Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Ἡ φιλοπτωχία

Ἡ φιλοπτωχία
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ καθόλου εὔκολο νὰ βρεῖ κανεὶς τὴν ὑψηλότερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ νὰ τῆς δώσει τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ βραβεῖο, ὅπως ἀκριβῶς δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρεῖ μέσα σ’
ἕνα ὁλάνθιστο καὶ μοσχοβόλο λιβάδι τό πιὸ ὡραῖο κι εὐωδιαστὸ λουλούδι, καθὼς πότε τὸ ἕνα καὶ πότε τὸ ἄλλο τοῦ τραβάει τὴν προσοχὴ καὶ τὸν προκαλεῖ νὰ τὸ κόψει πρῶτο.
Ἔτσι λοιπόν, σκέφτομαι ὅτι καλὲς ἀρετὲς εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη. Καὶ μάρτυρας γιὰ τὴν πίστη εἶναι ὁ Ἀβραάμ, ποὺ δικαιώθηκε ἀπὸ τὴν πίστη του· μάρτυρες γιὰ τὴν ἐλπίδα εἶναι ὁ Ἐνῶς, ποὺ πρῶτος στήριξε τὴν ἐλπίδα του στὴν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου, καὶ ὅλοι οἱ δίκαιοι, ποὺ κακοπαθοῦν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας· μάρτυρες γιὰ
τὴν ἀγάπη, τέλος, εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ εὔχεται τὴ δική του ἀπώλεια γιὰ χάρη τῶν ἀδελφῶν του Ἰσραηλιτῶν, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ ὀνομάζεται ἀγάπη (Α΄ Ἰω. 4:8).

Καλὴ εἶναι ἡ φιλοξενία. Καὶ μάρτυρες γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τοὺς δικαίους ὁ Λώτ, ὁ Σοδομίτης στὴ διαμονὴ μὰ ὄχι ὁ Σοδομίτης στὴ διαγωγή, καὶ ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἡ Ραάβ, ἡ πόρνη στὸ σῶμα μὰ ὄχι πόρνη στὴν προαίρεση, ποὺ ἐπαινέθηκε καὶ σώθηκε γιὰ τὴ φιλοξενία (Ἰησ. Ναυὴ 2:1-21).

Καλὴ εἶναι ἡ μακροθυμία. Καὶ μάρτυρας γι’ αὐτὸ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ δὲν θέλησε νὰ χρησιμοποιήσει τὶς λεγεῶνες τῶν ἀγγέλων Του ἐναντίον τῶν βασανιστῶν Του καὶ ὄχι μόνο μάλωσε τὸν Πέτρο, ὅταν τράβηξε τὸ μαχαίρι του, μὰ καὶ τὸ αὐτί, ποὺ εἶχε κόψει ἐκεῖνος, τὸ ἔβαλε πάλι στὴ θέση του. Τὸ ἴδιο ἔκανε ἀργότερα καὶ ὁ Στέφανος, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προσευχόταν γιὰ κείνους ποὺ τὸν λιθοβολοῦσαν.

Καλὴ εἶναι ἡ πραότητα. Καὶ οἱ μάρτυρες γι’ αὐτὸ εἶναι ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Δαβίδ, ποὺ πάνω ἀπ’ ὅλα ὡς πρᾶοι μαρτυρήθηκαν ἀπὸ τὴ Γραφή, καθὼς καὶ ὁ Διδάσκαλός τους, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ποὺ οὔτε φιλονικοῦσε οὔτε κραύγαζε οὔτε ξεφώνιζε στὶς πλατεῖες οὔτε ἀντιστεκόταν σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν εἶχαν συλλάβει.

Καλὲς εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγρυπνία. Καὶ μάρτυρας γι’ αὐτὸ εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του ἀγρυπνοῦσε καὶ προσευχόταν.

Καλὲς εἶναι ἡ ἁγνεία καὶ ἡ παρθενία. Καὶ μάρτυρες γι’αὐτὸ εἶναι τόσο ὁ Παῦλος, ποὺ τὶς θεσμοθέτησε, βραβεύοντας δίκαια καὶ τὸ γάμο καὶ τὴν ἀγαμία, ὅσο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ

Παρθένο, γιὰ νὰ τιμήσει τὴ γέννηση, μὰ νὰ προτιμήσει τὴν παρθενία.


Καλὴ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Καὶ μάρτυρες γι’ αὐτὸ εἶναι πολλοί, μὲ κυριότερο πάλι τὸ Σωτήρα καὶ Κύριο τῶν ὅλων, ποὺ ταπεινώθηκε, ὄχι μόνο παίρνοντας μορφὴ δούλου, παραδίνοντας τὸ πρόσωπό Του στὴν ντροπὴ καὶ στὰ φτυσίματα καὶ συναριθμώντας τὸν ἑαυτό Του μὲ τοὺς παρανόμους, Ἐκεῖνος, ποὺ καθαρίζει τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ πλένοντας τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του σάν ὑπηρέτης.

Καλὴ εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη καὶ ἡ περιφρόνηση τῶν χρημάτων. Καὶ μάρτυρες γι’ αὐτὸ εἶναι τόσο ὁ Ζακχαῖος, πού, μόλις μπῆκε ὁ Χριστὸς στὸ σπίτι του, μοίρασε σχεδὸν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του , ὅσο καὶ πάλι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ποὺ μιλώντας στὸν πλούσιο ἐκεῖνο νέο, περιόρισε τὴν τελειότητα σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πρᾶγμα (Ματθ. 19:21).

Κοντολογίς, καλὴ εἶναι ἡ θεωρία, καλὴ εἶναι καὶ ἡ πράξη· ἡ θεωρία γιατί μᾶς ἀνυψώνει ἀπὸ τὰ γήινα, μᾶς ὁδηγεῖ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ ἐπαναφέρει τὸ νοῦ στὴν ἀρχικὴ φυσικὴ του κατάσταση, καὶ ἡ πράξη γιατί ὑποδέχεται τὸ Χριστό, Τὸν
ὑπηρετεῖ καὶ ἀποδεικνύει μὲ τὰ ