ΠΕΡΙ ΤΟΥ
ΑΒΒΑ ΑΜΜΩΝΑ
(φορολογία
μοναχών)
Ήλθε κάποτε ένας άρχοντας στο Πηλούσιο ορός
και ήθελε με απαίτηση να φορολογήσει τους Μονάχους, με' τον ίδιο τρόπο
που φορολογούσε και τους κοσμικούς. Και συγκεντρώθηκαν όλοι οι αδελφοί
στον αββά Αμμωναθά για το ζήτημα αυτό και εξέλεξαν μερικούς από τους
πατέρες ν' ανέβουν στο βασιλιά (στην Κωνσταντινούπολη). Και τους λέγει ό
αββάς Αμμωναθάς: «Δεν είναι ανάγκη να υποβληθείτε σε μια τέτοια
ταλαιπωρία, αλλά καλύτερα ησυχάστε (με προσευχή) στα κελλιά σας και
νηστέψτε δυο εβδομάδες, και με τη χάρη του Χριστού μόνος μου εγώ θα
τακτοποιήσω την υπόθεση».
Και έφυγαν οι αδελφοί στα κελλιά τους και ό
Γέροντας ησύχασε στο δικό του κελί. Όταν λοιπόν συμπληρώθηκε το
διάστημα των δεκατεσσάρων ημερών, πικράθηκαν οι αδελφοί με την στάση του
Γέροντα, επειδή καθόλου δεν τον είδαν να κινηθεί για το ζήτημα αυτό, κι
έλεγαν: «Ό Γέροντας "έθαψε" την υπόθεση μας».
Την δέκατη πέμπτη
ημέρα συγκεντρώθηκαν οι αδελφοί είχαν συμφωνήσει και ό Γέροντας ήλθε
κοντά τους έχοντας το διάταγμα (της φοροαπαλλαγής τους) σφραγισμένο από
τον βασιλιά. Βλέποντας το οί αδελφοί απόρησαν λέγοντας: «Πότε το έφερες
αυτό, αββά;». Και λέγει ό Γέροντας: «Πιστέψτε με, αδελφοί, ότι τούτη τη
νύκτα πήγα στο βασιλιά και έβγαλε αυτό το διάταγμα. Και αφού ήλθα στην
Αλεξάνδρεια εξασφάλισα την υπογραφή του από τους άρχοντες. Και έτσι
ήλθα σ' εσάς».
Οί αδελφοί ακούγοντας αυτά φοβήθηκαν και του έβαλαν μετάνοια (ζητώντας συγχώρηση). Και έτσι τακτοποιήθηκε το θέμα τους και δεν τους ενόχλησε ό άρχοντας για πληρωμή φόρων.
(Από την
«Φιλοκαλία...» της σειράς Ε.Π.Ε., Αποφθέγματα Γερόντων, τόμ.