Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΤΑΣΙ;

«Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν;…» (Πράξ. 1,11)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη δεσπο­τικὴ ἑορτή, ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυ­ρίου. Ποιό εἶνε τὸ ἱστορικὸ τῆς ἡμέρας; Θὰ μιλήσω ἁπλᾶ, νὰ μὲ καταλάβουν ὅλοι, νὰ μὴν εἶνε τὸ κήρυ­γμα «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ματθ. 3,3).

* * *

Πέρασαν σαράντα μέρες ἀφ᾽ ὅτου ὁ Κύρι­ός μας ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Ἐμφανίστηκε σὲ πολλούς. Οἱ μαθηταὶ τὸν εἶδαν νὰ τοὺς εὐ­λο­γῇ, τὸν ἄκουσαν, τὸν ψηλάφησαν. Κι αὐτὸς ἀ­κόμα ὁ Θωμᾶς ἀναγ­κάστηκε νὰ πῇ «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28). Στὶς σα­ράντα μέρες, τοὺς εἶπε νὰ συγ­κεντρωθοῦν στὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ἕ­να βουναλάκι σὲ μικρὴ ἀ­πόστασι ἀπ᾽ τὰ Ἰερο­σόλυμα. Ἐκεῖ μαζεύτηκαν. Ἦταν ὁ Πέτρος, ὁ Ἰ­άκωβος, ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἀν­δρέας, ὁ Φί­λιππος, ὁ Θωμᾶς, ὁ Βαρθολο­μαῖ­ος, ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου, ὁ Σίμων ὁ Ζηλωτής, καὶ ὁ Ἰούδας Ἰακώβου. Μαζί τους ἦταν οἱ μυροφόρες, ἡ Μαρία ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου ὅ­πως βλέπουμε στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως, καὶ οἱ λεγόμενοι ἀδελφοί του (βλ. Πράξ. 1,13-14).
Καθὼς περίμεναν, ὁ Χριστὸς ἐμ­φα­νίζεται μπροστά τους, τοὺς μιλάει, δίνει τὶς τελευταῖ­ες πα­ραγγελίες, τοὺς εὐλογεῖ, καὶ τότε ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους― ἔ­γινε θαῦμα. Ἐνῷ τὸν ἔβλεπαν, τὰ πόδια του τὰ ἅ­για, ποὺ εἶχαν βαδίσει χιλιόμετρα νὰ βροῦν τὸ πλανεμένο πρόβατο, τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρω­πο, τὰ πόδια ἐκεῖνα ποὺ ἀκόμα εἶχαν νωπὰ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν τοῦ σταυροῦ, ἄρχισαν νὰ μὴν πατοῦν πιὰ τὴ γῆ ἀλλὰ νὰ ὑψώνωνται…
Εἶδα κάποτε ἀετὸ καθισμένο σ᾽ ἕνα βράχο στὰ ψη­λὰ βουνὰ τῶν Γρεβε­νῶν –χρυσάετος ἦταν– καὶ τὸν θαύμαζα. Καὶ ξα­φνικὰ τὸν βλέπω ν᾽ ἀ­νοίγῃ τὶς φτεροῦγες του τὶς μεγάλες καὶ νὰ πετάῃ. Κ᾽ ἔμεινα νὰ τὸν κοιτάζω νὰ ὑψώνε­ται στὸν αἰθέρα, ν᾽ ἀνεβαίνῃ ψηλά, πολὺ ψηλά, μέ­­χρι ποὺ ἔγινε σὰν μιὰ τελεία, καὶ τέλος ἐξ­αφανίστηκε στὸ ἄπειρο. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός· ἀετὸ τὸν ὀνομάζει ἡ Ἀποκάλυψις (12,14). Ἐκεῖ­νος λοιπόν, ποὺ ἔδωσε τὴ δύναμι στὰ πουλιὰ νὰ πετοῦν, δὲν θά ᾽χε κι ὁ ἴδιος τὴ δύναμι αὐτή;
Ὁ Χριστὸς ―γιὰ νὰ μεταχειριστοῦμε σύγχρονη γλῶσσα―, σὰν τὸ ἀ­εροπλάνο ποὺ ἀ­ποσπᾶται ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἀπογειώθηκε. Καὶ οἱ μαθηταὶ τὸν κοίταζαν τὸν κοί­­ταζαν ποὺ ὑψω­νόταν. «Ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν» ὁ Κύριος σὰν σήμερα «καὶ ἐ­κάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Μᾶρκ. 16,19). Τότε ἐμ­φανί­στηκαν δύο ἄγγελοι καὶ τοὺς εἶπαν· Τί στέκε­στε κοιτάζοντας στὸν οὐ­ρανό; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἀ­να­λήφθηκε, ὅπως τὸν εἴδατε ν᾽ ἀνεβαίνῃ ἔτσι θὰ ἔρθῃ πάλι.
Ναὶ θὰ ἔρθῃ. Τὸ σκεφτήκαμε; ―Ποιός θὰ ἔρθῃ! παραμύθια μᾶς λὲς τώρα;… Ναὶ θὰ ἔρθῃ ὁ Κύ­ριος «μετὰ δόξης» (Ματθ. 24,30. Σύμβ. πίστ. 7) μεγάλης, εἰς πεῖ­­σμα τῶν δαιμόνων, νὰ κρίνῃ ὅλη «τὴν οἰκου­μένην ἐν δικαιοσύνῃ» (Πράξ. 17,31). Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύρι­ος· χα­ρὰ στοὺς δικαίους, λύπη στοὺς ἁμαρτωλούς.

