Τὸ νέο εὐρωπαϊκὸ νόμισμα

 
῾Η 11 μαρτίου 2002 συνέπεσε τὴν δευτέρα τῆς τυρινῆς ἑβδομάδος, ἀρχὴ τῆς «λευκῆς νηστείας», δηλαδὴ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ βρῶσι κρέατος. ἐκείνη τὴν ἡμέρα μία δυνατὴ νεροποντὴ εἶχε μετατρέψει τοὺς δρόμους τῶν ᾿Αθηνῶν σὲ ποτάμια, πλωτὰ μὲν γιὰ βάρκες καὶ κανὸ ποὺ δὲν ὑπῆρχαν, ἀδιάβατα ὅμως γιὰ τὰ αὐ­το­κίνητα ποὺ ἀφθονοῦσαν· εἶχε πλημυρίσει σπίτια καὶ ὑπόγεια, καὶ εἶχε προκαλέσει (γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ) τεράστια προβλήματα καὶ ἀπίστευτη ταλαιπωρία στὸ λεκα­νοπέδιο τῆς ᾿Αττικῆς, ἰδιαιτέρως δὲ στὰ βόρεια προάστια.
῏Ηταν περίπου 8.30 τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας. ὁ πατὴρ Κλεάνθης καθόταν στὸ δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ του ποὺ χρησιμοποιεῖ σὰν γραφεῖο καὶ ἀσχολιόταν μὲ τὴν τακτοποίησι κάποιων ἐγγράφων, ὅταν τὸ κουδούνισμα τοῦ τηλεφώνου τὸν ἀνάγκασε νὰ διακόψῃ.
– Λέγετε!
– Πάτερ Κλεάνθη, εὐλογεῖτε! τί κάνετε; ἄκουσε τὴν χαρακτηριστικὴ φωνὴ τοῦ Δημοσθένη· μία φωνὴ ποὺ ξεχώριζε ἀπὸ τὴν μουσικότητά της καὶ τὴν ἐλαφρὰ ξενικὴ προφορά.
῾Ο Δημοσθένης ἦταν ὁμογενὴς ἐξ ᾿Αμερικῆς, γύρω στὰ 40, γεννημένος καὶ μεγαλωμένος ἀπὸ γονεῖς ποντιακῆς καταγωγῆς στὴν ἤπειρο τοῦ «νέου κόσμου», ἀλλὰ εἶχε ἐγκατασταθῆ ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια στὴν ῾Ελλάδα μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκά του καὶ τὰ παιδιά του λόγῳ μεταπτυχιακῶν σπουδῶν. ὁ πατὴρ Κλεάνθης περί­μενε ὅτι ὁ Δημοσθένης θὰ τὸν ῥωτοῦσε πότε θὰ εὐκαιροῦσαν νὰ βρεθοῦν, γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ ὁ ῾Ελληναμερικανὸς τὴν διδακτορική του διατριβὴ γιὰ μία δεύτερη διόρθωσι. ἡ διατριβὴ τοῦ Δημοσθένη εἶχε ἐγκριθῆ πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἀπὸ τὴν θεο­λογικὴ σχολὴ τοῦ πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν καὶ εἶχε στοιχειοθετηθῆ πρόσφατα σὲ ἠλεκτρονικὸ ὑπολογιστή, διότι ἐπρόκειτο νὰ τυπωθῇ. ὅμως δὲν ἦταν αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ τοῦ τηλεφωνοῦσε.
– Μόλις πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα, ἄρχισε ὁ Δημοσθένης νὰ ἐξηγῇ στὸν πατέρα Κλε­άνθη, μὲ κάλεσε στὸ τηλέφωνο ἕνας φίλος μου ἀπὸ τὴν ᾿Ιρλανδία, φιλόλογος, καὶ μοῦ ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα· τὸ νέο μας νόμισμα, τὸ εὐρώ, στὸν ἑνικὸ ἀριθμὸ κάνει ἔτσι, εὐρώ. στὰ ἑλληνικὰ πῶς κάνει ὁ πληθυντικός; αὐτὸς ὁ φίλος μου νομίζει ὅτι ὑπάρχει κάποιο πρόβλημα μὲ τὴν ὀνομασία τοῦ νομίσματος στὶς διάφορες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, καὶ γι᾿ αὐτὸ μὲ ῥωτάει γιὰ τὴν κλίσι τοῦ ὀνόματος εὐρὼ στὰ ἑλληνικά, γιὰ νὰ διαπιστώσῃ τί δὲν πάει καλά.
῾Ο Δημοσθένης εἶπε κι ἄλλα γιὰ τὸν ᾿Ιρλανδὸ φίλο του· ὅτι ἀσχολεῖται πολὺ μὲ τὴν ἀρχαία ἀγγλικὴ καὶ μὲ τὴν ἀρχαία ἰρλανδικὴ καὶ κάπως λιγώτερο μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνική, ὅτι ἔχει μία μικρὴ ἑταιρεία ποὺ κατασκευάζει ἐξειδικευμένες γραμματοσειρὲς διαφόρων γλωσσῶν γιὰ χρῆσι στοὺς ἠλεκτρονικοὺς ὑπολογιστές, ὅτι ἔχει συνεργαστῆ μὲ πολλὲς μεγάλες ἑταιρεῖες ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν σὲ ὅλον τὸν κόσμο, ὅτι ἔχει ἐπεξεργαστῆ γραμματοσειρὲς γιὰ τὰ ἀραβικά, τὰ ἀρχαῖα καὶ νέα ἑλληνικά, ἀκόμη καὶ γιὰ «βυζαντινὴ» μουσική. τοῦ εἶπε καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ τοῦ ἀξιόλογου ᾿Ιρλανδοῦ φιλολόγου, τὸ ὁποῖο ὅμως ὁ πατὴρ Κλεάνθης δὲν τὸ συγκράτησε.
– Κύριε Δημοσθένη, ἄρχισε νὰ ἀπαντᾷ μὲ προθυμία ὁ πολυμαθὴς κληρικός, ἡ λέξι εὐρὼ εἶναι ξένη λέξι καὶ γι᾿ αὐτὸ ἄκλιτη. οἱ ξένες λέξεις στὰ ἑλληνικὰ δὲν κλίνονται. ἔχουν τὸν ἴδιο τύπο καὶ στὸν ἑνικὸ καὶ στὸν πληθυντικό· δηλαδὴ τὸ σμόκιν – τὰ σμόκιν, τὸ κομπιοῦτερ – τὰ κομπιοῦτερ, καὶ ὄχι ποτὲ τὰ κομπιοῦ­τερς, ὅπως λένε ἐσφαλμένα ὡρισμένοι. κομπιοῦτερς, δηλαδὴ ὁ πληθυντικὸς μὲ ς στὸ τέλος, λέγεται στὰ ἀγγλικά, ὄχι στὰ ἑλληνικὰ οὔτε στὶς ἄλλες ξένες γλῶσσες.
– Ναί, ἀλλὰ ἐδῶ στὴν ῾Ελλάδα κάποιες ἀγγλικὲς λέξεις τὶς λέτε μὲ τὸ -ς στὸ τέλος! παρατήρησε ὁ εὐφυὴς ῾Ελληναμερικανός.
– Πολὺ σωστὴ ἡ παρατήρησί σας, ἀγαπητέ μου κύριε Δημοσθένη! εἶπε πρό­σχα­ρα ὁ πατὴρ Κλεάνθης. πρέπει λοιπὸν νὰ παρατηρήσουμε ὅτι οἱ ξένες λέξεις ποὺ ἔρχονται ὡς δάνεια στὴν γλῶσσά μας πολλὲς φορὲς –καὶ μάλιστα ἐντελῶς φυσικὰ καὶ ἀβίαστα– προσλαμβάνονται μὲ ἐκείνην τὴν μορφὴ ποὺ εἶναι πιὸ κοντὰ στὸ κοινὸ ἑλληνικὸ γλωσσικὸ αἴσθημα. δηλαδὴ λέμε «τὰ κομπιοῦτερ» ἢ «τὰ παγ­κόσμια ῥεκόρ», διότι ὑπάρχουν ἑλληνικὲς λέξεις ποὺ λήγουν σὲ -ρ, κυρίως στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἢ στὴν καθαρεύουσα ἀλλὰ καὶ στὰ νέα ἑλληνικά, ὅπως ὁ ῥήτωρ, ὁ πατήρ, ἡ μήτηρ, τὸ νέκταρ. μποροῦμε ἐπίσης νὰ ποῦμε τὸ σὲντς – τὰ σέντς (κάποιοι λέγουν καὶ τὸ σέντσι – τὰ σέντσια!), διότι τὸ -ς εἶναι καταληκτικὸ σύμφωνο τῶν περισσοτέρων σχεδὸν ἑλληνικῶν λέξεων, ἐνῷ τὸ σὲντ γιὰ τοὺς ῞Ελ­ληνες φαίνεται καὶ εἶναι γλωσσικῶς πολὺ ἀποκρουστικό· ὅπως περίπου θὰ ἦταν ἀπαράδεκτο γιὰ τοὺς ἀγγλόφωνους τὸ νὰ ποῦμε «ἕνα σάντουιτ»! ἀφοῦ λοιπὸν ἔτσι ἢ κι ἀλλιῶς, ὅποια μορφὴ κι ἂν προτιμήσουμε, θὰ εἶναι μία ἄκλιτη λέξι, τί τὸ παράξενο καὶ τί τὸ ἀφύσικο νὰ καθιερωθῇ ἐκεῖνος ὁ τύπος ποὺ λήγει σὲ -ς καὶ εἶναι πιὸ οἰκεῖος στὸ αὐτὶ τοῦ ῞Ελληνα;
– Σύμφωνοι, ἀλλὰ γιὰ ἐμένα καὶ γιὰ ὅσους ἔχουν μητρική τους γλῶσσα τὴν ἀγγλικὴ αὐτὸ ἀκούγεται πολὺ παράξενο καὶ ἀφύσικο. ὅταν περπατᾶμε στὸν δρόμο μὲ τὴν κόρη μου καὶ βλέπουμε τοὺς πλανόδιους μικροπωλητὲς ποὺ που­λοῦν κουλλούρια καὶ λουκουμᾶδες, τοὺς ἀκοῦμε πολλὲς φορὲς νὰ ὀνομάζουν τοὺς λουκουμᾶδες καὶ ντόνατς· καὶ ὅταν λένε· «πᾶρε ἕνα ντόνατς», ἀντὶ νὰ ποῦν «ἕνα ντόνατ», τότε κοιταζόμαστε μὲ τὴν κόρη μου καὶ κρατιόμαστε νὰ μὴ βάλουμε τὰ γέλια, διότι μᾶς ἀκούγεται πολὺ παράξενο καὶ λάθος. καὶ ἂν πάῃ ἕνας ῞Ελληνας στὴν ᾿Αγγλία ἢ στὴν ᾿Αμερικὴ καὶ πῇ «ἕνα ντόνατς» ἢ «ἕνα σέντς», δὲν θὰ ποῦν ἁπλῶς ὅτι κάνει λάθος, ἀλλὰ θὰ τὸν περάσουν γιὰ τρελό, θὰ τὸν θεωρήσουν ἀκό­μη καὶ ἐπικίνδυνο ἄτομο.
– Ναί, κύριε Δημοσθένη, ἀλλὰ πρέπει ἐδῶ νὰ κάνουμε μία διάκρισι· ἄλλο πρᾶ­γμα εἶναι ὁ ῞Ελληνας στὴν ῾Ελλάδα μιλῶντας ἑλληνικὰ νὰ πῇ «τὸ σὲντς» ἢ «τὸ ντόνατς» καὶ ἄλλο νὰ πάῃ κάποιος στὴν ᾿Αγγλία καὶ μιλῶντας ἀγγλικὰ νὰ πῇ «ἕνα σέντς». στὴν πρώτη περίπτωσι μιλάει σωστὰ ἑλληνικά, καὶ δὲν πρέπει νὰ πα­ραξενεύεστε, ἐνῷ στὴν δεύτερη περίπτωσι μιλάει φρικτὰ ἀγγλικὰ καὶ δικαίως θὰ προσκρούσῃ στὸ γλωσσικὸ αἴσθημα τῶν ἀγγλογλώσσων. ὅμως θὰ μοῦ ἐπι­τρέψετε νὰ παρατηρήσω ὅτι ἐμεῖς οἱ ῞Ελληνες δὲν ἀντιμετωπίζουμε μὲ τέτοια ἐ­γωιστική, σωβινιστική, φθονερή, ἀντικοινωνικὴ καὶ ψυχολογικῶς ἀνώριμη συμ­πε­ριφορὰ τοὺς χιλιάδες ἀλλοδαπούς μας, οἱ ὁποῖοι στὴν προσπάθειά τους νὰ μιλή­σουν ἑλληνικὰ διαπράττουν τοῦ κόσμου τοὺς βαρβαρισμοὺς καὶ τοὺς σολοι­κι­σμούς. δὲν τοὺς θεωροῦμε τρελοὺς οὔτε ἐπικίνδυνους μόνο καὶ μόνο γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο. ξέρουμε ὅτι τὰ γλωσσικά τους λάθη εἶναι ἀναμενόμενα, τοὺς βλέπουμε μὲ συμπάθεια, καταβάλλουμε κάθε φιλότιμη προσπάθεια νὰ καταλάβουμε τί θέ­λουν νὰ μᾶς ποῦν –καὶ τὶς περισσότερες φορὲς τὸ κατορθώνουμε–, καὶ προσ­πα­θοῦμε νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ μάθουν καλλίτερα τὴν γλῶσσά μας, ἐφόσον τὸ ἐπιθυμοῦν καὶ οἱ ἴδιοι.
– Αὐτὴ ἡ παρατήρησί σας, πάτερ μου, εἶναι ἀπολύτως σωστή, καὶ τὸ γνωρίζω καὶ ἐγὼ ἐκ πείρας, παραδέχτηκε ὁ Δημοσθένης.
– Γιὰ λόγους λοιπὸν γλωσσικοῦ αἰσθητηρίου ἐμεῖς στὰ ἑλληνικὰ δὲν λέμε τὸ σέντ ἢ τὸ σλάιντ, ἀλλὰ τὸ σέντς, τὸ σλάιντς, οὔτε θὰ ποῦμε ποτὲ τὸ τὰνκ ἀλλὰ τὸ τὰνξ – τὰ τάνξ.
– Πάντως, πάτερ μου, διέκοψε αὐθόρμητα ὁ Δημοσθένης, μὲ συγχωρεῖτε, ἀλλὰ ξέρετε, μοῦ προκαλεῖ τὰ γέλια, μοῦ ἀκούγεται πολὺ παράξενη, πολὺ ἀστεία ἡ φράσι «τὸ ἕνα τάνξ»!
– Τὸ κατανοῶ ἀπόλυτα, κύριε Δημοσθένη, ἀλλὰ τί νὰ κάνουμε! αὐτὰ συμ­βαίνουν μὲ τὴν μεταφορὰ λέξεων ἀπὸ τὴν μιὰ γλῶσσα στὴν ἄλλη. δὲν μποροῦν νὰ ταιριάζουν τὰ πάντα. γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορὲς οἱ ξένες λέξεις ἐξελληνίζονται· γιὰ παράδειγμα οἱ λέξεις τρένο, μόδα, βαλίτζα, βενζίνα καὶ ἄλλες ὅμοιες. ἀκόμη καὶ λέξεις ποὺ πέρασαν σὰν ἄκλιτες, μὲ τὴν συχνὴ χρῆσί τους ἐξελληνίζονται ἀπὸ τὸν ἁπλὸ λαό, ἂν καὶ ὄχι πάντοτε μὲ σωστὸ τρόπο· γιὰ παράδειγμα τὸ κονιὰκ εἶναι μὲν ἄκλιτη λέξι καὶ στὸν πληθυντικὸ θὰ ποῦμε πάλι τὰ κονιάκ· ὅμως ὡρι­σμένοι λένε τὸ κονιάκ(ι) – τὰ κονιάκια· στὴν Κύπρο τοὐλάχιστον ξέρω σίγουρα ὅτι τὸ λένε καὶ ἔτσι. πάντως τὸ ὄνομα τοῦ νέου νομίσματος καὶ στὸν ἑνικὸ καὶ στὸν πληθυντικὸ κάνει πάντοτε εὐρώ· τὸ εὐρὼ – τοῦ εὐρὼ – τὰ εὐρώ.
– Δὲν ὑπάρχουν ἑλληνικὲς λέξεις ποὺ νὰ τελειώνουν σὲ -ω; ξαναρωτάει ὁ Δημοσθένης.
– Βεβαίως καὶ ὑπάρχουν. κατ᾿ ἀρχὰς ἔχουμε πολλὰ ἐπιρρήματα· ἄνω, κάτω, πρόσω, πόρρω, μέσῳ, λόγῳ, ἐνῷ καὶ ἄλλα. τὰ ἐπιρρήματα ὅμως εἶναι ἄκλιτα. ἐπίσης ὑπάρχουν στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κάποια ὀνόματα οὐσιαστικὰ καὶ ἐπίθετα τῆς δευτέρας καὶ τῆς τρίτης κλίσεως ποὺ λήγουν σὲ -ως ἢ -ω.
– Καὶ ποιές εἶναι αὐτὲς οἱ λέξεις;
– Τὰ ὀνόματα τῆς δευτέρας κλίσεως, συνέχισε νὰ ἐξηγῇ ἀκούραστα ὁ πατὴρ Κλεάνθης, ὀνομάζονται ἀττικόκλιτα καὶ προέρχονται ἀπὸ κανονικὰ δευτερόκλιτα ποὺ λήγουν σὲ -ος ἢ -ο, ἀλλὰ στὴν ἀττικὴ διάλεκτο τὸ ο ἔπαθε κάποια φωνητικὴ μεταβολὴ καὶ ἐτράπη σὲ ω. τέτοια περίπτωσι εἶναι ἡ λέξι λαός, ποὺ ἔγινε στὴν ἀρχαία ἀττικὴ διάλεκτο λεώς, καὶ γι᾿ αὐτὸ λέμε σήμερα λεωφορεῖο, ἀντὶ νὰ ποῦμε λαο-φορεῖο· ἐπίσης ἡ λέξι ναός, ποὺ ἔγινε νεώς, καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία σήμερα λέμε νεωκόρος ἀντὶ ναο-κόρος· ἢ πάλι τὸ ὄνομα Μενέλαος ποὺ πολλὲς φορὲς τὸ συναντοῦμε σὲ κείμενα τῆς ἀττικῆς διαλέκτου ὡς Μενέλεως, καὶ ἄλλα παρόμοια.
– Μάλιστα, πολὺ ἐνδιαφέροντα ὅλα αὐτά! εἶπε εὐχαριστημένος ὁ Δημοσθένης.
– ῾Υπάρχουν ἐπίσης καὶ κάποια τριτόκλιτα, συνέχισε ὁ πατὴρ Κλεάνθης, ὅπως εἶναι ὁ ἥρως – τοῦ ἥρωος, ἡ ἠχὼ – τῆς ἠχοῦς, ὁ χρὼς – τοῦ χρωτὸς καὶ ἄλλα. λίγα ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ στὰ νέα ἑλληνικά, ὅπως ἡ ἠχὼ – τῆς ἠχῶς, ἡ Φρόσω – τῆς Φρόσως, τὸ φῶς – τοῦ φωτὸς – τὰ φῶτα. ὅμως ἡ λέξι εὐρὼ δὲν ταιριάζει μὲ καμμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, διότι ἡ παραγωγή της ἔχει γίνει μὲ τρόπο ξένο πρὸς τοὺς κανόνες ποὺ ἔχει ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ τὴν δημιουργία νέων λέξεων.
– Δηλαδή, συμπέρανε ὁ Δημοσθένης, ὑπάρχουν ἑλληνικὲς λέξεις ποὺ λήγουν σὲ -ω καὶ κλίνονται, ἀλλὰ τὸ εὐρὼ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ αὐτές. τί θὰ γίνῃ λοιπόν; πῶς θὰ τὸ ποῦμε στὸν πληθυντικό; πάλι εὐρώ; δὲν εἶναι πρόβλημα αὐτό;
– Βεβαίως καὶ εἶναι πρόβλημα, ἀπάντησε ὁ πατὴρ Κλεάνθης, ποὺ εἶχε μεγάλη εὐαισθησία στὰ γλωσσικὰ θέματα, ἀλλὰ δὲν εἶχε καταφέρει, ἂν καὶ τὸ ἐπι­θυ­μοῦσε πολύ, νὰ σπουδάσῃ καὶ φιλόλογος μετὰ τὴν θεολογία, διότι ἡ οἰκογένειά του ἦταν φτωχὴ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν συνδράμῃ. καὶ δὲν μπορῶ νὰ κατα­λάβω, συνέχισε μὲ τὸν χειμαρρώδη λόγο του, ὅταν κάποιος –ξένος ἀσφαλῶς– ἐγ­κέφαλος διετύπωνε στοὺς ῞Ελληνες ὑπευθύνους τὴν πρότασι τὸ νέο νόμισμα νὰ ὀνομάζεται στὰ ἑλληνικὰ(!) εὐρώ, πῶς δὲν βρέθηκε κανένας ἑλληνόψυχος καὶ ἑλληνόγλωσσος ῞Ελληνας νὰ σηκωθῇ μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀνεγκέφαλο, ἀνελ­λή­νι­στο καὶ γλωσσικῶς ἀπροσάρμοστο «κύριο» καὶ νὰ τοῦ βροντοφωνάξῃ σὲ ἄπται­στα ἑλληνικά· «Τί λές, βρὲ ἠλίθιε!»
Μὲ τὴν τελευταία φράσι τοῦ ἱερέως αὐθόρμητα γέλια κατέκλυσαν τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς τηλεφωνικῆς γραμμῆς. ὁ Δημοσθένης γελοῦσε, γελοῦσε, γελοῦσε μὲ τὴν καρδιά του, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σταματήσῃ. καὶ ὅταν κάπως ἠρέμησε, ξανα­ρώτησε γελῶντας ἀκόμη·
– Δὲν βρέθηκαν κάποιοι νὰ διαμαρτυρηθοῦν;
– ᾿Εγὼ τοὐλάχιστον δὲν ἄκουσα κανέναν, συνέχισε ὁ ἀγωνιστὴς ἱερεὺς μὲ φούρια. καὶ ἔπρεπε οἱ σοφοί μας φιλόλογοι καὶ γλωσσολόγοι νὰ διαμαρ­τυ­ρη­θοῦν, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ ἐθνικὸ νόμισμα ἑνὸς τόπου νὰ ἔχῃ ὡς ὀνομασία μία ἄκλιτη ξένη λέξι! θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ εἶναι ξένη λέξι, ἀλλὰ ἐξελ­λη­νι­σμένη, ὥστε νὰ κλίνεται, ὄχι ἄκλιτη. διότι μὲ τὴν ὀνομασία εὐρὼ ὁ κόσμος δὲν πρόκειται νὰ ἀγαπήσῃ τὸ νέο νόμισμα, δὲν πρόκειται νὰ τὸ δῇ σὰν δικό του. καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τοὺς δύο πρώτους μῆνες πήγαιναν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἀγορὰ νὰ ψωνίσουν καὶ ἔλεγαν στοὺς πωλητές· «θὰ σὲ πληρώσω μὲ ἑλληνικὰ λεφτά», καὶ ἐννοοῦσαν τὶς δραχμές· δηλαδὴ γιὰ τὸν κόσμο τὸ εὐρὼ εἶναι κάτι τὸ ξένο ποὺ τοὺς ἐπεβλήθη ἄνωθεν καὶ ὄχι τὸ νέο ἐθνικό τους νόμισμα. καὶ αὐτὴ ἡ παρατήρησι λέει πολλά. ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ περίπτωσι νὰ ἐξελληνιστῇ ἡ λέξι εὐρὼ κατευθεῖαν ἀπὸ τὸν λαό, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν μία λέξι καθημερινῆς χρήσεως ποὺ θὰ λέγεται ἀπὸ τὸν μικρότερο μέχρι τὸν μεγαλείτερο καὶ ἀπὸ τὸν πιὸ ἐγγράμματο μέχρι τὸν πιὸ ἀγράμματο νὰ παραμείνῃ γιὰ πολὺν καιρὸ ἄκλιτη.
