Η ταπείνωση κατά την Αγίαν Γραφήν και τούς Πατέρες της Εκκλησίας
Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
«Υπόδειγμα γάρ έδωκα ύμϊν» Ό Κύριος (Ίω. ιγ' 15)
Ai εύμενεϊς κρίσεις διά τό βιβλίον ή Ταπείνωσις άπό
τόν πνευματικόν κόσμον καί ή υποδοχή του άπό τόν ’Ορθόδοξον λαόν τού Θεού είναι
οί λόγοι οί όποιοι μάς παρεκίνησαν εις την έπανέκδοσίν του.
"Ας εύδοκήση ό άγιος Θεός νά καρποφορήση καί ή
μικρή προσφορά αύτή εις δόξαν τού έν Τριάδι προσκυνητοΰ ονόματος Του καί εις
οικοδομήν τοϋ σώματος τής Εκκλησίας.
Ή Επιτροπή
Ύπέδειξας Δέσποτα,
τοΐς οικείοις Μαθηταΐς,
νψοποιόν ταπείνωσιν,
τώ λεντίω ζωννύμενος την όσφύν,
τούς πόδας άπέπλυνας,
και τον τρόπον μιμεϊσθαι παρεσκενασας.
(Έκ τοΰ Κανόνος Κυριακής Τελώνου καί Φαρισαίου ώδή
ΣΤ', Τροπάριον 4)
«ΕΝ ΑΡΧΗ,»
Επειδή έγίναμε νωθροί και πάλιν χρείαν εχομεν
διδασκαλίας «τίνα τά στοιχεία τής αρχής» (Έβρ. ε'12), ας άρχίσωμεν διά βραχέων
άπό τό ’Άλφα. Ή Γένεσις μάς πληροφορεί, δτι ό Θεός έποίησε πάντα «καλά λίαν»
(κεφ. 6' 31). Τό κακόν δεν ήτο δυνατόν νά είναι έργον τοϋ Θεοϋ. <1> Πόθεν
λοιπόν προήλθε; Πάλιν ή Αγία Γραφή μάς διαφωτίζει; Ό «έκ τοΰ ούρανοΰ έκπε-σών
εωσφόρος» (Ήσ. ιδ' 12), «ό όφις ό άρχαΐος» (Άποκ. ιβ' 9) προσήλθε προς τούς
πρωτοπλάστους έν τώ Παραδείσιο καί είπε:
<1>
«οΟκ έστιν αίτιος τών κακών ό Θεός» (Μ. Βασίλειος).
- Διατί
σάς είπεν ό Θεός νά μή φάγητε άπό δλα τά δένδρα τοΰ Παραδείσου;
- Διά
νά μή άποθάνωμεν.
- ’Όχι,
δεν θ’ άποθάνετε- άλλ’ έπειδή ήξευρεν ό Θεός, δτι τήν ήμέραν πού θά φάγητε άπ’
αύτοΰ (τοΰ άπηγορευμένου δένδρου), θ’ άνοίξουν τά μάτια σας καί θά είσθε ως Θεοί,
δι αύτό σάς τον άπηγόρευσεν.
Άφοΰ δε έφαγον άπ’ αύτοΰ, διηνοίχθησαν μεν οί
οφθαλμοί των, άλλά προς τό πονηρόν, καί κατησχύνθησαν (Γεν. γ' 1-7).
Οΰτω δέ «ή άμαρτία εις τον κόσμον είσήλθε καί διά
τής αμαρτίας ό θάνατος», ώς λέγει ό άπόστολος Παύλος (Ρωμ. ε' 12). Διά τοΰτο ό
Κύριος, είπε διά τον διάβολον, ότι «έκεΐνος άνθρωποκτόνος ήν άπ’ άρχής... δτι
ψεύστης έστί» (Ίωάν. η' 44, 45). Ώς δέ λέγει καί ό ιερός Χρυσόστομος, τοΰτο
άναφέρεται εις τον Άδάμ, τον όποιον έξαπατήσας ό διάβολος έγένετο άθρωπο-κτόνος
εις γενικήν έννοιαν ολοκλήρου τοΰ άνθρωπίνου γένους. Αί συνέπειαι ύπήρξαν
όδυνηραί. «Προσδοκή-σας γάρ έσεσθαι Θεός (= διότι ενώ έπερίμενε δτι θά είναι
Θεός), καί δπερ είχεν άπώλεσεν» (Χρυσόστομος Γεν. γ' 22).
