Πεντηκοστή ονομάζεται κατά την Καινή Διαθήκη η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους που συνέβη την πεντηκοστή ημέρα από την Ανάσταση του Ιησού Χριστού (Πράξεις β” 1-41). Σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού, κάθε χρόνο, οι Χριστιανοί εορτάζουν με ιδιαίτερη λαμπρότητα την εορτή της Πεντηκοστής και αυτό διότι θεολογικά η ημέρα αυτή θεωρείται η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας.

Την Πεντηκοστή γιορτάζουμε το γεγονός της Εκκλησίας, αλλά η εποχή μας δεν μπορεί εύκολα να γιορτάσει το γεγονός της Εκκλησίας, γιατί είναι μια έντονα αντιεκκλησιαστική εποχή, όχι γιατί επικρίνονται, διαβάλλονται, διασύρονται ή συκοφαντούνται συχνά εκπρόσωποι της εκκλησιαστικής διοι­κήσεως, αλλά επειδή η φύση του πολιτισμού που κυριαρχεί σήμερα είναι αντιεκκλησιαστική.

Η εποχή μας είναι μια εποχή ατομιστική και ανταγωνιστική, είναι μια εποχή που ενθαρρύνει τον ανθρώπινο ναρκισσισμό και σαν συνέπεια καλλιεργεί τις προϋποθέσεις για την αποκοπή του ανθρώπου από τους άλλους και την απομόνωσή του.
Η εκκλησιαστικότητα αντίθετα είναι αντανάκλαση της τριαδικότητας του Θεού, που σαν Θεός αγάπης δεν μπορούσε αν και είναι ένας να είναι μοναδικός, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να αγαπάει κάποιον άλλο. Έτσι ο Θεός ήταν απαραίτητο να είναι μια κοινότητα, μια κοινωνία που τα πρόσωπα που την αποτελούν να τα μοιράζονται όλα, να τα έχουν όλα κοινά εκτός από την ταυτότητά τους, την υποστατικότητά τους. Γιατί αν είχαν και την ταυτότητα ή την υποστατικότητά κοινή δεν θα ήταν κοινότητα, αλλά μοναδικότητα και επομένως ο Θεός δεν θα μπορούσε να είναι Θεός αγάπης.

Στον άνθρωπο ο Θεός που τον έπλασε κατ” εικόνα και ομοίωση δική του, έδωσε την εκκλησιαστικότητα που είναι για τον άνθρωπο ότι είναι για τον Θεό η τριαδικότητα. Αλλά με την απομάκρυνσή του από τον Θεό ο άνθρωπος αλλοιώνει την θεία εικόνα και υποκαθιστά την εκκλησιαστικότητά του, δηλαδή το βασικό στοιχείο της φύσεώς του που απαιτεί την ένωσή του με τους άλλους ανθρώπους, με τον ατομικισμό και τον ναρκισσισμό που τον οδηγεί στον θάνατο.

Ο Χριστός με την ενσάρκωση του, την ενανθρώπισή του αποκαθιστά την ανθρώπινη φύση, στην παλιά της κατάσταση και έτσι ξαναζωντανεύει, την εκκλησιαστικότητα του ανθρώπου και την πραγματώνει με την σύσταση της Εκκλησίας.

Επομένως η Εκκλησία δεν είναι διοίκηση, δεν είναι οργάνωση, δεν είναι εξουσία, αλλά είναι κοινωνία, συνομιλία, συνύπαρξη, συμβίωση, συνοδοιπορία, συμμετοχή, συνεύρεση, σύνοδος. Ούτε είναι αναγκαστικά Εκκλησία η χωρίς καμιά συνοχή συγκέντρωση ατόμων στο Ναό. Η συγκέντρωση ατόμων στο ναό, μπορεί μάλιστα συχνά να είναι κάθε άλλο παρά Εκκλησία.

Στην Εκκλησία οι άνθρωποι μοιράζονται με τους άλλους τον εαυτό τους, το βιό τους, τον χρόνο τους, τις ανησυχίες τους, την δημιουργικότητά τους, τη χαρά τους, την λύπη τους, την πίκρα τους, την απόγνωσή τους, την ελπίδα τους, την πίστη τους. Στην Εκκλησία, ούτε υπακούουν πολλοί σε ένα ούτε δεν υπακούει κανένας σε κανένα, αλλά υπακούουν όλοι σε όλους.
Δεν υπάρχει Εκκλησία εκεί που oι άνθρωποι φροντίζουν ο καθένας τον εαυτό του, εκεί που ο καθένας κρατάει τα αγαθά του, την χαρά του, την δύναμή του, την ελπίδα του, την πίστη του, την αρετή του για τον εαυτό του και δεν την μοιράζεται με τους άλλους.
Η Εκκλησία όμως πραγματώνεται διαρκώς πάνω στη γη, αποκαθιστά διαρκώς την εκκλησιαστικότητα της ανθρωπινής φύσεως, μεταβάλλει διαρκώς τον κόσμο σε βασιλεία του Θεού, δεν είναι στατική, δεν φτάνει ποτέ στο τέρμα, μπορεί πάντα να γίνεται όλο και περισσότερο η βασιλεία του Θεού. Επομένως η Εκκλησία δεν είναι μια κοινωνία καθαρών, που έχουν φθάσει στο τέρμα και που δεν μπορούν να προχωρήσουν πιο πέρα.

Μέσα στην Εκκλησία, τα μέλη της Εκκλησίας αγωνίζονται διαρκώς να μετακινηθούν από τον δαιμονικό ναρκισσισμό στην εκκλησιαστικότητα, που είναι η αντανάκλαση της τριαδικότητας του Θεού. Αν στην εποχή μας πολλοί άνθρωποι πολεμούν την Εκκλησία σαν οργάνωση, είναι προ παντός και κυρίως επειδή ο σημερινός άνθρωπος κυριαρχημένος από τον δαιμονικό ναρκισσισμό τρέμει την εκκλησιαστικότητα και μπορεί να μιλάει συχνά για δίκαιη κατανομή των υλικών αγαθών, αλλά δεν κάνει ποτέ λόγο για δίκαιη κατανομή των συναισθηματι­κών και των πνευματικών αγαθών, δεν κάνει λόγο για αγάπη.

Με την μάσκα της υλιστικής ισότητας, κρύβει τον τρόμο που αισθάνεται στο ενδεχόμενο να μοιραστεί τον εαυτό του με κάποιον άλλο. Γι” αυτό προσπαθεί να μεταβάλει σε εμπορική συναλλαγή και τις πιο προσωπικές σχέσεις όπως ο γάμος, τον οποίο θέλει να απογυμνώσει από κάθε προσωπικό στοιχείο, από κάθε συναίσθημα και να τον κάνει συνδικαλισμό με ωράρια, με δικαιώματα, έντονα ανταγωνιστικό, μια σφοδρή μάχη ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα, για να προστατευθεί έτσι από το ενδεχόμενο της προσωπικής προσφοράς
 

Την υλιστική ισότητα την θέλει υποχρεωτική, κυριαρχική, επιβεβλημένη από κάποια απρόσωπη εξουσία για να αποκλείε­ται το στοιχείο της προσωπικής προσφοράς, για την οποία αισθάνεται έντονα ο σημερινός άνθρωπος την τραγική του αναπηρία.
Αλλά δεν μπορούν οι άνθρωποι να έχουν μεταξύ τους κοινότητα, κοινωνία, ενότητα, χωρίς να είναι ενωμένοι με Εκείνον που είναι η Κοινότητα, η Κοινωνία, η Ενότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική κοινότητα χωρίς να είναι Εκκλησία και χωρίς να έχει αυτή η κοινότητα κι αυτή η κοινωνία σαν ψυχή της το πνεύμα του Θεού.
 

Χωρίς το πνεύμα του Θεού, δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία. Το Πνεύμα του Θεού «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας» (Στιχηρό Εσπερινού Κυριακής Πεντηκοστής) και δεν μπορεί κανείς να δεχθεί το πνεύμα του Θεού έξω από την Εκκλησία.
Έτσι εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν υπάρχει σωτηρία για τον άνθρωπο που δεν μετέχει στο μυστήριο της Εκκλησίας, που είναι η ενεργοποίηση στη ζωή του στοιχείου της εκκλησιαστικότητας. Επειδή οι διάφορες ανθρώπινες ομάδες πολύ συχνά δεν είναι Εκκλησία και επομένως δεν έχουν το πνεύμα του Θεού, δεν υπάρχει επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, και η έλλειψη εμπιστοσύνης αναγκάζει τον άνθρωπο να κρυπτογρα­φεί τα μηνύματα που στέλνει στον συνάνθρωπό του, για να είναι έτσι καλυμμένος και να μπορεί να υπαναχωρεί όταν διαπιστώνει ότι ο άλλος απορρίπτει αυτά τα μηνύματα.
 

Τέτοια είναι η επικοινωνία ακόμη και μεταξύ συζύγων και μελών μιας οικογένειας. Είναι πασίγνωστη η λαϊκιστική συμ­βουλή «μη λες στον άνδρα σου ότι τον αγαπάς γιατί μπορεί να το εκμεταλλευθεί», και πραγματικά και στα υγιέστερα ζευγάρια ένα μεγάλο μέρος της συζυγικής επικοινωνίας γίνεται με τέτοιες προφυλάξεις και κρυπτογραφήσεις.
 

