ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
π. Δημήτριος Μπόκος
ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
π. Δημητίου Μπόκου
«… σὺ τεθεὶς ἐν τάφῳ, Κραταιέ, τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας καὶ ἐκήρυξας τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ…»
(Κανὼν Μεγ. Σαββάτου)
Ἄνοιξε μὲ κόπο τὰ μάτια του, μὰ
δὲν ἔβλεπε τίποτε, καθὼς πυκνὸ σκοτάδι τύλιγε τὰ πάντα γύρω
του. Ποῦ βρισκόταν; Πόση ὥρα κοιτόταν ἀναίσθητος; Προσπάθησε
νὰ κινηθεῖ, μὰ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του ἦταν δεμένα. Ἕνας
δυνατὸς πονοκέφαλος τρυποῦσε τὸ μυαλό του. Τὸ τελευταῖο
πράγμα ποὺ θυμόταν ἦταν, ὅτι μὲ τὸ στράτευμά του μαχόταν
ἀπεγνωσμένα, παγιδευμένος ἀπ’ τὶς δυνάμεις τοῦ σκοτεινοῦ
ἄρχοντα. Στὴ δεινὴ παραζάλη τῆς μάχης δὲν ἄργησε νὰ χάσει τὶς
αἰσθήσεις του καὶ νὰ πέσει αἱμόφυρτος κάτω ἀπ’ τὰ συντριπτικὰ
χτυπήματα τοῦ ἐχθροῦ.
Ἀλλὰ πῶς ἔφτασαν ὣς ἐκεῖ;
Πηγαῖναν καλὰ μέχρι τότε. Ὁ
Μέγας Πρίγκιπας τῶν Ἀθανάτων τοὺς εἶχε τιμήσει ἰδιαίτερα
προσφέροντάς τους τὴν ἀνεκτίμητη συμμαχία του. Τοὺς
παραχώρησε τὴ γῆ τους μὲ ὅλες τὶς προϋποθέσεις γιὰ ἄνετη
διαβίωση. Καὶ τοὺς ἔβαλε τὸν ἐπίζηλο στόχο: Νὰ γίνουν καὶ
αὐτοὶ Ἀθάνατοι. Νὰ φτάσουν στὸ δικό του βασίλειο. Νὰ
ἐνταχθοῦν στὶς ἔνδοξες στρατιὲς τῶν ἀηττήτων του δυνάμεων.
Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀξία τους. Ἀφοῦ πρῶτα νικήσουν τὸν ἄρχοντα τῶν
σκοτεινῶν δυνάμεων.
Ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀνθρώπων εἶδε σ’
αὐτὸ τὴν πιὸ δυνατὴ πρόκληση καὶ δέχτηκε. Ὁ Μέγας Πρίγκιπας
τοὺς ἐξήγησε, πὼς ὁ σκοτεινὸς ἄρχοντας δὲν ἦταν καθόλου
εὔκολος ἀντίπαλος. Κάποτε ἦταν δικός του ἀρχιστράτηγος.
Ἀποσκίρτησε ὅμως παίρνοντας μὲ τὸ μέρος του μιὰ μεγάλη
στρατιὰ τῶν Ἀθανάτων. Θέλησε νὰ ἁρπάξει τὴν ἐξουσία. Μὰ οἱ
ὑπόλοιπες ἐννέα στρατιές, πιστὲς στὸν Μεγάλο Πρίγκιπα,
ἔπνιξαν γρήγορα τὴν ἀνταρσία. Οἱ ἐπαναστάτες διώχθηκαν
ἀπ’ τὸ βασίλειο τῶν Ἀθανάτων στὴ σκοτεινὴ ὑποχθόνια γῆ.
Ἔγιναν καὶ οἱ ἴδιοι σκοτεινοί, ὑποχθόνιοι. Ἔταξαν σκοπό τους
στὸ ἑξῆς νὰ πολεμοῦν χωρὶς ἔλεος ὁποιονδήποτε ἐπιχειροῦσε
νὰ πάρει τὴν κενή τους θέση στὸ βασίλειο τῶν Ἀθανάτων.
Ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀνθρώπων
κατάλαβε πὼς δὲν ὑπῆρχε ἀνώτερος ἆθλος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους
ἀπ’ τὸ νὰ κατακτήσουν τὴ θέση τῆς δέκατης στρατιᾶς τῶν
Ἀθανάτων. Θὰ ἦταν ἡ ὑπέρτατη τιμὴ γι’ αὐτούς. Τὸ βασίλειο
τῶν Ἀθανάτων βρισκόταν πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τῶν ἀνθρώπων.
Μὰ ὁ Μέγας Πρίγκιπας ὑποσχέθηκε ἀμέριστη συμμαχία καὶ
προστασία στὸν ἀγώνα τους. Ἄρχισε νὰ τοὺς μαθαίνει τὴν τέχνη
τοῦ πολέμου κατὰ τοῦ ἐχθροῦ. Πῶς νὰ ξεφεύγουν ἀπὸ τὶς παγίδες
του. Νὰ ἐξουδετερώνουν τὰ τεχνάσματά του. Κατέστρωσε τὸ
σχέδιο δράσης. Τοὺς ἔδειξε τὸν δρόμο, μακρινὸ καὶ δύσκολο, γιὰ
τὸ βασίλειό του. Τοὺς ἐξήγησε πὼς ἦταν ἡ μόνη σίγουρη
διαδρομή. Κι ἂν ἔμεναν στὰ συμφωνημένα μεταξύ τους, θὰ ἦταν
ἀπόλυτα ἀσφαλεῖς.
Ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀνθρώπων
ἔνοιωσε πὼς μποροῦσε νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν Μεγάλο Πρίγκιπα.
Δέχτηκε τὴ συμφωνία. Καὶ ἡ στρατιά του, δρώντας στὸ πλευρὸ τῶν
ἀηττήτων δυνάμεων τοῦ Πρίγκιπα, προχωροῦσε καλά. Μὰ εἶχαν
μπροστά τους πολύ δρόμο ἀκόμα.
Καὶ τότε ἀπρόσμενα, μιὰ μέρα
ποὺ ἐπιθεωροῦσε τὸ στράτευμά του, ἕνας μυστηριώδης ξένος μὲ
ἀρχοντικὸ παράστημα καὶ ἀκριβὴ στολὴ ξεφύτρωσε δίπλα του.
Ποιὸς ἦταν; Πῶς γλίστρησε ἀνάμεσά τους χωρὶς κανένας νὰ τὸν
πάρει εἴδηση; Ὁ ἀρχηγὸς τὸν κοίταζε ἔκπληκτος. Ἐκεῖνος
χαμογέλασε καὶ χαιρετώντας τον εὐγενικὰ εἶπε:
- Νὰ σὲ βοηθήσω ἔρχομαι,
ἄρχοντα τῶν ἀνθρώπων! Βλέπω τὸν ἄνισο ἀγώνα σου μὲ τὶς
δυνάμεις τῶν ὑποχθονίων καὶ θέλω νὰ σοῦ προσφέρω μιὰ σίγουρη
καὶ προπαντὸς γρήγορη νίκη.
- Ποιὸς εἶσαι; Καὶ γιατί νὰ μᾶς βοηθήσεις ἐσύ; Ἔχουμε βοηθό μας τὸν Μεγάλο Πρίγκιπα.
Ὁ ξένος κούνησε τὸ κεφάλι του.
- Δὲ νομίζω πὼς θέλει ἀκριβῶς
νὰ σᾶς βοηθήσει ὁ Μέγας Πρίγκιπας. Μᾶλλον νὰ σᾶς ἀποτρέψει
προσπαθεῖ ἀπὸ τὸν στόχο σας. Ἀλλιῶς, γιατί νὰ σᾶς στείλει ἀπὸ
τὴν πιὸ δύσκολη, τὴν ἀκατόρθωτη θά ’λεγα, διαδρομή; Ποιὸς
σᾶς ἐγγυᾶται ὅτι θὰ φτάσετε ἀπὸ ἐκεῖ στὴ χώρα τῶν Ἀθανάτων;
Ἐγὼ τὸν σίγουρο ἀφανισμό σας βλέπω μόνο.
