Διὰ ποιά Πατρίδα κόπτονται οἱ ἀπάτριδες
“σωτῆρες” μας;
Εἶναι γεγονός ἀναμφισβήτητο ὅτι ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση
βρίσκεται σέ μία
πρωτοφανῆ καμπή τῆς ἱστορικῆς της πορείας καί
ἐξέλιξης. Ἡ καμπή
αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι περισσότερο διαδεδομένη καί γνωστή ὡς «κρίση» ἔχει
πλήξει καίρια ὅλους τους τομεῖς τοῦ πολιτικοῦ, οἰκονομικοῦ, κοινωνικοῦ καί
πολιτισμικοῦ φάσματος. Ἰδιαίτερα ὅμως, ὁ ἀπότοκoς τῆς κρίσης αὐτῆς ἔχει
γίνει περισσότερο αἰσθητός στίς χῶρες τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Νότου καί βεβαίως
καί στήν Πατρίδα μας, ἡ ὁποία διανύει μία ἀπό τίς δυσκολότερες περιόδους
τῆς σύγχρονης Ἱστορίας της.
Ἡ ἀνεργία, ἡ ριζική περικοπή μισθῶν καί εἰσοδημάτων, ἡ ἐξοντωτική
φορολογική πολιτική, ἡ διάλυση τοῦ κράτους πρόνοιας, ἡ ἀποσάθρωση τῶν
κοινωνικῶν δομῶν ἀποτελοῦν τήν καθημερινή καί ὀδυνηρή πραγματικότητα.
Ἡ καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὁ ἐξευτελισμός τῆς ἀνθρώπινης
ἀξιοπρέπειας, ἡ περιφρόνηση τῶν ἀρχῶν τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητας, τῆς
νομιμότητας, καθώς καί ἡ κατάλυση κάθε ἔννοιας Δικαίου βρίσκονται στήν
ἡμερήσια διάταξη τῶν φύλλων τῆς ἔντυπης καί ἠλεκτρονικῆς εἰδησεογραφίας.
Ὅλες ὅμως αὐτές οἱ συνιστῶσες τῆς κρίσης φανερώνουν πάνω ἀπό ὅλα ἕνα
ἔλλειμμα Δημοκρατίας καί μία περιφρόνηση τῶν Δημοκρατικῶν θεσμῶν.
Ὅπως εἶναι ἤδη γνωστό, μέ τήν ὑπογραφή τῆς «Συνθήκης τῆς Λισσαβόνας»,
τό 2007, καθορίστηκαν γιά πρώτη φορά τά Δημοκρατικά θεμέλια
τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐνώσεως, τά ὁποῖα στηρίζονται σέ τρεῖς βασικούς πυλῶνες:
τήν ἀρχή τῆς Δημοκρατικῆς ἰσότητας, τήν ἀρχή τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς
Δημοκρατίας καί τήν ἀρχή τῆς συμμετοχικῆς Δημοκρατίας. Ἡ Εὐρωπαϊκή
Ἕνωση λοιπόν ὀφείλει σέ ὅλες τίς δραστηριότητές της, βάσει τῶν ἀνωτέρω
θεμελιωδῶν ἀρχῶν, νά σέβεται τήν ἀρχή τῆς ἰσότητας τῶν πολιτῶν της, οἱ
ὁποῖοι θά πρέπει νά τυγχάνουν ἴσης προσοχῆς ἀπό τά θεσμικά καί λοιπά
ὄργανα καί τούς ὀργανισμούς της, νά λειτουργεῖ ὡς ἀντιπροσωπευτική
Δημοκρατία καί νά λαμβάνει ἀποφάσεις ὅσο τό δυνατόν πιό ἀνοιχτά καί
ἐγγύτερα στούς πολῖτες της.
