Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

ΠΕΡΙ ΜΑΡΘΑΣ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑΣ

                        ΠΕΡΙ ΜΑΡΘΑΣ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑΣ 
 
ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ
 
Συνεζητήθη τελευταίος μεταξύ θεολόγων και θεολογούντων το ζήτημα της Μάρθας και της Μαρίας, δηλαδή της πρακτικής και θεωρητικής ζωής. Ποία είναι πλέον ευάρεστος εις τον Θεόν. Είναι γνωστή η ευαγγελική ιστορία. Όταν ο Κύριος Ιησούς περιήρχετο τας κώμας διδάσκων, εισήλθεν εις το εν Βηθανία σπίτι του Λαζάρου. Αι αδελφαί υπεδέχθησαν τον θείον Διδάσκαλον με χαράν. Και η μεν Μάρθα μετουσίωσε τον ενθουσιασμόν της, εις την φροντίδα της τιμητικωτέρας και πλουσιωτέρας φιλοξενίας· η δε Μαρία, έκθαμβος από την ακτινοβολίαν του την θείαν, «καθίσασα παρά τους πόδας του Ιησού ήκουε των λόγων αυτού».

Η Μάρθα «περισπωμένη περί πολλήν διακονίαν» απετάθη προς τον Κύριον· «Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν;» Σύστησέ της να με βοηθήση. Τότε ο Κύριος απεκρίθη το μνημειώδες: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε εστι χρεία. Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής…» (Λουκ. ι: 41-42).

Εκ της ιστορίας αυτής, πολλοί συνάγουν μονομερές συμπέρασμα. Ότι η Μάρθα κατεδικάσθη· ότι η διακονία της απερρίφθη ολοσχερώς. Εν τούτοις δεν είναι αληθές αυτό. Διότι αν δεν υπήρχεν η Μάρθα να διακονήση δεν θα ημπορούσε να καθήση η Μαρία, ακούουσα των λόγων του Κυρίου. «Δια γαρ της Μάρθας εμακαρίσθη η Μαρία», λέγει ο Αββάς Ησαΐας. Ο Κύριος αξιολόγησε το έργον των δύο αδελφών και προεκρίθη το της Μαρίας. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι απερρίφθη η διακονούσα Μάρθα. Δι’ εκείνην την ώραν, συγκριτικώς, η στάσις της Μαρίας έναντι του έργου της Μάρθας, ήτο ασφαλώς η πλέον θεάρεστος.

Η Μαρία αποτελεί την έκφρασιν της θεωρητικής ζωής. Η Μάρθα αντιπροσωπεύει την πρακτικήν. Τι είναι ακριβώς «θεωρία» και τι «πράξις» δεν είναι εύκολον να αποδοθή εις ορισμούς. Πολλάκις εις την θεωρητικήν υπάρχει η πρακτική, όπως και εις την πρακτικήν η θεωρητική. Αναχωρεί κανείς από την πράξιν και φθάνει εις την θεωρίαν. Και όταν τελειωθή εν τη πράξει και θεωρία τότε συνδυάζει και τας δύο.

Η διάκρισις της πράξεως από την θεωρίαν εγένετο από τους Νηπτικούς και Ασκητικούς Πατέρας, προς βίωσιν υπό των Μοναχών. Διότι περί των κοσμικών δεν γίνεται λόγος, ως «εμπλεγμένων ταις του βίου πραγματείαις». Να γίνωμεν σαφέστεροι. «Πράξις» εν τη χριστιανική ζωή λέγεται η εργασία των εντολών του Χριστού. Αι εντολαί διακρίνονται εις πρακτικάς και θεολογικάς. Θεολογικαί είναι η πίστις, η ελπίς και η αγάπη. Δηλαδή πίστις τελεία προς τον Θεόν, ελπίς ακλόνητος και αγάπη απόλυτος. Αι εντολαί εδόθησαν δια την κάθαρσιν της ψυχής από των παθών της. Όταν διαλυθή το νέφος των παθών, τότε η ψυχή, αποβάλλουσα την τυφλότητά της, αρχίζει να θεωρή τα θεία πράγματα. Έτσι γίνεται «θεωρητική». Ακολουθεί η θεία έλλαμψις υπό του Παναγίου Πνεύματος και πραγματοποιείται η μυστική και υπερφυής ένωσις μετά του ηγαπημένου Χριστού εν έρωτι θείω. Ο άνθρωπος γίνεται τέλειος, επανέρχεται εις την πρώτην μακαρίαν κατάστασιν του απτώτου Αδάμ, αποκτά το «αρχαίον απλούν», θεούται.