* * *

Αὐτὸ εἶνε τὸ ἱστορικὸ τῆς ἑορτῆς. Ἀπ᾽ ὅλα ὅσα εἴπαμε ἂς προσέξουμε ἕνα· ὅτι οἱ μαθηταὶ καὶ ἡ Παν­αγία ἔμειναν νὰ κοιτάζουν πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὸν οὐρανό. Δὲν κοίταζαν χαμη­λά, στὴ γῆ· κοίταζαν ψηλά. Τί σημαίνει αὐτό;
Ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, ποὺ ἔκανε ὁ Θεός, τὰ ζῷα περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα κ᾽ ἔχουν τὸ κεφάλι σκυμμένο κάτω. Μόνο ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε νὰ περπατάῃ ὄρθιος. Πολλοὶ εἰδικοὶ λένε ὅτι αὐτὸ εἶνε ἕνα θαῦμα. Καὶ ἡ λέξι ἄνθρωπος, ἂν τὴν ἀναλύσουμε ἐτυ­μολογικῶς, τί σημαίνει; Εἶνε σύνθετη· σημαίνει τὸ ὂν ἐκεῖ­νο ποὺ ἄνω θρώσκει, τείνει πρὸς τὰ ἐπάνω. Βλέ­πει ψηλά, διότι πλάστηκε γιὰ τὰ οὐράνια.
Λένε γιὰ κάποιον ἄθεο ὅτι ζητοῦσε ἀποδεί­ξεις. Ὅταν νύχτωσε, ἕνας φίλος του τοῦ ᾽δειξε τὰ ἀμέτρητα ἄστρα καὶ τὸν ρώτησε· Ποιός τὰ ἔκανε ὅλ᾽ αὐτά;… Μιὰ ἀπάν­τησις ὑπάρχει, καμμία ἄλλη· ὁ Θεός! Κοίτα ἐ­πά­νω λοι­πόν, τὸ στερέωμα, καὶ θὰ πεισθῇς ὅτι ὑπάρχει Θεός· «οἱ οὐρανοὶ δι­ηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐ­τοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ. 18,2).
Ἕνας Γερμανὸς ποιητὴς εἶδε μιὰ μέρα ἕνα κοπάδι χοίρους νὰ μπαίνουν στὸ δάσος. Οἱ χοῖ­ροι ἀγαποῦν τὰ βελανίδια· ὥρμησαν λοιπὸν κ᾽ ἔτρωγαν λαίμαργα ἀπ᾽ αὐτά, ποὺ ἦταν στρωμέ­­νο τὸ ἔδαφος. Καὶ ὁ ποιητὴς μὲ γλῶσ­σα γλαφυρὴ παρατηρεῖ· Ὅταν βγῆκαν ἀπ᾽ τὸ δάσος, κανένας τους δὲ γύρισε ­πάνω νὰ κοιτάξῃ τὴ βελανιδιὰ νὰ τῆς πῇ, Σ᾽ εὐχαριστῶ!… Τέτοιοι εἴμαστε καὶ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, καὶ μὴ φανῇ προσ­­βλη­τικὴ ἡ παρομοίωσις· ὁ Χριστός μας χαρακτηρίζει ἔτσι ὡρισμένους ἀνθρώπους· «Μὴ δῶ­τε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργα­ρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7,6). Ἔ­τσι εἶνε· ἀπολαμβάνουμε μύρια ἀγαθά, μὰ δὲν ὑψώνουμε τὰ μάτια νὰ ποῦμε «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
Μήπως ὑπερβάλλω; Ὁρίστε· σηκώνεσαι τὸ πρωί, βλέπεις τὸν ἥλιο νὰ βγαίνῃ λαμπρός· πὲς «Δό­ξα σοι, ὁ Θεός», «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς» (Μεγ. Δοξ.). Τίποτα. Βγαίνεις, πᾷς στὴ δουλειά· παρα­κάλεσε τὸ Θεό, συνήθισε νὰ κάνῃς τὸ σταυ­ρό σου. Οὔτε ἕνα σταυρό. Ἔρχεται μεσημέρι, κάθεσαι στὸ τραπέζι, ἔχεις ὅλα τὰ ἀγαθά· κάνε μιὰ προσευχή. Τίποτα, χωρὶς εὐχαριστῶ. Πίνεις τὸ νερό, εὐχαριστῶ δὲ λές· τρῶς τὸ ψωμί, εὐχαριστῶ δὲ λές· σὰν τὸ χοῖρο, χοιρώδης κατάστασις. Ἔν­νοια σας· θὰ ἔρθῃ πεῖνα, μεγάλη πεῖνα, θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι.
Ποῦ ᾽νε τὰ παλιὰ τὰ χρόνια! Ἐγὼ θυμοῦμαι στὸ χωριό μου, γύρω στὸ 1910, κάτι γέρους ποὺ δὲν πῆγαν σὲ σχολειά, οὔτε λύκεια οὔτε πανεπιστήμια. Προτοῦ νὰ πιοῦν τὸ ποτήρι τὸ νερὸ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Εἴδατε τώρα κανένα νὰ τὸ κάνῃ; Γι᾽ αὐτὸ σᾶς λέω· ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ καὶ τὸ νερὸ θὰ λείψῃ, θὰ στερέψουν καὶ θὰ στεγνώσουν πηγὲς καὶ βρύσες, ποτάμια καὶ λίμνες· τὸ νεράκι θὰ γίνῃ δυσεύρετο. Καὶ τότε ἕνα ποτήρι νερὸ – μιὰ λίρα! κι ὅπως προφήτευσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μιὰ χούφτα ἀλεύρι – μιὰ χούφτα χρυσάφι. Θὰ τιμωρηθοῦμε γι᾽ αὐτὴ τὴ χοι­ρώδη κατάστασι, ποὺ ζοῦμε σὰν τὰ ζῷα, χωρὶς ἀ­νατάσεις, χωρὶς ὑψηλὰ φρονήματα, ἢ μᾶλλον χειρότερα κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Βλέπεις τὸ σκυλί· τοῦ πε­τᾷς ἕνα κόκκαλο, καὶ δὲν ἔχει γλῶσσα, γλῶσ­­σα τοῦ σκυλιοῦ εἶνε ἡ οὐρά του· κουνάει τὴν οὐρά του σὰ νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφεντικό, σ᾽ εὐχαριστῶ. Ἀχάριστοι καὶ ἐλεεινοὶ ἄνθρωποι, κ᾽ ἐ­πὶ πλέον βλαστημοῦμε μέρα – νύχτα τὸ Θεό.
Λοιπὸν ἔτσι εἶνε· εἴμαστε κατώτεροι κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ τὸ ἀναπτύ­ξω τὸ θέμα, νὰ ἑρμηνεύσω ἕνα ῥητὸ τοῦ Ψαλ­τηρίου ποὺ λέει· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρα­συνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀ­νοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Εἶνε ὅ­μοιος ἀλλὰ καὶ κατώτερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα (τὰ βόδια, τὰ πρόβατα, τὰ γίδια…) καὶ τὰ πουλιά.
Σὲ τρούλλους καὶ καμπαναριὰ ἐκκλησιῶν βλέπουμε φωλιὲς πελαργῶν. Τί μᾶς λέει λοι­πὸν ὁ πελαργός; Ὁ πελαργὸς ἀγαπάει τὰ παιδιά του, καὶ τὸν ἀγαποῦν κι αὐτά. Ὅταν γερά­σῃ ὁ πελαργὸς ξέρετε τί γίνεται; Τοῦ φέρνουν τροφὴ τὰ παιδιά του· κ᾽ ἐπειδὴ ὁ γέρο – πελαργὸς μαδάει καὶ κρυώνει, τὸν ζεσταίνουν ἐκεῖνα μὲ τὰ φτερά τους! Κι ὁ ἄνθρωπος;… Ὅ­ταν δὲν ἔχῃς ἰδανικά, ἀνατά­σεις, ὑψηλὲς καὶ μεγάλες ἰδέες, πῶς νὰ σὲ πῶ ἄνθρωπο; Πές μου τί σκέπτεσαι τὰ μεσάνυχτα, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι. Ἂν σκέπτεσαι λεφτά, ἀπολαύσεις, γυναῖκες, ἄλλα γήϊνα πράγματα, τότε τί εἶσαι; Ἕνα μικρὸ καὶ ἀσήμαντο ὄν.

* * *

Λένε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ χοῖρος, ποὺ ἀναφέραμε, ὁ χοῖρος ποὺ ἔχει τὸ κεφάλι σκυμμέ­νο συνεχῶς κάτω καὶ τρώει λάσπη, μόνο μιὰ φορὰ βλέπει τὸν οὐρα­νό. Πότε· ὅταν τὸν πά­ρῃ ὁ χασάπης καὶ τὸν ἀ­ναποδογυρίσῃ γιὰ νὰ τὸν σφάξῃ. Ἔτσι εἶνε καὶ πολ­λοὶ ἄνθρωποι. Θεὸ δὲ σκέπτονται, ἐκκλησία δὲν πατοῦν, προσ­ευχὴ δὲν κάνουν. Καὶ νομίζουν πὼς ἔτσι θὰ εἶνε πάντα. Ἔρχεται ὅμως ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Τότε, τὴν τελευταία στιγμή, ὅταν ἔρθῃ ὁ ἀρχάγγελος μὲ τὸ σπαθί του, τότε θυμοῦνται πλέον τὸ Θεό.
Δὲν πλαστήκαμε γιὰ τὴ γῆ, ποὺ εἶνε ἕνα κουκκὶ ἄμμου – μιὰ σταγόνα μέσ᾽ στὸ σύμπαν. Ἀξίζει, ἄνθρωπε, γιὰ ἕνα κουκκὶ – γιὰ μιὰ σταγόνα νὰ κάνῃς πολέμους καὶ νὰ αἱματοκυλίῃς τὴν ἀνθρωπότητα; Φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό. Γι᾽ αὐτὸ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Καὶ ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλὰ ὅλο τὸ χρόνο. Αὐτὸ θὰ πῇ Ἀ­νάληψις. Σὲ κάθε θεία λειτουργία τιμοῦμε τὴν Ἀνάληψι. Ὅταν ὁ παπᾶς λέῃ «Ἄνω σχῶ­μεν τὰς καρδίας», ἐννοεῖ· Κοιτάζετε ψηλά, πλα­στήκατε γιὰ τὸν οὐρανό, γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑ­ψη­λά. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀδιαφορία γιὰ τὴν παροῦσα ζωή, ὄχι. Ἐὰν ἐφαρμόζαμε ὅλοι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ γῆ αὐτὴ θὰ γινόταν παράδεισος. Τώρα μικροὶ – μεγάλοι, πα­πᾶδες – δεσποτάδες, δεξιοὶ – ἀριστεροί, ἄσπροι – μαῦ­ροι, κατὰ ποικίλους τρόπους πατήσαμε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ἡ γῆ αὐτὴ ἔγινε κόλασι.
Εἴθε νὰ μετανοήσουμε. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ εὐλογῇ ὅλους· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάν­τας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁναλήψεως τοῦ Κυρίου Περδίκκα – Ἑορδαίας 24-5-1990)
 augoustinos-kantiotis.gr