Τόσον ό Μέγας Βασίλειος, δσον καί ό ιερός Χρυσόστομος
λέγουν, δτι συνέπεια τής παραβάσεως ύπήρξεν ή «άπό Θεοϋ άλλοτρίωσις (=
άποξένωσις)». Τοιουτοτρόπως ό άνθρωπος αύτοϋπεβιβάσθη άπολέσας καί τό θεόσδοτον
εξουσιαστικόν (Γεν. α' 28). Διό καί ό Χρυσόστομος άπευθυνόμενος προς τον
έκπεσόν-τα άνθρωπον λέγει- «πώς σε καλέσω άνθρωπον; δτι ούκ έχεις τό διάδημα (=
στέμμα), την πορφύραν (= τό βασιλικόν ένδυμα);... έλθέ καί γενοϋ άνθρωπος».
’Αλλαχού δέ όμιλών περί τής έκπτώσεως άνθρώπου καί διαβόλου λέγει- «οΰτω ό
πρωτόπλαστος έξέπεσε τής μακαριας εκείνης διαγωγής, ουτω και ο τούτον άπατήσας
διάβολος άπ’ εκείνου κατηνέχθη τοΰ τής άξίας ύψους... τή γάρ έπαγγελία τής
ίσοθεΐας φυσήσας (ό διάβολος) αύτόν (τον Άδάμ), οΰτω κατέρρηξε... ούδέν γάρ
οΰτω τής τοΰ Θεού φιλανθρωπίας άλλοτριοΐ, καί τώ τής γεέννης παραδίδωσι πυρί,
ώς ή τής ύπερηφανείας τυραννίς...» (Όμιλ. θ' εις Εύαγ. Ίω.). Τά αύτά λέγει εις
τον περί παρθενίας λόγον καί ό Μέγας ’Αθανάσιος, διά την έξ ύπερηφανείας πτώσιν
τοΰ εωσφόρου, έφαρμόζων εις αυτόν τούς λόγους τοΰ προφήτου Ήσαΐου- «Πώς
έξέπεσεν εκ τοΰ ούρανοΰ ό εωσφόρος, ό πρωί άνατέλλων;... συ εΐπας έν τή διανοία
σου... άνα-βήσομαι επάνω των νεφών, έσομαι δμοιος τώ Ύψίστω» ('Ησ. ιδ' 12,14).
Ό σατάν καί οι άκολουθήσαντες αύ-τόν «διά την ύπερηφάνειαν αυτών έξέπεσον».
Άξιον ιδιαιτέρας προσοχής είναι, ότι εις τό
κεφάλαιον αύτό τοΰ προφήτου γίνεται λόγος περί τής ύπερηφανείας καί τής πτώσεως
τοΰ βασιλέως Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορος, ό όποιος κατά την ακμήν τής δόξης του
έπαρθείς, ένεστερνίσθη πλήρως τά φρονήματα τοΰ έωσφόρου, διεκδικήσας ίσοθεΐαν.
Έκ τών άνωτέρω συνάγεται, ότι ό διά την ίσοθεΐαν άγων τοΰ έωσφόρου ό άρξάμενος
τότε έν ούρανοΐς, συνεχίζεται τώρα έπί τής γής. Θά κορυφωθή δέ κατά τούς προ
τής δευτέρας Παρουσίας χρόνους, δτε θά άποθρασυνθή έπί τοσοΰτον ό αντίχριστος,
«ό άντικείμενος καί ύπεραιρόμενος έπί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε
αύτόν είς τον ναόν τοΰ Θεοΰ ώς Θεόν καθίσαι, άποδεικνύοντα έαυτόν ότι έστί
Θεός» (Β' Θεσ. 6' 4).