Ο μακαρισμός της Μαρίας υπό του Κυρίου, εν συναφεία και με άλλα χωρία του ιερού Ευαγγελίου, ήνοιξε νέαν οδόν ζωής. Της ζωής προς την έρημον. Διότι ζωή θεωρητική, ωσάν της Μαρίας, καθημένης παρά τους πόδας του Ιησού, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή εις την πολυθόρυβον, πολυμέριμνον, προκλητικόν και διαχυτικόν της εσωτερικής ενότητος κόσμον. Όλοι οι άγιοι πατέρες αυτό διδάσκουν. Όσοι δεν πλανώνται, το πιστοποιούν ανά πάσαν στιγμήν.

Ο σκοπός της αναχωρήσεως από τον κόσμον είναι η κάθαρσις από των παθών. Η έρημος είναι επινόησις της πνευματικής πείρας των πνευματοφόρων Πατέρων. Και ο Μοναχισμός αποτελεί την κωδικοποίησιν αυτής της πείρας. Αλλά η Έρημος δεν δωροφορεί αμέσως την κάθαρσιν και την θεωρίαν. Ζητεί αγώνας. Ζητεί και εκεί την εκπλήρωσιν των εντολών. Ο «αναχωρών» εντάσσεται ή εις την υπακοήν ενός Γέροντος—«παιδευτού» ή εις μικράν αδελφότητα 2-4 αδελφών ή εις Κοινόβιον. Εις όλας αυτάς τας περιπτώσεις εκτελούνται αι εντολαί. Όχι όμως όλαι. Αναστέλλονται ωρισμέναι λόγω του περιβάλλοντος. Ούτε σωματική ελεημοσύνη ημπορεί να γίνη, ούτε επίσκεψις εις φυλακάς, ούτε εις νοσοκομεία κ.λ.π. Η αγάπη ασκείται πνευματικώς, δια προσευχής. Εις την περίπτωσιν αυτήν εις ποίαν κατηγορίαν ανήκει ο Μοναχός; Εξαρτάται από αυτόν. Ημπορεί να είναι και πρακτικός και θεωρητικός. Όταν προκόψη εις τους πνευματικούς αγώνας και φθάση εις σχετικήν απάθειαν, δύναται να ζήση κατά μόνας. Η τελεία Ησυχία οδηγεί εις την τελείαν κάθαρσιν, την θεωρίαν και θεοπτίαν. Τότε ο Μοναχός έχει την Μαρίαν διακονήσας όμως ως η Μάρθα. Είναι πλέον θέμα Θεού και ειδικών χαρισμάτων, εάν κληθή να υπηρετήση τους αδελφούς του εν τω κόσμω. Άλλως παραμένει εις την Έρημον μέχρι τέλους, αν και έγινε τέλειος και δεν φοβείται πτώσιν.

