίγο αργότερα κι απ’ την μητέρα τους, με αποτέλεσμα να αναλάβει την ανατροφή τους και την προστασία τους η αδελφή της μητέρας τους.
Ο Θεόδωρος από μικρή ηλικία είχε κλίση προς τον μοναχισμό και είχε πάρει την απόφαση να γίνει μοναχός,
ύστερα από τη σημαδιακή σωτηρία του από βέβαιο πνιγμό στον χείμαρρο
Εβκάση. Τον Θεόδωρο έστειλε η θεία του στην πόλη Νίγδη για να μορφωθεί. Εκεί τον προστάτευε η αδελφή του πατέρα του, που εργαζόταν ως δασκάλα. Όταν τέλειωσε, η δασκάλα-θεία του φρόντισε με συγγενείς τους στη Σμύρνη, να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Κάθε φορά που πήγαινε στα Φάρασα, μάζευε τα μικρά παιδιά να τα μάθει κάποια γράμματα, αφού δάσκαλος σπάνια βρισκόταν να διδάξει τα παιδιά της περιοχής. Τελικά μετέβη στη Σμύρνη, όπου έμαθε καλά και τα Ελληνικά γράμματα και τα εκκλησιαστικά, αλλά και τα Αρμενικά και Τουρκικά, καθώς και λίγα Γαλλικά. Το 1866, έζησε στο κοινόβιο, της Ιεράς Μονής Φλαβιανών (Ζιντζί-Ντερέ) του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί σύντομα εκάρη μοναχός, με το όνομα Αρσένιος. Την ίδια εποχή όμως ενεφανίσθη έλλειψη δασκάλων στην περιοχή και ο Μητροπολίτης Παΐσιος ο Β΄τον χειροτόνησε διάκονο και τον έστειλε στα Φάρασα, για να διδάξει. Τα έξι ελληνικά μικρά χωριά οι Τούρκοι επεδίωκαν να τα αφήσουν χωρίς δάσκαλο, ώστε να μη μετέχουν και εκκλησιαστικών γραμμάτων, γι’ αυτό ο π.
Αρσένιος, επειδή δεν βρισκόταν άλλος δάσκαλος δέχτηκε.
Στο σχολείο που εστάλη, δεν είχε θρανία, αλλά δέρματα από κατσίκες κι έτσι οι Τούρκοι νόμιζαν ότι μάθαινε
τα παιδιά να προσεύχονται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα πήγαινε στο ξωκλήσι της Παναγιάς στη θέση Κάντσι, μέσα σε μια σπηλιά. Όταν έγινε τριάντα χρονών, το 1870, χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος, με
τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μετέβη στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και έκτοτε οι Φαρασιώτες τον αποκαλούσαν Χατζεφεντή.
Ζούσε ταπεινά και ήταν ολιγαρκής. Κοιμόταν καταγής και ελάχιστες ώρες την ημέρα. Δύο φορές την βδομάδα
ήταν έγκλειστος στο κελί του για εσωτερική νήψη, μελέτη βιβλικών και πατερικών κειμένων, βίους αγίων και προσευχή ιδιαίτερη. Οι δύο αυτές ἠμέρες αγίαζαν και καρποφορούσαν τις άλλες πέντε ημέρες της εβδομάδας, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Το κατάλυμά του, όπου δεχόταν τους πνευματικούς και φυσικούς ασθενείς του, ήταν φτωχικό και δίπλα είχε ένα μικρό ατομικό κελί χωμάτινο πάτωμα. Στο ανατολικό μέρος είχε ένα ράφι και πάνω εικονοστάσι αρκετές εικόνες, όπου έκαιγε ακοίμητο κανδήλι και κάτω απ’ αυτό ήταν πάντα ένα χαλάκι, όπου γονατιστός προσευχόταν. Το τυπικό του ήταν να μένει έγκλειστος Τετάρτη και Παρασκευή με απόλυτη άσκηση. Αν κάποιος άρρωστος τύχαινε να τον επισκεφτεί, τον δεχόταν, αλλά με απόλυτη σιωπή. Γι’ αυτό, αυτές τις δυο μέρες δεν τραβούσε πάνω του τις Ουράνιες δυνάμεις και χαρίσματα, αλλά τραβούσαν αυτόν πάνω στους ουρανούς οι αγγελικές δυνάμεις, όπως γράφει ο π. Παΐσιος.
Ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή (1922) ο π. Αρσένιος παρέμενε στα Φάρασα ως τις 14 Αυγούστου
του 1924. Τότε τον ανάγκασαν οι Τούρκοι να ακολουθήσει το ποίμνιό του κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία έφτασε με
καράβι στον Άγιο Γεώργιο Πειραιά και γιόρτασε μαζί με τους υπολοίπους συμπατριώτες του την μεγάλη ήμέρα του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου 1924), με το παλαιό ημερολόγιο που είχαν στον τόπο τους. Από τον Πειραιά μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου διέμεινε για δύο ἐβδομάδες στο Κάστρο της Κέρκυρας και λειτούργησε δύο φορές, στον Ι. Ναό του Αγίου Γεωργίου και
μία εβδομάδα στο Νοσοκομείο. Λόγω όμως της ηλικίας και των κακουχιών, που υπέστη ο γέροντας, όπως είχε προβλέψει και προειδοποιήσει το ποίμνιό του, εκοιμήθη στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Ο γέροντας εκοιμήθη
πένητας, με μόνη περιουσία, μερικά βιβλία. Όταν μαθεύτηκε το γεγονός αυτό, πικρία και λύπη επικράτησε ανάμεσα στους φαρασιώτες, παρ’ ότι τους είχε προετοιμάσει. Η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο κοιμητήρι της Κέρκυρας
Η εκταφή του και η αγιότητά του
Το 1945 βρέθηκε ο τάφος του Αγίου από τα αδέλφια του Γέροντα Παϊσίου. Έτσι τον Οκτώβριο του 1958 πήγε στην Κέρκυρα αποφασισμένος να κάνει ανακομιδή των λειψάνων του. Τελικά προέβη σε ανακομιδή και το 1970 τα μετέφερε και τα τοποθέτησε κάτω απ’ την Αγία Τράπεζα του καθολικού, στο Ι. Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σε συνεννόηση με τον φίλο του, κτήτορα και γέροντα του Ησυχαστηρίου, π. Πολύκαρπο. Ο π. Αρσένιος παρουσιάστηκε σε ενοράσεις και ενύπνια σε πολλές μοναχές και ο π. Πολύκαρπος ενημέρωσε τον π. Παΐσιο, που ήταν πια Αγιορείτης.
Το 1979 εξέδωσε, το Γυναικείο Ι. Ησυχαστήριο της Σουρωτής, το βίο του Αγίου Αρσενίου, με στοιχεία, που είχαν περισυλλεγεί και συγγραφεί από τον π. Παΐσιο. Οι προσπάθειές του στο εξής ήταν δώσει όλα τα στοιχεία στο σεπτό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για την αναγνώριση της αγιότητας του π. Αρσενίου. Να σημειωθεί πως στον π. Παΐσιο ο ανάδοχός του είχε παρουσιασθεί στις 21-2-1971, Ψυχοσάββατο.
Το 1986 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε και επίσημα την αγιότητα του Π. Αρσενίου του Θαυματουργού και όρισε να εορτάζεται η μνήμη του στις 10 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του.
Απολυτίκιον (ήχος γ΄)
«Βίον ένθεον,
καλώς ανύσας,
σκεύος τίμιον
του Παρακλήτου,
ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε,
και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος,
πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν,
πάτερ Όσιε,
Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,
δωρήσασθαι, ημίν το μέγα έλεος».
Γεγονότα
Κάποτε εμφάνισαν ενώπιόν του Τουρκάλα δαιμονισμένη, δεμένη με αλυσίδες, για να την διαβάσει. Ο Όσιος τους δέχτηκε, παρ’ ότι εκείνη την ημέρα ήταν έγκλειστος. Έκανε νόημα να την λύσουν και όταν λύθηκε, όρμησε στον γέροντα, του άρπαξε το ένα πόδι και το δάγκωσε. Ενώ κρατούσε το Ευαγγέλιο, δεν το άνοιξε, παρά την κτύπησε απαλά στο κεφάλι της τρεις φορές και το δαιμόνιο έφυγε αμέσως. Η γυναίκα άρχισε να κλαίει και να φιλάει το δαγκωμένο πόδι. Ο πατέρας της έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να δεχτεί όλο το κασέ του (το πουγκί με τα χρήματά του). Πάρτα όλα, είναι δικά σου, γιατί έσωσες το παιδί μου. Και ο Ορθόδοξος ιερέας του είπε: «κράτησε τα λεφτά σου. Η πίστη μας δεν πουλιέται».
Μια φορά του πήγε ένας Τούρκος δύο ζώα μπαχτσίς (δώρο), γιατί απέκτησε η στείρα γυναίκα του δύο παιδιά με το ευλογημένο φυλακτό που της έστειλε ο Χατζεφεντής. Τότε ο γέροντας του έκανε αυστηρή παρατήρηση με τα εξής λόγια: «στο χωριό σου φτωχούς δεν είχες; Τι μου τα κουβάλησες εδώ; Για να σου πω το αφερίμ (μπράβο); Εγώ μπαχτσίσια δεν μαζεύω». Στην Εκκλησία ήταν μια καμάρα, στην οποία άφηναν μερικοί προαιρετικά χρήματα για τους φτωχούς.
Οι φτωχοί πήγαιναν μόνοι τους και έπαιρναν όσα είχαν ανάγκη. Περισσότερα φοβόντουσαν να πάρουν, για να μην τους τιμωρήσει ο Θεός. Ο γέροντας τα χρήματα δεν τα έπιανε ποτέ στα ίδια του τα χέρια, όχι μόνο για να μην αρχίσει το πάθος της φιλαργυρίας να τον κυβερνάει – φαινόμενο σύνηθες σε μερίδα κληρικών – αλλά κυρίως για να μη περνάει ούτε από το μυαλό των Χριστιανών ούτε των Τούρκων, ότι έχει την ιεροσύνη για επάγγελμα.
Τα πρόσφορα της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν τα έπαιρνε στο σπίτι ή τα έδινε στους πιο κοντινούς του φίλους, αλλά τα έστελνε κρυφά την νύχτα σε δυστυχισμένες οικογένειες με τον ψάλτη (Πρόδρομο).
Εκκλησιολογικά
Τον π. Αρσένιο, ο Πατριάρχης του Οικουμενικού Θρόνου τον είχε σε ευλάβεια. Πολλές φορές του ζητούσε να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Τότε ο Χατζεφεντής έπαιρνε τον Πρόδρομο και έκαναν, όπως για κάθε περίσταση, ολονυκτίες στην Παναγία ή τον Άγιο Χρυσόστομο.
Μια φορά στην μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους, έλεγε ο Πρόδρομος, πήγαμε στην Παναγιά (στο Κάντσι) να
κάνουμε ολονυκτία. Όταν φτάσαμε στους Αίνους, βγήκε και ο Χατζεφεντής από το Ιερό, να ψάλλουμε μαζί. Ενώ ψάλαμε στο ίδιο αναλόγιο, βλέπω ξαφνικά έναν ασπρομάλλη Γέρο στο απέναντι αναλόγιο, ο οποίος ήταν σκυφτός και ακουμπούσε με την πατερίτσα του, κι άρχισα να τρέμω από ευλάβεια. Ο Χατζεφεντής όταν με είδε, με ρώτησε «μήπως κρυώνεις;» Εγώ του είπα όχι και του έδειξα τον γέρο. Ο Χατζεφεντής δεν ταράχτηκε καθόλου και του μίλησε Τουρκικά «Ελάτε να ψάλλουμε μαζί».
Ο Γέρος έκανε νόημα να συνεχίσουμε μόνοι μας και όταν έφυγε, χάθηκε στη μικρή λίμνη του Αγιασμού. Ο Χατζεφεντής είπε πως ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος.
Οι Φαρασιώτες δύσκολα καταλάβαιναν γιατί ο π. Αρσένιος στις ονοματοδοσίες, δεν άκουγε κανέναν και έδινε ότι
όνομα ήθελε αυτός. Έδινε ή καλογερικό ή Εβραϊκό! Δεν άφηνε τον ανάδοχο να δώσει όνομα μεγάλου Αγίου, που γιόρταζε ιδιαίτερα. Ο π. Παΐσιος, που ήταν παθών, το εξηγεί λέγοντας «Ο Πατήρ το έκανε αυτό με σκοπό να
κόψει τα πολλά γλέντια, που γίνονταν στις ονομασίες, και στα επεισόδια.
Γι’ αυτό προτιμούσε ονόματα που δεν γιορτάζουν, όπως Αβραάμ, Ισαάκ, Αβέρκιο, Ιορδάνη. Μ’ αυτόν τον τρόπο κόπηκαν τα γλέντια στις ονομασίες, που είχαν αποτέλεσμα την μέθη με επεισόδια σοβαρά, λόγω του ότι οπλοφορούσαν όλοι. Έτσι αναγκάζονταν να συγκεντρώνονται στο σπίτι τους μετά την Θεία Λειτουργία. Ξεκουράζονταν λίγο, και οι μεγαλύτεροι πήγαιναν στο σπίτι του π. Αρσενίου που διηγιόταν τον βίο του αγίου της ημέρας»
Ο Άγιος Αρσένιος όταν βάπτιζε τον π. Παΐσιο, μικρό στα Φάρασα, απαίτησε από τους γονείς του να δοθεί το δικό του όνομα Αρσένιος και όχι το όνομα Χρήστος του παππού του. Είπε χαρακτηριστικά, με προφητικό νόημα «Εσείς καλά θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού, εγώ δεν θέλω να αφήσω καλόγηρο στο πόδι μου;»
Βιβλιογραφία
Γέροντος Παΐσιου (Εζνεπίδη), «Ο Πατήρ Αρσένιος ο Καππαδόκης», εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», Σουρωτή, 1979. Βασιλείου Σκιαδά, «Σύγχρονες Οσιακές Μορφές», σελ. 30-36, ΑΘΗΝΑ 1996. «Ο Γέροντας Παϊσιος», Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, εκδ. Ε΄, Κόνιτσα 1999. «Περιοδικό Πεμπτουσία», τευχ. 1, Δεκέμβριος 1999. Ευαγγέλου Π. Λέκκου, «Δώδεκα Άγιοι των καιρών μας», εκδ. ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1994.