- Μὰ ὁ Μέγας Πρίγκιπας ἦταν
σαφής. Αὐτὸς ὁ δρόμος μόνο ὁδηγεῖ στὸν στόχο μας. Δὲν ὑπάρχει
ἔξω ἀπ’ αὐτὸν ἀσφαλὴς διαδρομή.
- Τότε…, γιατί σᾶς ἔκρυψε
αὐτό; εἶπε μὲ αἰνιγματικὸ χαμόγελο ὁ ξένος καὶ σηκώνοντας
ἀργὰ σὰν βεντάλια τὸ χέρι του ἔδειξε στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα.
Ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀνθρώπων ἔστρεψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ ’κεῖ. Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε;
Σὰν μιὰ τεράστια ὀθόνη φωτεινὴ
φαινόταν νὰ κρέμεται στὴ γῆ ἀπὸ τὰ σύννεφα, στὴ μακρινὴ
γραμμὴ ποὺ ἔσμιγε ὁ οὐρανὸς μὲ τὸν ὁρίζοντα. Μιὰ μαγικὴ
εἰκόνα λαμπύριζε ἀχνὰ σὰν σὲ ἀτλάζι, ἕνα παραμυθένιο
βασίλειο μὲ κάλλος ἀσύλληπτο, ποὺ ξεπερνοῦσε κάθε φαντασία. Ὁ
ἀρχηγὸς κοίταζε μαγεμένος, ἀδύναμος ν’ ἀποτραβήξει τὰ
μάτια του ἀπ’ τὴν εἰκόνα. Τὸ ὄνειρό τους, ἡ πόλη τῶν Ἀθανάτων,
ἦταν ἐκεῖ. Ἕνα ὅραμα μαγευτικό, πολὺ πιὸ πάνω ἀπὸ κάθε
ὀμορφιὰ ποὺ γνώριζε. Καὶ τόσο κοντινό!
Ὅμως γιατί ὁ Μέγας Πρίγκιπας
δὲν τοὺς φανέρωσε τὸν δρόμο αὐτό; Γιατί τοὺς ἔστειλε ἀπὸ μιὰ
τόσο μακρινή, ἐπικίνδυνη, χωρὶς τέλος διαδρομή;
- Ὁ Μέγας Πρίγκιπας μᾶς εἶπε,
πὼς κάθε ἄλλος δρόμος εἶναι ἐπικίνδυνος! ψέλλισε ἀδύναμα,
χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ πάρει τὸ βλέμμα του ἀπ’ τὸ μαγευτικὸ θέαμα.
- Ὄχι! Ὁ Μέγας Πρίγκιπας δὲν
θέλει νὰ γίνετε ποτὲ Ἀθάνατοι! ἀπάντησε μὲ σφυριχτὴ σὰν
ἑρπετοῦ φωνὴ ὁ ξένος. Σᾶς στέλνει σ’ ἕνα δρόμο ποὺ δὲν ξέρεις τὸ
τέλος του καὶ δὲν εἶσαι καθόλου σίγουρος ποῦ θὰ σᾶς βγάλει. Ἐνῶ
ἀπὸ ’δῶ; Τὸ βλέπεις καὶ μόνος σου πόσο εὔκολο εἶναι!
Κάτι ράγισε στὴν ψυχὴ τοῦ
ἀνθρώπου. Μήπως ὁ ξένος εἶχε δίκιο τελικά; Πάλευε ἀνάμεσα
στὴν ἐμπιστοσύνη του πρὸς τὸν Πρίγκιπα καὶ στὴν ὀπτικὴ μαγεία
ποὺ τὸν αἰχμαλώτιζε τώρα. Ὁ ξένος τὸν ἄφησε λιγάκι νὰ
δοκιμασθεῖ καὶ κατόπιν ἔριξε τὴ χαριστικὴ βολή.
- Εἶναι ἡ εὐκαιρία σου! Μὴν τὴ
χάσεις μὲ τίποτε! Ἅρπαξέ την! Θὰ καταριέσαι αἰώνια τὸν
ἑαυτό σου, ἂν δὲν τὸ κάνεις! Εἶσαι τόσο κοντὰ στὸ ὄνειρό σου!
