Η Αγία Ἐκκλησία
Εις την άστατον φοράν των εγκοσμίων πραγμάτων, εις την κενότητα του παρόντος τραγικού, των ανθρώπων βίου, εις την κοιλάδα ταύτην του κλαυθμώνος, προβάλλει, ως υπερκόσμιός τις θεία αποκάλυψις, η αγία Εκκλησία μας. «Ωραία και καλή ως ευδοκία, ωραία ως Ιερουσαλήμ, θάμβος ως τεταγμέναι», η Εκκλησία, «οι οφθαλμοί αυτής ως περιστεραί επί πληρώματα υδάτων», μεταποιεί εις εαυτήν πνευματικώς τας ανθρωποπρεπείς της ασματιζούσης νύμφης αισθητικάς παρομοιώσεις. «Ως πύργος Δαβίδ», η Εκκλησία, ωκοδομημένος επί την πέτραν της πίστεως· «χίλιοι θυρεοί κρέμανται επ’ αυτόν, πάσαι βολίδες των δυνατών». «Κνήμαι αυτής στύλοι μαρμάρινοι, τεθεμελιωμένοι επί βάσεις χρυσάς», «ως σπαρτίον κόκκινον χείλη της και η λαλιά της ωραία». «Πλόκιον κεφαλής της ως πορφύρα».
Και ότε εξήλθεν από τον παγετόν της ανυπαρξίας της και, διασχίσασα τα ερέβη της αγνοίας, ενεφανίσθη εις το προσκήνιον της ανθρωπίνης ιστορίας τη αγία Πεντηκοστή, οι άγγελοι δια την τοιαύτην της Εκκλησίας πολυποίκιλον σοφίαν και αίγλην, διαπορούντες επεφώνουν εν χαρά: «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος, καλή ως σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος; Τις αύτη η αναβαίνουσα λελευκανθισμένη, επιστηριζομένη επί τον αδελφιδόν αυτής – Χριστόν;».
Η αγία Εκκλησία μας είναι ο ακόρεστος έρως μας και ο μαρτυρικός σταυρός μας. Δια την αγάπην της «φυλάσσομεν οδούς σκληράς», και δια την δόξαν της «εγενήθημεν ως πρόβατα σφαγής». «Οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων» την Εκκλησίαν, εις ημάς διαβαίνουν, και οι λυμαινόμενοι αυτήν ημάς σπαράσσουν. Ως Μήτηρ στοργική μας κυοφορεί εις την ιεράν κολυμβήθραν, μας «ωδίνει έως ου μορφωθή εν ημίν ο χριστός», και «ως αρτιγέννητα βρέφη μας ποτίζει το λογικόν γάλα» της πίστεως προς αύξησιν, «ίνα φθάσωμεν εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος Χριστού». Εν όψει κινδύνου, η Εκκλησία μας «επισυνάγει ως όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας». Εις την μητρικήν της Εκκλησίας ανησυχίαν αναφέρονται μυστικώς τα λόγια του Προφητάνακτος: «Ει εισελεύσομαι εις σκήνωμα οίκου μου, ει αναβήσομαι επί κλίνης στρωμνής μου, ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω».
Εντός του ιερού χώρου της Εκκλησίας ευρίσκει η ψυχή την τελείαν ειρήνην. Διότι είναι αντίτυπος του εν Εδέμ πνευματικού Παραδείσου, αρδευομένου από τους κυκλούντας άπασαν την γην ποταμούς της Χάριτος. Η Εκκλησία επέχει την θέσιν της παρθενικής νύμφης και του νυμφίου ο Χριστός. Η αριστουργηματική αυτή εικών ανήκει εις τον νυμφαγωγόν Απόστολον Παύλον: «ηρμοσάμην γαρ υμάς ενί ανδρί παρθένον αγνήν παραστήσαι τω Χριστώ». Και επιλέγει, «μέγα το μυστήριον τούτό εστιν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και την Εκκλησίαν». Η πιστή ψυχή διατελεί εν αδιαλείπτω αγώνι, ίνα «παραστήση εαυτήν καθαράν, μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα», διο και ο θείος Παύλος φοβείται «μήπως ως ο όφις Εύαν εξηπάτησεν εν τη πανουργία αυτού, ούτω φθαρή τα νοήματα ημών από της απλότητος της εις Χριστόν». Εις την Εκκλησίαν, ο μη υπ’ ανθρώπων αγαπώμενος ευρίσκει ανεξάντλητον αγάπην. Ο απεγνωσμένος φωτίζεται από την «ελπίδα, ήτις ου καταισχύνει». Εκείνος, όστις πονεί, παραμυθείται. Ο ράθυμος διεγείρεται εις εργασίαν. Ο αμαθής πληρούται γνώσεως.