Καί ό μέγας Παχώμιος, ό όποιος έγένετο περιβόητος
είς την άρετήν, διά τής όποιας ένέπλησε την παρά τον Νείλον Ταβεννησίαν
μοναστηρίων, ποιμαίνων ύπέρ τάς 11 χιλιάδας μοναχών, διδάσκων τούς μαθητάς του
έλεγεν «οϊδατε πόθεν ή αρχή τών κακών είς τον κόσμον είσήλθεν; Έκ τής
ύπερηφανείας, δι’ ής καί ό έω-σφόρος ό πρωί άνατέλλων έξέπεσεν έκ τοΰ ούρανοΰ
καί συνετρίβη». ’Ιδού λοιπόν ή αρχή τοΰ κακοΰ, καί ή θύρα διά τής όποιας τοΰτο
εϊσήλασεν εις τον κόσμον.
Ή ύπερηφάνεια! Αύτή είναι ή άρρώστεια, την όποιαν ο
πανούργος οφις μας μετεδωκε. Αυτή είναι ή αίτια οι ην «ερρει τα καλα», ως θα
ελεγεν ο άγιος Γρηγοριος, και ή γή μετεβλήθη «εις κοιλάδα κλαυθμώνος» (Ψαλ. πγ'
7).
Αλλά ποια είναι άκριβώς ή έννοια τής υπερηφάνειας;
Μολονότι ή λέξις αύτή είναι πολύ γνωστή εις τήν Παλαιάν Διαθήκην, εν τούτοις
συχνά πυκνά εναλλάσσεται με τήν λέξιν «ϋβρις». Οι 'Ιεροί δηλαδή συγγραφείς
πολλάκις άντί τής λέξεως υπερηφάνεια χρησιμοποιούν τήν λέξιν ϋβρις προς δήλωσιν
τής αύτής έννοιας (Παροιμ. ία' 2, ις' 18, καί 23, Λευϊτ. κς' 18, 19 κ.λπ). Άν
άνοίξωμεν δε ένα λεξικόν τής άρχαίας Ελληνικής γλώσσης, θά ίδωμεν: ϋβρις =
όγκος, έπαρσις, αύθάδεια, θρασύτης, άναισχυντία. 'Όλα αύτά είναι τό
περιεχόμενον τής ύπερηφανείας. 'Όλα αύτά κάμνει ό ύπερήφανος. Όρθώς λοιπόν
ώνομάσθη ϋβρις καί δικαία ή μεγάλη άποστροφή τού Θεού κατά τής ύπερβολικής
αύτής κακοσμίας. «Καί συντρίψω τήν ΰβριν τής ύπερηφανείας ύμών» (Λευϊτ. κς' 18,
19).
Καί ή χριστιανική ηθική έξ όλων των άμαρτιών
ξεχωρίζει επτά, τάς όποιας λόγω τής βαρύτητάς των χαρακτηρίζει ώς θανάσιμους.
Πρώτη εις τον κατάλογον αύτόν άναφέρεται ή ύπερηφάνεια! «Αϋτη των κακών ή
ακροπολις ην και η ρίζα και ή πηγή τής πονηριάς απάσης» (Χρυσόστομος). 'Όλα τά
άλλα κακά δεν είναι διάφοροι άσθένειαι, άλλ’ εκδηλώσεις τής μιας ταύτης
άσθενείας. Ό άπόστολος Παύλος άπαριθμών δλας τάς εκδηλώσεις ή μορφας τής
αμαρτίας χαρακτηρίζει τους δουλεύοντας εις αύτάς ώς «υιούς τής απείθειας» (Κολ.
γ' 5-10). Έρμηνεύων δε τούς λόγους αύτούς ό ιερός
Χρυσόστομος λέγει ότι ό απειθής άνθρωπος είναι πηλός
(= λάσπη) αυθάδης, τέφρα στασιώδης (= στάχτη στασιάζουσα, επαναστατούσα),
πεφυσιωμένη (εξ υπερηφάνειας)». Τον τοιοϋτον άνθρωπον χαρακτηρίζει ό Παύλος ώς «παλαιόν
άνθρωπον», δηλαδή ως Άδαμιαϊον, διότι και αύτός μιμείται τον γενάρχην Άδάμ, ό
όποιος έξ υπερηφάνειας ήπείθησε καί έπανεστάτησε. Αυτή λοιπον είναι εν
τελευταία αναλύσει η ουσία τής οίασδήποτε αμαρτίας. "Ολοι δε οί άνθρωποι
φέρομεν τον φοβερόν βάκιλλον τής θανατηφόρου αύτής άσθενείας. «Παραβόσκεται γάρ
ή τοιάδε νόσος, ώς έπί πάντας άνθρώπους» ("Αγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας).
Κοινός πειρασμός των άνθρώπων είναι να σκέπτωνται ύψηλά καί να τρέφουν ιδέας
μεγάλας περί έαυτών. Τό τοιοϋτον φρόνημά μας θέτει άνεπαισθήτως τήν σφραγίδα
του είς όλας τάς πράξεις μας καί τούς λόγους μας, οϋτω δε διαμορφοΰμεν
χαρακτήρα άκα-τάλληλον, ϊνα τεθή ύπό τάς διαταγάς τοΰ Κυρίου.
Μέγα κακόν ή ύπερηφάνεια, ρίζα καί τροφός πάσης
κακίας. Ό άγιος ’Ιωάννης ό Σιναΐτης παρατηρεί οτι ή υπερηφάνεια είναι «Θεού
αρνησις, πτωσεων πρόξενός, θυμού πηγή, ύποκρίσεως θύρα, άκαρπίας τεκμήριον,
βλασφημίας ρίζα» <2>. Ένω τουναντίον: ή ταπείνωσις —διά νά
χρησιμοποιήσωμεν ένα ώραΐον ορισμόν τοΰ Μεγάλου Βασιλείου— «είναι ή άπόθεσις
τοΰ μα-ταιου φρονήματος και η απο του επαρματος και υψους άλαζονικοΰ καί
οίήματος διακένου προς τήν οίκείαν άξίαν έπάνοδος». Είναι έπιστροφή είς τήν
πραγματικήν άξίαν μας καί άποκατάστασις είς τήν άλήθειαν.
<2>
Σιναίτου Ίωάννου: Κλϊμαξ μετάφρασις ύπό Άρχιμ. Ιγνατίου. ’Έκδοσις Ίεράς Μονής
Παρακλήτου. Ώρωπός ’Αττικής 1978 σελ. 246.
Είναι άναμόρφωσις εις τό άρχαΐον κάλλος, τό όποιον
είχαν οί πρωτόπλαστοι πρό τής παρακοής. Είναι ή πνευματική εκείνη τοΰ ανθρώπου
συνείδησις και αύτογνωσία, την όποιαν ό Θεός διά στόματος τοΰ Σολομώντος
έχαρακτήρισεν ώς σοφίαν όταν εΐπεν: «οί έαυτών έπιγνώμονες σοφοί» (Παροιμ. ιγ'
10). Είναι τό «γνώθι σαύτόν», τό όποιον οί άρχαΐοι σοφοί, καί μάλιστα πάντων ό
Σωκράτης, έθεσαν ώς βάσιν τής ήθικής προόδου τοΰ άνθρώπου. Ή μεγάλη άξια τής
αρετής τής ταπεινοφροσύνης καί τής ύπακοής είς τό θέλημα τοΰ Θεοΰ μαρτυροΰν τό
μέγεθος τοΰ κακοΰ, τό όποιον έπροξένησαν είς τό άνθρώπινον γένος ή εξ
ύπερηφανείας παράβασις καί παρακοή των πρωτοπλάστων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
α) Ή Δίκη
Ή παράβασις συνετελέσθη. Την γνωρίζει ό παντεπόπτης
Θεός. Την γνωρίζουν και οι πρωτόπλαστοι, δι’ αύτό και σπεύδουν νά κρυφθούν. Τό
ιστορικόν και τόσον μελαγχολικόν εκείνο δειλινόν γίνεται ή δίκη. Εις τους
κατηγορουμένους δίδεται το δικαίωμα τής απολογίας. Μετά την παράβασιν όμως οί
πρωτόπλαστοι έχασαν οχι μονον την αθωότητα, αλλα και την ευθύτητα-
«προφασίζονται προφάσεις εν άμαρτίαις».
Έλέχθη ότι οι πρωτόπλαστοι δεν έχασαν τον Παράδεισον
διότι άμάρτησαν, αλλά διότι έδικαιολογήθησαν. Και ή δικαιολογία όμως πηγάζει
άπό την ιδίαν πηγην- απο την εγωιστικήν υπερηφάνειαν.