Γεννᾶται λοιπόν εὔλογα τό ἐρώτημα, πῶς εἶναι δυνατόν λίγα χρόνια μετά
τήν ὑπογραφή τῆς Συνθήκης αὐτῆς, οἱ ἐξελίξεις στό Εὐρωπαϊκό γίγνεσθαι νά
ἀποδεικνύουν περίτρανα ὅτι οἱ Δημοκρατικές ἀρχές δέν ἀποτελοῦν τό θεμέλιο
λίθο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ οἰκοδομήματος; Γιατί καθίσταται ὅλο καί περισσότερο
ἐμφανές ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ Δημοκρατικοῦ ἐλλείμματος ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς
γενεσιουργές αἰτίες τῆς κρίσης καί ἕναν ἀπό τούς βασικούς λόγους γιά τούς
ὁποίους αὐτή δέν μπορεῖ νά ξεπεραστεῖ;
Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ἀποτελεῖ ἕνα πρωτοφανές
–ἱστορικά– μόρφωμα, γιατί τά Kράτη Mέλη της συμφώνησαν, ὡς ἀποτέλεσμα
τῆς συμμετοχῆς τους σέ αὐτή, νά μεταβιβάσουν ὁρισμένες ἀπό τίς ἐξουσίες
τους
σέ συγκεκριμένους τομεῖς πολιτικῆς, στά θεσμικά της ὄργανα. Συνεπῶς, τά
θεσμικά ὄργανα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης λαμβάνουν δεσμευτικές ἀποφάσεις
ὑπερεθνικοῦ τύπου κατά τήν ἄσκηση τῶν νομοθετικῶν, δημοσιονομικῶν,
ἐκτελεστικῶν καί συνταγματικῶν τους διαδικασιῶν.
Οἱ ἴδιες δηλαδή συνθῆκες μετασχηματισμοῦ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Οἰκονο-
μικῆς Κοινότητας σέ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση καί ὁ βασικός οἰκονομικο – κεντρικός
της προσανατολισμός καθόρισαν τόσο τή μορφή ὅσο καί τό περιεχόμενο
αὐτοῦ τοῦ νεοπαγοῦς θεσμικοῦ μορφώματος. Αὐτό ἔχει σάν ἀποτέλεσμα τήν
ἐμφάνιση πολλῶν ἀλληλοδιαπλεκόμενων πολιτικῶν, οἰκονομικῶν, κοινωνικῶν
καί ἰδεολογικῶν δικτύων, τά ὁποῖα συνδέονται μέ διαφορετικούς κάθε
φορά συμμετέχοντες, πού μπορεῖ νά εἶναι ἀπό κυβερνήσεις κρατῶν μέχρι
περιφερειακές διοικήσεις, πολυεθνικές ἐπιχειρήσεις καί ποικίλες ὁμάδες
ἐπιρροῆς.
Οἱ ἀποφάσεις λοιπόν πού λαμβάνονται ἀπό ὁρισμένα θεσμικά ὄργανα,
ὅπως ἡ Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή, ἡ Εὐρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κ.ἄ., τά ὁποῖα
ἔχουν ἰδιαίτερα αὐξημένες ἁρμοδιότητες καί μεγάλη ἐπιρροή στά κέντρα
λήψης ἀποφάσεων, δέν λαμβάνονται μέ γνώμονα τά προγράμματα καί τίς
προτεραιότητες τῶν Κυβερνήσεων τῶν κρατῶν – μελῶν, ἀλλά μέ βάση τή
χρηματοοικονομική λογική τῶν περίφημων ἀγορῶν. Οἱ ζωές ἑκατομμυρίων
Εὐρωπαίων πολιτῶν καθορίζονται ὄχι ἀπό τίς ἀποφάσεις τῶν Κυβερνήσεων,
πού οἱ ἴδιοι ἔχουν ἐλεύθερα ἐπιλέξει μέσα ἀπό ἐκλογικές διαδικασίες, ἀλλά
ἀπό ἀποφάσεις θεσμικῶν ὀργάνων, τῶν ὁποίων οἱ ἐκπρόσωποι δέν ἔχουν κἄν
ἐκλεγεῖ ἀπευθείας ἀπό τό ἐκλογικό σῶμα.
Ἑπομένως, δέν εἶναι ἀξιοπερίεργο πού τό ἔλλειμμα
Δημοκρατίας ἐξακολουθεῖ
νά ὑφίσταται, τόσο σέ Εὐρωπαϊκό, ὅσο καί σέ ἐθνικό ἐπίπεδο.
Τό δημοκρατικό
αὐτό ἔλλειμμα εἶναι πιό ἐπίκαιρο σήμερα ἀπό ὅ,τι στό παρελθόν,
παρά τό
γεγονός ὅτι οἱ νομοθετικές ἐξουσίες τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου, τοῦ
μοναδικοῦ Εὐρωπαϊκοῦ θεσμικοῦ ὀργάνου, πού ἀναδεικνύεται μέ ἄμεσες
ἐκλογές ἀπό ὅλους
τούς Εὐρωπαίους πολῖτες ἔχει ἐνισχυθεῖ σέ σχέση μέ τά
πρῶτα χρόνια τῆς Εὐρωπαϊκῆς
ὁλοκλήρωσης.
Τό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο δέν ἀποτελεῖ σέ καμία περίπτωση ἕνα
νομοθετικό σῶμα, τό ὁποῖο ἀντλεῖ τήν ἰσχύ του ἀπό τήν ψῆφο ἐμπιστοσύνης
πού ἔχει λάβει ἀπό τούς πολῖτες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, λόγω τῆς πολιτικῆς
πού ἔχει διακηρύξει ὅτι θά ἀκολουθήσει ἡ ὅποια πλειοψηφία σέ αὐτό. Ἀποτελεῖ
μόνο ἕνα μηχανισμό πού ἔχει τή δυνατότητα ἐπιβολῆς τοῦ δικαιώματος ἀρνησικυρίας
(βέτο) ἀπέναντι σέ νομοθετικές πρωτοβουλίες τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ
Συμβουλίου καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς. Πολλές φορές μάλιστα τά
τεκταινόμενα στό Εὐρωπαϊκό στερέωμα «ἀπαιτοῦν»
τήν παράκαμψη τῆς
Λειτουργίας του ἀπό τό Εὐρωπαϊκό Συμβούλιο μέ τό πρόσχημα
τῆς ἀνάγκης
λήψης γρήγορων καί ἄμεσων ἀποφάσεων.
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα συνηγοροῦν στή διαπίστωση ὅτι ἡ Εὐρωπαϊκή
Ἕνωση, ὡς ἕνα ὑπερεθνικό μόρφωμα, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά
ἕνας ὀργανισμός μέ αὐτόνομη ὕπαρξη, πού δρᾶ ἐρήμην τῶν κρατῶν καί τῶν
πολιτῶν, τούς ὁποίους, ὑποτίθεται, ὅτι ἐκπροσωπεῖ. Εἶναι σέ ὅλους κοινή ἡ
πεποίθηση ὅτι ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα πρωτόγνωρο
γραφειοκρατικό μηχανισμό, τοῦ ὁποίου οἱ προτεραιότητες καί τά
συμφέροντα δέν συμπίπτουν μέ ἐκεῖνα τῆς πλειοψηφίας τῶν Εὐρωπαίων
πολιτῶν. Φυσικά, ὅλα αὐτά πόρρῳ ἀπέχουν ἀπό τά ὁράματα τῶν ἐμπνευστῶν
τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, καθώς καί ὅλων ἐκείνων τῶν πολιτικῶν πού
ὑπηρέτησαν τό Εὐρωπαϊκό ἰδεῶδες ἐδῶ καί δεκαετίες.
Γιά τό λόγο αὐτό, εἶναι περισσότερο ἀπό ποτέ ἀντιληπτό αὐτό πού πολύ
εὔστοχα ἔχει διατυπώσει ὁ Βρετανός πολιτικός ἐπιστήμονας Colin Crouch,
ὅτι δηλαδή ζοῦμε σέ μία «μετά – δημοκρατική» ἐποχή. Στή σημερινή ἰδιαίτερα
περίοδο, πού ἡ μία χώρα μετά τήν ἄλλη πέφτουν στά πλοκάμια τῆς βαθύτατης
οἰκονομικῆς ὕφεσης, ἀπό πολύ λίγους ἀμφισβητεῖται ἡ διαπίστωση ὅτι τά
θεσμικά ὄργανα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, τά ὁποῖα ἔχουν τή δημοκρατική
νομιμότητα νά λαμβάνουν ἀποφάσεις, δέν ἔχουν οὐσιαστικά καμία ἐξουσία,
ἐνῶ ἀντιθέτως τά ἐξωθεσμικά κέντρα, οἱ περίφημες ἀγορές, κυβερνοῦν, χωρίς
νά ἔχουν τή δημοκρατική νομιμότητα γιά αὐτό.
Τή νοσηρή αὐτή πραγματικότητα τῆς κατάλυσης τῶν δημοκρατικῶν
θεσμῶν δέν τήν βιώνουμε καθημερινά σήμερα στήν Πατρίδα μας; Ὁ δημαγωγικός
ἐκτροχιασμός θεσμῶν καί συνειδήσεων, ἡ ἔκπτωση ἠθικῶν ἀξιῶν
καί προτύπων, ἡ ἀσυδοσία, ἡ ἀναξιοπιστία, ὁ φθόνος καί ἡ ἰσοπέδωση δέν
ἔχουν παγιωθεῖ στίς συνειδήσεις τῶν πολιτῶν; Ἐδῶ δέν ὑπάρχει ἔλλειμμα
Δημοκρατίας, ἀλλά κάποιο φτηνό ὑποκατάστατό της. Στή χώρα μας σήμερα
δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία οὔτε γιά τό ποιά εἶναι οὐσιαστικά τά κέντρα
λήψης τῶν ἀποφάσεων, οὔτε γιά τό ποιούς σκοπούς καί ἐπιδιώξεις ὑπηρετεῖ
τό πολιτικό κατεστημένο. Γιά τό λόγο αὐτό φαντάζομαι ὅτι δέν πρέπει νά
ὑπάρχει οὔτε ἕνας πού νά ἔχει τήν ψευδαίσθηση ὅτι τό πολιτικό σύστημα
ὑπερασπίζεται περισσότερο τά συμφέροντα τῶν Ἑλλήνων ἀπό τά ἀντίστοιχα
τῶν ἀγορῶν. Ἀμφιβάλλω ἄν ὑπάρχει κάποιος πού νά πιστεύει ὅτι τό πολιτικό
σύστημα δρᾶ ὡς ἐντολοδόχος τοῦ κυρίαρχου Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Κάποιοι βέβαια, ἀπό τό διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο, θά ἰσχυρισθοῦν
τό ἀντίθετο. Θά προσπαθήσουν νά μᾶς πείσουν ὅτι τό μόνο πού τούς
ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ «σωτηρία» τῆς Πατρίδας μας. Γιά νά τή «σώσουν» θά μᾶς
ποῦν ὅτι πῆραν ὅλα τά ἀπαραίτητα μέτρα πού θά ὁδηγήσουν στήν ἀνάκαμψη
καί στήν ἀνάπτυξη. Θά ἰσχυριστοῦν ὅτι πολύ γρήγορα ὅλα αὐτά τά μέτρα
τοῦ πιθαριοῦ τῶν Δαναΐδων θά ἀποδώσουν καρπούς. Τό ἐρώτημα ὅμως
πού τίθεται εἶναι: γιά ποιά Πατρίδα κόπτονται ὅλοι αὐτοί οἱ ἀπάτριδες; Τήν
Πατρίδα ἐκείνη πού τήν ἔχουν καρφώσει στό σταυρό τοῦ μαρτυρίου; Τήν
Πατρίδα ἐκείνη πού τήν ἔχουν διαπομπεύσει καί διασύρει σέ ὅλα τά μήκη
καί τά πλάτη τῆς ὑφηλίου; Τήν Πατρίδα ἐκείνη πού τήν ἔχουν ρίξει ἡμιθανῆ,
βορά στίς ἀκόρεστες ὀρέξεις τῶν ἀδίστακτων ἀγορῶν;
Ὁ ἄθλιος αὐτός καί ὀλέθριος πολιτικός συρφετός ἀναγνωρίζει σάν
πατρίδα του μόνο τό μαμωνᾶ καί ὑπακούει πειθήνια στά κελεύσματα μόνο
τῶν χρηματοπιστωτικῶν ἀγορῶν. Εἶναι ἐνδεδυμένος μέ τό μανδύα τῆς πιό
στυγνῆς κοινοβουλευτικῆς δικτατορίας καί ἔχει λάβει τά πιό ἀντιδημοκρατικά
καί ἀντικοινωνικά μέτρα τῆς νεότερης Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, πού ἔχουν
ὁδηγήσει τόν Ἑλληνικό λαό στή φτώχεια καί στήν ἐξαθλίωση. Ἡ ἱστορική αὐτή
περίοδος θά ἀποτελεῖ ἐσαεί ὄνειδος γιά ὅλους ἐκείνους πού συμμετεῖχαν στό
ἀνοσιούργημα τῆς κοινωνικῆς ἀναλγησίας καί τοῦ δημοκρατικοῦ ἐμπαιγμοῦ
τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ καί πιστεύω ὅτι θά διδάσκεται σέ ὅλα τα πανεπιστήμια
τοῦ κόσμου σάν παράδειγμα πρός ἀποφυγή, σάν παράδειγμα διαφθορᾶς καί
ἀποξένωσης τοῦ πολιτικοῦ κόσμου ἀπό τόν κυρίαρχο λαό, τά συμφέροντα
τοῦ ὁποίου θά ἔπρεπε νά ὑπηρετεῖ καί νά προασπίζει.
