Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟN ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ - ΔΙΨΑ ΚΑΙ ΠΕΙΝΑ

                    ΔΙΨΑ ΚΑΙ ΠΕΙΝΑ

 
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟN ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Ἰωάν. δ΄ 5-42
 
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συ­χάρ, πλησίον τοῦ χω­­­ρίου ὃ ἔδωκεν ᾿Ιακὼβ ᾿Ιωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆ­σαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν. οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖ­τις· πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔ­σης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις. ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ­ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄν­τλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐ­τοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δ᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕ­­­δα­τος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. λέγει αὐ­­τῇ ὁ ᾿Ιη­­σοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθά­δε. ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέν­τε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύ­ριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄ­ρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσο­λύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις ­προσκυνήσετε τῷ πα­τρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν. ἀλλ᾿ ἔρ­χε­ται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ ­προσκυνηταὶ προσ­κυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πα­τὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐ­τόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύ­ματι καὶ ἀλη­θείᾳ δεῖ ­προσκυνεῖν. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶ­­­δα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλ­θῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ᾿ αὐτῆς; Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑ­­δρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μή­τι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρ­χοντο πρὸς αὐτόν. ᾿Εν δὲ τῷ ­μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. ὁ δὲ εἶ­πεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵ­να ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐ­τοῦ τὸ ἔργον. οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ ­θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. καὶ ὁ θε­ρίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώ­νιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅ­τι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπεί­ρων καὶ ἄλλος ὁ θερί­ζων. ἐγὼ ἀ­­πέ­στειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν ­εἰσεληλύθατε. Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λό­γον τῆς γυναικός, μαρτυρού­σης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώ­των αὐτὸν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.


                                               ΔΙΨΑ ΚΑΙ ΠΕΙΝΑ

1. Τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν»
   
Ἦταν ἤδη μεσημέρι, γύρω στὶς 12 ἡ ὥρα, ὅταν ὁ Κύριος ­κάθισε στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακὼβ γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Βάδιζε μὲ τοὺς μαθητές Του πρὸς τὴ Γαλιλαία καὶ περνοῦσαν μέσα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια. Ἐκεῖ, κοντὰ στὴν πόλη Συχάρ, σταμάτησε κατάκοπος ὁ Κύ­­ριος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία δίπλα στὸ πηγάδι. Διψοῦσε. Οἱ μα­θητὲς εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ νὰ ­ἀγοράσουν τρόφιμα. Καὶ καθὼς εἶδε μία Σαμαρείτιδα ποὺ ἦρθε στὸ πηγάδι γιὰ νὰ ἀντλήσει νερό, τῆς ζήτησε νὰ Τοῦ δώσει νὰ πιεῖ. Ξαφνιάστηκε ἡ γυναίκα καὶ μό­νο ποὺ τῆς μίλησε, διότι ἦταν γνωστὴ ἡ ἔχθρα μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν. Ὡστόσο ὁ Κύριος δὲν ἤθελε τὸ νερὸ μό­νο γιὰ νὰ ξεδιψάσει. Ζητοῦσε εὐκαιρία νὰ μιλήσει γιὰ κάποιο ἄλλο νερό. Γι’ αὐτὸ καὶ τῆς εἶπε:
   ─Ἐὰν γνώριζες τὴ δωρεὰ ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς ἀν­θρώπους, καὶ ποιὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέει τώρα, δός μου νὰ πιῶ, ἐσὺ θὰ Τοῦ ζητοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε «ὕδωρ ζῶν»· νε­­ρὸ τρεχούμενο, ποὺ δὲν στε­ρεύ­­­ει ποτέ. 
   Ἀπόρησε ἡ γυναίκα:
   ─Κύριε, οὔτε δοχεῖο ἔχεις γιὰ νὰ ἀντλήσεις νερό, ἀλλὰ καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀ­­­πὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις τὸ ἀ­­­στείρευτο νερό;... Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν ἐννοοῦσε τὸ νε­­ρὸ τοῦ πηγαδιοῦ. Καὶ τῆς τὸ ἐξήγησε:
 
   ─Ὅποιος πίνει ἀπὸ τὸ ­νε­ρὸ αὐτό, θὰ διψάσει πάλι. Ἐ­­­κεῖ­­νος ὅμως ποὺ θὰ πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ ­διψάσει ποτὲ στὸν αἰ­ώνα· ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω θὰ μεταβληθεῖ μέ­σα του σὲ «πη­­γὴ ὕδατος ἁλ­λομένου εἰς ζωὴν αἰώνι­ον»· πη­γὴ νε­­ροῦ ποὺ δὲν θὰ στερεύει, ἀλλὰ θὰ ἀναβλύζει καὶ θὰ ἀ­­­ναπηδᾶ καὶ θὰ τρέχει πάν­τοτε γιὰ νὰ τοῦ μεταγ­γί­ζει ζωὴ αἰώνια.
 
   Ἐντυπωσιασμένη ἡ γυναίκα, ζήτησε νὰ λάβει ἀπὸ τὸ ἀστείρευτο αὐτὸ νερό, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει καταλάβει περὶ τίνος πρόκειται.
 