Κρατᾶς στὰ χέρια σου τὴν τύχη σου! Πάρε κι ἐσὺ πρωτοβουλία μιὰ
φορά! Δράσε αὐτόνομα! Δοκίμασε τώρα!
Τί ἔχεις νὰ χάσεις;
Αὐτὸ ἦταν! Τὸ δέλεαρ ἦταν
πανίσχυρο! Ὁ ἀρχηγὸς ὑποχώρησε. Ναί! Θὰ δοκίμαζε τὸν δρόμο
αὐτὸν ποὺ ἔμοιαζε σύντομος, σίγουρος καὶ εὔκολος.
Σήμανε τὸ πολεμικὸ σάλπισμα
καὶ ἡ στρατιά του ἄλλαξε ἀμέσως πορεία. Κατηφόρισαν γρήγορα
πρὸς τὴν κοιλάδα. Ἁπλωνόταν μπροστά τους στενή, μακριὰ καὶ
σκεπασμένη μὲ πυκνὰ πανύψηλα δέντρα, ἀλλὰ στὸ μακρινό της
βάθος, ἐκεῖ ποὺ οἱ λόφοι ἔπαιρναν νὰ ὑψώνονται ξανά, ἔλαμπε ἡ μαγικὴ
εἰκόνα τῆς χώρας τῶν Ἀθανάτων. Φαινόταν εὔκολη ὑπόθεση.
Μὰ ὅταν χώθηκαν στὸ σκιερὸ
δάσος καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου λιγόστεψε, ἦρθε ἡ ἀπόλυτη
ἀνατροπή. Κρυμμένες ἐκεῖ καλά, ἀθέατες, οἱ σκοτεινὲς
δυνάμεις καραδοκοῦσαν. Μὲ φοβερὸ ἀλαλαγμὸ καὶ ἀκατάσχετη
ὁρμὴ ἔπεσαν ξαφνικὰ πάνω τους. Αἰφνιδιασμένος ἀπόλυτα ὁ
ἀρχηγὸς τῶν ἀνθρώπων στράφηκε πρὸς τὸν μυστηριώδη ξένο ποὺ
τοὺς ἔφερε ὣς ἐκεῖ. Μὰ τὸν εἶδε μὲ φρίκη νὰ μεταμορφώνεται. Νὰ
παίρνει ἀκαριαῖα τὴ μορφὴ τοῦ σκοτεινοῦ ἄρχοντα καὶ μὲ
καταχθόνια θριαμβευτικὴ ἔκφραση νὰ ὁρμᾶ καταπάνω του.
Κατάλαβε πὼς ἔπεσε θύμα ὀλέθριας, φριχτῆς παραπλάνησης.
Ἡ ἀνθρώπινη στρατιὰ ἦταν
παγιδευμένη. Καμμιὰ δίοδος διαφυγῆς. Τὸ ἀποτέλεσμα
προδικασμένο. Δὲν εἶχαν ἐλπίδα ἀπέναντι στὴ συντριπτικὴ
σκοτεινὴ δύναμη. Καὶ πράγματι σὲ ἐλάχιστο χρόνο σύρθηκαν ὅλοι
αἱμόφυρτοι, νεκροὶ καὶ αἰχμάλωτοι, στὸ σκοτεινὸ ὑποχθόνιο
βασίλειο, δέσμιοι παντοτινοὶ τοῦ θηριώδους τυράννου.
Ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀνθρώπων βίωνε
τώρα τὴ χειρότερη τραγωδία του. Εἶχε προδώσει τὴν
ἐμπιστοσύνη τοῦ Μεγάλου Πρίγκιπα. Ἀθέτησε τὴ συμφωνία
τους. Ἔδρασε μόνος του, αὐτόνομα καὶ νά, τὸ ἀποτέλεσμα. Ὅλα
εἶχαν πλέον χαθεῖ. Ἡ στρατιά του, ὁ λαός του ὁλόκληρος,
βρισκόταν τώρα «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου». Χωρὶς ἐλπίδα
σωτηρίας. Τὸ μαῦρο σκοτάδι καὶ οἱ φριχτὲς μορφὲς τῶν
ὑποχθονίων θὰ ἦταν στὸ ἑξῆς ἡ μόνιμη συντροφιά τους. Μιὰ
βαρειὰ πένθιμη ἀτμόσφαιρα ἔπνιγε τὸ σκοτεινὸ βασίλειο,
ἀλλὰ ὁρμοῦσε ἀκάθεκτη καὶ στὶς καρδιές τους. Κόλαση
ἀληθινή, ἀπαράκλητη! «Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολὺς»
ἦταν τὸ μόνο τραγούδι ποὺ ἀντηχοῦσε ὁλόγυρα.
