To Μαρτύριον του Νεομάρτυρος Ιωάννου του Καστελλιώτου
Ανέκδοτος διήγησις της προσελεύσεως εις την Ορθόδοξον πίστιν του Μουσουλμάνου Γιούσεφ Αμπουζουλιμάν εκ του χωρίου Συνδιάνη πλησίον της Καισαρείας της Παλαιστίνης. Ιερά Μονή Παντοκράτορος.
****
Εις
το έτος 1936 Δεκεμβρίου 23 ημέρα Τρίτη, ευρισκόμενος εις την ιεράν
Σκήτην των Καστελλίων εγώ ο Σωφρόνιος, ο υποτακτικός του γέροντος
Παντελεήμονος, μετά του παραδελφού μου Χερουβείμ, αίφνης το εσπέρας της
Τρίτης ήλθεν ένας καλοφορεμένος νέος ηλικίας 30 ετών και, αφού μας
εχαιρέτισεν, εζήτησε τον Γέροντα, του είπαμε ότι δεν είναι εδώ διότι
είχε υπάγει εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα να εορτάση εκεί με τους
Πατέρας την εορτήν των Χριστουγέννων.
Τον
ερωτήσαμε τι τον θέλει και μας λέει, ότι τον θέλει να τον βαπτίση, να
γίνη Χριστιανός διότι είδεν δύο φοράς τον Ιησούν Χριστόν εις το Χωρίον
του και του είπεν, ότι εσύ ένεκεν των καλών έργων σου, ελεημοσυνών
και λοιπών αγαθών πράξεων, σε ηγάπησα και θα γίνης δικός μου δούλος,
και να υπάγης γρήγορα εις το Καστέλλιον πλησίον της Ιεράς Μονής του
Αγίου Σάββα όπου μένει ο Μοναχός Παντελεήμων και να του ειπής να σε
βαπτίση, και κατόπιν να έλθης κοντά μου.
Εις ημάς προς στιγμήν δεν εφάνησαν πιστευτά, αλλά μάλλον εφοβήθημεν, διότι η Σκήτη των Καστελλίων βρίσκεται εις την ενδοτέραν Έρημον δύο ώρας απέχουσα της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Σάββα, αλλά δεν επαρουσιάσαμεν εις αυτόν το εσωτερικόν της καρδίας μας, τον ερωτήσαμεν όμως περί της καταγωγής του και της οικογενείας του και μας είπεν, ότι έχει πατέρα, μητέρα και τέσσαρας αδελφούς, αλλά φανατικούς για την πατρίδα και την θρησκείαν των.
Την επομένην 24, το εσπέρας, εγώ και ο αδελφός μου Χερουβείμ αρχίσαμεν ολονύκτιον αγρυπνίαν ένεκεν της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων και επήραμε μαζί μας και τον προσύλητον Ιωσήφ (Γιούσεφ). Εμείναμε όμως έκθαμβοι βλέποντες αυτόν να στέκεται όλην την νύκτα μαζί μας στην Εκκλησίαν με μεγάλην ευλάβειαν, προσευχόμενος όπως και ημείς, κάμνων τον Σταυρόν του και προσκυνών τας Αγίας Εικόνας.
Εγώ τον εκοίταζα πολλάκις με περιέργειαν χωρίς να με αντληφθή, διότι πάντα είχα υποψίες μήπως μας γελά. Ο Ιωσήφ όμως έδειχνε μεγάλην ευλάβειαν και εφαίνετο ιλαρός και πολύ αγαθός άνθρωπος από την ολονύκτιον αυτήν αγρυπνίαν. Εγώ και ο αδελφός μου Χερουβείμ ελάβαμε καλυτέρας σκέψεις περί αυτού, κάπως τον ηγαπήσαμεν και εκαθίσαμε μαζί του το μεσημέρι και εφάγαμε, ερωτώντες και κατηχούντες αυτόν περί της πίστεώς μας, και καταλάβαμε ότι τα εδέχετο προθυμώτατα.
Το εσπέρας της 25ης ημέρας ήλθε και ο Γέροντάς μας από την Μονήν του Αγίου Σάββα. Αμέσως τον επαρουσιάσαμεν τον Ιωσήφ και του είπαμε περί τίνος πρόκειται. Ο Γέροντας τον εδέχθη με πολλή αγάπη και άρχισε αμέσως να τον κατηχή τα της πίστεώς μας δόγματα, και τον ενδύσαμε καλογερικά. Κατά δε την 29ην Δεκεμβρίου 1936 ανεχώρησεν ο Ιωσήφ διά το χωρίον του δια να ανθοκομίση μερικά ρούχα του και επέστεψεν την 21ην Ιανουαρίου 1937.
Έμεινε μαζί μας και ακολουθούσε τον μοναχικόν βίον όπως και ημείς, νηστεύων και προσευχόμενος, τον εδώσαμε κομποσχοίνιον, του είπαμε για μετάνοιες, του φέραμε αραβικά βιβλία και εδιάβαζε ψαλτήριον και ώρες, και όταν τον είδαμε ότι είναι στερεός τον πήρε ο Γέροντας μας κατά την 30ην Ιανουαρίου και πήγανε στον Πύργον του Αγίου Σάββα και έμειναν ένα βράδυ και την επομένην πήγανε στο χωρίον Μπετσαχούρ εις την οικίαν του Αλεξάνδρου Παπαδοπούλου, διδασκάλου, γνωρίζοντος και την Ελληνικήν, αλλά και θεολόγος ήτο, και έμεινεν κοντά του 10 ημέρες.
Τον κατήχησε αρκετά περί της θρησκείας μας και του έδωκεν αραβικά βιβλία και τον ετοίμασεν για το βάπτισμα, και τον έφερε πάλιν εις τα Καστέλλια ο Γέροντας και πολλάς σκέψεις κάναμε μεταξύ μας πού να τον βαπτίσωμεν, ο αδελφός Χερουβείμ έλεγε να τον βαπτίσωμεν εκεί εις τα Καστέλλια, αλλά ο Γέροντας και εγώ λέγαμε όχι, διότι δεν είχαμε τα κατάλληλα μέσα.
Τέλος, ανεχώρησεν ο Γέροντας με τον Ιωσήφ ενδεδυμένον τα καλογερικά διά την Ιερουσαλήμ και λέγων σε μερικούς μυστικά την υπόθεσιν, αλλά κανείς δεν εδέχετο να τον βαπτίση, αλλά ο Γέροντας ήτο μεγαλόψυχος και πεφωτισμένος από τον Θεόν δεν εδειλίασε ουδόλως, αλλά τον παίρνει και πηγαίνει στο φρέαρ του Ιακώβ εις την Σαμάρειαν όπου ήτο τότε ηγούμενος ο φίλος του Αρχιμ. Νικόδημος, ο οποίος ήτο πνευματικός και ενάρετος κληρικός, είχε γίνει μεγαλόσχημος εις την Μονήν του Αγίου Σάββα. Την 8ην Φεβρουαρίου 1937 ημέρα Κυριακή εδέχθη προθύμως να τον βαπτίση και πράγματι το εσπέρας έγινε η βάπτισις και μετενόμασε αυτόν Ιωάννην (Αραβιστί Χάννα), και εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.
Την επομένην Δευτέρα ανεχώρησαν διά τον Ιορδάνην ποταμόν και επήγαν στην Μονήν του Αββά Γερασίμου και έμειναν τρεις ημέρας, μετά επήγανε στην Μονήν του Τιμίου Προδρόμου και έμειναν μια βραδυά. Και ανεχώρησαν διά την Ιεριχώ και επήγαν εις τον Σαραντάριον Όρος [δηλ. την έρημο όπου έμεινε 40 μέρες ο Ιησούς και αντιμετώπισε τον πειρασμό - εκεί υπήρξαν πολλοί άγιοι ασκητές & ασκήτριες από τα βυζαντινά χρόνια], μετά δια την Μονήν του Χοζεβά, και πάλιν επέστρεψε εις Ιεριχώ και έμειναν μία ημέρα εις την Μονήν του Προφήτου Ελισσαίου και την 16ην Φεβρουαρίου ανήλθαν εις τα Ιεροσόλυμα.
Την ίδην έμειναν εις την Μονήν των Αγίων Θεοδώρων, ηγούμενος δε ήτο ο αδελφός κατά σάρκα του π. Χερουβείμ, ο Μοναχός Βασίλειος, και την 19ην Φεβρουαρίου ήλθαν εις τα Καστέλλια ο Γέροντάς μας με τον νεοφώτιστον Ιωάννην. Όταν πια ήλθε κοντά μας εγώ και ο αδελφός Χερουβείμ από την χαρά μας όπου έγινε Χριστιανός τον εφιλήσαμε εν φιλήματι αγίω.
Τον
είχαμε δε ως γνήσιον ομόθρησκον αδελφόν μας. Ο νεοφώτιστος Ιωάννης
πλήρης χαράς ενδεδυμένος τα καλογερικά ακολουθούσε ακριβώς όπως και
εμείς την Μοναχικήν πολιτείαν.
Αλλά πάντα μας έλεγε ότι διψούσε να μαρτυρήση διά την αγάπην του Ιησού Χριστού.
Παρακαλούσε
τον Γέροντα να τον αφήση να υπάγη εις το χωρίον του όπου έχει 4
αδελφούς φανατικούς εις την θρησκείαν τους και αν δεν τον ακούσουν θα
μαρτυρήση υπέρ της Ορθοδόξου Πίστεως, θα πασχίση προηγουμένως να τους
επιστρέψη εις τον Χριστιανισμόν. Οπότε με τα πολλά παρακάλια εννόησε ο
Γέροντας ότι ήτο θέλημα Θεού να τον αφήση και ανεχώρησεν με την ευλογίαν
του Γέροντος την 17ην Μαρτίου 1937 διά το μαρτύριον ενδεδυμένος τα
καλογερικά.
