"ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ" ΧΩΡΙΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣ: "ΜΙΑ ΕΥΧΗ ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΗΣΩ"

1
Παρουσιάζονται κατά διαστήματα στους Πνευ­ματικούς άνθρωποι μεγάλης συνήθως ηλικίας, σε σπάνιες περιπτώσεις στις πόλεις, αλλά πολύ συχνό­τερα στα χωριά και ζητούν να τους διαβάσουν (οι Εξομολόγοι) μια ευχή για να κοινωνήσουν. Είναι προφανώς προκατειλημμένοι από μακροχρόνια επικρατούσα συνήθεια, η οποία εμφανίζεται μάλι­στα και ως «παράδοση»!

Από αμνημονεύτων χρόνων, και μάλλον από της τουρκοκρατίας, λόγω απαιδευσίας κλήρου και λα­ού, διέφυγε το στοιχείο της εξομολογήσεως από το μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως και ο λαός συνήθισε να «εξομολογείται» χωρίς να εξαγορεύει τα αμαρτήματά του, δηλ. στην ουσία χωρίς να εξομολογείται.

Προσέρχονταν στον Ιερέα και αυτός, χωρίς να τους συστήνει την εξομολόγηση, τους διάβαζε τη συγχωρητική ευχή, ή ατομικώς ή και ομαδικώς. Με­τά κοινωνούσαν έχοντας προφανώς και ήρεμη τη συνείδησή τους!

Και επειδή οι άνθρωποι πάντοτε ρέπουν προς τα εύκολα, θέλουν δηλαδή λύση των προβλημάτων τους και στην προκειμένη περίπτωση των αμαρτημάτων τους, χωρίς μετάνοια και εξομο­λόγηση, χωρίς κόπο και θυσία, όσοι είναι αυτής της νοοτροπίας, συνεχίζουν την… «παράδοση»!

Αυτή η άγνοια και παρεξήγηση πρέπει να εκλεί­ψει. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας ότι, διάγο­ντες τον 21ον αιώνα, δεν είναι επιτρεπτό και τιμητι­κό οι Ιερείς να δέχονται και οι «πιστοί» να ζητούν εξομολόγηση χωρίς εξαγόρευση των αμαρτιών. Αυτός που θέλει να κοινωνήσει, πρέπει να υποδε­χτεί τον Χριστό στο καθαρό «σαλόνι» της ψυχής του· και η κάθαρση της ψυχής, γίνεται με την εξομο­λόγηση.

Για να υποδεχτούμε στην ονομαστική μας γιορτή τους επισκέπτες μας, καθαρίζουμε μέρες το σπίτι μας και στολίζουμε ιδιαίτερα το σαλόνι μας. Εάν αυτά τα προσέχουμε για τους ανθρώπους, πώς θα υποδεχτούμε τον Χριστό με τη Θ. Κοινωνία στην καρδιά μας, χωρίς να την καθαρίσουμε από τις ποι­κίλες αμαρτίες που καθημερινά κάνουμε, χωρίς να εξομολογηθούμε; Γίνεται να βάλουμε τον επισκέ­πτη μας να καθίσει σε κάθισμα λερωμένο; Όταν δεν συμμετέχουμε σωστά στο μυστήριο της Μετανοίας – Εξομολογήσεως μοιάζει σαν να μη νοιώθου­με πού βάζουμε να «καθίσει» ο Χριστός.

Έκτος αυτών πρέπει να γνωρίζουμε ότι η εξαγό­ρευση των αμαρτιών μας είναι τελείως απαραίτητη για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, διότι (η εξαγό­ρευση) αποτελεί ένα από τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου και χωρίς αυτό δεν υπάρχει Μυστήριο. Δεύτερον, διότι ο Εξομολόγος όταν διαβάζει τη σχετική ευχή μετά την εξομολόγηση του εξομολογουμένου, λέει ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες που ήδη έχει πει ο εξομολογούμενος (και όχι αυτές που δεν είπε).

Επομένως, ποτέ ξανά να μη πει κανείς: «Μια ευχή για να κοινωνήσω». Αλλά όταν θέλω να κοινωνήσω προετοιμάζομαι για την εξομολόγησή μου με τη βοήθεια κάποιου βοη­θήματος και πάω να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου μετανοιωμένος και αποφασισμένος να διορθωθώ.

Δεν εξομολογούμαι από φόβο ή από συνήθεια, ούτε για να φύγει το βάρος που έχω μέσα μου. Δεν εξομολογούμαι δύο – τρεις μόνο αμαρτίες για να αναπαύσω τη συνείδησή μου ή για να απαλλαγώ από τις ενοχές που με βαραίνουν.

Εξομολογούμαι γνωρίζοντας ότι, όποιες αμαρ­τίες μου αποκρύπτω η «τις ξεχνώ», όποιες παρου­σιάζω συγκεκαλυμμένες για να μη φανεί το μέγεθος ή το είδος της αμαρτίας μου και όποιες ωραιοποιώ από ντροπή, μένουν αθεράπευτες και οι πληγές των αμαρτιών μου με μολύνουν. Στη Θεία Κοινωνία που ακολουθεί, η Θεία χάρη μένει ανενέργητη, διότι ο Χριστός δεν αναπαύεται μέσα μου, επειδή είμαι «ακάθαρτος». ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΑΙ διότι αμάρτησα· προς τον Θεόv, προς τον πλησίον μου (τον οποιονδήποτε) και προς τον εαυτόv μου.

Εξομολογούμαι διότι ανακαλύπτω και αναγνω­ρίζω ΟΛΕΣ τις αμαρτίες που έκανα, διότι μετανοιώνω γι’ αυτές και τις καταθέτω χωρίς ντροπή στον Πνευματικό μου. (Όσες τυχόν τις ξέχασα και τις θυμήθηκα καθυστερημένα τις σημειώνω, για να μη τις ξεχάσω πάλι και τις λέω στην επόμενη εξομολό­γησή μου).

Εξομολογούμαι, διότι θέλω να λάβω τη συγχώ­ρηση και την ευλογία του Θεού, ώστε να ζήσω από δω και μπρος, όπως θέλει ο Θεός εν μετάνοια και υπακοή στο νόμο Του.