Πόσος καιρὸς πέρασε ἔτσι;
Κανένας δὲν τὸν μετροῦσε. Μιὰ ἀπέραντη νύχτα βασίλευε μόνο,
χωρὶς «ἑσπέρα καὶ πρωί», χωρὶς «ἡμέρα μία καὶ δευτέρα».
Ὥσπου… ἕνας νέος αἰχμάλωτος
προστέθηκε στὶς στρατιὲς τῶν δεσμίων. Ρίχτηκε ἀνάμεσά τους
γεμάτος πληγές. Χωρὶς «εἶδος καὶ κάλλος» ἀπὸ τοὺς μώλωπες καὶ
τὰ αἵματα. Μὲ τὸ κεφάλι ματωμένο ἀπὸ «ἀκάνθινον στέφανον».
Μὲ χέρια καὶ πόδια τρυπημένα ἀπὸ καρφιά. Τὴν πλευρὰ
λογχευμένη. Χωρὶς πνοὴ ζωῆς. Τρεῖς μέρες κειτόταν, ἄψυχο
κορμί, στὰ πόδια τους. Τὸν ἔβλεπαν μὲ συμπόνια. Ἀλλὰ ποιὸς
ἦταν;
Τὴν τρίτη μέρα ξαφνικὰ ὁ ἄγνωστος νεκρὸς στάθηκε στὰ πόδια του. Τρόμος κατέλαβε τοὺς πάντες.
- Μὴ φοβάστε! τοὺς ἐνθάρρυνε ἐκεῖνος. Σηκῶστε τὰ κεφάλια σας! «Ἀνακύψατε! Ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν».
- Μὰ τί λές; Ποιὸς εἶσαι; ρώτησε ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀνθρώπων.
- Ὁ «αὐτεπάγγελτος βοηθός» σας. Δὲν μὲ γνωρίζεις;
Ὁ ἀρχηγὸς τὸν κοίταξε καλύτερα.
- Ὁ Μέγας Πρίγκιπας! Πῶς εἶναι
δυνατόν; Ἔπεσες κι ἐσὺ στὰ χέρια τοῦ σκοτεινοῦ ἄρχοντα;
Ἔχασες τὴν ἀνίκητη δύναμή σου; Μὰ τότε εἴμαστε ὁριστικὰ
χαμένοι! Τί ἀπέγιναν οἱ στρατιὲς τῶν ἀηττήτων σου δυνάμεων;
- Ἦλθα μὲ τὴ θέλησή μου! Καμμιὰ
ἐξουσία δὲν ἔχει πάνω μου ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους. Ἐκεῖνος
ἔπεσε στὴν παγίδα μου. Δὲν κατάλαβε ποιὸν θανάτωσε. Ἔγινα ἴδιος
μὲ σᾶς γιὰ νὰ τὸν ξεγελάσω. Μὰ εἶμαι καὶ διαφορετικὸς
ταυτόχρονα γιὰ νὰ σᾶς σώσω. Ἔγινα ἐγὼ θνητός, γιὰ νὰ γίνετε
ἐσεῖς Ἀθάνατοι. Ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ λυτρωμοῦ σας.