Πήρε μαζί του ένα Ψαλτήριον, ένα Ωρολόγιον και ένα βιβλίον κατηχήσεως εις την Ορθόδοξον πίστιν, όλα Αραβικά. Έφυγε δε με μεγάλον ζήλον υπέρ της πίστεώς μας, και μας είπεν ότι θα διδάξη, θα ελεήση και θα κηρύξη εις το χωρίον του την Χριστιανικήν πίστιν, και μετά θα επιστρέψη πάλι εις τα Καστέλλια κοντά μας να γίνη Μοναχός, διότι ήτο άγαμος.
Εάν δεν επιστρέψη να γνωρίζωμεν ότι εμαρτύρησεν διά τον Χριστόν. Ο Γέροντας μετά από καιρό εσκέπτετο τι να έγινε άραγε ο Ιωάννης και, ω του θαύματος! την νύκτα είδε θαυμάσιαν όρασιν, είδεν τον Χορόν των Νεομαρτύρων, πρώτος ήτο ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυς ο εξ Ιωαννίνων ενδεδυμένοι όλοι λευκάς στολάς και εχαίροντο, έλαμπον δε ωσάν τον ήλιον.
Από
αυτούς δε απεσπάσθη ένας και πηγαίνει πλησίον του Γέροντος
Παντελεήμονος και του λέγει — Με γνωρίζεις ποιος είμαι; Ο Γέροντας του
λέγει όχι, του λέγει πάλιν ο λευκοφόρος μάρτυς, εγώ είμαι ο Ιωάννης που
ήμουν στα Καστέλλια και τώρα χαίρομαι εις τους ουρανούς. Το πρωί μας
διηγήθη ο Γέροντας την οπτασίαν και πολύ εχάρημεν όλοι όπου τώρα εις
τους έσχατους καιρούς εφάνη Νέος μάρτυς, ο Ιωάννης εκ Συνδιανής της
Καισαρείας της Παλαιστίνης.
Περισσότερον
δε επροθυμοποιήθημεν να περιγράψωμεν την ψυχωφελή ταύτην διήγησιν όταν
επληροφορήθημεν παρά της Οσιωτάτης Μονάχης Ελισάβετ, διαμενούσης εν
Ιεριχώ, ότι τον είδε εις τον ύπνον της 2-3 φοράς και της είπεν: «Είμαι ο
Ιωάννης όπου εβαπτίσθην παρά του Γέροντος Παντελεήμονος που διαμένει
εις τα Καστέλλια και να περιγραψής την διήγησιν περί του βαπτίσματος και
του Μαρτυρίου μου».
Τέλος και τω Θεώ Δόξα.
Ταύτα
αντέγραψα τη 15.7.1960 εκ Χειρογράφου εν Αγίω Σάββα του Γέροντος μου
Παντελεήμονος γραφέντα τω 1937. Εγώ ο υποτακτικός του Αρχιμανδρίτου
Σεραφείμ, πνευματικός του Αγίου Σάββα.
Έκδοσις Ιεράς Λαύρας Σάββα του Ηγιασμένου
Στα
παραπάνω ταιριάζει η διήγηση του μαρτυρίου του νεαρού Αφρικανού, που
θανατώθηκε πριν το 1985 από τον πατέρα του! Το ανεβάζουμε από το
αφιέρωμά μας Ιερείς της Μαύρης Αφρικής, με προέλευση από εδώ.
Ένας Αφρικανός Νεομάρτυς
(Μαρτυρίες Ιεραποστόλων)
(Μαρτυρίες Ιεραποστόλων)
Το μαρτυρολόγιο αυτό μας το διηγήθηκε το 1985 ο Αφρικανός Νικόλαος -διάκονος τότε- της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουγκάντα.
Στην Ουγκάντα, πρώτη φορά εκήρυξε το Ευαγγέλιο ο Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Σαρίκας. Μεταξύ εκείνων που άκουσαν το κήρυγμα ήταν και ένα νεαρό αφρικανόπουλο.
Το βράδυ, όταν καθισε να φάει με την οικογένειά του, ο μικρός έκανε τον σταυρό του.
_ Τί, άλλαξες την πίστη σου; τον ρωτά ο πατέρας του, φανατικός μουσουλμάνος. Εμπρός, σήκω!
Βγαίνει έξω από την καλύβα, φτιάχνει ένα μεγάλο σωρό από ξύλα, τον ανάβει και λέει στο παιδί του:
_ Λέγε, γυρίζεις στην πίστη μας;
_ Όχι είμαι Χριστιανός! απαντάει ο μικρός.
_ Άλλη μια φορά. Γυρίζεις στην πίστη μας;λέει ο πατέρας.
_ Όχι απαντάει ο πιστός στρατιώτης του Χριστού.
_ Τελευταία φορά σου λέω. Επανέρχεσαι στην πίστη των πατέρων σου;
_ Δεν φοβάμαι. Είμαι Χριστιανός!
Τότε ο πατέρας αρπάζει το παιδί του και το ρίχνει στη φωτιά. Και ο μικρός μάρτυς του Χριστού έγινε παρανάλωμα του πυρός…
Ω άγνωστε νεαρέ μάρτυς του Κυρίου, εσύ που στέκεσαι εμπρός εις τον πύρινο θρόνο του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών.