Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Ὁ περιττός Χριστός

περιττός Χριστός




                                                                                           
Γεωργίου Κυπριανού

Aι λέξεις ἄρτιος και περιττός εἶναι δανεισμένες ἀπό τό χῶρο τῶν μαθηματικῶν. Ἄρτιος ἀριθμός κατά τούς ἀρχαίους ἕλληνες φιλοσόφους καί μαθηματικούς, ὅπως οἱ Πυθαγόρειοι καί μετέπειτα ὁ Ἀριστοτέλης, εἶναι ὁ τέλειος καί ἀκέραιος, χωρίς ἔλλειμμα. Ἀντίθετα, ὁ περιττός ἀριθμός εἶναι ὁ ἀτελής, ὁ ἀριθμός πού πάντα περιττεύει μέ μονάδα καί δέν ὁλοκληρώνεται. Ἀπό ὅλους τούς ἀριθμούς, ξεχωρίζει τό ἕνα ἤ μονάδα, ὁ ὁποῖος κατέχει καί τά δυό χαρακτηριστικά, εἶναι ἄρτιος καί περιττός μαζί, συνδυάζει τά στοιχεῖα καί τῶν δυό περιπτώσεων. Φιλοσοφικά, τό ἄρτιον καί περιττόν παραλληλίζεται μέ τό ἄπειρο καί τό πεπερασμένο, τό ἕν καί τό πλῆθος κτλ.

Τό θέμα τῶν ἄρτιων καί περιττῶν ἀριθμῶν προέκυψε τυχαῖα σέ μία καθημερινή συζήτηση. Ὡστόσο, προσωπικά μοῦ προκάλεσε ἕνα συλλογισμό, χριστοκεντρικό. Ὁ Χριστός ὄντως ὑπῆρξε ἕνα περιττός ἄνθρωπος. Ὁ ἴδιος τό δηλώνει, ὅταν ἀναφέρεται σέ ἕνα προφητικό στίχο ἀπό τούς Ψαλμούς, «Λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας». Ὁ Χριστός ἀναφέρεται στόν ἑαυτό του. Ἡ πέτρα, τήν ὁποία ἀπέρριψαν οἱ οἰκοδόμοι ὡς ἄχρηστη καί περιττή, τελικά τοποθετεῖται στό πιό κρίσιμο σημεῖο τῆς οἰκοδομῆς, μεταξύ τῶν δύο τόξων γιά νά συγκρατεῖ ὅλη τήν ὀροφή. Ὁ Χριστός, ἐνῶ πολεμήθηκε καί «ἐξοντώθηκε» ὡς περιττός, ἄχρηστος καί βδελυγμένος, τελικά ἔγινε τό θεμέλιο καί ἡ ἀρχή τῆς πιό ζωτικῆς οἰκοδομῆς, τῆς Ἐκκλησίας, ἕνωσε τά «πρίν διεστῶτα», τόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό καί ἁγίασε τό σύμπαν. Ἀκόμα, ἡ Ἐκκλησία μας διατηρεῖ καί σχετική παράδοση καί γιά τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Κατά τήν οἰκοδομή τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντα, ἕνα ξύλο δέν μποροῦσε νά ἐφαρμοστεῖ πουθενά καί ἀφέθηκε ὡς ἄχρηστο. Ἀπό αὐτό τό ξύλο κατασκευάστηκε ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ παραλληλισμός δέν εἶναι δύσκολος. Τά μαθηματικά μετροῦν μέ τήν χρησιμότητα τῶν ἀριθμῶν καί τῶν σχημάτων. Ὁ Χριστός ἀναποδογυρίζει τήν πυραμίδα καί τό περιττόν γίνεται τό τέλειο καί σωτήριο, τό ἀδύνατο μεταποιεῖται σέ σθεναρό, τό ἄχρηστο γίνεται τό χρηστότερο ὅλων, ὁ ἁμαρτωλός ἀνοίγει τόν παράδεισο. Εὐτυχῶς τά Μαθηματικά τοῦ Θεοῦ λύνονται μέ ἄλλες ἐξισώσεις. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἐλπίδας ὅλων. 

Τέλος, ὁ ἀριθμός ἕνα συνδυάζει τό ἄρτιον καί περιττόν καί κατά τόν Ἀριστοτέλη τόν οὐρανόν. Αὐτός δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Χριστό, τόν ἄπειρο κατά τήν θεότητα καί πεπερασμένο κατά τήν ἀνθρωπότητα, τόν τέλειο Θεό καί τέλειο ἄνθρωπο. Τό ἕνα εἶναι ὁ Ἕνας καί μοναδικός Χριστός, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ὁ οὐρανός ἐπί τῆς γῆς. Αὐτά σκεφτόμουν, μιλώντας μέ μαθηματικούς, ἀφήνοντας τό νοῦ μου, ὅμως, νά ταξιδέψει καί πάλι πρός τόν Χριστό.