Μιὰ ἀχτίνα ξεπήδησε μὲ μιᾶς
ἀπ’ τὴ μορφὴ τοῦ ἀναστημένου Πρίγκιπα. Λόγχισε βίαια τὸ
ζοφερὸ σκοτάδι τῆς ὑποχθόνιας φυλακῆς, πλημμύρισε τὰ πάντα
στὸ φῶς. Οἱ πληγές του χάθηκαν αὐτοστιγμεί. Ἕνα καινούργιο
σῶμα πρόβαλε ὁλοζώντανο. Τὸ ζοφερὸ βασίλειο τραντάχτηκε
συθέμελα. Οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις διασκορπίστηκαν «ἀπὸ
προσώπου αὐτοῦ» ἀνίσχυρες. Χάθηκαν σὰν καπνὸς ἀπὸ μπροστά
του. Ὅπως λειώνει τὸ κερὶ στὴ φωτιὰ ἔλειωσαν ἀπὸ τὸν φόβο
τους. Οἱ σιδερένιες ἁλυσίδες ἔσπασαν ἀμέσως, σωριάστηκαν
στὸ χῶμα μὲ πάταγο. Οἱ ἄνθρωποι λυτρώθηκαν ἀπ’ τὰ αἰώνια
δεσμά. Πλημμυρισμένοι ἀπὸ χαρὰ κύκλωσαν τὸν Μεγάλο
Πρίγκιπα, ἔπεσαν ὅλοι στὴ γῆ καὶ προσκύνησαν τὸν κραταιὸ καὶ
ἀήττητο νικητὴ τοῦ θανάτου.
- Σήμερα ἔσβησε τὸ βασίλειο
τοῦ θανάτου καὶ ἀρχίζει ἡ ζωή! εἶπε ὁ ἀναστημένος Πρίγκιπας.
Ἀπὸ ’δῶ καὶ στὸ ἑξῆς ὅποιος θέλει, μπορεῖ νὰ ζεῖ παντοτινά. Ὁ
θάνατος καὶ τὸ σκοτάδι δὲ θά ’χουν πιὰ ἐξουσία πάνω του. Καὶ
παραμένω πιστὸς στὶς ὑποσχέσεις μου. Σᾶς προσκαλῶ ξανὰ στὴ
βασιλεία μου. Προπορεύομαι ἐγώ, νὰ ἑτοιμάσω τόπο καὶ γιὰ σᾶς.
Ὅσοι λοιπὸν θέλετε, μπορεῖτε νὰ ἀκολουθήσετε. Ὁ δρόμος
εἶναι πλέον ἀνοιχτός!
Σύσσωμη ἡ στρατιὰ τῶν ἀνθρώπων
ἐγκατέλειψε τὸν τόπο τοῦ βασανισμοῦ της καὶ βάδισε τὸν δρόμο,
ὅπου ἄφηνε τὰ ἴχνη του πρῶτος ὁ λυτρωτής της. Πολέμησε
νικηφόρα κάτω ἀπὸ τὴν ἀσφαλῆ του καθοδήγηση, συντρίβοντας
κατὰ κράτος κάθε ὕπουλη ἀντίσταση τοῦ ὑποχθόνιου σαδιστῆ.
Καὶ τέλος ἡ ἔνδοξη πορεία της σταμάτησε μπροστὰ στὶς πύλες τῶν
Ἀθανάτων. Μὲ δάκρυα χαρᾶς οἱ γενναῖοι πολεμιστές της
ἀντίκρυσαν ἐπιτέλους τὴν παραμυθένια πόλη τῶν ὀνείρων τους.
Φαινόταν πιότερο νὰ κρέμεται ἀπὸ τὸν οὐρανό, παρὰ νὰ
ἀκουμπάει στὴ γῆ. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ γινόταν καὶ δική
τους πόλη. Δὲν θὰ ὑπῆρχε θάνατος πιὰ ἐκεῖ, οὔτε πένθος ἢ κλάμα ἢ
πόνος. Ὅλα αὐτὰ εἶχαν πλέον περάσει. Ἡ μέρα ἐκείνη, μέρα
μεγάλης χαρᾶς καὶ πανήγυρης, ὀνομάστηκε στὰ Χρονικὰ τῶν
Ἀθανάτων ὄγδοη μέρα καὶ πέρασε στὸ βιβλίο τῆς
αἰωνιότητας.