Παρόμοια συμβαίνουν και στις σχέσεις παιδιών και γονέων. Οι γονείς πολύ συχνά κάτω από το επιφανειακό μήνυμα «μην απομακρυνθείς από μας δεν θα τα καταφέρεις χωρίς εμάς», κρύβουν το πραγματικό μήνυμα «μην απομακρυνθείς από μας δεν θα τα καταφέρουμε εμείς χωρίς εσένα». Ενώ τα παιδιά κάτω από μια επιφανειακή επαναστατικότητα κρύβουν μια πραγματική επιθυμία να συνεχίσουν την βολική εξάρτηση από τους γονείς.
Είναι τραγική η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των νέων, που από τρομερή έλλειψη εμπιστοσύνης ακόμη και για τους συνομιλήκους τους καλύπτουν την έντονη ανάγκη που έχουν για την αποδοχή και την συμπαράσταση τους με την επίδειξη μιας αγέρωχης σκληρότητας.


Το γεγονός της Πεντηκοστής μεταξύ άλλων φανερώνει ότι ένα από τα πρώτα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος είναι η δυνατότητα της επικοινωνίας. Ο άνθρωπος, που έχει το πνεύμα του Θεού, μπορεί να μιλάει και να καταλαβαίνει τη γλώσσα του συνανθρώπου του ξεπερνώντας οποιοδήποτε σχετικό εμπόδιο.
 

Το περιστατικό του Πύργου της Βαβέλ είναι ως προς αυτό το σημείο το αντίθετο με την Πεντηκοστή στην θεία αποκάλυψη. Στο περιστατικό αυτό φαίνεται, πως ακριβώς ο άνθρωπος που ειδωλοποίησε τον εαυτό του και έτσι έχασε το πνεύμα του Θεού, έχασε ταυτόχρονα και την δυνατότητα να μιλάει και να καταλαβαίνει τη γλώσσα του συνανθρώπου του. Η σύγχυση, που επικρατεί συχνά στην ανθρώπινη επικοινω­νία είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης αμαρτίας. Ο Θεός δεν έκανε τους ανθρώπους «αλλόγλωσσους». Αν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει και δεν είχε στερηθεί της Χάριτος, τώρα «πάσα η γη χείλος ην, και φωνή μία πάσι».

Η δυσκολία στην ανθρώπινη επικοινωνία είναι αποτέλεσμα του ανθρωπίνου εγωκεντρισμού, που κάνει τον άνθρωπο να βλέπει όλους τους συνανθρώπους του, ακόμη κι αυτούς που είναι πολύ κοντά του σαν εχθρούς ή σαν ανταγωνιστές, που έχουν αυτό που θέλει να έχει εκείνος ή που μπορούν να του πάρουν αυτό που εκείνος έχει. Αυτό το κλίμα του κρυφού πολέμου κάνει αδύνατη την ανάπτυξη εμπιστοσύνης.
 

Αυτή η τραγική ανθρώπινη πραγματικότητα είναι η αιτία της πιο βασανιστικής μοναξιάς, που τελικά είναι το πιο αφόρητο μαρτύριο του σύγχρονου ανθρώπου.

Το πνεύμα του Θεού αποκαθιστά την εμπιστοσύνη και την επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί δεν είναι πνεύμα ανταγωνισμού αλλά πνεύμα προσφοράς. Ο άνθρωπος που έχει το πνεύμα του Θεού δεν σκέπτεται τι θα πάρει από τον άλλο, αλλά τι θα του δώσει. Δεν βλέπει τον συνάνθρωπό του σαν ανταγωνιστή αλλά σαν συναγωνιστή, δεν προσπαθεί να εξασφαλίσει για τον εαυτό του την καλλίτερη θέση αλλά να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του να την πάρει.

Ένα τέτοιο κλίμα, είναι κλίμα απόλυτης εμπιστοσύνης που δεν έχει ανάγκη από επιφυλάξεις και από κρυπτογραφημένα μηνύματα. Αυτό ήταν το κλίμα της Πεντηκοστής και γι” αυτό έδωσε την δυνατότητα σε όλους να μιλούν και να καταλαβαί­νουν όλων τις γλώσσες. Η δυνατότητα της επικοινωνίας είναι ένα χάρισμα του πνεύματος του Θεού που δεν μπορεί να την έχει όποιος δεν έχει αυτό το πνεύμα.
 

Ο Χριστός ετήρησε την υπόσχεση που έδωσε και την ημέρα της Πεντηκοστής έστειλε στους μαθητές το Πανάγιο Πνεύμα Το Άγιο Πνεύμα επεδήμησε στους Αποστόλους, στην Εκκλησία και δι’αυτών σ” όλους όσοι ανοίγουν σ” αυτό την πόρτα της ψυχής τους. Δια του Αγίου Πνεύματος «πάσα ψυχή ζωούται» και «περικρατείται πάντα τα ορατά συν τοις αοράτοις».

egolpion.com
 

αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Φιλόθεου Φάρου «Πεντηκοστή: Από την Ανάσταση στην Εκκλησία» εκδ. Ακρίτας