Ο χριστιανός όμως του κόσμου διακονεί, ως η Μάρθα. Ίσως όχι τόσον ψεκτώς όσον αυτή. Έτσι λοιπόν εργαζόμενος είναι «πρακτικός». Υπάρχουν σαφείς εντολαί δια την διακονίαν του πλησίον. Ο Κύριος αποδέχεται την διακονίαν προς τους «αδελφούς του» ως εις αυτόν γενομένην. Ο Απόστολος Παύλος εξαίρει την πίστιν «δι’ αγάπης ενεργουμένην». Ο δε αδελφόθεος Ιάκωβος την πληρότητα της «αμιάντου θρησκείας» ευρίσκει εις την βοήθειαν των ορφανών και χηρών και των πτωχών γενικώς. Η Καινή Διαθήκη ανακεφαλαιώνει όλας τας εντολάς εις την προς τον πλησίον αγάπην. Η κρίσις υπό του Κυρίου θα γίνη με βάσιν την προς τον πλησίον αγάπην. Είπομεν ότι ο Μοναχός είναι άλλο πράγμα. Η διακονία του γίνεται απ’ ευθείας εις τον Θεόν. Όλαι αι εντολαί, αι λεγόμεναι μερικαί, συμπυκνούνται εις τας καθολικάς, της πίστεως, της ελπίδος και της προς Θεόν αγάπης. Τότε η διακονία είναι περιττή. Αν όμως τον «ησυχάζοντα» Μοναχόν επισκεφθή αδελφός, και έχη ανάγκην της βοηθείας του, τότε αφήνει την «ησυχίαν» του και διακονεί τον αδελφόν. Διότι η προσευχή και η θεωρία γίνονται όλες τις ώρες. Η προς τον πλησίον όμως αγάπη δεν ενεργείται πάντοτε.

Πολλοί χριστιανοί εν τω κόσμω, από ένα άκριτον ζήλον, παρεξηγήσαντες την διδασκαλίαν των ασκητικών Πατέρων, θέλουν να ακολουθήσουν την θεωρητικήν ζωήν της Μαρίας. Και έτσι δεν κατορθώνουν ούτε ωσάν την Μαρίαν να ζουν ούτε τας οφειλομένας εντολάς της Μάρθας να κάμνουν. Και φυσικά ζημιούνται. Και όχι μόνον αυτό, αλλά κακίζουν ως ολιγοπίστους και όσους κάμνουν έργον καλόν υπέρ του πλησίον. Και ευρίσκονται προσκρούοντες εις την «δευτέραν και μεγάλην εντολήν». Χαρακτηρίζουν δε ως Προτεσταντικήν ή Καθολικίζουσαν την υπέρ του πλησίον διακονίαν.

Και αι τρεις κατηγορίαι πίπτουν ευκόλως υπό τους εξής όρους: Εφ’ όσον η διακονία γίνεται εν συνδυασμώ μετά της πίστεως εις την πρόνοιαν του Θεού και της προσευχής, είναι θεάρεστος. Αι εντολαί «μη μεριμνάτε… τις μεριμνών δύναται προσθήναι…» ή «καταμάθετε τα πετεινά… καταμάθετε τα κρίνα…» αναφέρονται εις πάντα πιστόν μεριμνώντα υπέρ το δέον, δια τον εαυτόν του, εξ ολιγοπιστίας. Δεν έχουν σχέσιν με την εξ αγάπης διακονίαν του πλησίον. Και ενώ, όταν κανείς δρα υπερβολικώς υπέρ εαυτού, καθίσταται αξιοκατάκριτος, διότι «βαρύνεται η καρδία του εν μερίμναις βιωτικαίς», αντιθέτως όσον κανείς διακονεί περισσότερον, τόσον είναι επαινετός, ως διακονών εν κόπω και μόχθω τους αδελφούς του Κυρίου. Μία τοιαύτη έμφροντις εργασία ευρίσκεται εντός του πνεύματος της ευαγγελικής αγάπης, καθαίρει την ψυχήν και έχει πολλήν μισθαποδοσίαν. Όλοι οι άγιοι Πατέρες είχαν μεγάλας μερίμνας υπέρ του πλησίον…

Ο Καθολικισμός εξ αντιδράσεως προς τον Προτεσταντισμόν, υπερτονίζοντα μόνον την πίστιν, υπερτόνισε την αξίαν των έργων, ότι αυτά δικαιούν τον άνθρωπον. Ημείς οι Ορθόδοξοι εκκλίνομεν και από τους δύο εξ ίσου κινδυνώδεις αυτούς σκοπέλους. Τα έργα ημείς εννοούμεν ως καρπόν πίστεως και αγάπης. Πιστεύομεν δε εις την σωτηρίαν μας, δια του συνδυασμού πίστεως και έργων.