Ο πεπτωκώς ανεγείρεται, ο κάτω νεύων υψούται, ο οργίλος πραϋνεται, ο λύκος ημερούται εις αρνίον, η πόρνη σωφρονεί, ο άσωτος επιστρέφει, ο ληστής θεολογεί, ο διώκτης γίνεται Απόστολος, ο χοϊκός αποκτά πνεύμα, ο έρπων πτερούται. Προς τους εν τω κόσμω σοφούς η Εκκλησία διδάσκει την υπερτάτην και αιωνίαν σοφίαν. Τον διανοητικόν άνθρωπον τον καθιστά πνευματικόν, τους περί τα γήϊνα μόνον τυρβάζοντας ανέλκει εις τον ουρανόν. Χωρίς την Εκκλησίαν του Χριστού, ο κόσμος θα διετέλει ακόμη εν «χώρα και σκιά θανάτου». Αι ιεραί εφέσεις θα ενεκρούντο, η αγάπη θα εσβέννυτο, η φιλαδελφία θα ήτο άγνωστος, η συγγνώμη έννοια ασύλληπτος, η ταπείνωσις παραδοξολόγημα. Άνευ Εκκλησίας δεν θα είχαμεν πνεύμα ζωοποιούν, πνεύμα σοφίας και δυνάμεως. Δεν θα υπήρχε Χάρις, δεν θα εδίδετο άφεσις αμαρτιών. Αι ελπίδες δεν θα εξανθούσαν και θα παρεμένομεν τέκνα του παλαιού Αδάμ, απηλλοτριωμένοι του Θεού. ενώ δια της Εκκλησίας έσχομεν την εν Χριστώ υιοθεσίαν, εγίναμεν «συμπολίται των αγίων» και οικείοι του Θεού.
Ένα δάκρυ πιστού έλκει την προσοχήν των ουρανών. Η προσευχή της ταπεινής ψυχής κάμπτει το θέλημα του Κυρίου. Οάνθρωπος εν Χριστώ είναι «συνεργός» με τον Θεόν—ω της αφάτου του Θεού φιλανθρωπίας—εν τω μέρει της θείας Προνοίας. Η Εκκλησία έχει το «δεσμείν και λύειν», και όσα αν δήση επί της γης, έσται δεδεμένα και εν τω ουρανώ· και όσα αν λύση επί της γης έσται λελυμένα και εν τω ουρανώ. Ό,τι γίνεται δια της Εκκλησίας, ευλογείται και υπό του Θεού. Υπό του αγίου Κυπριανού διετυπώθη το αξίωμα, αλλά δακτύλω θείω προσυπεγράφη: «Extra Ecclesiam nulla salus» (εκτός της Εκκλησίας ουδεμία σωτηρία). Εάν μας καταλάβη χειμών, που θα ζητήσωμεν καταφύγιον; Εις την Εκκλησίαν. Εάν εγερθή σάλος εν τω πελάγει, που θα προσορμισθώμεν; Εις την Εκκλησίαν. Εάν ο ουρανός δεν δώση τον υετόν αυτού, τις θα μεσιτεύση; Η Εκκλησία. Εάν διωγμός επαναστή, που θα οχυρωθώμεν; Εις την Εκκλησίαν. Η Εκκλησία είναι πρώτη εις τους αγώνας. Αι νίκαι της είναι ασφαλείς, διότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Νικά δια της πίστεως, της υπομονής, της μακροθυμίας, της αγάπης, της προσευχής. Πλήττεται, αλλά δεν καταβάλλεται. Διώκεται, αλλά δεν εγκαταλείπεται. Θλίβεται, αλλ’ ου στενοχωρείται. Καταβάλλεται, αλλ’ ουκ απόλλυται. Όσον πολεμείται, τοσούτον λαμπροτέρα αποδεικνύεται. Η Εκκλησία πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Της Εκκλησίας η δύμαμις και η ωραιότης και η αγιότης ουδέποτε εκπίπτουν, διότι η Εκκλησία είναι από την σάρκα και τα οστά του Χριστού. Πρότερον η Εκκλησία ήτο δύσμορφος. Την αγίαν Πεντηκοστήν όμως ανεδύθη εκ των παγερών θαλάμων της ένδοξος και άσπιλος. Όλη κοινώς η Εκκλησία έγινε ναός Θεού ζώντος. Άγγελοι «επιθυμούσι παρακύψαι» εις τα εν τη Εκκλησία τελούμενα. Ο Χριστός την εκάλεσεν, προαιωνίως κεκρυμμένην, ο Χριστός την «ηγόρασε», δια του τιμίου του αίματος, «ως αμνού ασπίλου και αμώμου», ο Χριστός την ηγάπησε και ενυμφεύσατο. «Ο ειπών φως εκ σκότους λάμψαι, ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών», εκάλεσε και την Εκκλησίαν: «Δεύρο από Λιβάνου νύμφη, δεύρο από Λιβάνου· ελεύση και διελεύση απ’ αρχής πίστεως, από κεφαλής Σανείρ και Αερμών, από μανδρών λεόντων, από ορέων παρδάλεων. Τις αύτη η αναβαίνουσα από της ερήμου, ως στελέχη καπνού, τεθυμιαμένη σμύρναν και λίβανον από πάντων κονιορτών μυρεψού».
O άγιος Ιγνάτιος λέγει δια τους Χριστιανούς: «όντες λίθοι ναού Θεού Πατρός, ητοιμασμένοι εις οικοδομήν Θεού, αναφερόμενοι εις τα ύψη δια της μηχανής Ιησού Χριστού, ο εστι σταυρός, σχοινίω χρώμενοι τω Πνεύματι τω αγίω· και η πίστις ημών αγωγός ημών· και η αγάπη, οδός η αναφέρουσα εις τον Θεόν. Εστέ ουν και σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι, αγνοφόροι». Την ενότητα επαινεί: «ότι το των Εφεσίων Πρεσβυτέριον συνήρμοσται τω Επισκόπω ως χορδαί κιθάρα, δια τούτο εν τη ομονοία και συμφώνω αγάπη Ιησούς Χριστός άδεται. Χρήσιμόν εστιν, εν αμώμω ενότητι είναι, ίνα Θεού πάντες μετέχουσιν». Και παραινεί: «Της ενώσεως φρόντιζε, ης ουδέν άμεινον· πάντας βάσταζε, ως και σε Κύριος· πάντων τας νόσους βάσταζε, ως τέλειος αθλητής. Άδω τας Εκκλησίας, εν αις ένωσις υπάρχει, σαρκός και πνεύματος Ιησού Χριστού». Εν τη Εκκλησία, «αι αμνάδες αι καλαί, τα σεμνά του Λόγου θεσπίζουσαι όργια, χορόν εγείρουσι σώφρονα· ο χορός οι δίκαιοι· ψάλλουσιν αι κόραι, δοξάζουσιν άγγελοι, προφήται λαλούσιν· ήχος στέλλεται μουσικής, δρόμω τον θίασον διώκουσι· σπεύδουσιν οι κεκλημένοι, Πατέρα επιποθούντες απολαβείν».