– Ναί, ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατόν, πάτερ Κλεάνθη, νὰ κλίνουμε τὴν λέξι εὐρώ; ῥωτάει μὲ ὁλοφάνερη ἀπορία ὁ Δημοσθένης. πῶς θὰ τὸ ποῦμε; τὸ εὐρὼ – τοῦ... εὐρῶτος – τὰ... εὐρῶτα;
– ῎Οχι, ὄχι, κύριε Δημοσθένη. τοῦ εὐρῶτος στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι γενικὴ τοῦ οὐσιαστικοῦ ὁ εὐρώς, ποὺ σημαίνει μούχλα, ὑγρασία ἀπὸ σάπισμα! τὸ λαϊκὸ γλωσσικὸ αἰσθητήριο τὴν λέξι εὐρὼ τὴν ἀκούει σὰν ὄνομα κοινὸ τῆς δευτέρας κλίσεως, ὅπως τὸ παλτό, τὸ νερό, τὸ καλὸ καὶ ἄλλα. καὶ ὅπως ὁ ἁπλὸς ἄνθρω­πος λέει· τὸ αὐγὸ – τοῦ αὐγοῦ – τὰ αὐγά, ἔτσι θὰ ἔρθῃ κάποια ὥρα καὶ θὰ πῇ· τὸ εὐρὸ – τοῦ εὐροῦ – τὰ εὐρά! καὶ ἄντε ἐσὺ τότε νὰ βρῇς τὰ... «εὐρὰ» καὶ τὰ αὐγὰ καὶ τὰ καλάθια!
– ῎Ε ὄχι κι ἔτσι! διαμαρτυρήθηκε ὁ Δημοσθένης.
– Κι ὅμως, ἀγαπητέ μου! τὸ ἄκουσα μὲ τὰ αὐτιά μου τὸν ἰανουάριο τοῦ 2002 στὴν Μακεδονία ἀπὸ ἕναν εἰσπράκτορα. ἔλεγε· «τὸ εἰσιτήριο κοστίζει τρία εὐρά»! κι ἄλλοι πάλι εἶπαν· τὰ εὐρόα!
– ᾿Αλίμονό μας! ἀλλὰ πῶς θὰ ἦταν σωστὸ νὰ τὸ λέμε, πάτερ μου;
– Σᾶς εἶπα στὴν ἀρχὴ ὅτι ἡ ὀνομασία εὐρὼ εἶναι ξένη λέξι, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἄκλιτη· εἶναι ὅμως ἐξίσου ἀληθὲς ὅτι αὐτὴ ἡ εὐρωπαϊκὴ λέξι εἶναι ἑλληνικῆς καταγωγῆς! καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν γράφουμε μὲ -ω. προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικώτατη λέξι Εὐρώπη, ἀπὸ τὸ ὄνομα δηλαδὴ αὐτῆς τῆς ἠπείρου, τὸ ὁποῖο τῆς δόθηκε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους προγόνους μας. ἡ λέξι Εὐρώπη εἶναι σύνθετη· παράγεται ἀπὸ τὶς ἐπίσης ἑλληνικὲς λέξεις εὐρὺς + ὤψ. εὐρὺς λέγεται αὐτὸς ποὺ ἔχει εὖρος, εἶναι πλατύς, μεγάλος, ἐκτεταμένος, εὐρύχωρος. ὢψ (ἢ ὂψ) εἶναι μία ἀρχαία ἑλληνικὴ λέξι, ἀπὸ τὴν ὁποία παράγεται ἡ ἐπίσης ἀρχαία λέξι ὄψις, καὶ σημαίνει κατ᾿ ἀρ­χὰς τὸ μάτι. ἀπὸ ἐδῶ προέρχεται καὶ τὸ πρόσ-ωπ-ον, καὶ τὴν λέξι ὢψ (ὂψ) ἔχει ὡς πρῶτο συνθετικὸ ὁ ὀφ-θαλμός, ἐνῷ τὸ δεύτερο συνθετικό του εἶναι ὁ θάλα­μος· ὀφθαλμὸς δηλαδὴ εἶναι ὁ θάλαμος τοῦ ματιοῦ. Εὐρώπη λοιπὸν εἶναι ἡ «εὐ­ρύωψ (ἢ εὐρύοψ) κόρη», δηλαδὴ ἡ μεγαλομμάτα γυναῖκα, ἀπὸ τὴν ὁποία, σύμφωνα μὲ τὴν μυθολογία τῶν ἀρχαίων, ἔλαβε τὸ ὄνομά της καὶ ἡ ἤπειρός μας.
– Βέβαια, ἔτσι εἶναι. κάποια ἀπὸ αὐτὰ ἄλλωστε εἶναι εὐρύτερα γνωστά, συμ­φώ­νησε καὶ ὁ Δημοσθένης.
