Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 16 Μαΐου 2015

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

           ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ 

π. Δημήτριος Μπόκος

 
                   ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
 
π. Δημητίου Μπόκου

«… σὺ τεθεὶς ἐν τάφῳ, Κραταιέ, τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας καὶ ἐκήρυξας τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ…»
 
(Κανὼν Μεγ. Σαββάτου)

Ἄ­νοι­ξε μὲ κό­πο τὰ μά­τια του, μὰ δὲν ἔ­βλε­πε τί­πο­τε, κα­θὼς πυ­κνὸ σκο­τά­δι τύ­λι­γε τὰ πάν­τα γύ­ρω του. Ποῦ βρι­σκό­ταν; Πό­ση ὥ­ρα κοι­τό­ταν ἀ­ναί­σθη­τος; Προ­σπά­θη­σε νὰ κι­νη­θεῖ, μὰ τὰ χέ­ρια καὶ τὰ πό­δια του ἦ­ταν δε­μέ­να. Ἕ­νας δυ­να­τὸς πο­νο­κέ­φα­λος τρυ­ποῦ­σε τὸ μυα­λό του. Τὸ τε­λευ­ταῖ­ο πράγ­μα ποὺ θυ­μό­ταν ἦ­ταν, ὅ­τι μὲ τὸ στρά­τευ­μά του μα­χό­ταν ἀ­πε­γνω­σμέ­να, πα­γι­δευ­μέ­νος ἀ­π’ τὶς δυ­νά­μεις τοῦ σκο­τει­νοῦ ἄρ­χον­τα. Στὴ δει­νὴ πα­ρα­ζά­λη τῆς μά­χης δὲν ἄρ­γη­σε νὰ χά­σει τὶς αἰ­σθή­σεις του καὶ νὰ πέ­σει αἱ­μό­φυρ­τος κά­τω ἀ­π’ τὰ συντρι­πτι­κὰ χτυ­πή­μα­τα τοῦ ἐ­χθροῦ.
 
Ἀλ­λὰ πῶς ἔ­φτα­σαν ὣς ἐ­κεῖ;
 
Πη­γαῖ­ναν κα­λὰ μέ­χρι τό­τε. Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας τῶν Ἀ­θα­νά­των τοὺς εἶ­χε τι­μή­σει ἰ­δι­αί­τε­ρα προ­σφέ­ρον­τάς τους τὴν ἀ­νε­κτί­μη­τη συμ­μα­χί­α του. Τοὺς πα­ρα­χώ­ρη­σε τὴ γῆ τους μὲ ὅ­λες τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ ἄ­νε­τη δι­α­βί­ω­ση. Καὶ τοὺς ἔ­βα­λε τὸν ἐ­πί­ζη­λο στό­χο: Νὰ γί­νουν καὶ αὐ­τοὶ Ἀ­θά­να­τοι. Νὰ φτά­σουν στὸ δι­κό του βα­σί­λει­ο. Νὰ ἐν­τα­χθοῦν στὶς ἔν­δο­ξες στρα­τι­ὲς τῶν ἀ­ητ­τή­των του δυ­νά­με­ων. Ἀλ­λὰ μὲ τὴν ἀ­ξί­α τους. Ἀ­φοῦ πρῶ­τα νι­κή­σουν τὸν ἄρ­χον­τα τῶν σκο­τει­νῶν δυ­νά­με­ων.
 
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­δε σ’ αὐ­τὸ τὴν πιὸ δυ­να­τὴ πρό­κλη­ση καὶ δέ­χτη­κε. Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας τοὺς ἐ­ξή­γη­σε, πὼς ὁ σκο­τει­νὸς ἄρ­χον­τας δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου εὔ­κο­λος ἀν­τί­πα­λος. Κά­πο­τε ἦ­ταν δι­κός του ἀρ­χι­στρά­τη­γος. Ἀ­πο­σκίρ­τη­σε ὅ­μως παίρ­νον­τας μὲ τὸ μέ­ρος του μιὰ με­γά­λη στρα­τιὰ τῶν Ἀ­θα­νά­των. Θέ­λη­σε νὰ ἁρ­πά­ξει τὴν ἐ­ξου­σί­α. Μὰ οἱ ὑ­πό­λοι­πες ἐν­νέ­α στρα­τι­ές, πι­στὲς στὸν Με­γά­λο Πρίγ­κι­πα, ἔ­πνι­ξαν γρή­γο­ρα τὴν ἀν­ταρ­σί­α. Οἱ ἐ­πα­να­στά­τες δι­ώ­χθη­καν ἀ­π’ τὸ βα­σί­λει­ο τῶν Ἀ­θα­νά­των στὴ σκο­τει­νὴ ὑ­πο­χθό­νια γῆ. Ἔ­γι­ναν καὶ οἱ ἴ­διοι σκο­τει­νοί, ὑ­πο­χθό­νιοι. Ἔ­τα­ξαν σκο­πό τους στὸ ἑ­ξῆς νὰ πο­λε­μοῦν χω­ρὶς ἔ­λε­ος ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἐ­πι­χει­ροῦ­σε νὰ πά­ρει τὴν κε­νή τους θέ­ση στὸ βα­σί­λει­ο τῶν Ἀ­θα­νά­των.
 