Αλλά ημπορεί να μη έχωμεν αρκετήν αγάπην και θερμήν πίστιν. Άρα δεν πρέπει να εργαζώμεθα το αγαθόν; Θα απαντήσωμεν με το εξής: Οι πιστοί κινούνται εις μίαν κλίμακα πίστεως και αγάπης. Άλλοι κάμνουν το θέλημα του Κυρίου από φόβον δουλικόν, άλλοι με υπολογισμόν ανταμοιβής και άλλοι από αγάπην υιικήν. Όλοι είναι δεκτοί εις τον Θεόν. Αρχίζομεν από τον φόβον της κολάσεως, διαβαίνομεν δια της δελεαστικής υποσχέσεως της βασιλείας των ουρανών και καταλήγομεν εις την αγάπην του Πατρός μας, η οποία «έξω βάλλει τον φόβον». Επομένως είναι μέγα λάθος να εμποδίζωμεν τα εκ φόβου παιδαγωγικά και καθαρτικά της ψυχής έργα, τα και μετά παραλείψεων ακόμη γινόμενα.
Πρέπει να αποφεύγωμεν κάθε απολυτότητα από υπερηφάνειαν και άγνοιαν. Και το ελάχιστον το δέχεται ο Κύριος. Όταν η προσευχή μου μολύνεται από ρυπαρούς λογισμούς, δεν θα την αφήσω. Αντιθέτως θα την επιτείνω, δια να την εξαγιάσω. Όταν νηστεύων επαίρωμαι, δεν θα καταργήσω την νηστείαν, αλλά θα βιάσω τον εαυτόν μου να μετριοφρονώ. Όταν ελεώ ή διακονώ και με βασανίζη η κενοδοξία, δεν θα κλείσω την βρύσιν του ελέους, αλλά θα πολεμώ, δια να βλέπω τον εαυτόν μου ως «αχρείον δούλον». Έτσι θα κάμω και δι’ όλας τας οφειλομένας προς τον πλησίον μου ενεργείας, «υποτάσσω παν νόημα εις υπακοήν Χριστού».

Δεν πρέπει όμως να μου διαφύγη ποτέ από τον νουν, ότι με τα έργα δεν εξοφλώ τα χρέη μου. Οφείλω ταυτοχρόνως να καλλιεργώ την πίστιν μου και την αγάπην μου προς τον Θεόν και τον πλησίον. Τα έργα αποβλέπουν εις την κάθαρσίν μου και είναι διπλής μορφής. Αναφέρονται και εις τον πλησίον και εις τον αμεσώτερα προς εμέ πλησίον: εις τον εαυτόν μου. Ουδείς «πλησιέστερος» πλησίον από την ψυχήν μου. Έτσι, λοιπόν, ενώ ελεώ, παρηγορώ, διδάσκω, διασώζω άλλους, οφείλω να προσεύχωμαι, να υπομένω τας θλίψεις και τους πειρασμούς εν ευχαριστία, να σωφρονώ και να ταπεινούμαι, αυξάνων την πίστιν μου και την αγάπην μου προς τον Θεόν. Έτσι θα είμαι φωτιζόμενος και φωτίζων, καθαιρόμενος και καθαίρων, αγιαζόμενος και άλλους αγιάζων. Με άλλους λόγους, αν ημπορούμε να εκφρασθώμεν έτσι: Μέσα μας να είμεθα με τον Θεόν και έξω με τους αδελφούς του Χριστού.

