Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Ἠ μασονική προώθησις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Ἠ μασονική προώθησις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ


Η μασονική προώθηση του Οικουμενισμού
Η ΜΑΣΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ
Ἡ μασονική προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ

Α΄ Μέρος. Εἰσαγωγικά
«Ἀπό ὅλες τίς τέχνες πού οἱ Μασόνοι ἐπαγγέλλονται,
τούς διακρίνει εἰδικῶς ἡ τέχνη τῆς μυστικότητος» [1]
(G. Oliver, ἐπιφανής Μασόνος ἱστορικός)
Εἰσαγωγή
1. Ἡ κρυψίνοια καί μυστικότητα τῶν Μασόνων
2. Κληρικοί Μασόνοι καί Οἰκουμενιστές
3. Παραλληλία Μασονίας καί Οἰκουμενισμοῦ
4. Τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) δημιούργημα τῆς Μασονίας καί τῶν Ροκφέλλερ
5. Ἡ ταύτιση μασονικοῦ καί ἰουδαϊκοῦ μεσσιανισμοῦ


Εἰσαγωγή

Ἡ ἰδέα τῆς μασονικῆς ἰδιότητος τῶν Κληρικῶν, καί μόνον ἀκουόμενη, ξενίζει τόν ἐνήμερο πιστό ὀρθόδοξο λαό καί τοῦ εἶναι ἀπεχθής· καί δικαίως! Διότι ὅταν κάποιος Ὀρθόδοξος γνωρίσει καλῶς τήν ἐσωτερική οὐσία τῆς μασονικῆς θρησκείας, πού εἶναι ἡ συγκρητιστική μαγεία τοῦ «ἐσωτερισμοῦ» της, δέν μπορεῖ παρά νά νιώσει ἀποστροφή καί νά συναισθανθεῖ τήν τεράστια πνευματική ἀπειλή της. Ὁ ἁπλός λαός μας θέλει τους Κληρικούς του συμπαθεῖς πρός πάντας, φωτεινούς, εἰλικρινεῖς, πνεόντας πνευματικόν πῦρ κατά τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πλάνης, ἐναρέτους, ἄν ὄχι ἁγίους· ἡ Μασονία, ὅσο καί ἄν χρησιμοποιεῖ τά ψιμύθια τῆς φιλανθρωπίας καί τοῦ εἰρηνισμοῦ, ὑποκρύπτει ὅλα τά ἀντίθετα.
Δυστυχῶς, παρά τήν χριστιανική ἁπλότητα, ὡστόσον «οὐ πάντων ἡ πίστις»· γι΄ αὐτόν τόν λόγο ὁ Ἀπόστολος μᾶς προειδοποιεῖ νά φυλασσόμαστε «ἀπό τῶν ἀτόπων καί πονηρῶν ἀνθρώπων» [2]. Τό ὅτι οἱ Χριστιανοί, ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων ἀπεσταλμένα, ὀφείλουμε νά εἴμαστε «ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί», δέν αἴρει τήν ὑποχρέωσή μας νά εἴμαστε καί «φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις» [3], πολύ περισσότερο, καθ΄ ὅσον, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο[4], οἱ πρῶτοι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι Κληρικοί, «λαλοῦντες διεστραμμένα», γιά νά ἀποσποῦν τούς πιστούς μαθητές ὡς ὀπαδούς τους. Ὁ ἐν ἀποστρατείᾳ Ταξίαρχος τῆς Ἑλληνικῆς Χωροφυλακῆς Ἀλέξανδρος Δρεμπέλας, στέλεχος ἐπί μακρόν τῶν ἑλληνικῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν, περιγράφει στά ἀπομνημονεύματά του τήν ἐπίκινδυνη διείσδυση τῆς Μασονίας στόν ὀρθόδοξο χῶρο: «Εἰς τεκτονισμόν ἀνήκουν πλεῖστοι διανοοούμενοι, πολιτικοί, δικαστικοί, ἀνώτεροι κρατικοί λειτουργοί, ἀξιωματικοί, οἰκονομικοί παράγοντες, ὅλοι οἱ εὔποροι Ἑλληνοαμερικανοί καί ἀρχιερεῖς ἢ θεολόγοι. Οἱ τελευταῖοι, καταστάντες τέκτονες ὡς ἰδιῶται θεολόγοι, προωθήθηκαν ἐπιμελῶς εἰς ἱεραρχίαν Ὀρθοδοξίας καί ὑπῆρξαν οἱ πλέον ἐθνικοί καταστροφεῖς. Ἡ Στοά Ἀθηνῶν μέχρι τό 1963 εἶχε Μέγαν Διδάσκαλον τόν πρύτανιν τοῦ Πανεπιστημίου καί καθηγητήν Θεολογικῆς Σχολῆς καί στή συνέχεια πρώην δικηγόρον» [5].
Ἡ ἀστυνομική αὐτή χαρτογράφηση τῆς μασονικῆς ἐξαπλώσεως ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό ἄλλες πηγές· ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος (τοῦ ὁποίου τό οἰκουμενιστικό φρόνημα δέν ἀπαιτεῖται, νομίζω, νά ἀποδείξουμε) σέ ἐμπιστευτικό ὑπόμνημά του τῆς 5ης Ἰουλίου 1970 πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τήν Ἑλληνική Κυβέρνηση, ἐκφράζει μεταξύ ἄλλων τήν πρόθεσή του νά ἀναγνωρίσει τή Μασονία, λόγῳ τῆς διασπορᾶς της στήν Ὁμογένεια τῆς Ἀμερικῆς. Μεταξύ τῶν θεμάτων ἐκείνων τά ὁποῖα ἔκρινε ὁ Ἰάκωβος ὅτι ἐπέβαλλαν τήν, μερική ἔστω, αὐτονομία τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς, ἐπειδή δέν ἐτύγχαναν ὁμοφώνου ἀντιμετωπίσεως ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, συμπεριλαμβάνει καί τό ζήτημα τῆς Μασονίας· βεβαίως, εἶναι αὐτονόητη καί ἀνέκαθεν συμπαγής ἡ στάση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς Μασονίας, ἀλλά ὁ κυρός Ἰάκωβος φρονοῦσε διαφόρως: «Οἱ πρόσθετοι λόγοι, οἱ ὁποῖοι ἐπιβάλλουν τήν ἀναγνώρισιν τῆς ἀνάγκης καί τήν χορήγησιν ἐν συνεχείᾳ ἑνός τύπου αὐτονομίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀμερικῆς εἶναι οἱ ἀκόλουθοι: Ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς ζῶσα καί λειτουργοῦσα, καί εὐτυχῶς ἀναγνωριζομένη ὡς μία τῶν μειζόνων Ἐκκλησιῶν ἐν Ἀμερικῇ, δέν δύναται, δέν τῆς ἐπιτρέπεται νά ἀναβάλῃ ἐπ΄ ἄπειρον διά τόν λόγον, ὅτι δέν ἀπεφάνθη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν τῷ συνόλῳ της ἤ νά μή λαμβάνῃ στάσιν ἐπί τῶν θεωρουμένων ὡς φλεγόντων ζητημάτων τῆς ἐποχῆς μας, διά τά ὁποῖα τά μάλιστα ἐνδιαφέρονται οἱ ἡμέτεροι καί διά τά ὁποῖα ὅλαι αἱ ἐνταῦθα Ἐκκλησίαι ἔλαβον ἤδη συγκεκριμένην θετικήν ἤ ἀρνητικήν στάσιν. Τά φλέγοντα ταῦτα προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι τά ἑξῆς: [...] η) τό θέμα τῆς Μασωνίας, δεδομένου, ὅτι οἱ περισσότεροι τῶν ἐδῶ Χριστιανῶν μας εἶναι μασῶνοι» [6]. Ἐάν ἡ πρόθεσή του ἦταν μία λύση καταδίκης τῆς Μασονίας (ὡς ἐκκρεμοῦς ζητήματος), προφανῶς θά εἴχαμε κάποιο δεῖγμα ἀνησυχίας ἀπό αὐτόν ἐνωρίτερα, κάποια ἐγκύκλιο, ἀφοῦ τό ποίμνιό του ἦταν, καθώς λέγει, Μασόνοι. Εἶναι ὅμως ἐμφανές, ὅτι, σέ ἀντίθεση μέ τούς ἄλλους Ὀρθοδόξους, ὅπως λ.χ. ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πού τότε εἶχε μόλις ἐπισήμως καταδικάσει γιά δεύτερη φορά τόν Τεκονισμό[7], ἤθελε ὁ Ἰάκωβος νά ἀφίσῃ «τό ἐλεύθερον» στό θέμα τῆς μασονικῆς ἐντάξεως. Προφανῶς γι΄ αὐτό, ὡς (φιλο)Μασόνος, δέν εἶχε συνειδησιακό πρόβλημα νά ἀρνηθεῖ ἐπισήμως τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος σέ συνέντευξή του, σύμφωνα μέ καταγγελία τοῦ ποιμνίου του, ἐκφράζοντας μιά καθαρῶς μασονική θεολογική ἀντίληψη: «Τό νόημα τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀφῃρημένη ἑλληνική ἰδέα, τήν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος τῆς σήμερον καί τῆς αὔριον δέν ἀποδέχεται. Εἰδικῶς δέ ἡ ἀποδοκιμασία αὕτη ἀφορᾶ εἰς τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος. Ἑπομένως, δέον ὅπως ἀπεκδυθῆ ἡ Θεολογία τῶν ἑλληνικῶν της ἐνδυμάτων, ἕν μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος» [8]. Ἀλλά οἱ κακές συμπτώσεις πάντα κυνηγοῦν τήν ἀθώα Μασονία, καί (τί σύμπτωσις!) σχεδόν τά ἴδια λέγει τό λῆμμα «Τριάς» τῆς Μασονικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας: «Εἰς ὅλας τάς ἀρχαίας μυθολογίας ὑπῆρχον Τριάδες ἀποτελούμεναι ἀπό τήν μυστηριώδη ἕνωσιν τριῶν θεοτήτων. Ἑκάστη τριάς ἐθεωρεῖτο γενικῶς ὡς ἀποτελουμένη ἀπό ἕνα δημιουργόν, ἕνα συντηρητήν καί ἕνα καταστροφέα» [9]· τό λῆμμα συνεχίζει παραθέτοντας «τριάδες» ἀπό δεκατέσσερις διαφορετικές θρησκεῖες, γιά νά καταλήξει μέ τά λόγια τοῦ Παπύς, πού μυκτηρίζει τήν περί τό Filioque διαμάχη: «Καί ἐπειδή αὐτά τά ὀνόματα κρύπτουν τάς αὐτάς ἀρχάς καί αἱ ἀρχαί αὐταί κρύπτουν μίαν καί  μόνην Μονάδα, εἶναι ἐντελῶς ἀνόητον καί γελοῖον νά ἐρίζῃ τις διά λεπτομερείας ἀστείας ὅπως τό ἐάν ἡ τρίτη μορφή τῆς Θεότητος προέρχεται ἀπό τήν πρώτην ἤ τήν δευτέραν μορφήν ἤ καί ἀπό τάς δύο» [10]. Πόσο καλός μαθητής τῆς Μασονίας θά μποροῦσε νά εἶναι ὁ μακαριστός !
Παρά ταῦτα ἡ συνήθης χριστιανική ἀνακλαστική ἀντίδραση στήν ἀναφορά τῆς μασονικῆς ἰδιότητος Κληρικῶν, Πατριαρχῶν, Ἀρχιερέων, θεολόγων κ.λπ. εἶναι δεδομένη: εὐλαβο-εἰρωνική, ἀντι-«συνωμοσιολογική», ἀντι-«σκοτεινοδυναμιτική», ἀντι-«ἱεροκατηγορητική»· εἶναι πλήρως κατανοητή ἡ στάση αὐτή υἱοθετούμενη ἀπό πρόσωπα πού δέν δύνανται (ἤ δέν θέλουν) νά ἔχουν μία πλήρη, ἀντικειμενική, βασισμένη σέ τεκμήρια ἄποψη περί Μασονίας, δεδομένου μάλιστα ὅτι ὁ Τεκτονισμός, πρίν ἀναλάβει τήν ἰσχύ πού τώρα διαθέτει, ἀπέκρυπτε ἐπιμελῶς τά ἴχνη του, καθώς θά δείξουμε παρακάτω σέ παραδοχές μασονικῶν κειμένων. Ἄς ἐπιτραπεῖ στήν ἀναξιότητά μου καί ἄλλους ἀδελφούς, ἐπαΐοντες, νά ἔχουμε ἐντελῶς διαφορετική γνώμη, ὕστερα ἀπό πάμπολλα ἔτη, ὑπέρ τά δεκαπέντε, στή συνάντησή μας μέ μασονικά καί νεο-εποχιτικά κείμενα.
Βέβαια, καθώς ἡ Μασονία ἐπιτρέπει αὐτήν τή «διευκόλυνση» τῆς ὑποκρισίας στά κληρικά μέλη της, ὅπως ἀνωτέρω γράφει ὁ Ταξίαρχος Δρεμπέλας, καί ὅπως ἀναλύουμε κατωτέρω. 
Ἔτσι, μόνη ἀσφαλῆ ἀποκήρυξη τῆς Μασονίας ἀποτελεῖ ἡ ἀποφυγή τῶν ἔργων της, πού ἐντός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κυρίως ἕνα: ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ οὐσία τῆς μασονικῆς κοινωνιολογίας καί συγκρητιστικῆς πίστεως.

1. Ἡ κρυψίνοια καί μυστικότητα τῶν Μασόνων

Ὅπως γράψαμε εἰσαγωγικῶς, τό θεμέλιο τῆς Μασονίας εἶναι ἡ μυστικότητα, ἡ ὁποία σαφῶς ὁδηγεῖ καί στήν κρυπτοκρατία, κατά τό μέτρο τῆς μασονικῆς διεισδύσεως στούς κοινωνικούς ἱστούς. Ἐδῶ δέν θέλουμε νά ἐπεκταθοῦμε σέ πολλές λεπτομέρειες, οὔτε στίς προφάσεις πού οἱ Μασόνοι προβάλλουν γιά τήν τήρηση τῆς μυστικότητος καί τίς ἀναλογίες (δῆθεν) μέ τή μυστικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ, τῶν ἐπαγγελμάτων, τῶν κρατικῶν ὐπηρεσιῶν κ.τ.σ. Παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μασόνου Ἀντωνίου Ἀδριανοπούλου, τό ὁποῖο κυκλοφορήθηκε τό 1931 ἐμπιστευτικῶς, μόνον μεταξύ Τεκτόνων[11]. Ἰδού μερικά ἀξιοσημείωτα σημεῖα, στά ὁποῖα ὁ συγγραφεύς παραδέχεται ἀφ’ ἑνός ὅτι οἱ ἀπώτεροι σκοποί τῆς Μασονίας εἶναι ἄλλοι ἀπό αὐτούς πού καταγράφηκαν τό 1723 στό ἀγγλικό ἱδρυτικό «Σύνταγμα τοῦ Ἄντερσον», ἀφ’ ἑτέρου ὅτι, ἄν δέν εἶχε τηρηθεῖ αὐτή ἡ ἀσφάλεια τῶν προφορικῶν μυστικῶν, ἡ Μασονία θά εἶχε δεχθεῖ ἐπικίνδυνα πλήγματα ἀπό τούς ἐχθρούς της.
«Ἐκ τῆς ὅλης διατυπώσεως τοῦ συντάγματος τούτου καί τῶν κρατούντων τότε ἐν Ἀγγλίᾳ δέν φαίνεται νά ἐδόθη εἰς τό δημιουργηθέν τεκτονικόν τάγμα ἡ σημασία, οὐδέ προδιεγράφησαν οἱ σκοποί, τούς ὁποίους κατόπιν σύν τῷ χρόνῳ προσέλαβεν ὁ τεκτονισμός. Μᾶλλον φαίνεται, ὅτι ἐπεδιώχθη ἠ ἵδρυσις ἑνός συνδέσμου διά τήν ἀνάπτυξιν τῆς ἀληθοῦς φιλίας, τήν ὁποίαν τά μέλη ὤφειλον νά ἔχουν πρός ἄλληλα, χωρίς ν’ ἀποβλέπουν εἰς διαφοράς θρησκευτικῶν ἤ πολιτικῶν γνωμῶν ἤ κοινωνικά ἀξιώματα· ἕνα σύνδεσμον μεταξύ ἀνδρῶν ἀγαθῶν καί πιστῶν, ἀνθρώπων τιμίων καί ἁγνῶν, οἵτινες ἐκτός τοῦ συνδέσμου τούτου θά ἔμεναν μακράν ἀλλήλων. Ἡμεῖς φρονοῦμεν, ὅτι τοιοῦτος τόνος ἐδόθη εἰς τάς τεκτονικάς ἐργασίας, οὐχί διότι οἱ ἱδρυταί τοῦ Τεκτονικοῦ Τάγματος δέν ἀπέβλεπον εἰς ἀπώτερους (sic) σκοπούς, ἀλλά διότι ἤθελον εὐθύς ἐν τῇ γεννέσει(sic) αὐτοῦ ν’ ἀποκρύψουν ἐκ λόγων προνοίας τούς σκοπούς των ἀπό τῶν κακοβούλων» [12].
«Τά τυπικά δίδουν ἑρμηνείας τῶν συμβόλων τούτων καί τῶν ἀλληγοριῶν. Ὁ νόμος ὅμως, λέγουν οἱ σοφοί ραββῖνοι, ἐπιδέχεται ἑβδομήκοντα ἑρμηνείας. Αἱ ἑρμηνεῖαι, αἵτινες δίδονται  εἰς τά τυπικά, ἀληθῶς δέν εἶναι αἱ βαθύτεραι. Τά τυπικά εἶναι ἔντυπα, τά ὁποῖα περιπίπτουν εἰς χεῖρας καί βεβήλων ἀνθρώπων καί ἐχθρῶν ἀκόμη τῆς προόδου. Ἕνεκα τούτου οἱ ἱεροί συντάκται τῶν τυπικῶν τούτων δέν ἦτο δυνατόν νά ἐμπιστευθῶσιν εἰς τήν τυπογραφίαν τά βαθύτερα μυστικά. Τήν βαθυτέραν ἔννοιαν τῶν τεκτονικῶν συμβόλων ἔρχεται τότε νά συμπληρώσῃ ἡ τεκτονική παράδοσις μεταδιδομένη ὑπό τῶν λειτουργῶν καί ἑρμηνευτῶν τῆς ἐλευθεροτεκτονικῆς καί εὐτυχεῖς οἱ ἔχοντες ὦτα» [13].
Ἀκόμη πιό ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ (γενομένου λόγου περί ἀλκοολισμοῦ) ὁμολογία τοῦ Μασόνου ἱστορικοῦ Albert Mackey, ὅτι συνέβη Μασόνοι νά «μεταλλάξουν» τή Στοά τους γιά νά ἐπιβιώσουν τῶν παπικῶν διωγμῶν:
«Ὅταν ὁ Πάπας Κλήμης ὁ 12ος τό ἔτος 1738, ἐξέδωσε βοῦλα ἀκοινωνησίας κατά τῆς ἀδελφότητος, οἱ Ἐλευθεροτέκτονες τῆς Ἰταλίας, μή θέλοντας νά ἀπαρνηθοῦν τό καθίδρυμα, ἀλλά καί μή τολμώντας νά ἐξασκοῦν φανερῶς τό τελετουργικό του, ἄλλαξαν τόν τίτλο τοῦ Τάγματος καί συνέχισαν νά συναντῶνται ὡς Μασόνοι ὑπό τό ὄνομα τῶν Ξηροφάγων, μιά λέξη πού σημαίνει “ἄνδρες πού δέν πίνουν”· καί προσέλαβαν αὐτήν τήν προσωνυμία διότι υἱοθέτησαν τή δέσμευση τῆς τελείας ἀποχῆς ἀπό μεθυστικά λικέρ, ὡς μέρος τῶν κανονισμῶν τους» [14].
Δεδομένης αὐτῆς τῆς μασονικῆς μεθόδου παραπλανήσεως, ἡ ὁποία διαπνέει ὅλες τἰς μυστικές ἑταιρεῖες καί τίς σέκτες, ἀποκτᾷ βαρύνουσα σημασία ὁ «Ὅρκος τοῦ Ἕλληνος» στό ἱστορικῆς σημασίας Ἑλληνικό Σύνταγμα τοῦ 1843. Ὁ Ὅρκος διατρανώνει τήν ὑποχρέωση τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν νά ἀνθίστανται σέ συνωμοτικές ὀργανώσεις: «Ὁρκίζομαι [...] νά μή γένω ποτέ μέλος κἀμμιᾶς Ἑταιρείας μυστικῆς πρός ἀνατροπήν τῶν καθεστώτων, ἤ πρός ἐπιβουλήν κατά τοῦ Ἀρχηγοῦ τοῦ Ἔθνους» [15]. Πόσο μᾶλλον κατά τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ!


2. Κληρικοί Μασόνοι

Τό ἐνδιαφέρον τῆς Μασονίας γιά τή στρατολόγηση Κληρικῶν εἶναι ἐμφανές, μέ αὐτονόητη καί μέγιστη στρατηγική σημασία· κατά τήν ὁμολογία τῶν ἰδίων τῶν Τεκτόνων σέ μία ἀνώνυμη γαλλική ἀπολογία τῆς Μασονίας τοῦ 1774: «εἶναι ἕνα ἀπό τά θεμελιώδη ἀξιώματά τους νά προσπαθοῦν νά κάνουν δεκτούς ἀνάμεσά τους ἀξιωματούχους, κρατικούς ὑπουργούς, ἀκόμη καί μονάρχες· καί, ἀλήθεια, πόσοι πρίγκηπες τῆς μοναρχίας, πόσες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πόσοι ἄνθρωποι σεβαστοί χάρις στή θέση τους, τά ἐξαίρετα προσόντα καί τήν καθαρότητα τῶν τρόπων τους, δέν συγκαταλέγονται ἀπό τούς Ἐλεύθερους Τέκτονες στόν ἀριθμό τῶν ἀδελφῶν τους;» [16].
Προτοῦ ἀναφερθοῦμε σέ συγκεκριμένα στοιχεῖα, ἄς ἐξετάσουμε τό θέμα ἀπό τήν πλευρά τή χριστιανική, θεωρητικῶς: ἡ ἀναφορά στή μασονική ἰδιότητα Κληρικῶν, ἐκλαμβάνεται συνήθως ὡς προπαγάνδα τῶν Μασονικῶν Στοῶν, μετά τό θάνατο τῶν ἐπιφανῶν αὐτῶν προσώπων, γιά νά οἰκειοποιηθοῦν τήν «καλή μαρτυρία» τῶν προαπελθόντων. Καί διερωτώμεθα (...«ἠθικιστικῶς»...): ἄν μία ὀργάνωση ὁμοφυλοφίλων ΛΟΑΤ, βελγικό κόμμα παιδεραστῶν, «ταξικῆς πάλης» τύπου 17 Νοέμβρη ἤ ἡ «ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» ἔπραττε τό ἴδιο, ἆραγε ἡ οἰκειοποίηση τῶν ἀποθανόντων Κληρικῶν θά ἀντιμετωπιζόταν μέ τήν ἴδια ἀδιαφορία ἤ ὀλιγωρία ἀπό τήν ἐπίσημη Ἐκκλησία καί δέν θά ὡδηγεῖτο τό θέμα στήν Δικαιοσύνη; Δυστυχῶς, ἡ παραπάνω στάση τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας, ἔχει τρεῖς ἐναλλακτικές (ἤ παράλληλες) ἐνδεχόμενες ἑρμηνεῖες: (α) ἤ οἱ φερόμενοι ὡς Μασόνοι Κληρικοί ἦταν πράγματι Τέκτονες, ὁπότε ὁποιοσδήποτε δικαστικός ἀγώνας τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἀντιθέτου θεωρεῖται (προ)καταδεδικασμένος, (β) ἤ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία (μέ ἐπαινετές ἐξαιρέσεις Ἐπισκόπων) ἀγνοεῖ τόν ἐπικίνδυνο ἀντι-δογματικό, ἀντι-εκκλησιαστικό καί συγκρητιστικό χαρακτῆρα τῆς Μασονίας καί ἀδιαφορεῖ γιά τή μασονική διείσδυση, ἀδιαφορεῖ καί γιά τήν ὑστεροφημία τῶν Κληρικῶν της, (γ) ἤ κάποιοι Ἐπίσκοποι δέχονται μασονικές πιέσεις μέσῳ πολιτικῶν παραγόντων ἤ κατευθεῖαν ἀπό τή Στοά ὅπου ἀνήκουν, γιά τήν ἀποσιώπηση τῶν μασονικῶν μεθοδεύσεων, κατά τόν ἴδιο τρόπο πού ἡ CIA ἐπενέβη ὑπέρ τῶν σεκτῶν στά ἑλληνικά πράγματα τό ἔτος 1995[17].
Ὁποιαδήποτε ἀπό τίς τρεῖς περιπτώσεις ἰσχύει, κατανοοῦμε ποιούς βαθύτερους κινδύνους ἐγκυμονεῖ γιά τήν Ὀρθοδοξία, ἐφαρμοζόμενη εὐρύτερα.
Μέ πιό χαρακτηριστική περίπτωση τό δίτομο ἔργο τοῦ Μιχάλη Φυσεντζίδη «Ἐπιφανεῖς καί Διάσημοι Ἕλληνες Ἐλευθεροτέκτονες 1800-1970», ἡ μασονική βιβλιογραφία διαφημίζει θριαμβικῶς ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς ἀντιδράσεως τήν ἰδιότητα περίπου δεκαπέντε ἐπιφανῶν Κληρικῶν ὡς Τεκτόνων[18]. Εἶναι ὅμως πιθανώτερο, καί ἄς μοῦ συγχωρηθεῖ ἡ ἐπίκληση τῆς κάποιας πείρας μου στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση (2005-2008), εἶναι πιθανώτερο νά δεχθεῖ ὁ γράφων τήν «καμπάνα» γιά αὐτά πού γράφονται ἐδῶ, παρά ὁποιοσδήποτε Μασόνος συγγραφεύς, καί παρά τή συνοδικῶς καί πανορθοδόξως ἀποφασισμένη ὑποχρέωση τοῦ Μοναχισμοῦ νά μάχεται γιά τά ὀρθόδοξα δόγματα[19].
Ἡ ἐμπλοκή στή Μασονία Ὀρθοδόξων Κληρικῶν δέν εἶναι τόσο ἐκτενής, ὅσο θά ἤθελαν στούς ἱστοχώρους τους κάποιοι κατήγοροι τῆς Ὀρθοδοξίας, εἴτε Προτεστάντες (ὅπως ὁ «Σπορεύς») εἴτε ἀρχαιολάτρες (ὅπως ἡ «Ἀπολλώνια Ἑλληνική Κίνηση»). Ἀντιθέτως, εἶναι ὁ Προτεσταντισμός ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βάσει ἐπισήμων κειμένων του εἶναι «μουλιασμένος» (“soaked”) στόν Τεκτονισμό[20] · ἡ ἀρχαιολατρία πάλι, ἀποτελεῖ τήν ἐκλαΐκευση τῆς μασονικῆς λατρείας τῶν «ἀρχαίων μυστηρίων» (Ἐλευσινείων, Ἴσιδος, Μίθρα κ.λπ.) [21], τά ὁποῖα παλαιότερα προορίζονταν μόνον γιά τούς «ἐκλεκτούς» μεμυημένους Μασόνους. Ὡστόσο, ἡ μασονική διείσδυση φαίνεται νά ἔχει βρεῖ καί στήν Ὀρθοδοξία τούς ὀλίγους ἀνθρώπους «κλειδιά», πρός τή μασονική καθοδήγηση τῶν ὀρθοδόξων θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων σέ ἱστορικές περιόδους-ὁρόσημα.