Αι Ποιναί
Αί έπιβληθεΐσαι ποιναι είναι άνάλογοι προς την
πράξιν, την προσωπικότητα έκάστου των ύπευθύνων, καί τον έπιδιωκόμενον σκοπόν.
Ή αρχή τής έξατομικευσεως τής ποινής, ή οποία μόλις τους τελευταίους χρόνους
κατενοήθη και εφαρμόζεται ύπό τοΰ συγχρόνου Ποινικού Δικαίου, έφαρμόζεται άπό
καταβολής κόσμου ύπό τής Θείας Δικαιοσύνης.
1. Ή ποινή τοΰ σατανά
Τό εν τώ Παραδείσιο διαπραχθέν δεύτερον τούτο
έγκλημα του σατανα εχει στενήν σχεσιν προς το εν ούρανοΐς διαπραχθέν άλλοτε
πρώτον τοιοΰτον. Επιφανειακούς μεν φαίνεται τό έγκλημα τής άνθρωποκτονίας ώς
άνεξάρτητον άπό τό έγκλημα τής έπαναστά-σεως. Κατά βάθος όμως, πρόκειται περί
εγκλήματος «κατ’ έξακολούθησιν» κατά την ορολογίαν τού ίσχύοντος Ποινικού
Δικαίου. Διότι τόσον ή πρώτη, όσον καί ή δεύτερα ενέργεια τοΰ σατανά έστρέφοντο
κατ’ ούσίαν κατά τού Θεού, έκ τών αύτών ελατηρίων και προς τον αύτόν σκοπόν.
Δικαίως λοιπόν έπεβλήθησαν κατ’ αύτού ποιναί έξουθενωτικαί, καταστρεπτικαί.
Καί διά μεν την άνταρσίαν άπεσύρθη άπ’ αύτού ή
λαμπροφόρος Χάρις τού Θεού. Καί έτσι ό ποτέ φωτεινότατος εωσφόρος (= ό φέρων
τήν έω, δηλαδή την αύγήν) έσκοτίσθη διά παντός καί κατέπεσεν έκ τοΰ ύψους
έκείνου είς τήν άβυσσον τοΰ σκότους (Λουκ. ’ 18, Έφεσ. ς' 12).
Διά δέ τήν άνθρωποκτονίαν - διότι αύτός προεκά-λεσε
τον θάνατον τών πρωτοπλάστων, διό καί «άνθρωποκτόνος άπ’ όρχής» (Ίωάν. η' 44)
έχαρακτηρίσθη ύπό τού Κυρίου - έπεβλήθη είς αύτόν, ώς πρωτεργάτην καί άφ’
εαυτού συλλαβόντα καί πραγματοποιήσαντα καί τό δεύτερον αύτό έγκλημα, ποινή
έπίσης συντριπτική· ή εν καιρώ δηλαδή οριστική καταπάτησις και συντριβή τής
έπηρμένης κεφαλής τοΰ άρχαίου αύτοϋ οφεως ύπό τής πτέρνης τοΰ πράου και
ταπεινού ’Ιησού-«Αύτός σοΰ τηρήσει κεφαλήν» (Γεν. γ' 15). Ή διαστροφή είναι
ολοκληρωτική, οριστική και άνεπανόρθωτος κατάστασις τοΰ σατανά. Δικαία λοιπόν
καί πρέπουσα ή έπιβληθεϊσα εις αύτόν ποινή.