Επίσης εξ ίσου παρεξηγείται η Εκκλησία, όταν λαμβάνη ωρισμένα μέτρα, χάριν των ατελεστέρων τέκνων της, που έχουν ανάγκην «γάλακτος» και «λαχάνων». Ημείς δεν πρέπει να τα κρίνωμεν με τα μέτρα της ωριμότητός μας και της θερμής πίστεώς μας. Η ζωή κυλά, μεταμορφούται διαρκώς. Ο Σατανάς αλλάζει μορφάς δια να απατήση ψυχάς; Από κοντά και η Εκκλησία. Ασκεί επιρροήν ο φθείρων κινηματογράφος; Ας τον χρησιμοποιήση και η Εκκλησία προς άμυναν. Ενεφανίσθη το παρακολουθούν την ζωήν των τέκνων της ραδιόφωνον με την συνεχή πρόκλησιν; Ας εκμεταλλευθή και η Εκκλησία τα ηχητικά κύματα, πολεμούσα τον γεώδη έρωτα δια του θείου και πνευματικού. Εκδίδουν τα όργανα του Σατανά εφημερίδες, βιβλία, περιοδικά; Ας ματαιώνωμεν το έργον του με τον ίδιον μέσον και ημείς. Τραγούδια διαβολικά αυτοί; Τραγούδια του Θεού ημείς. Χορούς πορνικούς αυτοί; Χορούς εν Εκκλησίαις ημείς. Εισδύουν στα σπίτια «του αρπάσαι πτωχόν»; Πρώτοι ημείς. Εις το Πανεπιστήμιον αυτοί; Εκεί και ημείς. Παντού να αντιδράσωμεν με τους καλούς χριστιανούς δασκάλους και νέους μας. να κτυπήσωμεν το κακόν, όπου υπάρχει. Εις τα Σχολεία, Εις ΤΑ Νοσοκομεία, εις τας φυλακάς, εις τα κέντρα. Η εποχή μας είναι οργανωτική. Να αναμειχθώμεν παντού, εγκεντρίζοντες τα αγριέλαια εις καλλιέλαια. Και εις την πολιτικήν; Ναι. Όχι να κάμωμεν τον χριστιανισμόν πολιτικήν, αλλά να εκχριστιανίσωμεν την πολιτικήν.

Δεν δυνάμεθα να αδιαφορούμεν, ως μέλη του μυστικού Σώματος του Χριστού, δια τους αδελφούς μας χωρίς να αμαρτάνωμεν. Χρειάζεται όμως προσοχή. Ημείς οφείλομεν να αγωνιζώμεθα κατά το χάρισμα που έχει έκαστος από τον Θεόν. Το αποτέλεσμα θα το δώση ο Θεός, που πλαστουργεί την ιστορίαν του κόσμου κατά ανεξιχνίαστον εις ημάς τρόπον. Ο Θεός «συνεργάζεται» με τον άνθρωπον. Ο άνθρωπος οφείλει να υποτάξη το θέλημά του εις το θέλημα του Θεού. Και θέλημά του είναι η επικράτησις της βασιλείας του επί της γης. Δια τούτο και προσευχόμεθα· «ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης…».

Ο Θεός δεν έχει ανάγκην των έργων μας, αλλά τα θέλει. Έτσι πληρούται η δικαιοσύνη του. Και δια των έργων—της εργασίας των εντολών—επανερχόμεθα εις το «κατ’ εικόνα». Εάν έχωμεν το χάρισμα της προσευχής περισσότερον των άλλων, δεν πρέπει να εξουδενώνωμεν τον έχοντα ηυξημένον το χάρισμα της διακονίας, και αντιστρόφως. Πρέπει να είμεθα ταπεινοί δια το ελάχιστον έργον που κάμνομεν και να μεμφώμεθα εαυτούς δια τας ακαθάρτους προσευχάς μας. Ουδείς καθαρός από ρύπου. Συ ο κρίνων «πίστιν έχεις; Έχε σεαυτόν κατενώπιον του Θεού».