Ἡ Δημοκρατία, σύμφωνα μέ ἕνα μεγάλο Ἕλληνα στοχαστή, εἶναι
τό πολίτευμα ἐκεῖνο ὅπου τήν ἑκάστοτε κρατοῦσα τάξη διαλέγει κατά
ἀραιά χρονικά διαστήματα, τύποις ἐλεύθερα ὁ λαός, ἐπειδή εἶναι ὑποτελής
στούς λίγους, πού ἐλέγχουν καί διαπλάθουν ψυχολογικά τή βούλησή
του. Ἡ δημοκρατία καθίσταται ἔτσι μία ὀλιγαρχία τῶν ποικίλης φύσεως
δημαγωγῶν, πού ἡ ὀλιγαρχική της οὐσία, κάπως, κατά ἕνα περιορισμένο
μέτρο, ἀλλοιώνεται ἀπό τήν τυπική ἐξουσία τοῦ ὅλου νά ἐκλέγει τούς λίγους
ἐξουσιαστές του. Ἡ Παιδεία προσδιορίζει αὐτό τό μέτρο. Ὅταν εἶναι σχετικῶς
μεγάλο, μποροῦμε μέ κάποια εἰρωνεία βέβαια, νά μιλᾶμε γιά Δημοκρατία.
Ὅταν εἶναι μᾶλλον μικρό, τότε καλύτερα νά μιλᾶμε γιά μία παρέκβαση τῆς
χειρότερης Ὀλιγαρχίας.
Ἄραγε, τά πράγματα εἶναι τόσο ἀπαισιόδοξα; Δέν ὑπάρχει κάποια
νότα αἰσιοδοξίας; Βεβαίως καί ὑπάρχει! Ἡ ἐλπίδα καί ἡ αἰσιοδοξία θά ἔλθει
ὅταν θά γίνουμε ἄξιοι νά ἐπιλέγουμε πολιτικούς ἀπό τούς πιστούς τοῦ
ἐκκλησιάσματος, πού σάν ὅραμά τους θά ἔχουν τό νά καλλιεργοῦν πνευματικά
καί νά ἐκπαιδεύουν τούς πολῖτες. Τότε θά μποροῦμε καί νά ἐπιλέγουμε
καλούς πολιτικούς καί νά ἀναδεικνύουμε καλές Κυβερνήσεις. Καί αὐτό, γιατί
θά ἰσχύει πάντοτε ὁ μεστός ἀπό ἀλήθεια λόγος τοῦ Σωκράτη στόν Γοργία τοῦ
Πλάτωνος: «Οἶμαι μετ’ ὀλίγων Ἀθηναίων, ἵνα μή εἴπω μόνος, ἐπιχειρεῖν τήν
ὡς ἀληθῶς πολιτικήν τέχνην καί πράττειν τά πολιτικά μόνος τῶν νῦν».
Ἰωάννης
Χαραλάμπης
Οἰκονομολόγος