Περί Γερόντων, Γεροντισμοῦ και τῆς Διαχρονικήῆς Ἐκκλησιολογικῆς Πλάνης
Παγκόσμιος Ὀρθοδοξία (Ἐκκλησία τοῦ Νέου Ἠμερολογίου)
1 Οκτωβρίου, 2012
Του θεολόγου – φιλολόγου Κώστα Νούση
Όταν ξεκίνησε το εκκλησιαστικό ζήτημα στη Λάρισα, με βρήκε στα
φοιτητικά μου χρόνια, εποχή φυσικής ανωριμότητος, χωρίς αυτό να υποδηλοί
τη μεταγενέστερη θεαματική βελτίωση της τότε κατάστασης, αλλά
τουλάχιστον να εξυπονοεί μια στοιχειώδη και άκρως σχετική, χρονικής
τουλάχιστον εκπόρευσης, μετεξέλιξη ωρίμανσης και νηφάλιας τοποθέτησης σε
θέματα, όπως αυτό που θα προσεγγίσουμε στο παρόν κείμενο. Θυμάμαι,
λοιπόν, πως με κατέκλυζαν
αντιφατικές πληροφορίες και γεγονότα σχετικά με το ζήτημα της ορθής
ή μη επανόδου του κυρού Θεολόγου Πασχαλίδη (+ 1996) στον μητροπολιτικό
θρόνο της πολύπαθης Λάρισας. Αφενός έβλεπα έναν σεβάσμιο, ησύχιο,
πραότατο και πάντη αφιλάργυρο ιεράρχη να επανακάμπτει στην έδρα του μετά
μυρίων εμποδίων ταις ευλογίαις του αναμφισβήτητου κύρους, παγκοσμίου
πνευματικής εμβελείας και καταλείποντος μνήμην και άρωμα αγιότητας
μακαριστού ηγουμένου π. Αθανασίου Μυτιληναίου, αφετέρου δε ερχόμενες εν
είδει αρμονικής και συμπορευτικής επελάσεως πληροφορίες εκ μέρους των
‘μεγάλων’ της εποχής μας περί του
ατόπου και πεπλανημένου της προαναφερθείσας εκκλησιολογικής στάσης.
Δύσκολα εκ των πραγμάτων θέματα, ειδικά στις τότε συνθήκες, όπου αφενός
οι ιεροί κανόνες παρουσιάζονταν ως συνηγορούντες σε μια συγκεκριμένη
στάση επανάκαμψης στη νομιμότητα (εδώ επιστροφής του εκδιωχθέντος αδίκως
και βιαίως αγαθότατου εκείνου μητροπολίτη στην οικεία επισκοπή) και
αφετέρου το λαλούν δια των συγχρόνων αγίων Πνεύμα ‘φαινόταν’ να
αυτοαναιρείται μέσα από τις αλληλοαντικρουόμενες εξ αυτών τοποθετήσεις.
Όποιος, βέβαια, γνωρίζει το όλο
ζήτημα και το προσεγγίσει απαθώς, ολικώς, αντικειμενικώς και (εν
ακριβεία) κανονικώς, αμέσως αντιλαμβάνεται πως ο μακαριστός Θεολόγος δεν
ήταν άμοιρος των κανονικών ακροβασιών που επισυνέβησαν στο θέμα της
εκλογής του κατά τα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας, αυτό όμως δεν είναι
δυνατό να αναλυθεί εδώ, αλλά ούτε και ο μοναδικός λόγος που οι τότε
στάρτσι της ελλαδικής Εκκλησίας διαφώνησαν κατά συντριπτική πλειοψηφία
με τις υποστηρικτικές προς το πρόσωπο εκείνου κινητοποιήσεις.
Οι σελίδες που θα ’πρεπε να γεμίσουν για το εκκλησιαστικό της
Λάρισας είναι πάρα πολλές και ο χώρος μας ελάχιστος. Δεν παύει, ωστόσο,
να αποτελεί το εν λόγω ζήτημα μια έκφανση και έναν τύπο των διαχρονικών
εκκλησιολογικών προβλημάτων – και τοιουτοτρόπως εκλαμβανόμενον αποτελεί
την αφόρμηση της εδώ παραδειγματικής χρήσης του – των οποίων κοινός
παρονομαστής είναι η διάρρηξη της αγιοπνευματικής ενότητας, η φανερή ή
υπεμφαίνουσα προβολή της υπερηφάνειας και η κατάλυση του νόμου της
αγάπης, πάνω στα οποία κτίζονται οι
υπό εξέτασιν αμαρτίες. Για την ιστορία αξίζει να αναφέρω πως έστειλα
τότε ανώνυμα μια επιστολή προβληματισμού στον μακαριστό Θεολόγο με όσα
είχα ακούσει ότι ελέχθησαν υπό των μεγάλων γερόντων σε βάρος του
‘εκκλησιαστικού της Λάρισας’. Δε γνωρίζω αν η επιστολή μου έφθασε ποτέ
στα χέρια του ή λογοκρίθηκε από το μυστηριώδες περιβάλλον του. Και αν
έφθασε, όμως, αμφιβάλλω για τον πιθανό προβληματισμό που θα προκαλούσε,
έχοντας πάντοτε υπόψη την ελλιπή εκκλησιολογική παιδεία των ημερών μας,
κάτι που αγγίζει όλες τις τάξεις του
εκκλησιαστικού σώματος. Ας μην ξεχνάμε ακόμη πως η μεροληπτική υπέρ του
Θεολόγου διάθεση των ‘αγωνιζομένων’ για την αποκατάστασή του και η
αντίστοιχη αντεστραμμένη των αντιπάλων τους παρήγαγαν αντιφατικές
πληροφορίες και ερμηνείες για τις απόψεις ακόμα και του ίδιου προσώπου,
οπότε π.χ. άκουγες άλλοτε τον γερο Παΐσιο να συμφωνεί και άλλοτε να
διαφωνεί με τον επαναπατρισμό του μακαριστού και πολυτλήμονος αγιασμένου
αυτού Επισκόπου! Μια ματιά στα διαχρονικά εκκλησιολογικά προβλήματα
μαρτυρεί για τα κοινά
χαρακτηριστικά κάθε εκκλησιαστικής ανταρσίας: υπερβολή και υποχόνδρια
παρατήρηση των ποιμαντικών ατοπημάτων, μανιφέστα ιεροκανονικής και εν
γένει κάθαρσης, κλήσεις σε σχετικούς ξεσηκωμούς, έξαρση του εγώ και των
καθαρευόντων σε ορθοδοξία και ορθοπραξία έναντι προδοτών ή νοθευτών της
ακριβείας, αβασάνιστη, κουτσομπολίστικη και ανερυθρίαστη ιεροκατάκριση
(έως βωμολοχικής απαξίωσης) των ‘δογματικώς μηδισάντων’.
Είναι βολετό να αναζητάς και να εντοπίζεις παντού εχθρούς και
μειοδότες, ακόμη δε ευκολότερο να απαξιοίς και να καταγγέλλεις. Το
δύσκολο ήταν ανέκαθεν η ταπείνωση, η αγάπη και η διαφύλαξη της ενότητας.
Το δίκαιο στις περιπτώσεις αυτές ντύνεται με δογματικό μανδύα ή και
αρμολογείται σε αντίστοιχου χαρακτήρα θέσεις και στάσεις. Οι φανταστικοί
και οι πραγματικοί εχθροί γιγαντώνονται, όπως επί παραδείγματι έγινε με
την υποδοχή του νέου ημερολογίου προ αιώνος σχεδόν. Ακόμη και αν υπήρχε
εν προκειμένω παπικός δάκτυλος στη
μεταβολή εκείνη, τελικά απεδείχθη πως η Χάρις παραμένει στη
νεοημερολογίτικη Εκκλησία μας, κάτι που πιστοποιείται και με την
πληθωρική παραγωγή Αγίων στα χρόνια μετά την εορτολογική καινοτόμηση.
Χαρακτηριστικότατη, μάλιστα, τω καιρώ εκείνω η κατόπιν προσευχής
‘πληροφορία’ εν Πνεύματι προς τον γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και στον
παπα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη πως «η Εκκλησία Του είναι στην
Κωνσταντινούπολη». Μια εν πολλοίς παρεξηγημένη Θρονική Εκκλησία, κατά
της οποίας τα ίδια τέκνα βάλλουν διαχρονικά ακόμψως, βιαίως,
εμμονικώς, μανικώς, αγνωμόνως και πολυτρόπως, παρέχοντάς της συνεχώς
αφορμές εκδήλωσης του μητρικού φίλτρου και της αντίστοιχης
ανεκτικότητας. Η ενότητα δεν είναι πολυτέλεια, όπως και οι αποσχιστικές
κινήσεις και διαθέσεις δεν ανήκουν στον χώρο της αδιάβλητης παιδιάς.
Πρόκειται σαφέστατα για εκκλησιολογικά αμαρτήματα. Ο γέροντας Ιωσήφ που
προαναφέραμε, λειτουργώντας ως ζηλωτής και αποτειχισμένος από τον
‘εκπεσόντα’ τότε Οικουμενικό Πατριάρχη, έλεγε εκ των υστέρων πως έβλεπε
έναν ‘πέπλο’ πάνω στα Τίμια Δώρα κατά τη
φρικτή ιερουργία, ο οποίος ήρθη μετά την κανονική επάνοδο του ιδίου
στους κόλπους της Εκκλησίας. Προ ολίγων ετών ο προορατικός και
θαυματουργός γέρων ιερομόναχος Ιάκωβος Τσαλίκης προσηύχετο για την
εκλογή του νυν Προκαθημένου (εγκαλουμένου και τούτου επί οικουμενισμώ
και προσφάτως επί… κορανιασμώ!) με τον οποίο επίσης – τυχαίως; –
φωτογραφήθηκε εσκεμμένα και προφητικώς προληπτικά ο έτερος μέγας
προορατικός και διορατικός γέρων Παΐσιος. Η εκκλησιολογία των σύγχρονων
Γερόντων φαίνεται να συνάδει με τη διαχρονική
τοιαύτη των μεγάλων μας Αγίων. Ενότητα και αγάπη. Όχι ανέξοδες ύβρεις
και παρορμητικές ανταρσίες αποσχιστικής προοπτικής. Οι εκκλήσεις του
κατάφωρα αδικηθέντος και εξορισθέντος μεγίστου Χρυσοστόμου για αποτροπή
του σχίσματος της Εκκλησίας (ας) αποτελούν διαχρονικό παραδειγματικό
κώδικα του σχετικού εκκλησιολογικού ήθους. Στο ίδιο, επομένως,
πνευματικό μήκος κύματος κινούμενοι και στην περίπτωση του
‘εκκλησιαστικού’ της Λάρισας οι νεότεροι πατέρες, στο πλαίσιο ενός
διαφαινόμενου ευκρινώς consensus partum, προειδοποιούσαν
για το εφάμαρτον των τάσεων αυτών, κάτι που καταγράφεται (έως και
σήμερα) μέσα από συγκεκριμένα γεγονότα δικαιώνοντας την προκείμενη
επιφυλακτικότητα. Ήταν προδήλως αντίθετοι με την προσβολή της αγαπητικής
(εν Πνεύματι πάντοτε) ενότητας.
Ο γέρων Πορφύριος τόνιζε πως «αν τα χαλάσω με τον Επίσκοπο, δεν
ανεβαίνει εις ουρανόν η προσευχή μου». Δυστυχώς, όμως, ικανοί σε αριθμό
επαναστατούντες ‘χριστιανοί’, οσάκις παρατίθεται η εκκλησιολογική στάση
των Γερόντων, πολλάκις τους απαξιούν, τους ευτελίζουν, τους καθυβρίζουν
μάλιστα ενίοτε και τους χρησιμοποιούν κατά δόκησιν και επιλογήν. Η
εκκλησιαστική ιστορία, βέβαια, δικαιώνει εξάπαντος την αλήθεια των
πραγμάτων, που εδώ τυγχάνει να άπτεται των δικαιοδοτικών περιοχών του
Πνεύματος της Αληθείας. Ατενίζοντας
για παράδειγμα και πάλι στο επιχώριο ‘εκκλησιαστικό’ και την εκτύλιξή
του με την εκ των πραγμάτων πλέον νηφάλια ματιά εκ της χρονικής
απόστασης στα γεγονότα, διαπιστώνεις την αβίαστη διολίσθηση στον χώρο
του τραγικού και εμμονικού άνευ όρων, ορίων, μέτρου και διάκρισης. Αν,
μάλιστα, μάθει κάποιος όλες τις τραγελαφικές παραμέτρους και τα έκτροπα
που συνέβησαν συνολικά, θα καταλάβει γιατί το Πνεύμα δια των Γερόντων
απέτρεπε εν προκειμένω τις ‘καθαρτικού χαρακτήρα εκκλησιαστικές
εξεγέρσεις’, κάτι που αποτελεί, ως
προαναφέρθηκε, κοινό παρονομαστή κάθε φονταμενταλιστικής απόχρωσης
στασιασμού τέτοιου τύπου. Τα δυσδιάκριτα όρια της υποχονδρίας, του
ψυχαναγκασμού και της αμαρτίας δεν επιτρέπουν ακόμα και στους
καλοπροαίρετους κατά καιρούς αγωνιστές να αποφύγουν διάφορα ατοπήματα
ούτε να αποτραπεί η γενικότερη απώλεια του ελέγχου των καταστάσεων, της
σοβαρότητας και της αγνότητας των προθέσεων στις πάσης ομόλογης φύσεως
περιπτώσεις. Όπως θα έλεγε χαρακτηριστικά και ο γερο Παΐσιος: «μας
δουλεύει το ταγκαλάκι». Ο Θουκυδίδης πίστευε
πως η ανθρώπινη φύση είναι σε πολλά προβλέψιμη και γι’ αυτό δεν
εξαιρείται η ομοειδής παθογένεια όλων σχεδόν των παραπλήσιων αντιδράσεων
και προθέσεων. Ο δαιμονικός χαρακτήρας και η σχετική πλάνη κρύπτονται
επιμελώς εσαεί στην κατά γράμμα εφαρμογή ενός τυπικού δικαίου, από την
οποία χάνεται σχεδόν πάντοτε και νομοτελειακά η παρουσία του φυσικού
προσώπου του αδελφού και η αγαπητική προς αυτόν διάθεση, προς τούτοις δε
η ανθρώπινη δικαιοσύνη υποκαθιστά (εν είδει και χρήσει άλλοθι) τη
θεϊκή. Η αυτοδικαίωση και η εξουδένωση
του ετέρου είναι ο άκοπος και σύντομος δρόμος κατάργησης αυτής ταύτης
της δομικής ουσίας του εκκλησιαστικού σώματος (Ιω. 13:35). Γι’ αυτόν τον
λόγο κόπτονταν οι άγιοι Πατέρες μας και καθαιρέτες του πάσης φύσεως
δαιμονικού. Η θεϊκή δικαιοσύνη, που υπερβαίνει απείρως την ανθρώπινη,
καθώς και το ευαίσθητο εκκλησιολογικό φρόνημα, χαρακτηρίζουν σε κάθε
εποχή τις εκλεπτυσμένες εν Χριστώ συνειδήσεις των γιγάντων του
Πνεύματος. Αυτούς ακολουθούμε και εμείς οι ελάχιστοι και πτωχευμένοι
πνευματικά, κλέβοντας τρόπον τινά θεαρέστως
από τον πλούτο εκείνων. Και αυτό δεν το θεωρούμε γεροντισμό,
υποτιμητικό γεγονός, δείκτη ανωριμότητας, αδιάκριτο υποτελειακό φρόνημα ή
δουλική μίμησή τους, αλλά μια ανώδυνη, σίγουρη, δοκιμασμένη, ελευθέρως
εκούσια και έξυπνη πνευματική τακτική στον αόρατο πόλεμό μας προς τα
πνευματικά της πονηρίας.
Ο δυνάμενος εις τα χνάρια εκείνων χωρείν, χωρείτω (Εφ. 6:12, Ματθ. 19:12).
Κ. Νούσης 29/9/2012