Εμείς οι Έλληνες έχομεν την ωραιοτέραν Εκκλησίαν. Η Ορθοδοξία μας αποτελεί την πεμπτουσίαν του πνεύματος των Ελλήνων Πατέρων. Παγκόσμιος ούσα η ευρύτης της Ορθοδοξίας, εις ημάς είναι γνώριμος ως Ελληνική, «σαρξ εκ της σαρκός μας και πνεύμα εκ του πνεύματός μας». Τας ευχάς μας απαγγέλλομεν εις την γλώσσαν που συνετάγησαν, με τον αττικισμόν και τας στίξεις. Τους ύμνους μας ψάλλομεν εις τα μέτρα του Πινδάρου. Την θεολογίαν μας μανθάνομεν εις την ρητορικήν απλότητα των Πατέρων. Τα Ευαγγέλια, τους Αποστόλους, τους βίους των αγίων, ακούομεν εις την ελληνικήν, όπως ακριβώς εδίδου το Πνεύμα το Άγιον. Διανοούμεθα ως ο Χρυσόστομος. Θεολογούμεν ως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Δογματίζομεν ως ο Βασίλειος. Ψάλλομεν ως ο Ρωμανός. Τα πάντα υπέταξαν εις μορφάς και ρυθμούς οι Έλληνες Πατέρες. Η αγιογραφία μας είναι ελληνική. Το πνεύμα του Απελλού έδωκε την βυζαντινήν γραμμήν. Ο Πανσέληνος έπλασε την μορφήν. Η Κρητική Σχολή εγέμισε τας Μονάς μας με τον ιερόν εξπρεσσιονισμόν των. Η διακοσμητική και η μουσική της Ανατολικής Εκκλησίας υπήχθησαν εις τον βυζαντινόν ρυθμόν. Τους ναούς μας αρωματίζουν οι χυμοί της ελληνικής διανοήσεως και αισθητικής. Αποκάλυψις, Τέχνη, Διανόησις, είναι η δεσπόζουσα ελληνική τριλογία εις την αγίαν Εκκλησίαν μας. Ο «οίνος» της Χάριτος φυλάσσεται εις «ασκούς» ελληνικούς. Χάριν οφείλομεν τω Θεώ και δια την δωρεάν ταύτην.
Τας μεστάς κατανύξεως αυτάς ημέρας, θα διέλθωμεν πλησιέστερον του «Υιού του ανθρώπου». Και θα «κοινωνήσωμεν» των Παθών Του. Αι ακοαί μας θα κροτηθούν από τα ασταθή ωσαννά του όχλου, και θα θρηνήσωμεν σιωπηλώς σε κάποιο στασίδι την άμετρον αγνωμοσύνην του ιδίου όχλου. Και θα «συσταυρωθώμεν» τω Χριστώ. Όποιος δεν είδε τον Εσταυρωμένον της Ι.Μονής των Ιβήρων του ΙΑ’ αιώνος, με την συνεσπασμένην έκφρασιν της διπλής του οδύνης, και τον Εσταυρωμένον της Ι. Μονής του αγίου Διονυσίου του ΙΕ’ αιώνος, με τον χλωμόν Χριστόν και τας υπερκοσμίους ειρηνικάς και μυστικοπαθείς φωτοσκιάσεις του προσώπου Του, ίσως να μη συνέλαβεν απολύτως τον Χριστόν τρεμοσβύνοντα επάνω εις τον μαρτυρικόν Σταυρόν Του…
…Αλλ’ ότε θα αναγινώσκεται το παρόν άρθρον, οι Ουρανοί θα αιθριάζουν από το φως της Αναστάσεως. Και η αγία Εκκλησία μας θα φαιδρύνεται από τας μελωδίας των χαροποιών ύμνων. Και αι ψυχαί μας, αι Ορθόδοξοι, που πιστεύουν εις την αθανασίαν και λατρεύουν τον Αναστάντα Χριστόν, θα έχουν φωτεινούς χιτώνας. Και θα κρατώμεν τας φαιδράς λαμπάδας της Αναστάσεως, ψάλλοντες εις την «εορτήν των εορτών…».
Και θα μεταλάβωμεν «Σώμα Χριστού» προς μετουσίαν, συνωθούμενοι εν τη Εκκλησία, «έως των κεράτων του θυσιαστηρίου».
Και πάλιν ερώ: χαίρετε, αδελφοί!..
Ἀθωνικὰ Ἂνθη.
«…Στερέωσον Κύριε την Εκκλησίαν, ην εκτήσω τω τιμίω Σου αίματι».
Εκκλ. Υμνογραφία.
Εκκλ. Υμνογραφία.
Ἀθωνικὰ Ἂνθη.
Εις την άστατον φοράν των εγκοσμίων πραγμάτων, εις την κενότητα του παρόντος τραγικού, των ανθρώπων βίου, εις την κοιλάδα ταύτην του κλαυθμώνος, προβάλλει, ως υπερκόσμιός τις θεία αποκάλυψις, η αγία Εκκλησία μας. «Ωραία και καλή ως ευδοκία, ωραία ως Ιερουσαλήμ, θάμβος ως τεταγμέναι», η Εκκλησία, «οι οφθαλμοί αυτής ως περιστεραί επί πληρώματα υδάτων», μεταποιεί εις εαυτήν πνευματικώς τας ανθρωποπρεπείς της ασματιζούσης νύμφης αισθητικάς παρομοιώσεις. «Ως πύργος Δαβίδ», η Εκκλησία, ωκοδομημένος επί την πέτραν της πίστεως· «χίλιοι θυρεοί κρέμανται επ’ αυτόν, πάσαι βολίδες των δυνατών». «Κνήμαι αυτής στύλοι μαρμάρινοι, τεθεμελιωμένοι επί βάσεις χρυσάς», «ως σπαρτίον κόκκινον χείλη της και η λαλιά της ωραία». «Πλόκιον κεφαλής της ως πορφύρα».
Και ότε εξήλθεν από τον παγετόν της ανυπαρξίας της και, διασχίσασα τα ερέβη της αγνοίας, ενεφανίσθη εις το προσκήνιον της ανθρωπίνης ιστορίας τη αγία Πεντηκοστή, οι άγγελοι δια την τοιαύτην της Εκκλησίας πολυποίκιλον σοφίαν και αίγλην, διαπορούντες επεφώνουν εν χαρά: «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος, καλή ως σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος; Τις αύτη η αναβαίνουσα λελευκανθισμένη, επιστηριζομένη επί τον αδελφιδόν αυτής – Χριστόν;».
Η αγία Εκκλησία μας είναι ο ακόρεστος έρως μας και ο μαρτυρικός σταυρός μας. Δια την αγάπην της «φυλάσσομεν οδούς σκληράς», και δια την δόξαν της «εγενήθημεν ως πρόβατα σφαγής». «Οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων» την Εκκλησίαν, εις ημάς διαβαίνουν, και οι λυμαινόμενοι αυτήν ημάς σπαράσσουν. Ως Μήτηρ στοργική μας κυοφορεί εις την ιεράν κολυμβήθραν, μας «ωδίνει έως ου μορφωθή εν ημίν ο χριστός», και «ως αρτιγέννητα βρέφη μας ποτίζει το λογικόν γάλα» της πίστεως προς αύξησιν, «ίνα φθάσωμεν εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος Χριστού». Εν όψει κινδύνου, η Εκκλησία μας «επισυνάγει ως όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας». Εις την μητρικήν της Εκκλησίας ανησυχίαν αναφέρονται μυστικώς τα λόγια του Προφητάνακτος: «Ει εισελεύσομαι εις σκήνωμα οίκου μου, ει αναβήσομαι επί κλίνης στρωμνής μου, ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω».
Εντός του ιερού χώρου της Εκκλησίας ευρίσκει η ψυχή την τελείαν ειρήνην. Διότι είναι αντίτυπος του εν Εδέμ πνευματικού Παραδείσου, αρδευομένου από τους κυκλούντας άπασαν την γην ποταμούς της Χάριτος. Η Εκκλησία επέχει την θέσιν της παρθενικής νύμφης και του νυμφίου ο Χριστός. Η αριστουργηματική αυτή εικών ανήκει εις τον νυμφαγωγόν Απόστολον Παύλον: «ηρμοσάμην γαρ υμάς ενί ανδρί παρθένον αγνήν παραστήσαι τω Χριστώ». Και επιλέγει, «μέγα το μυστήριον τούτό εστιν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και την Εκκλησίαν». Η πιστή ψυχή διατελεί εν αδιαλείπτω αγώνι, ίνα «παραστήση εαυτήν καθαράν, μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα», διο και ο θείος Παύλος φοβείται «μήπως ως ο όφις Εύαν εξηπάτησεν εν τη πανουργία αυτού, ούτω φθαρή τα νοήματα ημών από της απλότητος της εις Χριστόν». Εις την Εκκλησίαν, ο μη υπ’ ανθρώπων αγαπώμενος ευρίσκει ανεξάντλητον αγάπην. Ο απεγνωσμένος φωτίζεται από την «ελπίδα, ήτις ου καταισχύνει». Εκείνος, όστις πονεί, παραμυθείται. Ο ράθυμος διεγείρεται εις εργασίαν. Ο αμαθής πληρούται γνώσεως.
Ο πεπτωκώς ανεγείρεται, ο κάτω νεύων υψούται, ο οργίλος πραϋνεται, ο λύκος ημερούται εις αρνίον, η πόρνη σωφρονεί, ο άσωτος επιστρέφει, ο ληστής θεολογεί, ο διώκτης γίνεται Απόστολος, ο χοϊκός αποκτά πνεύμα, ο έρπων πτερούται. Προς τους εν τω κόσμω σοφούς η Εκκλησία διδάσκει την υπερτάτην και αιωνίαν σοφίαν. Τον διανοητικόν άνθρωπον τον καθιστά πνευματικόν, τους περί τα γήϊνα μόνον τυρβάζοντας ανέλκει εις τον ουρανόν. Χωρίς την Εκκλησίαν του Χριστού, ο κόσμος θα διετέλει ακόμη εν «χώρα και σκιά θανάτου». Αι ιεραί εφέσεις θα ενεκρούντο, η αγάπη θα εσβέννυτο, η φιλαδελφία θα ήτο άγνωστος, η συγγνώμη έννοια ασύλληπτος, η ταπείνωσις παραδοξολόγημα. Άνευ Εκκλησίας δεν θα είχαμεν πνεύμα ζωοποιούν, πνεύμα σοφίας και δυνάμεως. Δεν θα υπήρχε Χάρις, δεν θα εδίδετο άφεσις αμαρτιών. Αι ελπίδες δεν θα εξανθούσαν και θα παρεμένομεν τέκνα του παλαιού Αδάμ, απηλλοτριωμένοι του Θεού. ενώ δια της Εκκλησίας έσχομεν την εν Χριστώ υιοθεσίαν, εγίναμεν «συμπολίται των αγίων» και οικείοι του Θεού.
Ένα δάκρυ πιστού έλκει την προσοχήν των ουρανών. Η προσευχή της ταπεινής ψυχής κάμπτει το θέλημα του Κυρίου. Οάνθρωπος εν Χριστώ είναι «συνεργός» με τον Θεόν—ω της αφάτου του Θεού φιλανθρωπίας—εν τω μέρει της θείας Προνοίας. Η Εκκλησία έχει το «δεσμείν και λύειν», και όσα αν δήση επί της γης, έσται δεδεμένα και εν τω ουρανώ· και όσα αν λύση επί της γης έσται λελυμένα και εν τω ουρανώ. Ό,τι γίνεται δια της Εκκλησίας, ευλογείται και υπό του Θεού. Υπό του αγίου Κυπριανού διετυπώθη το αξίωμα, αλλά δακτύλω θείω προσυπεγράφη: «Extra Ecclesiam nulla salus» (εκτός της Εκκλησίας ουδεμία σωτηρία). Εάν μας καταλάβη χειμών, που θα ζητήσωμεν καταφύγιον; Εις την Εκκλησίαν. Εάν εγερθή σάλος εν τω πελάγει, που θα προσορμισθώμεν; Εις την Εκκλησίαν. Εάν ο ουρανός δεν δώση τον υετόν αυτού, τις θα μεσιτεύση; Η Εκκλησία. Εάν διωγμός επαναστή, που θα οχυρωθώμεν; Εις την Εκκλησίαν. Η Εκκλησία είναι πρώτη εις τους αγώνας. Αι νίκαι της είναι ασφαλείς, διότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Νικά δια της πίστεως, της υπομονής, της μακροθυμίας, της αγάπης, της προσευχής. Πλήττεται, αλλά δεν καταβάλλεται. Διώκεται, αλλά δεν εγκαταλείπεται. Θλίβεται, αλλ’ ου στενοχωρείται. Καταβάλλεται, αλλ’ ουκ απόλλυται. Όσον πολεμείται, τοσούτον λαμπροτέρα αποδεικνύεται. Η Εκκλησία πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Της Εκκλησίας η δύμαμις και η ωραιότης και η αγιότης ουδέποτε εκπίπτουν, διότι η Εκκλησία είναι από την σάρκα και τα οστά του Χριστού. Πρότερον η Εκκλησία ήτο δύσμορφος. Την αγίαν Πεντηκοστήν όμως ανεδύθη εκ των παγερών θαλάμων της ένδοξος και άσπιλος. Όλη κοινώς η Εκκλησία έγινε ναός Θεού ζώντος. Άγγελοι «επιθυμούσι παρακύψαι» εις τα εν τη Εκκλησία τελούμενα. Ο Χριστός την εκάλεσεν, προαιωνίως κεκρυμμένην, ο Χριστός την «ηγόρασε», δια του τιμίου του αίματος, «ως αμνού ασπίλου και αμώμου», ο Χριστός την ηγάπησε και ενυμφεύσατο. «Ο ειπών φως εκ σκότους λάμψαι, ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών», εκάλεσε και την Εκκλησίαν: «Δεύρο από Λιβάνου νύμφη, δεύρο από Λιβάνου· ελεύση και διελεύση απ’ αρχής πίστεως, από κεφαλής Σανείρ και Αερμών, από μανδρών λεόντων, από ορέων παρδάλεων. Τις αύτη η αναβαίνουσα από της ερήμου, ως στελέχη καπνού, τεθυμιαμένη σμύρναν και λίβανον από πάντων κονιορτών μυρεψού».
O άγιος Ιγνάτιος λέγει δια τους Χριστιανούς: «όντες λίθοι ναού Θεού Πατρός, ητοιμασμένοι εις οικοδομήν Θεού, αναφερόμενοι εις τα ύψη δια της μηχανής Ιησού Χριστού, ο εστι σταυρός, σχοινίω χρώμενοι τω Πνεύματι τω αγίω· και η πίστις ημών αγωγός ημών· και η αγάπη, οδός η αναφέρουσα εις τον Θεόν. Εστέ ουν και σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι, αγνοφόροι». Την ενότητα επαινεί: «ότι το των Εφεσίων Πρεσβυτέριον συνήρμοσται τω Επισκόπω ως χορδαί κιθάρα, δια τούτο εν τη ομονοία και συμφώνω αγάπη Ιησούς Χριστός άδεται. Χρήσιμόν εστιν, εν αμώμω ενότητι είναι, ίνα Θεού πάντες μετέχουσιν». Και παραινεί: «Της ενώσεως φρόντιζε, ης ουδέν άμεινον· πάντας βάσταζε, ως και σε Κύριος· πάντων τας νόσους βάσταζε, ως τέλειος αθλητής. Άδω τας Εκκλησίας, εν αις ένωσις υπάρχει, σαρκός και πνεύματος Ιησού Χριστού». Εν τη Εκκλησία, «αι αμνάδες αι καλαί, τα σεμνά του Λόγου θεσπίζουσαι όργια, χορόν εγείρουσι σώφρονα· ο χορός οι δίκαιοι· ψάλλουσιν αι κόραι, δοξάζουσιν άγγελοι, προφήται λαλούσιν· ήχος στέλλεται μουσικής, δρόμω τον θίασον διώκουσι· σπεύδουσιν οι κεκλημένοι, Πατέρα επιποθούντες απολαβείν».
Εμείς οι Έλληνες έχομεν την ωραιοτέραν Εκκλησίαν. Η Ορθοδοξία μας αποτελεί την πεμπτουσίαν του πνεύματος των Ελλήνων Πατέρων. Παγκόσμιος ούσα η ευρύτης της Ορθοδοξίας, εις ημάς είναι γνώριμος ως Ελληνική, «σαρξ εκ της σαρκός μας και πνεύμα εκ του πνεύματός μας». Τας ευχάς μας απαγγέλλομεν εις την γλώσσαν που συνετάγησαν, με τον αττικισμόν και τας στίξεις. Τους ύμνους μας ψάλλομεν εις τα μέτρα του Πινδάρου. Την θεολογίαν μας μανθάνομεν εις την ρητορικήν απλότητα των Πατέρων. Τα Ευαγγέλια, τους Αποστόλους, τους βίους των αγίων, ακούομεν εις την ελληνικήν, όπως ακριβώς εδίδου το Πνεύμα το Άγιον. Διανοούμεθα ως ο Χρυσόστομος. Θεολογούμεν ως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Δογματίζομεν ως ο Βασίλειος. Ψάλλομεν ως ο Ρωμανός. Τα πάντα υπέταξαν εις μορφάς και ρυθμούς οι Έλληνες Πατέρες. Η αγιογραφία μας είναι ελληνική. Το πνεύμα του Απελλού έδωκε την βυζαντινήν γραμμήν. Ο Πανσέληνος έπλασε την μορφήν. Η Κρητική Σχολή εγέμισε τας Μονάς μας με τον ιερόν εξπρεσσιονισμόν των. Η διακοσμητική και η μουσική της Ανατολικής Εκκλησίας υπήχθησαν εις τον βυζαντινόν ρυθμόν. Τους ναούς μας αρωματίζουν οι χυμοί της ελληνικής διανοήσεως και αισθητικής. Αποκάλυψις, Τέχνη, Διανόησις, είναι η δεσπόζουσα ελληνική τριλογία εις την αγίαν Εκκλησίαν μας. Ο «οίνος» της Χάριτος φυλάσσεται εις «ασκούς» ελληνικούς. Χάριν οφείλομεν τω Θεώ και δια την δωρεάν ταύτην.
Τας μεστάς κατανύξεως αυτάς ημέρας, θα διέλθωμεν πλησιέστερον του «Υιού του ανθρώπου». Και θα «κοινωνήσωμεν» των Παθών Του. Αι ακοαί μας θα κροτηθούν από τα ασταθή ωσαννά του όχλου, και θα θρηνήσωμεν σιωπηλώς σε κάποιο στασίδι την άμετρον αγνωμοσύνην του ιδίου όχλου. Και θα «συσταυρωθώμεν» τω Χριστώ. Όποιος δεν είδε τον Εσταυρωμένον της Ι.Μονής των Ιβήρων του ΙΑ’ αιώνος, με την συνεσπασμένην έκφρασιν της διπλής του οδύνης, και τον Εσταυρωμένον της Ι. Μονής του αγίου Διονυσίου του ΙΕ’ αιώνος, με τον χλωμόν Χριστόν και τας υπερκοσμίους ειρηνικάς και μυστικοπαθείς φωτοσκιάσεις του προσώπου Του, ίσως να μη συνέλαβεν απολύτως τον Χριστόν τρεμοσβύνοντα επάνω εις τον μαρτυρικόν Σταυρόν Του…
…Αλλ’ ότε θα αναγινώσκεται το παρόν άρθρον, οι Ουρανοί θα αιθριάζουν από το φως της Αναστάσεως. Και η αγία Εκκλησία μας θα φαιδρύνεται από τας μελωδίας των χαροποιών ύμνων. Και αι ψυχαί μας, αι Ορθόδοξοι, που πιστεύουν εις την αθανασίαν και λατρεύουν τον Αναστάντα Χριστόν, θα έχουν φωτεινούς χιτώνας. Και θα κρατώμεν τας φαιδράς λαμπάδας της Αναστάσεως, ψάλλοντες εις την «εορτήν των εορτών…».
Και θα μεταλάβωμεν «Σώμα Χριστού» προς μετουσίαν, συνωθούμενοι εν τη Εκκλησία, «έως των κεράτων του θυσιαστηρίου».
Και πάλιν ερώ: χαίρετε, αδελφοί!..
Ἀθωνικὰ Ἂνθη.