2. Ή ποινή τοΰ άνθρωπον
’Άλλως όμως ώρισεν ή άπόφασις τοΰ δικαιοκρίτου Θεοΰ
διά τον άνθρωπον, ό όποιος παρασυρθείς εις τό έγκλημα εξ απάτης τοΰ διαβόλου,
είχε τό συγγνωστόν. Έπεβλήθη λοιπόν εις τον άνθρωπον ποινή επανορθωτική. Δηλαδή
ποινή - φάρμακον. Είναι αντάξια δχι μόνον τής δικαιοσύνης, άλλα και τής πανσοφίας
και τής άγαθότητος τοΰ Θεοΰ καί όσα ή δικαστική εκείνη άπόφασις ώριζε διά τούς
πρωτοπλάστους. Διότι δεν ήτο δυνατόν να ματαιωθή ό προορισμός τοΰ άνθρώπου ύπό
μιας άθέσμου συμβουλής τοΰ διαβόλου. Προορισμός τοΰ άνθρώπου ήτο ή θέωσις, ή
όποια θά έπετυγ-χάνετο άνωδύνως, έάν ό άνθρωπος είχε τήν ταπείνωσιν να
παραμείνη έν ύποταγή είς τό θέλημα τοΰ Θεοΰ. «’Ώφειλεν έν τή παρά Θεω δόξη
μεμενηκέναι». Καί ή απαγορευτική έντολή να μή φάγουν από έκεΐνο τό δένδρον,
αύτόν τον σκοπόν εΐχε, νά «δοκιμάση ήμών τό ύπήκοον» (Μ. Βασίλειος). Νά γυμνάση
δηλαδή τον άνθρωπον είς τήν ύπακοήν, ή όποια δεν είναι τίποτε άλλο παρά
«έφηρμοσμένη ταπείνωσις». Δι αύτής τής όδοΰ θά ύψοΰτο είς τήν δόξαν τής
θεώσεως. «Άλλ’ επειδή μετέθεσε καί μετέβαλε τήν έπιθυμίαν τής θείας δόξης·
επειδή ήλπισεν ότι θά άπέκτα μεγαλυτέραν δόξαν και έσπευσε να άρπάση έκεΐνο τό
όποιον δεν ήμποροΰσε να λάβη, καί συνεπώς ’έχασε καί έκεΐνο τό όποιον ήδύνατο
να έχη -«μείζονα προσδοκήσας, καί σπεύσας όπερ ούκ έδύνατο λαβεΐν, άπώλεσεν
δπερ έχειν έδύνατο»— διά τούτο ή ταπεινοφροσύνη... είναι διά τον άνθρωπον
μεγίστη σωτηρία- είναι φάρμακον τό όποιον θεραπεύει την άσθένειαν, είναι
έπιστροφή εις την άρχικήν του κατάστασιν» (Μ. Βασίλειος. Λόγος περί
ταπεινοφροσύνης). Ώς μεγάλο φάρμακο σωτηρίας χαρακτηρίζει την ταπείνωσιν καί ό
Μέγας ’Αθανάσιος.
Αί βουλαί τού Θεού είναι νόμοι αιώνιοι καί
άμετάθετοι. "Οθεν αύτήν την ό δον τής ταπεινώσεως καλείται διά τής ποινής
νά μάθη καί πάλιν ό άνθρωπος, κατά τρόπον τώρα οδυνηρόν μεν, άλλά σωτήριον. Ή
έπιβληθεϊσα ποινή - φάρμακον, ήτοι 1) οδύνη, λύπη καί στεναγμός- 2) κόπος,
μόχθος καί ίδρώς- καί 3) ό θάνατος τελικώς, θά είναι έφεξής ό κλήρος ολοκλήρου
τού άνθρωπίνου γένους άπό τού Άδάμ μέχρι τής συντέλειας. Κατά ταϋτα ό θάνατος
είναι «άνάλυσις» (Φιλιπ. α' 23) τού σώματος εις τά έξ ών συνετέθη, άναγωγή και
αποκαταστασις, ως ερμηνεύει την λεξιν ο Σ. Βυζάντιος.
"Οτι ή έπιβληθεϊσα ύπό τού Θεού ποινή εις τούς
πρωτοπλάστους άπέβλεπεν εις τήν ταπείνωσιν των, συνάγεται κατ’ αντιδιαστολήν
καί έκ τού καταντήματος τών άμαρτωλών έκείνων, οί όποιοι, κρίμασιν οίς οίδε
Κύριος, έγκαταλείπονται άπαίδευτοι, ϊνα βαδίσουν προς τήν αίωνίαν άπώλειαν. «Έν
κόποις άνθρώ-πων ούκ είσί» γηπονοΰντες (= πονοΰντες διά τήν καλλιέργειαν τής
γής), μοχθοϋντες καί ίδρώ περιρρεόμενοι, ϊνα πορισθώσι τά προς ζωάρκειαν (= τά
προς συντήρησίν των)· «και μετά άνθρώπων ού μαστιγωθήσονται», μή ύποφέροντες
και αύτοί καθώς οΐ δμοιοί των. Ένω διά τούς άλλους άνθρώπους «πειρατήριόν έστιν
ό βίος» (Ίώβ ζ' 1), διά τούς άπαιδεύτους είναι άπόλαυσις καί άναπαυτήριον. «Διά
τούτο έκράτησεν (= έκυρίευσεν) αύτούς ή ύπερηφάνεια αύτών εις τέλος.