3. Παραλληλία Μασονίας καί Οἰκουμενισμοῦ

Ἡ σύγκριση τῆς ζωῆς καί δράσεως τῶν φερομένων ὡς Μασόνων Κληρικῶν μέ τήν πρόοδο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρουσιάζει ἀξιοσημείωτες παραλληλίες καί ἐν πάσῃ περιπτώσει, χρήζει ἰδιαιτέρας προσοχῆς ἐκ μέρους ὅσων μάχονται κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ παραλληλίες αὐτές φανερώνουν ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός δέν ἀποτελεῖ προσωρινό θεολογικό πειραματισμό συγκεκριμένων ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν, οὔτε ἐρωτοτροπία γεω-πολιτικῶν προεκτάσεων συγκεκριμένων προσώπων (πού δῆθεν θά ἐκλείψει, ὅταν οἱ κεφαλές τῶν Οἰκουμενιστῶν ἀπέλθουν ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ)· δεικνύουν ἀντιθέτως ὅτι ὑπάρχει ἐπιμελἠς σχεδιασμός τῶν Στοῶν, γιά τή σύγκραση ὁμολογιῶν καί θρησκειῶν· ὅπως διεπίστωνε τό 2007 τεκτονικό περιοδικό τῆς Νέας Ζηλανδίας, ἐπαναλαμβάνοντας παλαιότατα διδάγματα τῶν Στοῶν: «Ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός στά 1700 ἔκανε ἕνα θαυμαστό πρᾶγμα. Ἐπέτρεψε σέ ὅλες τίς χριστιανικές ὁμολογίες νά ἐργασθοῦν μαζί καί, μετά τήν ἀποχριστιανοποίηση τῶν τελετῶν, ἐπέτρεψε σταθερή ἀνάπτυξη πρός τήν σημερινή κατάσταση, ὅπου ἄνδρες ὅλων τῶν πίστεων μπορουν νά καθήσουν καί νά ἐργασθοῦν μαζί – καί πόσο τό χρειάζεται τώρα αυτό ἡ κοινωνία! Δέν χρειαζόμαστε πλέον φουνταμενταλιστές ὁποιασδήποτε πίστεως νά μᾶς λένε ὅτι τό πιστεύω τους εἶναι ἡ μόνη ἀληθής ἄποψη· ὅτι ἡ ὁδός τους εἶναι ἡ μοναδική ὁδός καί τά συναφῆ» [22]. Παρακάτω, ἀνατρέποντας τούς σχετικούς πρόχειρους καί ἀβάσιμους ἰσχυρισμούς τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Τσέτση κατά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, ἀποδεικνύουμε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός, τόσο στίς προτεσταντικές του ἀπαρχές, ὅσο καί ἀργότερα, χρηματοδοτήθηκε ἀπό τούς γνωστούς μεγιστάνες τοῦ ἀμερικανικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ καί τῆς παγκοσμιοποιήσεως Ροκφέλλερ.
Κάποιες «τυχαῖες» παραλληλίες, πού ἐπαναλαμβανόμενες παύουν νά εἶναι συμπτώσεις, ἀπολήγουν στό ἑξῆς: ὅσα ἐκκλησιαστικά πρόσωπα εἴτε συγκεντρώνουν ἔντυπες μασονικές «περγαμηνές» καί ἐπαίνους (Πατριάρχες ΚΠόλεως Ἰωακείμ ὁ Γ΄, Μελέτιος Μεταξάκης καί Ἀθηναγόρας,  ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογίας Νικόλαος Λούβαρις), εἴτε ἔχουν ἐκφρασθεῖ γραπτῶς μέ τάσεις ἀθωωτικές τῆς Μασονίας ἤ εἶχαν ἀλληλογραφία καί οἰκονομικές δοσοληψίες μέ αὐτήν (Παρθένιος Ἀλεξανδρείας, Ἀθηναγόρας Κοκκινάκης [Θυατείρων], Ἰάκωβος Ἀμερικῆς, Σάββας Ἀγουρίδης), ὅλα αὐτά τά πρόσωπα ἔχουν ἀποδειχθεῖ συνειδητοί Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν τό δικό τους  λιθαράκι (τοὐλάχιστον) στήν ἀποσιώπηση καί τόν παραμερισμό τῶν ἱερῶν Δογμάτων, τήν «ὑπέρβαση» τῶν ἱερῶν Κανόνων, τήν κατάργηση τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία μέ Βάπτισμα ἤ καί συνολικῶς, καί τήν ἀλλαγή τῆς αὐστηρῆς ἐκκλησιολογικῆς γραμμῆς στόν διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους. Ἄλλωστε, πολύ νωρίτερα ἕνα ἀπό τά «καυχήματα» τῆς Μασονίας (κατά τόν Μ. Φυσεντζίδη[23]), ὑπῆρξε ὁ ἐπιφανέστερος Ἕλληνας αἱρετικός τῶν τελευταίων αἰώνων, ὁ Θεόφιλος Καΐρης (1784-1853), τοῦ ὁποίου τό μέν θρησκευτικό σύστημα, ἡ «Θεοσέβεια», ἀποτελεῖ ἀκριβές ἀντίγραφο τῆς μασονικῆς δεϊστικῆς θεολογίας (ἑτοιμάζεται μικρή σχετική μελέτη), ἡ δέ διδασκαλία του ἀντικατέστησε τή θεολογία καί ὀρθόδοξη Κατήχηση μέ τή θρησκειολογία· ὁ Καΐρης «εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς θρησκειολογίας ἀνέπτυσσε τὰς βάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν θρησκειῶν, χωρίς νὰ ἐκφέρῃ κρίσεις ἐπ’ αὐτῶν» [24]. Ὁ Καΐρης, ἀνέπτυξε μιά δική του ἀνεξάρτητη ἐκκλησιαστική σχολή, μιά «Ἀκαδημία τοῦ Βόλου» τῆς ἐποχῆς του, δηλαδή τό Ὀρφανοτροφεῖο τῆς Ἄνδρου (1836), πού λειτούργησε ὡς σχολεῖο μασονικής παιδείας γιά τόν «θεοσεβικό», θρησκειολογικό καί ἐν γένει μασονικό καταρτισμό τῶν ρωμηόπουλων.
Ἄλλο καύχημα ἐξ ἴσου τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ Τεκτονισμοῦ ὑπῆρξεν ὁ δύσφημος Πατριάρχης Μελέτιος Β΄ ὁ Μεταξάκης[25], ὁ ἐκλεκτός τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς Γηραιᾶς Ἀλβίωνος, τῆς Μ. Βρεττανίας, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ἀλληλογραφία του μέ τόν Ἀγγλικανό Πρεσβύτερο (Canon) J.Α. Douglas[26]. Ὁ ἐκπεσών τοῦ Ἁγιοταφιτισμοῦ Μελέτιος, σύμφωνα μέ τή 25σέλιδη νεκρολογία τοῦ Μασόνου φίλου του, Ἀλέξανδρου Ζερβουδάκη, «παρακολουθοῦσε τίς ἐργασίες καί τή δράση τοῦ Τεκτονισμοῦ παντοῦ ὅπου βρέθηκε στήν πολυτάραχη ζωή του, καί οἱ περιστάσεις καί τό περιβάλλον τοῦ τό ἐπέτρεπαν [...] Ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι, πού σάν τόν ἀδελφό Μελέτιο, δέχθηκαν τόν Τεκτονισμό καί τόν ἔκαναν βίωμά των. Καί ὑπῆρξε πραγματική ἀπώλεια ὅτι τόσο γρήγορα ἀνακλήθηκε ἀπό τόν Μ.Α.Τ.Σ. στήν Αἰωνία Ἀνατολή, πρίν ὁλοκληρώσῃ τά ἔργα μέ τά ὁποῖα ἐστεφάνωσε τό πέρασμά του ἀπό τόν κόσμο μας» [27]. Περιττόν νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ πρωτοβουλία καί αὐθαίρετη δράση τοῦ Μεταξάκη στό θέμα τῆς τελικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, μετά τό Πανορθόδοξο Συνέδριο τοῦ 1923, ἦταν, ὅπως τήν ὀνόμασε τό 1930 ὁ ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος (Βελιμίροβιτς) πρόξενος «εἴδους τινός σχίσματος» [28]. Πάντως, οἱ οἰκουμενιστικές ἐκτροπές τοῦ Μασόνου Μεταξάκη ὑπῆρξαν λίαν ἀρεστές στήν ἀγγλική πολιτική, ἡ ὁποία προφανῶς εὐελπιστοῦσε ὅτι μετά τή Μητρόπολη Κιτίου, τήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως καί αὐτό τῆς Ἀλεξανδρείας, παντοῦ δηλαδή ὅπου ὑπῆρξε ὁ Μελέτιος Προκαθήμενος μέ τίς εὐλογίες τοῦ (ἐπίσης Μασόνου) Ἐλευθερίου Βενιζέλου καί τῶν Ἐγγλέζων, θά μποροῦσε ὁ Μελέτιος νά μεταφέρει τῶν μεταρρυθμίσεών του τά φῶτα (καί νά «ἀλλάξει τά φῶτα») καί στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ὡς Πατριάρχης τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας· σύμφωνα μέ τήν νεκρολογία τοῦ ἀνταποκριτῆ τῶν Church Times τῆς 2ας Αὐγούστου 1935, ὁ Ἀλεξανδρείας Μελέτιος «σέ κάθε πόστο δέν ἔκρυψε τίς ἀρχές του ὡς συντηρητικοῦ μεταρρυθμιστῆ ἀφίνοντας νά γίνει γνωστό στήν Ἀμερική ὅτι θά καλωσόριζε τόν γάμο τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι δέν θά ἔπρεπε νά λαμβάνονται μόνον ἀπό τήν ἐλλιπῆ δεξαμενή τῶν μοναστηριῶν, καί ὅτι θά μποροῦσε νά φαντασθεῖ κοντά μαλλιά καί “κληρική ἐνδυμασία”, ὡς ὑποκατάστατο γιά τό, ὄχι τόσο ἀρχαῖο, μοναστικό ζωστικό μέ τό ὁποῖο ἐνδύονται οἱ σύγχρονοι ὀρθόδοξοι ἱερεῖς [...] Ἄν ἐπιθύμησε τόν θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων, ἦταν ἐπειδή ἔνιωθε ὅτι μποροῦσε νά ξοδεύσει τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του φέροντας εἰς πέρας ἐκεῖ τίς ἀπαραίτητες καί ἀνεπιθύμητες μεταρρυθμίσεις» [29].
Τελικῶς, μετά ἀπό ἐκτενῆ μελέτη, δέν μπορεῖ κανείς παρά νά διαπιστώσει, παραλλάσσοντας ἕνα παλαιό πολιτικό σύνθημα, ὅτι «ὅλοι μέν οἱ Οἰκουμενιστές δέν εἶναι Μασόνοι, ἀλλά ὅλοι οἱ Μασόνοι εἶναι Οἰκουμενιστές», πρᾶγμα πού ἀποδεικνύεται ἀπό τούς  θεμελιακούς σκοπούς τῆς Μασονίας. Καθώς γράφει ὁ Μασόνος ἱστορικός J.S. Ward, ἱδρυτής καί γενικός γραμματεύς τῆς “Masonic Study Society”:  «Στή νέα ἐποχή ἡ ὁποῖα διέρχεται διά μέσου τῶν μακρῶν ὠδίνων τῆς γεννήσεώς της, ἡ Μασονία θά ὑπάρχει, ὅπως καί ἀπό παλιά, γιά νά θέτει τά πλατειά θεμέλια ἐπί τῶν ὁποίων ἡ νέα θρησκεία θά κτισθεῖ. Πλάνες καί ψευδῆ δόγματα θά παρέλθουν, καί μεταξύ αὐτῶν ἴσως καί μερικά τά ὁποῖα φαίνονται στούς πτωχούς τυφλωμένους ὀφθαλμούς μας ὡς τά περισσότερο οὐσιώδη· ἀλλ’ ἡ Πραγματική Ἀλήθεια θά παραμένει πάντοτε, διότι ἡ ἀλήθεια εἶναι αἰώνια, καί οἱ βάσεις τῆς ἀληθείας ὑπάρχουν στό Τάγμα μας. Ἀπό αὐτές θά προέλθει μιά νέα καί καλύτερη διαθήκη γιά μιά ἀκόμη φορά, καί ἡ Μασονία θά παραμένει ἀκόμη γιά νά εἶναι ἡ κιβωτός τῆς καταφυγῆς, ὅταν γιά μιά ἀκόμη φορά τά ὕδατα τῆς καταστροφῆς θά ἀπειλοῦν τήν γῆν ἐπί μακρόν στό ἑξῆς» [30].
Ἡ μασονική αὐτή μεσσιανική προσδοκία πού συμπίπτει ἀπολύτως μέ αὐτήν τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, δηλαδή μιᾶς ἐπιγείου «νέας διαθήκης», ἡ ὁποία αὐτονοήτως προϋποθέτει κατάργηση οὐσιωδῶν δογμάτων, ποῦ ἀλλοῦ εὑρίσκει τήν εὐρεῖα ἐκπλήρωσή της παρά στόν σύγχρονο Οἰκουμενισμό, ὁ ὁποῖος βαθμιαίως λαμβάνει προσανατολισμό διαθρησκειακό;
Προφανῶς, οἱ παραπάνω Κληρικοί καί θεολόγοι δέν ὑπῆρξαν οἱ μόνοι μασονικοί κοχλίες, ὥστε νά καμφθεῖ ἐσωτερικῶς ἡ ὀρθόδοξος αὐτοσυνειδησία περί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς. Εἶναι μόνον αὐτοί πού μᾶς ἐπιτρέπει κυρίως ἡ μασονική βιβλιογραφία νά ἐντοπίσουμε. Καί τό γεγονός ὅτι ἡ μασονική βιβλιογραφία δέν φοβεῖται πιά νά ἀποκαλύψει τούς Μασόνους ἐκείνους οἰκουμενιστές οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν στήν ἀπαλοιφή δογμάτων καί θρησκευτικῶν διαφορῶν, πρέπει νά μᾶς κάνει νά ἀνησυχοῦμε.
Συνεπῶς εἶναι ἀξιοσημείωτες, καί διόλου ἀνερμήνευτες ὑπό αὐτή τήν προοπτική, οἱ κοινές θεολογικές καί λοιπές συντεταγμένες τῆς Μασονίας καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ «φαινότυπος» πολλῶν οἰκουμενιστικῶν διδαγμάτων, ἔχει τόν ἀντίστοιχο «γονότυπο» στίς διδασκαλίες τῆς Μασονίας στά ἑξῆς θέματα, χωρίς νά ἐπιμηκύνω πρός τό παρόν μέ τήν παράθεση μακρᾶς βιβλιογραφίας: (α) στήν ὑποτίμηση τῆς Τριαδολογίας, ἡ ὁποία στά κείμενα τοῦ Π.Σ.Ε. ξεκίνησε μέ τήν παντελῆ ἀπουσία μνείας στήν Ἁγία Τριάδα τό 1948[31], καί συνεχίζεται, παρά τή βελτίωση τοῦ 1961 στό Νέο Δελχί, (β) στήν ἐλαχιστοποίηση καί ἀποσιώπηση τῶν δογμάτων, συκοφαντουμένων καί ὑποτιμωμένων, χάριν τῆς δημιουργίας μιᾶς «εἰρηνικῆς ἑνωμένης ὑπερεκκλησίας», (γ) στήν κοντόφθαλμη προοπτική τῆς ἐπιγείου εὐφρόσυνης βασιλείας καί ὄχι τῆς οὐρανίου καί ἀκτίστου, παρά τήν ἀποστολική προειδοποίηση «μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ», (δ) στή μομφή συλλήβδην κατά τοῦ χριστιανικοῦ παρελθόντος ὡς προξένου κακῶν στήν ἀνθρωπότητα (παλαιά ἐποχή – παλαιό καθεστώς), (ε) στήν πλαστή διάκριση μεταξύ ὁρατῶν καί διεφθαρμένων ἐκκλησιῶν ἀφ’ ἑνός καί τοῦ «ἀδιάφθορου» καί «περιεκτικοῦ» ἐσωτερικοῦ Χριστιανισμοῦ (ἤ τῆς «ἀοράτου Ἐκκλησίας» τοῦ Π.Σ.Ε.) ἀφ’ ἑτέρου, δηλαδή τή παν-μασονική διάκριση (καλοῦ) Χριστιανισμοῦ καί (κακῆς) Ἐκκλησίας, (στ) στήν προβολή τοῦ φεμινισμοῦ καί τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν, βασικοῦ στοιχείου τοῦ μασονικοῦ γνωστικισμοῦ τῆς Καββαλά ὑπό τή μορφή τῆς ἱέρειας καί τῆς «ἱερῆς θηλυκότητος», (ζ) στό ὑπερβολικό οἰκολογικό ἐνδιαφέρον, μέ ἱεροποίηση τῆς κτίσεως,  (η) στή δικαίωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἰδιαιτέρως μετά τίς θέσεις του ΠΣΕ στό Πουσάν· δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στή μασονική βιβλιογραφία, ἐκτός ἀπό τίς πάμπολλες ἀναφορές στόν δῆθεν ἀνθρώπινο ἀρχέγονο «ἑρμαφροδιτισμό», γίνεται λόγος καί γιά τό «οὐδέτερο φύλο», μάλιστα ἤδη στό ἔτος 1919[32]· (θ) στή θεολογική ἀθώωση τοῦ ραββινικοῦ-ταλμουδικοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὡς δῆθεν παράλληλου, δευτέρου δρόμου πρός Θεόν διά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐξ οὗ καί καταργήθηκε καί ἀπαγορεύθηκε ἤδη στόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό ἡ ἄποψη περί τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ «παλαιοῦ» ἀπό τόν «Νέο Ἰσραήλ» (βλ. καί τό φαινόμενο τοῦ “Christian Zionism”). Τέλος, (ι) στήν ἀπαγόρευση πρός τίς «ἐκκλησίες» τοῦ ΠΣΕ τοῦ μεταξύ τους προσηλυτισμοῦ· «συμπτωματικῶς» καί στίς θεμελιώδεις μασονικές ἀρχές δηλώνεται ὅτι ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός «ἀποκρούει, ὡς ἀντιτεκτονικόν, πάντα προσηλυτισμόν» [33].
Ὅλα τά παραπάνω στοιχεῖα μασονοποιήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ μαρτυροῦνται μέ γραπτά τεκμήρια, τόσο στή Μασονία, ὅσο καί στά κείμενα τοῦ ΠΣΕ καί τῶν συναφῶν κινήσεων τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀσύνδετα καί συμπτωματικά, δεδομένης τῆς ἐκεῖ ἐμπλοκῆς (φιλο)Μασόνων Κληρικῶν καί θεολόγων.
Αὐτά τά θεολογικά μικρόβια, καί ἄλλα παράπλευρα, δέν ὑπῆρχαν στήν καθ΄ ἡμᾶς Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Καθολική Ἐκκλησία μέχρι τῆς ἀναμείξεώς μας στόν Οἰκουμενισμό, διά τοῦ ὁποίου, δίκην πνευματικῆς ἐπιδημίας, προσβληθήκαμε καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς Προτεστάντες, ἤδη τότε μεμολυσμένους θεολογικῶς ἀπό τή Μασονία · κατά τήν ὁμολογία ἀνεξαρτήτων ἐρευνητῶν, ὁ Προτεσταντισμός εἶναι ἀπολύτως συμβατός μέ τήν Μασονία· ὁ σοσιαλιστής Γιόχαν Ζάσσενμπαχ, οὐδέτερος ἀναλυτής τῆς Μασονίας, σημειώνει ὅτι ὁ Προτεσταντισμός, κατά τό περιοδικό Λατόμια «εἶναι τό μισό τοῦ τεκτονισμοῦ. Θεωρεῖ τό περιεχόμενο τῆς θρησκείας σάν κάτι ἀπ΄ εὐθείας δοσμένο ἀπό τό Θεό κ΄ ἐπιτρέπει στό λογικό νά μεταβάλη τήν ἄψυχη μᾶζα. Ὁ τεκτονισμός πάλι πιστεύει πώς τό λογικό ὄχι μοναχά τίς μορφές μπορεῖ νἀλλάζη, ἀλλά καί τό θρησκευτικό περιεχόμενο»· καί καταλήγει ὁ Ζάσσενμπαχ: «τά σημεῖα πού ἑνώνουν τόν προτεσταντισμό μέ τόν τεκτονισμό εἶναι περισσότερα – μπορεῖ νά πῇ κανείς- ἀπό ἐκεῖνα πού τόν ἑνώνουν μέ τόν καθολικισμό» [34]. Ὅπως θέτουν τό ζήτημα οἱ Αὐστριακοί Τέκτονες Λένχοφ καί Πόζνερ: «Πράγματι αὐτήν τή σχέση [Προτεσταντισμοῦ καί Μασονίας] τήν ἀποδεικνύει ἐπίσης ἡ ἱστορία τῆς Μασονίας. Αὐτή γεννήθηκε σέ χώρα προτεσταντική, καί οἱ περισσότερες Στοές εὑρίσκονται σέ προτεσταντικές χῶρες. Τό προτεσταντικό πνεῦμα μέσα στή Μασονία φανερώνεται ὄχι μόνο στούς προτεσταντικούς, ἀλλά καί σέ ἄλλους λαούς. Συντηρεῖ τόν πολιτιστικό βίο ὅλων τῶν κρατῶν. Ἡ Βίβλος εἶναι ἡ μοναδική πηγή ἐπιγνώσεως τῶν Προτεσταντῶν στίς θρησκευτικές ὑποθέσεις, κεῖται αὐτή ἐπίσης στούς ἐλευθεροτεκτονικούς ναούς [...] Ὁ ἱερομόναχος Χέρμαν Γκροῦμπερ S.J., βλέπει στή Μασονία τήν “ἐσωτερική μορφή” τῆς – κατά τά ἄλλα - ἐξωτερικῆς, γενικώτερης, φιλελευθέρου, μοντέρνας προτεσταντικῆς κινήσεως» [35].
Ἐπιφυλάσσομαι, ἐάν θέλει ὁ Κύριος, νά ἐπεκταθῶ στό μέλλον λεπτομερῶς στά προδηλωθέντα. Εἶναι ὅμως καιρός, νά ἀποκαλυφθεῖ καί ἡ (παν)σιωνιστική ἀνάμειξη στή δημιουργία τοῦ Π.Σ.Ε.


4. Τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) δημιούργημα τῆς Μασονίας καί τῶν Ροκφέλλερ

Ὁ Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Γεώργιος Τσέτσης σχολιάζοντας τήν ἐγκύκλιο τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας (2013) τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, περί τῆς προελεύσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τή Μασονία καί τόν Σιωνισμό, ἀπεφάνθη ὅτι οἱ ἰσχυρισμοί αὐτοί εἶναι «τραβηγμένο ἀπό τά μαλλιά παράδοξο καί ξενίζον μακιαβελικό σχέδιο», σημειώνει δέ καί ὅτι θά ἦταν «πολλαπλῶς χρήσιμο ἄν ἡ Σεβασμιότης του παρέπεμπε στίς πηγές ἀπό τίς ὁποῖες ἀρύσθηκε στοιχεῖα». Τέλος, ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος, προτοῦ ἀναλύσει ὅλες τίς ἀγαθοεργίες τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν στήν Ἑλλάδα, ὑπενθυμίζει ὅτι τό Κράτος τοῦ Ἰσραήλ ἔχει ἐπανειλημμένως ἐκφράσει τήν πικρία του γιά τίς δηλώσεις τοῦ Π.Σ.Ε. περί τοῦ παλαιστινιακοῦ ζητήματος[36].
Ἄς μᾶς ἐπιτρέψει ὁ π. Γεώργιος, νά διαπιστώσουμε, ὅτι (δυστυχῶς γιά τήν ἄποψή του) ὑπάρχουν κείμενα πού μαρτυροῦν ἀναφανδόν ὑπέρ τῶν θέσεων τοῦ Σεβασμιωτάτου Πειραιῶς, πέραν τῶν «Πρωτοκόλλων τῶν Σοφῶν τῆς Σιών», περί τοῦ ὅτι (δυστυχῶς γιά τήν Ἐκκλησία) ἡ Οἰκουμενική Κίνηση χειραγωγεῖται ἀπό τήν κρυπτοκρατία τῶν ἐν λόγῳ μηχανισμῶν. Καί εἶναι θαυμαστό, δεδομένης τῆς ἀσφαλείας τόσο τῆς Μασονίας ὅσο καί τῶν Σιωνιστῶν, ὅτι διέρρευσαν ἔστω καί αὐτά πρός ἕνα εὐρύτερο κοινό. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Π.Σ.Ε. κατά ἐνεργειῶν τοῦ Κράτους τοῦ Ἰσραήλ δέν κοστίζει καί τίποτε, ἐφ΄ ὅσον ὁ ἀπώτερος μεσσιανισμός τοῦ Ἰσραήλ ἐξυπηρετεῖται κάλλιστα ἀπό τή διαθρησκειακή κίνηση (στενή καί εὐρεῖα), ἐνῷ τό Π.Σ.Ε. δέν ἔχει οὐσιαστική, ὡς γνωστόν, πολιτική, οὔτε βεβαίως ἄλλη δύναμη ἀπειλητική τοῦ Ἰσραήλ. Περί τῆς κρυφῆς σχέσεως τοῦ Παπισμοῦ μέ τή Μασονία ἀρκεῖ πρός τό παρόν νά ὑπενθυμίσουμε τό σκάνδαλο τῆς Στοᾶς Propaganda Due (P2) τό 1982 καί τῆς Banco Ambrosiano, ὡς κορυφή ἑνός ὁλοκλήρου παγόβουνου.

Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ σχέση τῶν Ροκφέλλερ μέ τόν Οἰκουμενισμό;

Ἡ σχέση τῆς οἰκογένειας Ροκφέλλερ μέ τόν Οἰκουμενισμό, ὑπῆρξε τόσο ἰδεολογική, μέ σαφῆ στόχευση πρός τήν ἐκκλησιαστική καί θρησκευτική παγκοσμιοποίηση καί ἕνωση, ὡς μέσον διεθνοῦς εἰρήνης, ὅσο καί οἰκονομική, μέ σκοπό τήν ἐπέκταση τῶν καπιταλιστικῶν συμφερόντων τῆς οἰκογενείας Ροκφέλλερ καί τῆς πετρελαϊκῆς τους ἑταιρείας, τῆς Standard Oil, σέ νέες ἀγορές. Ἡ σχέση αὐτή εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντική, ἄν ληφθεῖ ὑπ΄ ὄψη ὅτι οἱ Ροκφέλλερ ὑπῆρξαν ἱδρυτές τοῦ Συμβουλίου ἐπί τῶν Ἐξωτερικῶν Σχέσεων τῶν ΗΠΑ (CFR, Council on Foreign Relations), ἑνός σημαντικώτατου μηχανισμοῦ στήν προώθηση τῆς παγκοσμιοποιήσεως καί τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων (NWO) [37].
Ἐδῶ δέν θέλω νά ἀναλωθοῦμε στό νά δειχθεῖ ἡ σημασία τοῦ ἔργου τῶν Rockefeller γιά τήν προώθηση παγκοσμίως τῶν (παν)σιωνιστικῶν συμφερόντων. Νομίζω ἀρκεῖ ἡ ἴδια ἡ μαρτυρία τοῦ Δαβίδ Ροκφέλλερ (1915-), υἱοῦ τοῦ Τζόν Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ, ὅπως ἔχει καταγραφεῖ στά ἀπομνημονεύματά του, καί ἀποτελεῖ παραδοχή τοῦ ρόλου τῆς οἰκογενείας του: «Γιά περισσότερο ἀπό ἕναν αἰῶνα οἱ ἰδεολογικοί ἐξτρεμιστές σέ ἀμφότερα τά ἄκρα τοῦ πολιτικοῦ φάσματος, ἔχουν ἁρπάξει καλο-δημοσιοποιημένα περιστατικά, ὅπως τῆς συναντήσεώς μου μέ τόν Κάστρο, γιά νά ἐπιτεθοῦν στήν οἰκογένεια Ροκφέλλερ, λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς ἐπιρροῆς πού ἰσχυρίζονται ὅτι ἐξασκοῦμε ἐπί ἀμερικανικῶν πολιτικῶν καί οἰκονομικῶν θεσμῶν. Μερικοί πιστεύουν ἀκόμη καί τό ὅτι εἴμαστε μέρος μιᾶς μυστικῆς μηχανορραφίας, πού ἐργάζεται κατά τῶν βελτίστων συμφερόντων τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, χαρακτηρίζοντας τήν οἰκογένειά μου καί ἐμένα ὡς διεθνιστές καί ὡς συνωμοτοῦντες, μαζί μέ ἄλλους σέ ὅλο τόν κόσμο, γιά νά οἰκοδομήσουμε μιά πιό ἑνοποιημένη παγκόσμια πολιτική καί οἰκονομική δομή, τόν “ἕνα κόσμο”, ἄν θέλετε. Ἄν αὐτή εἶναι ἡ κατηγορία, δηλώνω ἔνοχος καί εἶμαι ὑπερήφανος γι΄ αὐτήν» [38].

Ἄνθρωπος-κλειδί στή σχέση τῶν Ροκφέλλερ μέ τήν Οἰκουμενική Κίνηση ὑπῆρξε ὁ Τζόν Μόττ (John Mott, 1865-1955), ἕνας ἀπό τούς δημιουργούς τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ καί, οὐσιαστικῶς καί τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί συνεργάτης τῶν Ροκφέλλερ· ὁ Μόττ ὑπῆρξε πρόεδρος (1915-1920) τῆς «Ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Φοιτητικῆς Ἐθελοντικῆς Κινήσεως γιά τήν Ἐξωτερική Ἱεραποστολή», γενικός γραμματεύς τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς τῆς ΧΑΝ (YMCA), γενικός γραμματεύς καί πρόεδρος (1895-1928) τῆς «World Student Christian Federation», πρόεδρος τοῦ «Παγκοσμίου Ἱεραποστολικοῦ Συνεδρίου τοῦ Ἐδιμβούργου» (1910) καί τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τίς Ἱεραποστολές, ἡ ὁποία μετά τό 1920 ὀνομάστηκε «Διεθνές Ἱεραποστολικόν Συνέδριον»· τό 1946 βραβεύθηκε μέ τό Νόμπελ Εἰρήνης[39] καί τό 1948 ἀνακηρύχθηκε ἐπίτιμος πρόεδρος τοῦ ΠΣΕ.  Ἄλλωστε, τόσο τό Συνέδριο τοῦ Ἐδιμβούργου τοῦ 1910 ὅσο καί τό ὡς ἄνω τοῦ 1920 θεωροῦνται σημαντικοί σταθμοί τῆς πρώιμης οἰκουμενικῆς κινήσεως[40].
Οἱ ἰσχυρισμοί γιά τή μασονική ἰδιότητα τοῦ Μόττ φαίνονται πλήρως δικαιωμένοι, καθώς ὁ Μόττ ἐκ νεότητος ὑπῆρξε μέλος τῆς πανεπιστημιακῆς ἀδελφότητος Φί Βῆτα Κάππα (ΦΒΚ, Phi Beta Kappa) [41]. Ἡ ἀδελφότητα αὐτή, ἡ πρώτη ἱστορικῶς ἀπό τίς λεγόμενες «ἑταιρεῖες τιμῆς» (“honor societies”) τῶν ἀμερικανικῶν Πανεπιστημίων, λέγεται ὅτι ἱδρύθηκε ἀπό πρόσωπα πού ἐκ τῶν ὑστέρων ἐντάχθηκαν στή Μασονία[42]. Ὅμως, ἡ κατ’ ἐξοχήν ἐπιβεβαίωση τοῦ μασονικοῦ χαρακτήρα τῆς ΦΒΚ ἔρχεται ἀπό τόν Τέκτονα Samuel Knapp, ὁ ὁποῖος στό βιβλίο του «Ἡ Μεγαλοφυΐα τῆς Μασονίας ἤτοι Μία Ὑπεράσπιση τοῦ Τάγματος» ἐπιβεβαιώνει ἤδη τό 1828 τήν προέλευση τῆς ΦΒΚ ἀπό τούς Γερμανούς Μασόνους Ἰλλουμινάτι (τούς «Πεφωτισμένους») [43]. Ἡ οἰκουμενιστική καί παγκοσμιοποιητική δραστηριότητα τοῦ Μόττ σαφῶς συνεισφέρει στήν ἐπιβεβαίωση τῶν λεγομένων.
Τό 1982, ὁ Ἀμερικανός Καθηγητής τῆς Ἱστορίας Charles E. Harvey τοῦ Πανεπιστημίου Californian State University (Chico-California) σέ ἄρθρο του, μέ τίτλο «Ὁ John D. Rockefeller Jr. καί ἡ Παγκόσμια Διεκκλησιαστική Κίνηση τοῦ 1919-1920: Μιά διαφορετική ὀπτική πάνω στήν Οἰκουμενική Κίνηση» [44], ὅχι μόνον ἐκθέτει πλήρως τήν εἰκόνα τῆς χρηματοδοτήσεως τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως ἀπό τούς πατέρα καί υἱό (Senior καί Junior) Τζόν Ροκφέλλερ καί τήν ἐμπλοκή τοῦ Μόττ, ἀλλά καί ἀποκαλύπτει ὅτι ἔγινε προσπάθεια συγκαλύψεως τοῦ ρόλου τοῦ Rockefeller τοῦ Νεώτερου ἀπό τόν δικηγόρο καί σύμβουλό του, τόν Raymond Fosdick· αὐτός ὑπῆρξε ἀδελφός τοῦ Χάρρυ Ἔμερσον Φόσντικ (1878-1969), ἑνός ἀπό τούς πλέον διακεκριμένους «φιλελεύθερους» (liberal) Πάστορες καί Ἀμερικανούς οἰκουμενιστές. Ἡ ἔρευνα τοῦ Καθηγητοῦ Harvey βασίστηκε στά ἐμπιστευτικά ἀρχεῖα τῶν Ροκφέλλερ.
Ἀργότερα (1995) τό βιβλίο «Γενηθήτω τό Θέλημά Σου : Ἡ κατάκτηση τοῦ Ἀμαζονίου· ὁ Νέλσων Ροκφέλλερ καί ὁ Εὐαγγελισμός στήν Ἐποχή τοῦ Πετρελαίου» [45] τῶν δημοσιογράφων Gerard Colby καί Charlotte Dennett μᾶς προσφέρει καί ἄλλα στοιχεῖα, ἀναλύοντας τό σκεπτικό βάσει τοῦ ὁποίου ὁ Μόττ ἐνέπλεξε τούς Ροκφέλλερ στή χρηματοδότηση τῶν προτεσταντικῶν ἐξωτερικῶν ἱεραποστολῶν.
Ἐν πρώτοις ὁ Καθηγητής τῆς Ἱστορίας Harvey μᾶς παραθέτει μιά σειρά πολύ σημαντικῶν πληροφοριῶν γιά τήν ἔνθερμη ἀνάμειξη τοῦ Τζόν Ντ. Ροκφέλλερ τοῦ Νεώτερου (1874-1960) στήν προσπάθεια ἑνοποιήσεως τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν τῆς Ἀμερικῆς (ΗΠΑ), ἀλλά καί στό ΠΣΕ. Μολονότι δέν μποροῦμε νά τίς παρουσιάσουμε ἐν ἐκτάσει, σημειώνουμε ὅτι στίς πληροφορίες αὐτές ἀναδεικνύεται ἡ ἔμφαση πού ἔδινε ὁ Ροκφέλλερ στόν κοινωνικό χαρακτῆρα τοῦ Χριστιανισμοῦ καί στήν καπιταλιστική χρηστικότητα τῆς ἑνοποιήσεως τῶν προτεσταντικῶν «ἐκκλησιῶν» καί ἱεραποστολῶν, ὅπως καί τό ὅλο ἐνδιαφέρον του γιά τόν θρησκευτικό συγκρητισμό μέ παγκόσμια προοπτική, ἀρχίζοντας ἀπό τήν ἕνωση τῶν χριστιανῶν καί τῶν ἱεραποστολῶν τους.
Ὁ Καθηγητής Harvey σημειώνει εἰσαγωγικῶς: «Αὐτές οἱ ἀντιπαραθέσεις ἔχουν περιελιχθεῖ ὡς ἐπί τό πλεῖστον περί τό εἶδος τοῦ θρησκευτικοῦ καί κοινωνικοῦ φιλελευθερισμοῦ πού ἤθελε ὁ Ροκφέλλερ νά ἐκπροσωποῦν οἱ ἐκκλησίες. Ἀπό τίς κολλεγιακές του ἡμέρες στό Πανεπιστήμιο Μπράουν, συλλογιζόταν γιά τά θέματα αὐτά. Χειρόγραφες σημειώσεις γιά μιά ὁμιλία πού ἔκανε στόν πανεπιστημιακό χῶρο τῆς ΧΑΝ τό 1894, χάραξαν μιά διάκριση μεταξύ τῆς οὐσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῶν φρονημάτων πού ἁπλᾶ ἀπαιτοῦνταν γιά τή συμμετοχή σέ διάφορες σέκτες. “ Ὁ Χριστιανός εἶναι Χριστιανός ἀνεξαρτήτως σέ ποιά ἐκκλησία ἀνήκει”, ἐπέμενε. “Σέ μᾶς ἁρμόζει νά ἀκολουθήσουμε στά ἴχνη Του, νά κάνουμε τό καλό στόν κόσμο καί τήν ἀνθρωπότητα, βοηθώντας τούς ἀδυνάμους καί καταπιεσμένους” καί ὑπερασπιζόμενοι τό δίκαιο καί διεξοδικῶς, νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνια ζωή πού ἔχει προετοιμασθεῖ γιά μᾶς· καί αὐτό μποροῦμε νά τό κάνουμε μόνον ὐπακούοντας τίς κατευθύνσεις πού Αὐτός ἔχει δώσει» [46].
«[...] Ὁ Ροκφέλλερ ἀπό πολλά χρόνια πρίν ὑποστήριζε τόν πρακτικό Χριστιανισμό ὡς τό κλειδί γιά ἁρμονικές σχέσεις μεταξύ καπιταλιστῶν καί ἐργατῶν. Κατευθυνόταν σέ αὐτή τήν προσέγγιση ἀπό τόν Μακένζυ Κίνγκ, πού ἦταν ὁ βιομηχανικός του σύμβουλος καί σύντομα θά γινόταν πρωθυπουργός τοῦ Καναδᾶ καί ἀπό τόν Ἄιβι Λῆ, πού ἦταν εἰδικός στίς δημόσιες σχέσεις γιά τόν πατέρα του καί αὐτόν» [47].
Ὁ Τζόν Ροκφέλλερ ὁ Νεώτερος ἀνέλαβε, μέ παρότρυνση τοῦ Μόττ, νά βοηθήσει οἰκονομικῶς τήν «Παγκόσμια Διεκκλησιαστική Κίνηση», μία διομολογιακή ὀργάνωση τοῦ προτεσταντισμοῦ μέ κοινωνικούς σκοπούς, ὅπου ὁ Τζόν Μόττ ἦταν Πρόεδρος[48]. Τό ὕψος τῆς οἰκονομικῆς βοηθείας γιά τά οἰκουμενιστικά ὁράματα τοῦ Ροκφέλλερ ἦταν τεράστιο:
«Γιά νά τό δηλώσουμε ἐν συντομίᾳ, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ Ροκφέλλερ γιά τήν Παγκόσμια Διεκκλησιαστική Κίνηση, ὄχι μόνο τόν ὁδήγησε νά ζητήσει ἀπό τόν πατέρα του νά τήν χρηματοδοτήσει μέ 50 ἕως 100 ἑκατομμύρια δολλάρια, ἀλλά νωρίτερα τόν εἶχε ὁδηγήσει στό νά ἐγγυηθεῖ στήν τράπεζά του τόν δανεισμό ἑνός ἑκατομμυρίου δολλαρίων πέραν τῶν ἀσφαλιστικῶν καλύψεων τῶν ὁμολογιῶν πού συμμετεῖχαν» [49].
Ὁ Τζόν Ροκφέλλερ ὁ Νεώτερος ἐπίσης ὄχι μόνον ἀπέτρεψε τή μείωση τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Κινήσεως, ἀλλά καί ἐπιβεβαίωσε τόν καπιταλιστικό προσανατολισμό της, ὡς παράγοντα οἰκονομικῆς σταθερότητος[50].
«Τό ἵδρυμα θά συνένωνε ἱερωμένους τῶν συμμετεχουσῶν ἐκκλησιῶν, σέ ἕνα κοινό χρηματοδοτικό ταμεῖο καί θά ἕνωνε τίς ἐξωτερικές καί ἐσωτερικές δραστηριότητες τῶν ὁμολογιῶν. Στόν πατέρα του ἐξήγησε: “Δέν νομίζω ὅτι μποροῦμε νά ὑπερεκτιμήσουμε τή σημασία αὐτῆς τῆς Κινήσεως. Ὅπως τό βλέπω, ἔχει τήν ἱκανότητα νά ἔχει μιά πολύ πιό ἐκτεταμένη ἐπιρροή ἀπό τήν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν στήν ἐπίτευξη εἰρήνης, εὐδαιμονίας, καλῆς θελήσεως καί εὐημερίας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς”. Ἐδῶ ὁ Ροκφέλλερ ἔφθασε τήν πληρότητα τοῦ ὁράματός του γιά μιά σπουδαία θρησκευτική κίνηση πού θά ἀποκαθιστοῦσε τήν ἁρμονία τῶν τάξεων ἐντός τοῦ παγκοσμίου καπιταλισμοῦ. Θά ἔκανε γιά “τήν προσωπική σχέση στή βιομηχανία” αὐτό πού εἶχε κάνει ὁ πατέρας του γιά τήν ἑταιρική ὀργάνωσή της» [51].
Στά παραπάνω εἶναι φανερή ἡ ἀντιστοίχιση τῆς πρώιμης οἰκουμενιστικῆς κινήσεως μέ τήν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν (1919-1943), τήν πρώτη μορφή τοῦ ΟΗΕ, μέ κατεύθυνση πρός καθαρῶς ἐγκόσμιους, κοινωνικούς σκοπούς. Ἄς σημειώσουμε τόν ὅρο «καλή θέληση» (“goodwill”, εὐδοκία), ἕνα ὅρο-κλειδί στή μασονική καί νεο-εποχίτικη ὁρολογία (π.χ. στά κείμενα τῆς Bailey), ὁ ὁποῖος σήμερα διατρέχει πολλά οἰκουμενιστικά κείμενα, ἰδιαιτέρως τά διαθρησκειακοῦ χαρακτήρα. Ὁ Harvey συνεχίζει:
«Αὐτή ἡ σύγκρουση συνήθως μεταφράζεται, ὅπως ἡ Παγκόσμια Διεκκλησιαστική Κίνηση, μέ εὐρεῖς καί γενικούς ὅρους. Ὡστόσο, εἶχε ἕνα συγκεκριμένο θεμέλιο στόν ἀγώνα γιά τόν ἔλεγχο τῶν μειζόνων ὁμολογιῶν. Ὁ ἀγώνας ἦταν μεταξύ ἐκείνων πού ἔδιναν ἔμφαση στόν Χριστιανισμό ὡς τρόπο προσωπικῆς σωτηρίας καί ἐκείνων πού ἐτόνιζαν τόν ρόλο του ὡς τῆς βάσεως γιά ἁρμονικές κοινωνικές σχέσεις πού πίστευαν ὅτι εἶναι οὐσιώδεις γιά βιομηχανική πρόοδο χωρίς ἐπανάσταση. Ὑπῆρχε ἐπίσης τό κρυφό θέμα τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς διακυβερνήσεως ἐναντίον τῆς διοικητικῆς σταθεροποιήσεως. Ἐνῷ ὁ Χάρρυ ἔφερε ἕναν πολύ ὁρατό ρόλο σέ αὐτό τό καλο-δημοσιοποιημένο δρᾶμα, ὁ Ρέημοντ διευκόλυνε μερικές ἀπό τίς πιό κρυφές τεχνικές ρυθμίσεις» [52].
Πράγματι, ὅταν ἡ βραχύβια (1919-1920) «Παγκόσμια Διεκκλησιαστική Κίνηση» ἀντιμετώπισε ἀνυπέρβλητα οἰκονομικά προβλήματα καί τελικῶς διαλύθηκε, ὁ Raymon Fosdick ἦταν αὐτός πού ἔσωσε τόν Ροκφέλλερ ἀπό τό βάρος τῆς τραπεζικῆς, οἰκονομικῆς ἐγγυήσεώς του γιά τήν Κίνηση (περίπου 6,5 ἑκ. δολλάρια) [53] καί ἐπέτυχε στό νά διατηρήσει ὑπό τήν κυριαρχία του ὁ Ροκφέλλερ, ὅλες τίς ὑποδομές ἀπό τήν πτωχευμένη Κίνηση πού ἀργότερα βοήθησαν στή δημιουργία ἑνός νέου σχήματος γιά τήν ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν» [54], δηλαδή τοῦ «Ἰνστιτούτου Κοινωνικῆς καί Θρησκευτικῆς Ἔρευνας» (ISRR, Institute of Social and Religious Research), μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁ Τζόν Ροκφέλλερ ὁ Νεώτερος συνέχισε τό οἰκουμενιστικό πρόγραμμά του στά ἔτη 1921-1934. Ὁ Μόττ ἦταν καί σέ αὐτό Διευθύνων Σύμβουλος[55]. Παρόμοιο πρόγραμμα ἑνοποιήσεως τῶν «ἐκκλησιῶν» καί τῶν ἱεραποστολῶν ἐξυπηρετοῦσε καί ἡ «Ἔρευνα γιά τήν Ἐξωτερική Ἱεραποστολή τῶν Λαϊκῶν» (Laymen’s Foreign Mission Inquiry), τῶν ἐτῶν 1930-1932, χρηματοδοτημένη ἐπίσης ἀπό τόν Ροκφέλλερ μέσῳ τοῦ ISRR[56].
«Τό βιβλίο “Ἀνα-σκεπτόμενοι τίς Ἰεραποστολές”(1932) τοῦ Ἰδεαλιστῆ φιλοσόφου τοῦ Χάρβαρντ Γουΐλλιαμ Ἔρνεστ Χῶκινγκ, πού ἦταν ἡ τελευταία ἀναφορά τῆς Ἔρευνας, ἔκανε ἔκκληση γιά τή συνεργασία ὅλων τῶν θρησκειῶν ἐναντίον τῶν κοσμικῶν πολιτικῶν κινημάτων στίς χῶρες τῆς Ἀσίας. Ὁ τόμος ἀποδοκιμάστηκε ὡς συγκρητιστικός ἀπό τίς περισσότερες ὁμολογίες, συμπεριλαμβανομένης ἐκείνης τοῦ Ροκφέλλερ, τῶν Βορείων Βαπτιστῶν» [57].
Ὁ Ροκφέλλερ ὁ Νεώτερος ἐν τῷ μεταξύ, παρά τήν προϊοῦσα ἀπογοήτευσή του ἀπό τήν πρόοδο τῶν σχεδίων του, χρηματοδότησε καί τό γνωστό Διεθνές Ἱεραποστολικό Συνέδριο (1921), μέ πρωταγωνιστή καί πάλι τόν Τζόν Μόττ[58].
«Μετά τό 1935 ὁ Ροκφέλλερ ἐγκατέλειψε περαιτέρω ἄμεσες προσπάθειες νά ἑνοποιήσει τίς ἐκκλησίες καί τήν κοινωνική τους δράση. Ἔχοντας κτίσει τήν Ἐκκλησία Riverside στήν Πόλη τῆς Νέα Ὑόρκης στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1920, ὡς ἕνα μνημειώδες μοντέλο γιά τοπική ἐκκλησιαστική ἑνότητα καί σάν ἐθνικό ἄμβωνα γιά τόν Χάρρυ Ἔμερσον Φόσντικ, ἀνήγειρε τό 1959 τό συνημμένο σέ αὐτήν Διεκκλησιαστικό Κτίριο, γιά νά στεγάσει τό Ἐθνικό Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καί ἄλλους συνεργαζόμενους ὀργανισμούς σέ αὐτή τή χώρα. Καί χρηματοδότησε τό Οἰκουμενικό Ἰνστιτοῦτο στή Γενεύη τῆς Ἑλβετίας, λίγο μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γιά τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὡστόσο, καί μέσα σέ αὐτούς τούς οἰκουμενικούς ὀργανισμούς καί τίς ἐπί μέρους ὁμολογίες τους, συνεχίζεται ἡ ἀντιπαράθεση γιά ἔμφαση στό προσωπικό ἤ τό κοινωνικό εὐαγγέλιο καί γιά τήν συγκεντρωτική ἤ ἀποκεντρωτική διοργάνωση. Ὁ ρόλος τοῦ Ροκφέλλερ σέ αὐτά τά θέματα ἔχει ἐπί μακρόν συσκιασθεῖ, εἰς βάρος μιᾶς καλύτερης κατανοήσεως τῶν σχετικῶν θεμάτων καί τῆς σχέσεώς τους πρός ἄλλες διαστάσεις τῆς ἱστορικῆς διαδικασίας» [59].
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτος ἐν προκειμένῳ ὁ χαρακτήρας τόσο τῆς Riverside Church ὡς τοῦ πρώτου «διομολογιακοῦ» (γιά ὅλες τίς ὁμολογίες) προτεσταντικοῦ ναοῦ, ὅσο καί ἡ ἐνίσχυση τοῦ Ἐθνικοῦ Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (“National Council of Churches”) πού ἀποτελεῖ τό πανομοιότυπον τοῦ ΠΣΕ στίς ΗΠΑ. Ἡ χρηματοδότηση τόσο τοῦ Διεθνοῦς Ἱεραποστολικοῦ Συνεδρίου, ὅσο καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἰνστιτούτου τοῦ Μποσσέ στή Γενεύη (Bossey Ecumenical Institute), θεμελιωμένου τό 1946, ἀναδεικνύει περαιτέρω τήν ἀνάμειξη τῶν Ροκφέλλερ στόν Οἰκουμενισμό.

Στό πολύ ἀποκαλυπτικό προαναφερθέν βιβλίο τῶν δημοσιογράφων Colby καί Dennett ἀναφέρεται ὁ συνδυασμός τοῦ χιλιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Μόττ καί τῶν ἐπιχειρηματικῶν προσδοκιῶν τῶν Ροκφέλλερ πρός τόν σκοπό τῆς ἱεραποστολῆς. Σύνδεσμος τῶν δύο ὑπῆρξε ὁ Φρέντερικ Γκέητς (Frederick Taylor  Gates, 1853-1929), πρεσβύτερος τῶν Βαπτιστῶν καί σύμβουλος τῶν Ροκφέλλερ.
«Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1929 ὁ Νεώτερος ἔλαβε ἕνα ἐπεῖγον γράμμα ἀπό ἕναν ἀπό τούς πιό ἔμπιστούς του ἀντιπροσώπους. Ὁ Τζόν Μόττ εἶχε μόλις ἐπιστρέψει ἀπό μία περιοδεία στίς προτεσταντικές ἱεραποστολές στήν Ἀσία καί ἦταν ἀρκετά ἀνήσυχος. Ὁ Μόττ ἦταν ἕνας χιλιαστής πού ἔλπιζε νά ἐπιταχύνει τή Δευτέρα Παρουσία, εὐαγγελιζόμενος τόν κόσμο “ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ”. Ἀλλά δέν ἦταν φουνταμενταλιστής· πίστευε ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἦταν ἡ ἐξέταση τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ἔκφωνος προσηλυτισμός τοῦ ὁποίου εἶχε γίνει μάρτυρας μεταξύ τῶν φουνταμενταλιστῶν μισσιοναρίων στήν Κίνα τόν ἀνησύχησε βαθιά. Ἄν δέν ἐπιδεικνύονταν περισσότερη ἀνεκτικότητα καί κοινωνική μέριμνα ἀπό τούς Ἀμερικανούς ἱεραποστόλους σέ ὅλο τόν Τρίτο Κόσμο, οἱ ἱεραπόστολοι θά εὑρίσκονταν ἀντιμέτωποι μέ τήν ἴδια θυμώδη ἐθνικιστική ἀντίδραση τῆς ὁποίας μόλις εἶχε γίνει μάρτυρας» [60].
Ἡ ἀνησυχία αὐτή δραστηριοποίησε τόν Μόττ πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἐξευρέσεως κονδυλίων γιά τήν ἐπένδυση τῆς ἰεραποστολῆς μέ κοινωνική δραστηριότητα.
«Γιά νά ἐκπληρώσει τό ὅραμά του, ὁ Mott ἔγινε ἕνας δαιμόνιος εὐρετής κονδυλίων μεταξύ πλουσίων ἀνθρώπων ὅπως οἱ Ροκφέλλερ. Ὑποστασίαζε τήν ἱκανότητα πειθοῦς ἑνός χρηματιστῆ τῆς Wall Street [...] Αὐτή ἡ ἀντίληψη τῆς μετουσιώσεως τοῦ χρήματος σέ ἀθάνατη ψυχή ἔφερε μιά χτυπητή ὁμοιότητα μέ τή λογική τῆς οἰκογένειας γιά ἕνα διηνεκές ἵδρυμα Ροκφέλλερ· πράγματι, ἡ Standard Oil ἦταν τό ὀργανωτικό μοντέλο τοῦ Mott. Ἐνσωμάτωνε τήν κουλτούρα καί τίς μεθόδους τῶν ἐμπορικῶν σωματείων μέσα στήν ἱεραποστολική κίνηση. Μέ τά χρόνια, ἑκατομμύρια δολλαρίων ἔρρευσαν στήν ἐπιδίωξη τοῦ Mott γιά ἕνα συνεχόμενης ροῆς, ἀποτελεσματικό εὐαγγελισμό» [61].
Βεβαίως, ὁ Τζόν Ροκφέλλερ ὁ Πρεσβύτερος, περισσότερο ἑλκύσθηκε ἀπό τήν ἰδέα τῆς ἐπιχειρηματικῆς ἐπεκτάσεως:
«Γιά τόν Γκέητς, ἡ ἀναπτυσσόμενη πολιτιστική ἀνεξαρτησία τῆς παγκοσμίου ἀγορᾶς καί ἡ παρομαρτοῦσα διάδοση τῶν “ἀγγλοφώνων” προτεσταντικῶν ἱεραποστολῶν, ἦταν ἀπόδειξη “ἑνός σπουδαίου, προσυλληφθέντος σχεδίου”. Μιά “μελέτη τοῦ χάρτη τοῦ κόσμου” ἀποκάλυψε στόν κληρικό ὅτι οἱ διάφορες ἀποστολές ἦταν πράγματι ἕνας μόνος “στρατός εἰσβολῆς” τοῦ ὁποίου “ἡ δεξιότητα τῆς στρατηγικῆς καί τῶν τακτικῶν, ἐλεγχόταν καί κατευθυνόταν ἀπό ἕναν ὐπερφυῆ νοῦ”, τόν Θεό [...] Μολονότι ὁ [Ροκφέλλερ ὁ] Πρεσβύτερος ἀποστρεφόταν αὐτή τήν ἀμετάτρεπτη καλβινιστική διδασκαλία τοῦ προορισμοῦ, ἡ ἔμφαση τοῦ Γκέητς στή σχέση μεταξύ ἱεραποστολικῶν προσπαθειῶν καί ἐμπορικῆς κατακτήσεως εἶχε μιά περισσότερο πρακτική σωστική χάρη ... » [62].

Ὅπως ἀποδεικνύεται, ἡ χρηματοδότηση αὐτή δέν ἦταν αὐτόνομη ἀπό ἕναν εὐρύτερο πολιτικο-θρησκευτικό καί οἰκονομικό σχεδιασμό, καθώς ὁ ἱδρυτής τοῦ ΠΣΕ Μόττ δέν εἶχε ἁπλῶς ἱεραποστολικό σκοπό· «Ὁπωσδήποτε, δέν ἔχει ὑπάρξει περισσότερο ἐλπιδοφόρα ἐξέλιξη πρός μιά πραγματικῶς πνευματική ἕνωση τῆς Χριστιανοσύνης ἀπό τήν [...] Ὁμοσπονδία [σημ. τή World’s Student Christian Federation], ἡ ὁποία ἑνώνει σέ κοινό σκοπό καί ἔργο τούς ἑπομένους ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους σέ ὅλους τούς τόπους» [63].

Πολύτιμη πηγή πληροφοριῶν γιά τή δράση τῆς ἀμερικανικῆς Μασονίας ἀποτελεῖ τό βιβλίο τοῦ Γουΐλλιαμ Ντένσλοου, «10,000 Διάσημοι Ἐλευθεροτέκτονες». Αὐτό τό προλόγισε ὁ Πρόεδρος (1945-1953) τῶν ΗΠΑ Χάρρυ Τροῦμαν, Μασόνος 33ου βαθμοῦ καί μέλος τοῦ Τάγματος τῶν Shriners[64], ὁ γνωστός προστάτης τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, τόν ὁποῖον ὁ Τροῦμαν ἐνθρόνισε στήν Κωνσταντινούπολη μετά τήν ἐσπευσμένη ἀπομάκρυνση (προφάσει