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων κα­τά­λα­βε πὼς δὲν ὑ­πῆρ­χε ἀ­νώ­τε­ρος ἆ­θλος γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀ­π’ τὸ νὰ κα­τα­κτή­σουν τὴ θέ­ση τῆς δέ­κα­της στρα­τιᾶς τῶν Ἀ­θα­νά­των. Θὰ ἦ­ταν ἡ ὑ­πέρ­τα­τη τι­μὴ γι’ αὐ­τούς. Τὸ βα­σί­λει­ο τῶν Ἀ­θα­νά­των βρι­σκό­ταν πο­λὺ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν τό­πο τῶν ἀν­θρώ­πων. Μὰ ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας ὑ­πο­σχέ­θη­κε ἀ­μέ­ρι­στη συμ­μα­χί­α καὶ προ­στα­σί­α στὸν ἀ­γώ­να τους. Ἄρ­χι­σε νὰ τοὺς μα­θαί­νει τὴν τέ­χνη τοῦ πο­λέ­μου κα­τὰ τοῦ ἐ­χθροῦ. Πῶς νὰ ξε­φεύ­γουν ἀ­πὸ τὶς πα­γί­δες του. Νὰ ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­νουν τὰ τε­χνά­σμα­τά του. Κα­τέ­στρω­σε τὸ σχέ­διο δρά­σης. Τοὺς ἔ­δει­ξε τὸν δρό­μο, μα­κρι­νὸ καὶ δύ­σκο­λο, γιὰ τὸ βα­σί­λει­ό του. Τοὺς ἐ­ξή­γη­σε πὼς ἦ­ταν ἡ μό­νη σί­γου­ρη δι­α­δρο­μή. Κι ἂν ἔ­με­ναν στὰ συμ­φω­νη­μέ­να με­τα­ξύ τους, θὰ ἦ­ταν ἀ­πό­λυ­τα ἀ­σφα­λεῖς.
 
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων ἔ­νοι­ω­σε πὼς μπο­ροῦ­σε νὰ ἐμ­πι­στευ­θεῖ τὸν Με­γά­λο Πρίγ­κι­πα. Δέ­χτη­κε τὴ συμ­φω­νί­α. Καὶ ἡ στρα­τιά του, δρών­τας στὸ πλευ­ρὸ τῶν ἀ­ητ­τή­των δυ­νά­με­ων τοῦ Πρίγ­κι­πα, προ­χω­ροῦ­σε κα­λά. Μὰ εἶ­χαν μπρο­στά τους πο­λύ δρό­μο ἀ­κό­μα.
 
Καὶ τό­τε ἀ­πρό­σμε­να, μιὰ μέ­ρα ποὺ ἐ­πι­θε­ω­ροῦ­σε τὸ στρά­τευ­μά του, ἕ­νας μυ­στη­ρι­ώ­δης ξέ­νος μὲ ἀρ­χον­τι­κὸ πα­ρά­στη­μα καὶ ἀ­κρι­βὴ στο­λὴ ξε­φύ­τρω­σε δί­πλα του. Ποι­ὸς ἦ­ταν; Πῶς γλί­στρη­σε ἀ­νά­με­σά τους χω­ρὶς κα­νέ­νας νὰ τὸν πά­ρει εἴ­δη­ση; Ὁ ἀρ­χη­γὸς τὸν κοί­τα­ζε ἔκ­πλη­κτος. Ἐ­κεῖ­νος χα­μο­γέ­λα­σε καὶ χαι­ρε­τών­τας τον εὐ­γε­νι­κὰ εἶ­πε:
 
- Νὰ σὲ βο­η­θή­σω ἔρ­χο­μαι, ἄρ­χον­τα τῶν ἀν­θρώ­πων! Βλέ­πω τὸν ἄ­νι­σο ἀ­γώ­να σου μὲ τὶς δυ­νά­μεις τῶν ὑ­πο­χθο­νί­ων καὶ θέ­λω νὰ σοῦ προ­σφέ­ρω μιὰ σί­γου­ρη καὶ προ­παν­τὸς γρή­γο­ρη νί­κη.
- Ποι­ὸς εἶ­σαι; Καὶ για­τί νὰ μᾶς βο­η­θή­σεις ἐ­σύ; Ἔ­χου­με βο­η­θό μας τὸν Με­γά­λο Πρίγ­κι­πα.
Ὁ ξέ­νος κού­νη­σε τὸ κε­φά­λι του.
- Δὲ νο­μί­ζω πὼς θέ­λει ἀ­κρι­βῶς νὰ σᾶς βο­η­θή­σει ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας. Μᾶλ­λον νὰ σᾶς ἀ­πο­τρέ­ψει προ­σπα­θεῖ ἀ­πὸ τὸν στό­χο σας. Ἀλ­λι­ῶς, για­τί νὰ σᾶς στεί­λει ἀ­πὸ τὴν πιὸ δύ­σκο­λη, τὴν ἀ­κα­τόρ­θω­τη θά ’­λε­γα, δι­α­δρο­μή; Ποι­ὸς σᾶς ἐγ­γυᾶ­ται ὅ­τι θὰ φτά­σε­τε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ στὴ χώ­ρα τῶν Ἀ­θα­νά­των; Ἐ­γὼ τὸν σί­γου­ρο ἀ­φα­νι­σμό σας βλέ­πω μό­νο.
- Μὰ ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας ἦ­ταν σα­φής. Αὐ­τὸς ὁ δρό­μος μό­νο ὁ­δη­γεῖ στὸν στό­χο μας. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἔ­ξω ἀ­π’ αὐ­τὸν ἀ­σφα­λὴς δι­α­δρο­μή.
- Τό­τε…, για­τί σᾶς ἔ­κρυ­ψε αὐ­τό; εἶ­πε μὲ αἰ­νιγ­μα­τι­κὸ χα­μό­γε­λο ὁ ξέ­νος καὶ ση­κώ­νον­τας ἀρ­γὰ σὰν βεν­τά­λια τὸ χέ­ρι του ἔ­δει­ξε στὸ βά­θος τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα.
 
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων ἔ­στρε­ψε τὸ βλέμ­μα του πρὸς τὰ ’κεῖ. Τί ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ ἔ­βλε­πε;
 
Σὰν μιὰ τε­ρά­στια ὀ­θό­νη φω­τει­νὴ φαι­νό­ταν νὰ κρέ­με­ται στὴ γῆ ἀ­πὸ τὰ σύν­νε­φα, στὴ μα­κρι­νὴ γραμ­μὴ ποὺ ἔ­σμι­γε ὁ οὐ­ρα­νὸς μὲ τὸν ὁ­ρί­ζον­τα. Μιὰ μα­γι­κὴ εἰ­κό­να λαμ­πύ­ρι­ζε ἀ­χνὰ σὰν σὲ ἀ­τλά­ζι, ἕνα πα­ρα­μυ­θέ­νιο βασίλειο μὲ κάλ­λος ἀ­σύλ­λη­πτο, ποὺ ξε­περ­νοῦ­σε κά­θε φαν­τα­σί­α. Ὁ ἀρ­χη­γὸς κοί­τα­ζε μα­γε­μέ­νος, ἀ­δύ­να­μος ν’ ἀ­πο­τρα­βή­ξει τὰ μά­τια του ἀ­π’ τὴν εἰ­κό­να. Τὸ ὄ­νει­ρό τους, ἡ πόλη τῶν Ἀθανάτων, ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Ἕνα ὅραμα μα­γευ­τι­κό, πο­λὺ πιὸ πά­νω ἀ­πὸ κά­θε ὀ­μορ­φιὰ ποὺ γνώ­ρι­ζε. Καὶ τό­σο κον­τι­νό!
 
Ὅ­μως για­τί ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας δὲν τοὺς φα­νέ­ρω­σε τὸν δρό­μο αὐ­τό; Για­τί τοὺς ἔ­στει­λε ἀ­πὸ μιὰ τό­σο μα­κρι­νή, ἐ­πι­κίν­δυ­νη, χω­ρὶς τέ­λος δι­α­δρο­μή;
 
- Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας μᾶς εἶ­πε, πὼς κά­θε ἄλ­λος δρό­μος εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νος! ψέλ­λι­σε ἀ­δύ­να­μα, χω­ρὶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ πά­ρει τὸ βλέμ­μα του ἀ­π’ τὸ μα­γευ­τι­κὸ θέ­α­μα.
 
- Ὄ­χι! Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας δὲν θέ­λει νὰ γί­νε­τε πο­τὲ Ἀ­θά­να­τοι! ἀ­πάν­τη­σε μὲ σφυ­ρι­χτὴ σὰν ἑρ­πε­τοῦ φω­νὴ ὁ ξέ­νος. Σᾶς στέλ­νει σ’ ἕ­να δρό­μο ποὺ δὲν ξέ­ρεις τὸ τέ­λος του καὶ δὲν εἶ­σαι κα­θό­λου σί­γου­ρος ποῦ θὰ σᾶς βγά­λει. Ἐ­νῶ ἀ­πὸ ’­δῶ; Τὸ βλέ­πεις καὶ μό­νος σου πό­σο εὔ­κο­λο εἶ­ναι!
 
Κά­τι ρά­γι­σε στὴν ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που. Μή­πως ὁ ξέ­νος εἶ­χε δί­κιο τε­λι­κά; Πά­λευ­ε ἀ­νά­με­σα στὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη του πρὸς τὸν Πρίγ­κι­πα καὶ στὴν ὀπτικὴ μα­γεί­α ποὺ τὸν αἰχ­μα­λώ­τι­ζε τώρα. Ὁ ξέ­νος τὸν ἄ­φη­σε λι­γά­κι νὰ δο­κι­μα­σθεῖ καὶ κα­τό­πιν ἔ­ρι­ξε τὴ χα­ρι­στι­κὴ βο­λή.
 
- Εἶ­ναι ἡ εὐ­και­ρί­α σου! Μὴν τὴ χά­σεις μὲ τί­πο­τε! Ἅρ­πα­ξέ την! Θὰ κα­τα­ρι­έ­σαι αἰ­ώ­νια τὸν ἑ­αυ­τό σου, ἂν δὲν τὸ κά­νεις! Εἶ­σαι τό­σο κον­τὰ στὸ ὄ­νει­ρό σου! Κρα­τᾶς στὰ χέ­ρια σου τὴν τύ­χη σου! Πά­ρε κι ἐ­σὺ πρω­το­βου­λί­α μιὰ φο­ρά! Δρά­σε αὐ­τό­νο­μα! Δο­κί­μα­σε τώ­ρα! 
 
Τί ἔ­χεις νὰ χά­σεις;
 
Αὐ­τὸ ἦ­ταν! Τὸ δέ­λε­αρ ἦ­ταν πα­νί­σχυ­ρο! Ὁ ἀρ­χη­γὸς ὑ­πο­χώ­ρη­σε. Ναί! Θὰ δο­κί­μα­ζε τὸν δρό­μο αὐ­τὸν ποὺ ἔ­μοια­ζε σύν­το­μος, σί­γου­ρος καὶ εὔ­κο­λος.
 
Σή­μα­νε τὸ πο­λε­μι­κὸ σάλ­πι­σμα καὶ ἡ στρα­τιά του ἄλ­λα­ξε ἀ­μέ­σως πο­ρεί­α. Κα­τη­φό­ρι­σαν γρή­γο­ρα πρὸς τὴν κοι­λά­δα. Ἁπλωνόταν μπροστά τους στε­νή, μα­κριὰ καὶ σκε­πα­σμέ­νη μὲ πυ­κνὰ πα­νύ­ψη­λα δέν­τρα, ἀλλὰ στὸ μα­κρι­νό της βά­θος, ἐκεῖ ποὺ οἱ λόφοι ἔπαιρναν νὰ ὑψώνονται ξανά, ἔλαμπε ἡ μα­γι­κὴ εἰ­κό­να τῆς χώ­ρας τῶν Ἀ­θα­νά­των. Φαι­νό­ταν εὔ­κο­λη ὑ­πό­θε­ση.
 
Μὰ ὅ­ταν χώ­θη­καν στὸ σκι­ε­ρὸ δά­σος καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥ­λιου λι­γό­στε­ψε, ἦρ­θε ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­να­τρο­πή. Κρυμ­μέ­νες ἐ­κεῖ κα­λά, ἀ­θέ­α­τες, οἱ σκο­τει­νὲς δυ­νά­μεις κα­ρα­δο­κοῦ­σαν. Μὲ φο­βε­ρὸ ἀ­λα­λαγ­μὸ καὶ ἀ­κα­τά­σχε­τη ὁρ­μὴ ἔ­πε­σαν ξαφ­νι­κὰ πά­νω τους. Αἰφ­νι­δι­α­σμέ­νος ἀ­πό­λυ­τα ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων στρά­φη­κε πρὸς τὸν μυ­στη­ρι­ώ­δη ξέ­νο ποὺ τοὺς ἔ­φε­ρε ὣς ἐ­κεῖ. Μὰ τὸν εἶ­δε μὲ φρί­κη νὰ μεταμορφώνεται. Νὰ παίρνει ἀ­κα­ρια­ῖα τὴ μορφὴ τοῦ σκο­τει­νοῦ ἄρ­χον­τα καὶ μὲ κα­τα­χθό­νια θρι­αμ­βευ­τι­κὴ ἔκ­φρα­ση νὰ ὁρ­μᾶ κα­τα­πά­νω του. Κα­τά­λα­βε πὼς ἔ­πε­σε θύ­μα ὀ­λέ­θριας, φρι­χτῆς πα­ρα­πλά­νη­σης.
 
Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη στρα­τιὰ ἦ­ταν πα­γι­δευ­μέ­νη. Καμ­μιὰ δί­ο­δος δι­α­φυ­γῆς. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα προ­δι­κα­σμέ­νο. Δὲν εἶ­χαν ἐλ­πί­δα ἀ­πέ­ναν­τι στὴ συν­τρι­πτι­κὴ σκο­τει­νὴ δύ­να­μη. Καὶ πράγματι σὲ ἐ­λά­χι­στο χρό­νο σύρ­θη­καν ὅ­λοι αἱ­μό­φυρ­τοι, νε­κροὶ καὶ αἰχ­μά­λω­τοι, στὸ σκο­τει­νὸ ὑ­πο­χθό­νιο βα­σί­λει­ο, δέ­σμιοι παν­το­τι­νοὶ τοῦ θη­ρι­ώ­δους τυ­ράν­νου.
 
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων βί­ω­νε τώ­ρα τὴ χει­ρό­τε­ρη τρα­γω­δί­α του. Εἶ­χε προ­δώ­σει τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη τοῦ Με­γά­λου Πρίγ­κι­πα. Ἀ­θέ­τη­σε τὴ συμ­φω­νί­α τους. Ἔ­δρα­σε μό­νος του, αὐ­τό­νο­μα καὶ νά, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ὅ­λα εἶ­χαν πλέ­ον χα­θεῖ. Ἡ στρα­τιά του, ὁ λα­ός του ὁ­λό­κλη­ρος, βρι­σκό­ταν τώ­ρα «ἐν χώ­ρᾳ καὶ σκιᾷ θα­νά­του». Χω­ρὶς ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας. Τὸ μαῦ­ρο σκο­τά­δι καὶ οἱ φρι­χτὲς μορ­φὲς τῶν ὑ­πο­χθο­νί­ων θὰ ἦ­ταν στὸ ἑ­ξῆς ἡ μό­νι­μη συν­τρο­φιά τους. Μιὰ βα­ρειὰ πέν­θι­μη ἀ­τμό­σφαι­ρα ἔ­πνι­γε τὸ σκο­τει­νὸ βα­σί­λει­ο, ἀλ­λὰ ὁρ­μοῦ­σε ἀ­κά­θε­κτη καὶ στὶς καρ­δι­ές τους. Κό­λα­ση ἀ­λη­θι­νή, ἀ­πα­ρά­κλη­τη! «Θρῆ­νος καὶ κλαυθ­μὸς καὶ ὀ­δυρ­μὸς πο­λὺς» ἦταν τὸ μόνο τραγούδι ποὺ ἀν­τη­χοῦ­σε ὁ­λό­γυ­ρα.
 
Πό­σος και­ρὸς πέ­ρα­σε ἔ­τσι; Κα­νέ­νας δὲν τὸν με­τροῦ­σε. Μιὰ ἀ­πέ­ραν­τη νύ­χτα βα­σί­λευ­ε μόνο, χω­ρὶς «ἑ­σπέ­ρα καὶ πρω­ί», χω­ρὶς «ἡ­μέ­ρα μί­α καὶ δευ­τέ­ρα».
 
Ὥ­σπου… ἕ­νας νέ­ος αἰχ­μά­λω­τος προ­στέ­θη­κε στὶς στρα­τι­ὲς τῶν δε­σμί­ων. Ρί­χτη­κε ἀ­νά­με­σά τους γε­μά­τος πλη­γές. Χω­ρὶς «εἶ­δος καὶ κάλ­λος» ἀ­πὸ τοὺς μώ­λω­πες καὶ τὰ αἵ­μα­τα. Μὲ τὸ κε­φά­λι μα­τω­μέ­νο ἀ­πὸ «ἀ­κάν­θι­νον στέ­φα­νον». Μὲ χέ­ρια καὶ πό­δια τρυ­πη­μέ­να ἀ­πὸ καρ­φιά. Τὴν πλευ­ρὰ λογ­χευ­μέ­νη. Χω­ρὶς πνο­ὴ ζω­ῆς. Τρεῖς μέ­ρες κει­τό­ταν, ἄ­ψυ­χο κορ­μί, στὰ πό­δια τους. Τὸν ἔ­βλε­παν μὲ συμ­πό­νια. Ἀλ­λὰ ποι­ὸς ἦ­ταν;
 
Τὴν τρί­τη μέ­ρα ξαφ­νι­κὰ ὁ ἄ­γνω­στος νε­κρὸς στά­θη­κε στὰ πό­δια του. Τρό­μος κατέλαβε τοὺς πάντες.
 
- Μὴ φο­βά­στε! τοὺς ἐν­θάρ­ρυ­νε ἐ­κεῖ­νος. Ση­κῶ­στε τὰ κε­φά­λια σας! «Ἀ­να­κύ­ψα­τε! Ἐγ­γί­ζει ἡ ἀ­πο­λύ­τρω­σις ὑ­μῶν».
- Μὰ τί λές; Ποι­ὸς εἶ­σαι; ρώ­τη­σε ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων.
- Ὁ «αὐ­τε­πάγ­γελ­τος βο­η­θός» σας. Δὲν μὲ γνω­ρί­ζεις;
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τὸν κοί­τα­ξε κα­λύ­τε­ρα.
- Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας! Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν; Ἔ­πε­σες κι ἐ­σὺ στὰ χέ­ρια τοῦ σκο­τει­νοῦ ἄρ­χον­τα; Ἔ­χα­σες τὴν ἀ­νί­κη­τη δύ­να­μή σου; Μὰ τό­τε εἴ­μα­στε ὁ­ρι­στι­κὰ χα­μέ­νοι! Τί ἀ­πέ­γι­ναν οἱ στρα­τι­ὲς τῶν ἀ­ητ­τή­των σου δυ­νά­με­ων;
 
- Ἦλθα μὲ τὴ θέ­λη­σή μου! Καμ­μιὰ ἐ­ξου­σί­α δὲν ἔ­χει πά­νω μου ὁ ἄρ­χον­τας τοῦ σκό­τους. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­πε­σε στὴν πα­γί­δα μου. Δὲν κατάλαβε ποιὸν θανάτωσε. Ἔ­γι­να ἴ­διος μὲ σᾶς γιὰ νὰ τὸν ξε­γε­λά­σω. Μὰ εἶ­μαι καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κὸς ταυ­τό­χρο­να γιὰ νὰ σᾶς σώ­σω. Ἔ­γι­να ἐ­γὼ θνη­τός, γιὰ νὰ γί­νε­τε ἐ­σεῖς Ἀ­θά­να­τοι. Ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα τοῦ λυ­τρω­μοῦ σας.
 
Μιὰ ἀ­χτί­να ξε­πή­δη­σε μὲ μιᾶς ἀ­π’ τὴ μορ­φὴ τοῦ ἀ­να­στη­μέ­νου Πρίγ­κι­πα. Λόγ­χι­σε βί­αι­α τὸ ζο­φε­ρὸ σκο­τά­δι τῆς ὑ­πο­χθό­νιας φυ­λα­κῆς, πλημ­μύ­ρι­σε τὰ πάν­τα στὸ φῶς. Οἱ πλη­γές του χά­θη­καν αὐ­το­στιγ­μεί. Ἕ­να και­νούρ­γιο σῶ­μα πρό­βα­λε ὁ­λο­ζών­τα­νο. Τὸ ζο­φε­ρὸ βα­σί­λει­ο τραν­τά­χτη­κε συ­θέ­με­λα. Οἱ σκο­τει­νὲς δυ­νά­μεις δι­α­σκορ­πί­στη­καν «ἀ­πὸ προ­σώ­που αὐ­τοῦ» ἀ­νί­σχυ­ρες. Χά­θη­καν σὰν κα­πνὸς ἀ­πὸ μπρο­στά του. Ὅ­πως λει­ώ­νει τὸ κε­ρὶ στὴ φω­τιὰ ἔ­λει­ω­σαν ἀ­πὸ τὸν φό­βο τους. Οἱ σι­δε­ρέ­νι­ες ἁ­λυ­σί­δες ἔ­σπα­σαν ἀ­μέ­σως, σω­ρι­ά­στη­καν στὸ χῶ­μα μὲ πά­τα­γο. Οἱ ἄν­θρω­ποι λυ­τρώ­θη­καν ἀ­π’ τὰ αἰ­ώ­νια δε­σμά. Πλημ­μυ­ρι­σμέ­νοι ἀ­πὸ χα­ρὰ κύ­κλω­σαν τὸν Με­γά­λο Πρίγ­κι­πα, ἔ­πε­σαν ὅ­λοι στὴ γῆ καὶ προ­σκύ­νη­σαν τὸν κραταιὸ καὶ ἀήττητο νικητὴ τοῦ θανάτου.
 