   Ὁ Κύριος ὡς «ὕδωρ ζῶν» δὲν ἐννοοῦσε τὸ ­τρεχούμενο νερὸ κάποιας πηγῆς. Ὁ Ἴ­­διος τὸ ὀνόμασε ­«δωρεὰ τοῦ Θεοῦ» κι ἔτσι ­ἀποκάλυψε τὴν πνευματική του ­διά­­στα­ση. ­Ἄλ­λωστε σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ ἱερὸς ­Εὐαγγελιστὴς ἐξηγεῖ σα­φῶς ὅτι τὸ «ζῶν ὕδωρ» ἀναφέρεται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖο ­μεταδίδει ζωή, φῶς, ­δύναμη καὶ ­ἀλήθεια. ­Πρό­κειται λοιπὸν γιὰ τὴ ­χάρη τοῦ ­Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ σὰν πνευ­μα­τικὸ ­νε­ρὸ κα­­­θαρίζει, ­δροσίζει, ­πα­ρη­γορεῖ καὶ ζωο­ποι­εῖ τὶς ψυ­χές, χωρὶς νὰ στερεύει ποτέ. Αὐτὸ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν» εἶναι ποὺ ξεδιψᾶ τὴν ψυχή μας καὶ ἱκανοποιεῖ ὅλες τὶς ­ἐπιθυμίες της γιὰ δόξα, εὐτυχία καὶ ἀληθινὴ γνώση. Αὐτὸ δὲ τὸ «ζῶν ὕδωρ» μποροῦμε νὰ τὸ ­γευθοῦμε μόνο μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, μὲ τὴ ­συμ­μετοχή μας στὰ ἅγια Μυστήρια καὶ τὴν κοινωνία ἀγάπης μὲ τοὺς ἀδελφούς μας.
 
   Ὡστόσο ὑπάρχει καὶ κάποια βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ καταστεῖ ἡ καρδιά μας δεκτικὴ στὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ: νὰ μετανοήσουμε.

2. Ἡ ἄλλη «βρῶσις»
 
   Στὴ μετάνοια ὁδήγησε ὁ ­Θεάνθρωπος καὶ τὴ Σαμαρείτιδα. Τῆς ἀπεκάλυψε κάπως τὶς παρεκτροπὲς καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ ποὺ ἀκολουθοῦσε μέχρι τότε, τῆς μίλησε γιὰ τὴν εὐάρεστη λατρεία στὸ Θεὸ καί, τέλος, τῆς ἀπεκάλυψε τὴ ­μεγά­λη ἀλήθεια ὅτι Αὐτὸς ἦταν ὁ ­Μεσσίας Χριστὸς ποὺ προσδοκοῦσε νὰ συναντήσει: «ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι», τῆς εἶπε.
 
   Σὰ νὰ ἔβγαλε τότε φτερὰ στὰ πόδια ἡ γυναίκα ἐκείνη, ἔτρεξε στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀναγγείλει τὴν ἄφιξη τοῦ Μεσσία καὶ νὰ καλέσει κι ἄλλους νὰ Τὸν γνωρίσουν.
 
   Ἐν τῶ μεταξὺ ἐπέστρεψαν οἱ μαθητὲς κι ἔφεραν στὸν Κύριο τροφή. Ἐκεῖνον ὅμως δὲν Τὸν ἀπασχολοῦσε τὸ ὑλικὸ φαγητό. Εἶπε: «ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον»· δικό μου φαγητό, ποὺ μὲ χορταίνει καὶ μὲ τρέφει, εἶναι νὰ κάνω πάντοτε τὸ θέλημα Ἐκείνου ποὺ μὲ ἀπέστειλε στὸν κόσμο καὶ νὰ ὁλο­κλη­ρώσω τὸ ἔργο Του, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀν­θρώ­πων.
 
   Αὐτὴ τὴν κλήση σωτηρίας δέχθηκε ὄχι μόνο ἡ Σαμαρείτιδα ἀλλὰ καὶ οἱ συμ­πα­τριῶτες της. Διότι «πολλοὶ τῶν Σαμαρει­τῶν ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός»· μάλιστα παρεκάλεσαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ νὰ μείνει μαζί τους. Πράγματι, ὁ Χριστὸς ἔμεινε ἐκεῖ δύο μέρες καί, κατὰ τὸ διάστημα αὐτό, ὅλο καὶ περισσότεροι πίστευαν σ’ Αὐτόν.
   Αὐτὴ ἦταν ἡ μεγαλύτερη ­ἱκανοποίηση γιὰ τὸν Κύριο. Νὰ ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς καὶ νὰ βλέπει ψυχὲς νὰ μετανοοῦν καὶ νὰ ὁδηγοῦνται στὴ σωτηρία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ φυσικὴ πείνα δὲν Τὸν ἀπασχολοῦσε ἐκείνη τὴν ὥρα. Ἦταν ἀπορροφημένος στὸ ἔργο γιὰ τὴ σωτηρία τῶν Σαμαρειτῶν.
   Πόσο ἀπέχουμε ἐμεῖς ποὺ φροντίζουμε μὲ σχολαστικότητα τὴ διατροφή μας καὶ μάλιστα προσέχουμε ἰδιαίτερα νὰ τρῶ­με ὑγιεινὰ καὶ ἀπολαυστικά φαγητά! Μακάρι νὰ δείχναμε ἀνάλογη φροντίδα καὶ γιὰ τὴν πνευματική μας τροφοδοσία: γιὰ τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐφαρμογή του στὴ ζωή μας. Μακάρι κι ἐμεῖς νὰ εἴχαμε αὐτὸ τὸν σφοδρὸ πόθο ποὺ ἐκφράζεται στὴν «Κυριακὴ προσευχὴ» μὲ τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου», ὥστε αὐτὸ νὰ εἶναι ἡ τροφὴ καὶ ἡ ἀπόλαυσή μας: Τὸ πῶς δηλαδὴ θὰ ἐφαρμόζουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ἐργαζόμαστε, ὥστε νὰ σώζονται πολλὲς ψυχὲς καὶ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
πηγή:osotir.org