Οἱ ἐννέα στρατιὲς τῶν
Ἀθανάτων λαμπροφορεμένες παρατάχτηκαν στὶς δώδεκα πύλες
τῆς πόλης. Χιλιάδες σαλπιγκτὲς ὕψωσαν τὶς ἀσημένιες τους
σάλπιγγες. Μυριόστομα ἐνθουσιώδη σαλπίσματα συγκλόνισαν
ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τὸ βασίλειο. Οἱ αἰθέρες δονοῦνταν ἀπὸ
θριαμβικὸ παλμὸ τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἐπικὲς φάλαγγες τῆς
ἀνθρώπινης στρατιᾶς, μὲ παιάνες καὶ νικητήριες ἰαχὲς ποὺ
ξεχύνονταν ὣς τὰ μεσούρανα, ὑψώνοντας μὲ στιβαρὰ χέρια τὰ δοξασμένα
τους λάβαρα, σὲ πλήρη σχηματισμὸ μάχης, μὲ βαρὺ διασκελισμὸ καὶ
μεγαλόπρεπη πολεμικὴ παράταξη, τροπαιοφόρες καὶ πανένδοξες,
εἰσέρχονταν στὸ περίλαμπρο βασίλειο τῶν Ἀθανάτων.
Ὁ Μέγας Πρίγκιπας τῶν οὐρανῶν
στεφάνωσε τὸν ἀρχηγό τους μὲ χρυσάχτινο στέμμα, ὅπου
ἀκτινοβολοῦσαν δώδεκα λίθοι πολύτιμοι. Εἶχαν ὅλοι ἐρυθρὰ
τὰ ἱμάτια. Γιὰ νὰ θυμοῦνται ὅτι ἔρχονται ἀπὸ τὴ γῆ τοῦ αἵματος
καὶ τοῦ πόνου. Μὰ πάνω ἀπ’ τὸ κόκκινο ποὺ τοὺς τύλιγε παλλόταν
μιὰ θάλασσα ἀπὸ ἀτόφιο λευκό, οἱ μακριοί τους μανδύες ποὺ
ἄνοιγαν σὰν φτεροῦγες ἀετῶν στὸν δροσερὸ ἄνεμο.
Δόθηκε σ’ ὅλους ἡ ἀστραφτερὴ
πανοπλία τῶν Ἀθανάτων. Μὲ αὐτὴν θὰ γίνονταν καὶ αὐτοὶ
ἀκαταμάχητοι. Ἀήττητοι, ἀσφαλεῖς καὶ ἄτρωτοι στὶς
ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ. Μποροῦσαν νικηφόρα πιὰ νὰ
ἀντιπαλέψουν τὸν κοσμοκράτορα τοῦ σκότους, νὰ ἀντικρούσουν
τὶς μεθοδεῖες καὶ τὰ τεχνάσματά του. Ἁλυσιδωτοὶ θώρακες
ἔντυσαν τὰ γενναῖα τους στήθη ἀπὸ ἐλαφρὺ καὶ τόσο λεπτοδουλεμένο
μέταλλο, ποὺ ἔμοιαζαν μὲ διάφανο ὕφασμα. Κι ὅμως κανένα
ὅπλο τοῦ ἐχθροῦ δὲν εἶχε τὴν ἰσχὺ νὰ τοὺς διαπεράσει. Ζώστηκαν
ἀργυρᾶ σπαθιά, λαμπερὰ καὶ ἄθραυστα, μὲ ζῶνες χρυσὲς καὶ
θῆκες ὡριοπλούμιστες. Χρυσὲς ἦταν καὶ οἱ περικεφαλαῖες μὲ
τὰ λευκὰ λοφία ποὺ στόλισαν τὰ κεφάλια τους.
Θὰ ἦταν στὸ διηνεκὲς ἡ δέκατη
στρατιὰ τῶν Ἀθανάτων! Πέτυχε τὸν ὑπέρτατο ἆθλο της!Τέλος,
μέσα σὲ μυριάδες ἐπευφημίες καὶ σαλπίσματα ἡ στρατιὰ τῶν
ἀνθρώπων προχώρησε ἐπιβλητική, μὲ ἄκρα μεγαλοπρέπεια καὶ
κατέλαβε τὴ θέση ποὺ τῆς ἀνῆκε ἐπάξια: Τὴ θέση τῶν παλιῶν
ἀποστατῶν.