- Σή­με­ρα ἔ­σβη­σε τὸ βα­σί­λει­ο τοῦ θα­νά­του καὶ ἀρ­χί­ζει ἡ ζω­ή! εἶ­πε ὁ ἀ­να­στη­μέ­νος Πρίγ­κι­πας. Ἀ­πὸ ’­δῶ καὶ στὸ ἑ­ξῆς ὅ­ποι­ος θέ­λει, μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ παν­το­τι­νά. Ὁ θά­να­τος καὶ τὸ σκο­τά­δι δὲ θά ’­χουν πιὰ ἐ­ξου­σί­α πά­νω του. Καὶ πα­ρα­μέ­νω πι­στὸς στὶς ὑ­πο­σχέ­σεις μου. Σᾶς προ­σκα­λῶ ξα­νὰ στὴ βα­σι­λεί­α μου. Προπορεύομαι ἐγώ, νὰ ἑ­τοι­μά­σω τό­πο καὶ γιὰ σᾶς. Ὅ­σοι λοι­πὸν θέ­λε­τε, μπο­ρεῖ­τε νὰ ἀ­κο­λου­θή­σε­τε. Ὁ δρό­μος εἶ­ναι πλέ­ον ἀ­νοι­χτός!
 
Σύσ­σω­μη ἡ στρα­τιὰ τῶν ἀν­θρώ­πων ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸν τό­πο τοῦ βα­σα­νι­σμοῦ της καὶ βά­δι­σε τὸν δρό­μο, ὅ­που ἄ­φη­νε τὰ ἴ­χνη του πρῶ­τος ὁ λυ­τρω­τής της. Πο­λέ­μη­σε νι­κη­φό­ρα κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἀ­σφα­λῆ του κα­θο­δή­γη­ση, συν­τρί­βον­τας κα­τὰ κρά­τος κά­θε ὕ­που­λη ἀν­τί­στα­ση τοῦ ὑ­πο­χθό­νιου σα­δι­στῆ. Καὶ τέ­λος ἡ ἔν­δο­ξη πο­ρεί­α της στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὶς πύ­λες τῶν Ἀ­θα­νά­των. Μὲ δά­κρυ­α χα­ρᾶς οἱ γεν­ναῖ­οι πο­λε­μι­στές της ἀν­τί­κρυ­σαν ἐ­πι­τέ­λους τὴν πα­ρα­μυ­θέ­νια πό­λη τῶν ὀ­νεί­ρων τους. Φαι­νό­ταν πι­ό­τε­ρο νὰ κρέ­με­ται ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό, πα­ρὰ νὰ ἀ­κουμ­πά­ει στὴ γῆ. Ἀ­πὸ τώ­ρα καὶ στὸ ἑ­ξῆς θὰ γι­νό­ταν καὶ δι­κή τους πό­λη. Δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χε θά­να­τος πιὰ ἐ­κεῖ, οὔ­τε πέν­θος ἢ κλά­μα ἢ πό­νος. Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­χαν πλέ­ον πε­ρά­σει. Ἡ μέ­ρα ἐ­κεί­νη, μέ­ρα με­γά­λης χα­ρᾶς καὶ πα­νή­γυ­ρης, ὀ­νο­μά­στη­κε στὰ Χρο­νι­κὰ τῶν Ἀ­θα­νά­των ὄ­γδο­η μέ­ρα καὶ πέ­ρα­σε στὸ βι­βλί­ο τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας.
Οἱ ἐν­νέ­α στρα­τι­ὲς τῶν Ἀ­θα­νά­των λαμ­προ­φο­ρε­μέ­νες πα­ρα­τά­χτη­καν στὶς δώ­δε­κα πύ­λες τῆς πό­λης. Χι­λιά­δες σαλ­πιγ­κτὲς ὕ­ψω­σαν τὶς ἀ­ση­μέ­νι­ες τους σάλ­πιγ­γες. Μυ­ρι­ό­στο­μα ἐν­θου­σι­ώ­δη σαλ­πί­σμα­τα συγ­κλό­νι­σαν ἀ­π’ ἄ­κρη σ’ ἄ­κρη τὸ βα­σί­λει­ο. Οἱ αἰ­θέ­ρες δο­νοῦν­ταν ἀ­πὸ θρι­αμ­βι­κὸ παλ­μὸ τὴν ὥ­ρα ποὺ οἱ ἐ­πι­κὲς φά­λαγ­γες τῆς ἀν­θρώ­πι­νης στρα­τιᾶς, μὲ παιά­νες καὶ νι­κη­τή­ρι­ες ἰα­χὲς ποὺ ξεχύνονταν ὣς τὰ με­σού­ρα­να, ὑψώνοντας μὲ στιβαρὰ χέρια τὰ δοξασμένα τους λά­βα­ρα, σὲ πλή­ρη σχη­μα­τι­σμὸ μά­χης, μὲ βαρὺ διασκελισμὸ καὶ μεγαλόπρεπη πο­λε­μι­κὴ πα­ρά­τα­ξη, τρο­παι­ο­φό­ρες καὶ πανένδοξες, εἰ­σέρ­χον­ταν στὸ πε­ρί­λαμ­προ βα­σί­λει­ο τῶν Ἀ­θα­νά­των.
 
Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας τῶν οὐ­ρα­νῶν στε­φά­νω­σε τὸν ἀρ­χη­γό τους μὲ χρυ­σά­χτι­νο στέμ­μα, ὅ­που ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σαν δώ­δε­κα λί­θοι πο­λύ­τι­μοι.  Εἶ­χαν ὅ­λοι ἐ­ρυ­θρὰ τὰ ἱ­μά­τια. Γιὰ νὰ θυ­μοῦν­ται ὅ­τι ἔρ­χον­ται ἀ­πὸ τὴ γῆ τοῦ αἵματος καὶ τοῦ πόνου. Μὰ πά­νω ἀπ’ τὸ κόκ­κι­νο ποὺ τοὺς τύ­λι­γε παλ­λό­ταν μιὰ θά­λασ­σα ἀ­πὸ ἀ­τό­φιο λευ­κό, οἱ μα­κριοί τους μαν­δύ­ες ποὺ ἄ­νοι­γαν σὰν φτε­ροῦ­γες ἀ­ε­τῶν στὸν δρο­σε­ρὸ ἄ­νε­μο.
Δό­θη­κε σ’ ὅ­λους ἡ ἀ­στρα­φτε­ρὴ πα­νο­πλί­α τῶν Ἀ­θα­νά­των. Μὲ     αὐ­τὴν θὰ γί­νον­ταν καὶ αὐτοὶ ἀ­κα­τα­μά­χη­τοι. Ἀ­ήτ­τη­τοι, ἀ­σφα­λεῖς καὶ ἄ­τρω­τοι στὶς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ ἐ­χθροῦ. Μπο­ροῦ­σαν νι­κη­φό­ρα πιὰ νὰ ἀν­τι­πα­λέ­ψουν τὸν κο­σμο­κρά­το­ρα τοῦ σκό­τους, νὰ ἀν­τι­κρού­σουν τὶς με­θο­δεῖ­ες καὶ τὰ τε­χνά­σμα­τά του. Ἁ­λυ­σι­δω­τοὶ θώρακες ἔντυσαν τὰ γενναῖα τους στήθη ἀπὸ ἐ­λα­φρὺ καὶ τόσο λε­πτο­δου­λε­μέ­νο μέ­ταλ­λο, ποὺ ἔ­μοια­ζαν μὲ δι­ά­φα­νο ὕ­φα­σμα. Κι ὅ­μως κα­νέ­να ὅ­πλο τοῦ ἐ­χθροῦ δὲν εἶ­χε τὴν ἰ­σχὺ νὰ τοὺς δι­α­πε­ρά­σει. Ζώ­στη­καν ἀρ­γυ­ρᾶ σπα­θιά, λαμ­πε­ρὰ καὶ ἄ­θραυ­στα, μὲ ζῶ­νες χρυ­σὲς καὶ θῆ­κες ὡ­ρι­ο­πλού­μι­στες. Χρυ­σὲς ἦ­ταν καὶ οἱ πε­ρι­κε­φα­λαῖ­ες μὲ τὰ λευ­κὰ λο­φί­α ποὺ στό­λι­σαν τὰ κε­φά­λια τους.
 
Θὰ ἦ­ταν στὸ δι­η­νε­κὲς ἡ δέ­κα­τη στρα­τιὰ τῶν Ἀ­θα­νά­των! Πέ­τυ­χε τὸν ὑ­πέρ­τα­το ἆ­θλο της!Τέ­λος, μέ­σα σὲ μυ­ριά­δες ἐ­πευ­φη­μί­ες καὶ σαλ­πί­σμα­τα ἡ στρα­τιὰ τῶν ἀν­θρώ­πων προ­χώ­ρη­σε ἐ­πι­βλη­τι­κή, μὲ ἄ­κρα με­γα­λο­πρέ­πεια καὶ κα­τέ­λα­βε τὴ θέ­ση ποὺ τῆς ἀ­νῆ­κε ἐ­πά­ξια: Τὴ θέ­ση τῶν πα­λι­ῶν ἀ­πο­στα­τῶν.