Περιεβάλλοντο (= έφόρεσαν σάν ένδυμα) άδικίαν καί άσέβειαν αύτών». Διά νά
ταπεινωθή ό άνθρωπος ενώπιον τού Θεού, πρέπει νά μαλαχθή άπό την θλΐψιν. Άλλ’ ό
Θεός εις αύτούς θλίψεις δεν στέλλει. ’Εντεύθεν καί ούτοι εις τύφον καί
άλαζονείαν έξοκείλουσιν (Έρμην. Κ. Καλλινίκου εις Ψαλμ. οβ' 5, 6). Έκ τής άτιμωρησίας
των άπεθρασύνθησαν. «’Αδικίαν εις τό ύψος έλάλησαν, έθεντο εις ούρανον τό στόμα
αύτών, καί ή γλώσσα αύτών διήλθεν επί τής γής»· ύβρίζουν (βλασφημούν) θεία καί
άνθρώπινα διά γλώσσης εωσφορικής ΰπερθεν άναβαινούσης καί τούς επί γής πάντας
προπηλακιζούσης (Έρμην. Κ. Καλλιν. Ψαλμ. οβ' 8, 9).
Ή ατιμωρησία των εν κραιπάλη καί ύπερηφανεία
διαγόντων καί εύφραινομένων καθ’ ημέραν λαμπρώς, δεν είναι καλόν σημεϊον. Είναι
προμήνυμα φοβερόν. Τούτο βλέπομεν καί εις τό ιβ' κεφ. τών Πράξεων. Έξ αύτού
πληροφορούμεθα, ότι ό 'Ηρώδης Άγρίππας έθανάτωσε διά μαχαίρας τον ’Απόστολον
’Ιάκωβον τον άδελφόν τού Ίωάννου. Συνέλαβε δε καί τον Πέτρον, τον όποιον
έπρόκειτο νά φονεύση μετά τό Πάσχα. Έν τούτοις ό Θεός δεν τον έπάταξε τότε
άμέσως διά τό κακούργημά του εκείνο. ’Αλλά μετ’ άρκετόν χρόνον, όταν
εύρισκόμενος είς Καισάρειαν «ένδυσάμενος έσθήτα βασιλικήν καί καθίσας έπί τού
βήματος έδημηγόρει... ό δέ δήμος (= ό λαός διά νά τον κολακεύση) έπεφώνευ Θεοΰ
φωνή και ούκ άνθρώπου. Παραχρήμα δέ έπάταξεν αύτόν ό άγγελος Κυρίου». Διατί;
«Άνθ’ ών ούκ έδωκε τήν δόξαν τω Θεώ». Διότι έν τή έωσφορική ύπερηφανεία του
άπεδέχθη τήν θεοττοίησιν αύτήν τήν οποίαν του εκαμεν ο λαός, «και γενομενος σκωληκόβρωτος
έξέψυξεν (= έξεψύχησε)» (Πράξ. ιβ' 20 - 23).
Ό Μέγας Βασίλειος εις τήν περίφημον εκείνην εύχήν
τής ’Αναφοράς, τής Θείας Λειτουργίας του, τήν λεγομένην κατά τήν ΐερωτάτην
στιγμήν τής καθόδου τοΰ Αγίου Πνεύματος προς καθαγιασμόν τώ# τιμίων δώρων, περιγραφών
τό δράμα αύτό τοΰ ανθρωπίνου γένους λέγει απευθυνόμενος προς τον Θεόν: «Άγιος
εί, ώς άληθώς καί Πανάγιος, καί ούκ έστι μέτρον τή μεγαλοπρεπείς σου και οσιος
εν πασι τοις εργοις σου, οτι εν δικαιοσύνη και κρισει αληθινή παντα (οσα εις
ήμάς συνέβησαν) έπήγαγες ήμΐν πλάσας γάρ τον άνθρωπον, χοΰν λαβών άπό τής γής,
καί είκόνι τή σή, ό Θεός, τιμήσας, τέθεικας αύτόν έν τςο παραδείσιο τής τρυφής,
άθανασίαν ζωής καί άπόλαυσιν αιωνίων άγαθών έν τή τηρήσει των έντολών σου
έπαγγειλάμενος (= ύποσχεθείς) αύτώ· άλλα παρακούσαντα σοϋ τοΰ άληθινοΰ Θεοΰ,
τοΰ κτίσαντος αύτόν, καί τή άπατη τοΰ δφεως ύπαχθέντα, νεκρωθέντα τε τοΐς
οικειοις αυτου παραπτωμασιν, εξωρισας αυτόν εν τη δικαιοκρισία σου, ό Θεός, έκ
τοΰ Παραδείσου εις τον κοσμον τούτον, και απεστρεψας εις την γήν, εξ ης ελήφθη,
οίκονομών αύτώ τήν έκ παλιγγενεσίας σωτηρίαν, τήν έν αύτώ τώ Χριστώ σου» (=
όρίσας δηλαδή έκτοτε τήν διά Χριστού έν καιρώ άναγέννησιν καί σωτηρίαν του).
Εκτέλεσις τής άποφάσεως
α) Εξωσις τού
Άδάμ
«Και εξέβαλε τον Άδάμ καί κατωκησεν αυτόν απέναντι
τοΰ Παραδείσου» εις δε την είσοδον αύτοΰ «έταξε τά Χερουβείμ καί την φλογίνην
ρομφαίαν», διά νά βλέπη μεν διαρκώς τί έχασεν έκ τής ύπερηφανείας, καί
νοσταλγή, άλλά νά μη δύναται νά είσέλθη, έως δτου συμπληρωθούν οί χρόνοι τής
όδυνηράς ταπεινώσεως τοΰ ανθρωπίνου γένους. Εις τό δράμα αύτό τής έξορίας καί
νοσταλγίας τοΰ γενάρχου μας έχει είσδύσει βαθύτατα ό θεοφώτιστος ύμνωδός τής
’Εκκλησίας μας λέγων: «Έξεβλήθη Άδάμ τοΰ Παραδείσου», «έξωστράκισται παρακοή»,
«Έκάθισεν Άδάμ άπέναντι τοΰ Παραδείσου καί την ιδίαν γύμνωσιν θρηνών ώδύρετο»,
«ό ποτέ δόξαν άθανασίας ήμφιεσμένος (= ένδεδυμένος), τής νεκρώσεως την δοράν,
ώς θνητός έλεεινώς περιφέρω».
6) ’Άλλαι σννέπειαι
Αί θλίψεις γενικώς έκ φυσικών καί ηθικών αιτίων καί
ή ψυχική άποδυνάμωσις τοΰ άνθρώπου. Επίσης συνέπειαι τής παραβάσεως είναι ή
βαθμιαία φθορά τοΰ οργανισμού, αί άσθένειαι ψυχικαί καί σωματικαί, τό γήρας
καθώς καί ό θάνατος. «Εί γάρ τό κεφάλαιον αυτός ο θανατος, εξ αμαρτίας εσχε την
ρίζαν και την ύπόθεσιν, πολλώ μάλλον καί τών νοσημάτων τά πολλά έκεΐθεν
γέγονεν» (ιερός Χρυσόστομος).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ
1 «Οκ έστιν αίτιος τών κακών ό Θεός» (Μ. Βασίλειος).
2 Σιναίτου Ίωάννου: Κλϊμαξ μετάφρασις ύπό Άρχιμ. Ιγνατίου. ’Έκδοσις Ίεράς Μονής Παρακλήτου. Ώρωπός ’Αττικής 1978 σελ. 246.
2 Σιναίτου Ίωάννου: Κλϊμαξ μετάφρασις ύπό Άρχιμ. Ιγνατίου. ’Έκδοσις Ίεράς Μονής Παρακλήτου. Ώρωπός ’Αττικής 1978 σελ. 246.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Απο το Βιβλίο
Έκδίδεται Έπιμελεία
’Επιτροπής
ΑΘΗΝΑΙ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 1
Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