– Προσέξτε τώρα νὰ δῆτε, κύριε Δημοσθένη, τί σχέσι ἔχουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ θέμα μας, καὶ μάλιστα ἄμεση σχέσι. οἱ ἄλλοι εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ τὴν ἑλληνικὴ λέξι Εὐρώπη τὴν διεμόρφωσαν ἀνάλογα μὲ τὴν γλῶσσά τους καὶ τὴν προφορά τους, καὶ αὐτὸ βέβαια εἶναι σωστὸ καὶ φυσιολογικὸ καὶ μία ἀπολύτως φυσικὴ διαδι­κασία, ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ὁμαλὴ λειτουργία τῆς κάθε γλώσσας. ἔτσι τὴν Εὐρώ­πη ἄλλοι λαοὶ τὴν εἶπαν Γιούροπ (Europe), ἄλλοι ᾿Εουρόπα (Europa) καὶ ἄλλοι ἄλλως. ἐμεῖς οἱ ῞Ελληνες ποτὲ δὲν τοὺς εἴπαμε ὅτι προφέρουν τὴν λέξι λάθος καὶ ποτὲ δὲν θελήσαμε νὰ τοὺς ἐπιβάλουμε νὰ λένε τὸ ἑλληνικὸ αὐτὸ ὄνομα μὲ ἑλλη­νικὴ προφορά! ἔρχονται ὅμως σήμερα κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς καὶ μᾶς ὑποχρεώνουν νὰ λέμε τὸ νέο νόμισμα μὲ ὀνομασία ξενικὴ καὶ ὄχι ἑλληνική! διότι γιὰ τὸν κάθε Εὐρωπαῖο ἡ λέξι Γιούροπ σημαίνει μόνο Γιούροπ καὶ τίποτε ἄλλο, γι᾿ αὐτὸ μπο­ρεῖ αὐθαιρέτως νὰ τὴν κόβῃ στὴν μέση σὰν ντομάτα καὶ νὰ παίρνῃ σὰν συνθετικὸ ἕνα κομμάτι, τὴν λέξι γιούρο- ἢ εὐρό-, ποὺ σημαίνει γι᾿ αὐτὸν κάτι τὸ εὐρω­παϊ­κόν, καὶ νὰ τὴν κολλάῃ σὰν ἔμπλαστρο μπροστὰ ἀπὸ ἄλλες λέξεις. μόνον γιὰ τὸν ῞Ελληνα ἡ λέξι Εὐρώπη σημαίνει, ἢ πρέπει νὰ σημαίνῃ, τὴν μεγαλομμάτα. γιὰ τὸν ῞Ελληνα τὸ πρῶτο μισὸ τῆς λέξεως Εὐρώπη, δηλαδὴ τὸ εὐρώ-, δὲν σημαίνει τίποτε, διότι ἐκεῖνο τὸ -ω- προέρχεται ἀπὸ τὰ δύο φωνήετα -υ καὶ ὤ- (ἢ ὄ-) τῶν ἑνωθέντων λέξεων εὐρὺ + ὤψ. εἶναι λοιπὸν αὐτὸ τὸ -ω- ὁ σύνδεσμος, ἡ ἕνωσι, ἡ σύνθεσι τῶν δύο λέξεων σὲ μία. γιὰ τὸν ῞Ελληνα δὲν ὑπάρχει λέξι εὐρώ· ὑπάρχει ἡ λέξι εὐρύς, ἀπ᾿ ὅπου τὸ εὖρος, ἐνῷ σὰν συνθετικὸ λέξεων χρησιμοποιεῖται τὸ εὐρύ. γι᾿ αὐτὸ λέμε εὐρύ-χωρος, εὐρυ-χωρία, εὐρυ-μάθεια, εὐρύ-τερος. ἡ λέξι εὐρὼ λοιπὸν ἔχει ἑλληνικὴ καταγωγή, μᾶς ἔρχεται ὅμως καὶ σὰν λέξι αὐτόνομη καὶ σὰν μορφὴ καὶ σὰν σημασία ἀπὸ τὴν νεο-λατινικὴ (ἂς χρησιμοποιήσω αὐτὸν τὸν ὅρο γιὰ ὅλες συλλήβδην τὶς ἄλλες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, διότι εἶναι λατι­νο­γενεῖς) καὶ γι᾿ αὐτὸ λέγεται ἀντιδάνειο.
– ᾿Αντιδάνειο! πολὺ ὡραία λέξι αὐτή, πάτερ Κλεάνθη.
– Εἶναι νεώτερος γλωσσολογικὸς ὅρος. ἀντιδάνειο ὀνομάζεται μία ἑλληνικὴ λέξι ποὺ τὴν προσέλαβε μία ξένη γλῶσσα, τὴν μετέβαλε στὴν μορφὴ (δηλαδὴ στὴν προφορὰ) καὶ μερικὲς φορὲς καὶ στὸ νόημα, καὶ κατόπιν ἡ ἴδια λέξι ἐπιστρέφει στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀλλὰ μὲ τὴν ξένη της μορφή. τέτοιες περιπτώσεις γιὰ παράδειγμα εἶναι ἡ ἰταλικὴ λέξι μπάνιο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλλη­νι­κὴ βαλανεῖον, ἡ τουρκικὴ τεφτέρι ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ διφθέρα, ἡ ἀραβικὴ καράτι ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κεράτιον, ἡ γαλλικὴ (τὸ) στιλὸ ἀπὸ τὴν ἑλλη­νικὴ στίζω καὶ πολλὲς ἄλλες.
– Πράγματι, πάτερ Κλεάνθη, εἶπε ὁ Δημοσθένης, εἶναι πολὺ χρήσιμα καὶ ὠφέ­λιμα ὅσα μοῦ εἴπατε μέχρι τώρα, ἀλλὰ ξεχάσατε νὰ μοῦ πῆτε ποιά εἶναι ἡ ὀρθὴ ὀνομασία τοῦ εὐρὼ στὰ ἑλληνικά! μήπως πρέπει νὰ τὸ λέμε... εὐρύ;
– ᾿Ανέφερα πιὸ πρίν, κύριε Δημοσθένη, ὅτι γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ δὲν διαμαρτυρήθηκε κανένας φιλόλογος, κανένας πανεπιστημιακός, κανένας σύλ­λογος φιλολόγων ἢ τὰ ἁρμόδια πνευματικὰ ἱδρύματα καὶ γλωσσολογικὰ κέντρα· ἐκτὸς ἂν ἔγινε κάτι, ἀλλὰ δὲν προβλήθηκε οὔτε δημοσιοποιήθηκε. ξέρω ὅμως καὶ μία τοὐλάχιστον περίπτωσι ἀντιδράσεως. γνωρίζω ἕναν φιλόλογο καὶ διδάκτορα θεολογίας στὴν Θεσσαλονίκη, ὁ ὁποῖος ἐπεσήμανε ἀμέσως τὸ λάθος καὶ ἔδωσε καὶ τὴν σωστὴ ὀνομασία τοῦ νέου νομίσματος ἢ ἔστω μιὰ ὀνομασία πιὸ ἑλληνικὴ ἀπὸ τὴν λέξι εὐρώ. μοῦ εἶπε· «οἱ βόρειοι Εὐρωπαῖοι τὸ λένε γιούρο, οἱ νότιοι εὐρώ. ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε ῞Ελληνες καὶ πρέπει νὰ τὸ λέμε μὲ ἑλληνικὴ ὀνομασία· πρέπει νὰ τὸ λέμε εὐρώπιον, καὶ ἐγὼ ἔτσι τὸ λέω συνεχῶς».
– Καὶ γιατί εὐρώπιον; ξαναρώτησε ἀνυπόμονα ὁ Δημοσθένης.
– Νομίζω, συνέχισε ὁ πατὴρ Κλεάνθης, ὅτι αὐτὴ ἡ ὀνομασία εἶναι σωστὴ γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ὠνομάσουμε «εὐρύ», ὅπως μὲ ἐρώ­τη­σες προηγουμένως, διότι αὐτὴ ἡ λέξι δὲν παραπέμπει στὴν Εὐρώπη καὶ ἐξάλ­λου εἶναι ἕνα ἐν χρήσει ἐπίθετο τῆς ὁμιλουμένης. ὅμως ὁ καθένας μπορεῖ νὰ ἀντιληφθῇ ὅτι, ἐφόσον ἡ λέξι εὐρὼ ἢ γιούρο (euro) προέρχεται ἀπὸ τὸ κύριο ὄνομα Εὐρώπη (Europe), πρέπει νὰ νοηθῇ σὰν σύντμησι τῆς λέξεως γιουρόπιαν (europian) ποὺ εἶναι σχεδὸν ἡ ἴδια ἡ ἑλληνικὴ εὐρώπιον· καὶ οἱ δύο σημαίνουν εὐρωπαϊκόν. ἐφόσον ἡ λέξι εὐρώπιον δὲν χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπίθετο, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθῇ ὡς ὄνομα τοῦ νομίσματος. ἔχω ἐπίσης τὴν γνώμη ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἐκλήθησαν νὰ δώσουν ὄνομα στὸ κοινὸ εὐρωπαϊκὸ νόμισμα εἶχαν στὸν νοῦ τους σὰν ἀφετηριακὴ σκέψι τὴν φράσι «εὐρωπαϊκὸ δολλάριο»· θέλοντας ὅμως νὰ ἀπο­φύγουν νὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα δολλάριο, διότι ἔτσι ὀνομάζεται ἤδη τὸ ἀμε­ρι­κα­νικὸ δολλάριο ποὺ εἶναι τὸ κυριώτερο ἀνταγωνιστικό του νόμισμα στὴν παγ­κό­σμια οἰκονομικὴ ἀγορά, καὶ ἐπειδὴ καὶ ἄλλων χωρῶν τὰ ἐθνικὰ νομίσματα ὀνο­μάζονται ἐπίσης «δολλάρια» (τοῦ Καναδᾶ, τῆς Αὐστραλίας, τῆς Αἰθιοπίας, τῆς ᾿Ανατολικῆς Καραϊβικῆς καὶ λοιπῶν), ἀφῄρεσαν τὴν λέξι δολλάριο (ἡ ὁποία ὅμως ὑπονοεῖται), οὐσιαστικοποίησαν τὸ ἐπίθετο «εὐρωπαϊκὸ» καὶ τέλος τὸ καθιέ­ρωσαν μὲ τὴν συντετμημένη του μορφὴ ὡς «εὐρὼ» ἢ «γιούρο». αὐτὸ ὅμως εἶναι δική μου εἰκασία. στὴν ἑλληνικὴ πάντως θὰ πρέπει τὸ νέο νόμισμα νὰ ὀνο­μά­ζε­ται τὸ εὐρώπιον – τοῦ εὐρωπίου – τὰ εὐρώπια, καὶ νὰ χρησιμοποιῆται σὰν σύν­τμησι τὸ εὐρὼ ἢ εὐρ., ὅπως γιὰ τὴν δραχμὴ ἐγράφαμε συντομογραφικῶς δρχ.· καὶ ἂν κανεὶς ἔχη νὰ προτείνῃ μία καλλίτερη λύσι, θὰ τὸν ἀκούσω μὲ πολλὴ χαρά.
– Ξέρετε, πάτερ Κλεάνθη, μὲ τὸν ᾿Ιρλανδὸ φίλο μου συζητούσαμε καὶ τὸ ἑξῆς πρόβλημα ποὺ ἔχει προκύψει. ἡ ὑποδιαίρεσι τοῦ εὐρὼ εἶναι τὸ σέντ, τὸ ὁποῖο σὲ ὅλες τὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες ὀνομάζεται ἔτσι καὶ μόνο στὴν ῾Ελλάδα ὀνομάζεται λεπτό· καὶ αὐτὸ πάλι εἶναι παράξενο.
– Πολὺ σωστὸ εἶναι αὐτό, διότι λέξι σὲντ στὰ ἑλληνικὰ δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν μπο­ρεῖ ὁ ῞Ελληνας νὰ ἔχῃ τέτοια λέξι στὴν γλῶσσά του γιὰ καθημερινὴ χρῆσι· ἄλλωστε σὲντ θὰ πῇ ἑκατοστό, τὸ δὲ ἕνα ἑκατοστὸ εἶναι ἡ πιὸ «λεπτὴ» ἐν χρήσει ὑποδιαίρεσι τοῦ βασικοῦ νομίσματος. ἑπομένως στὰ ἑλληνικὰ τὸ σὲντ λέγεται καὶ πρέπει νὰ λέγεται λεπτό.
– Ναί, ἀλλὰ θέλουν τώρα νὰ νομοθετήσουν γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες χῶρες νὰ λένε «τὸ 1 σέντ», «τὰ 10 σέντ», καὶ νὰ ἀπαγορεύσουν στοὺς ἀγγλόφωνους νὰ λένε καὶ νὰ γράφουν στὴν γλῶσσά τους στὸν πληθυντικὸ ἀριθμὸ «τὰ 10 σέντς», ἀλλὰ νὰ λένε καὶ νὰ γράφουν ὑποχρεωτικὰ «τὰ 10 σέντ». καὶ ἔχει ξεσηκωθῆ στὴν ᾿Ιρ­λαν­δία (καὶ στὴν ᾿Αγγλία) ὅλος ὁ κόσμος καὶ λέγουν ὅτι «δὲν μποροῦν νὰ τὸ κάνουν αὐτό, δὲν γίνεται, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάξουμε τὴν γλῶσσα μας». ἔχει γίνει πολὺ μεγάλη ἀναστάτωσι γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα. αὐτὴ ἡ περίπτωσι εἶναι κάτι ἀνάλογο μὲ ὅσα συζητούσαμε μέχρι τώρα γιὰ τὴν ὀνομασία τοῦ νομίσματος στὰ ἑλληνικὰ καὶ γιὰ τὸ πῶς οἱ διάφορες λέξεις μιᾶς γλώσσας μεταβάλλονται ἢ ὄχι, ὅταν υἱο­θε­τηθοῦν ἀπὸ μιὰ ἄλλη ξένη γλῶσσα.
– Πράγματι, κύριε Δημοσθένη, ὑπάρχουν πολλὲς ὁμοιότητες. καὶ βλέπουμε ἐδῶ ὅτι κάποιοι νομοθετοῦν μὲ βάσι μία ἐντελῶς λανθασμένη λογική, διότι δὲν λαμ­βάνουν ὑπόψι τους τὰ ἰδιαίτερα γλωσσικὰ δεδομένα κάθε τόπου, ἀλλὰ θέλουν νὰ ἐπιβάλουν τὴν ἄποψί τους ἢ ἐνδεχομένως τὴν δική τους γλωσσικὴ ἀντί­ληψι. ὅμως ἔτσι ἁπλῶς θὰ ἐπιτύχουν τὴν διάσπασι καὶ ὄχι τὴν ἑνότητα, καὶ ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ λεγομένη «εὐρωπαϊκὴ ἕνωσι» ἐμπεριέχει τὰ σπέρματα τῆς «εὐ­ρω­παϊκῆς διαλύσεως», διότι δὲν σέβονται τὴν φύσι. καὶ θὰ ἔλεγα ὅτι ἔτσι οἱ Εὐ­ρωπαῖοι τώρα δρέπουν τοὺς καρποὺς τῆς νοοτροπίας των. διότι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ φέρονται πολὺ ὑποτιμητικὰ στὴν ῾Ελλάδα καὶ στὴν ἑλληνικὴ παράδοσι, ἐνῶ κανο­νικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ σέβωνται τὴν γλῶσσα καὶ τὸν πολιτισμὸ ποὺ τοὺς ἔδωσε τὸ ὄνομα. εἴμαστε οἱ ὀνοματοδότες, οἱ νονοὶ τῶν Εὐρωπαίων· χωρὶς ῾Ελλάδα καὶ ῞Ελληνες Εὐρώπη δὲν νοεῖται, δὲν ὑπάρχει. ἂν δὲν τοὺς ἀρέσῃ καὶ ἂν δὲν μᾶς θέλουν ἔτσι ὅπως εἴμαστε, τότε ἂς μᾶς ἐπιστρέψουν αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό μας, τὸ ὄνομα Εὐρώπη καὶ Εὐρωπαῖος, καὶ ἂς βροῦν, ἂν μποροῦν, ἄλλο ὄνομα γιὰ τοὺς ἑαυτούς των καὶ γιὰ τὶς χῶρές τους. δὲν σέβονται ὅμως τὴν γλῶσσά μας, καὶ θέ­λουν νὰ μᾶς ἐπιβάλουν ἄλλη γλῶσσα, ἄλλα ἤθη καὶ ἔθιμα, ἄλλη συνείδησι. ὅσοι ὅμως στρέφονται κατὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης εἶναι πατραλοῖες καὶ μητραλοῖες, καὶ θὰ λάβουν «ἐν καιρῷ εὐθέτῳ» τὴν δίκαιη ἀναταπόδοσι. τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὴν Μακεδονία ἐδῶ καὶ χρόνια τώρα· δὲν σέβονται τὴν ἱστορία, τὴν ἀλήθεια, τὸ δίκαιο. νομοθετοῦν πάνω στὰ θέματα τῆς γλώσσας, (καὶ ἐννοῶ τὸ μονοτονικό, τὴν μελετώμενη ἐπιβολὴ τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου, τὴν καθιέρωσι μιᾶς ἐπισήμου γλώσσης ἢ δύο τὸ πολύ, καὶ ἄλλες παρόμοιες ἐνέργειες) ἀντίθετα πρὸς τὴν φύσι τῶν πραγμάτων, μὲ μία νοοτροπία ἐντελῶς φασιστική, ἀντιδημοκρατικὴ καὶ ἀνε­λεύθερη, πολλὲς φορὲς μάλιστα μὲ ἐγκληματικὲς διαθέσεις καὶ ἐνέργειες, ἀκριβῶς σὰν τὶς κυβερνήσεις τῆς Κίνας καὶ τῆς ᾿Ινδίας ποὺ νομοθετοῦν περιοριστικὰ καὶ ἀντίθετα στὴν φυσικὴ διαδικασία πάνω στὸ θέμα τῆς γεννήσεως τῶν παιδιῶν. γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὰ κούφια λόγια τους περὶ δημοκρατίας καὶ ἐλευθερίας νὰ τὰ ποῦν ἀλλοῦ. τώρα φαίνεται ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ φαγωθοῦν οἱ κύριοι Εὐρωπαῖοι καὶ με­τα­ξύ των· διότι αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ συμβῇ, ἂν δὲν συνετιστοῦν καὶ δὲν καταλάβουν ὅτι ὅσο κι ἂν νομοθετῇς ἐνάντια στὴν φύσι, στὴν λογικὴ καὶ στὴν πραγ­μα­τι­κότητα, τὸ μόνο ποὺ κάνεις εἶναι νὰ προετοιμάζῃς τὴν ἀποτυχία σου.
– ῎Εχετε δίκιο, πάτερ Κλεάνθη. νομίζω ὅτι ὁ ᾿Ιρλανδὸς φίλος μου θὰ χαρῇ μὲ τὶς ἀπόψεις σας καὶ θὰ συμφωνήσῃ μαζί σας σὲ πολλὰ σημεῖα. σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ τὸν χρόνο σας. καληνύχτα! τὴν εὐχή σας!
– Κι ἐγὼ χάρηκα πολύ, κύριε Δημοσθένη. καληνύχτα σας καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας.
 
12 μαρτίου 2002
 
῾Ρωμανὸς Πικρίδης
 
 
Συμβολὴ 1 (2003)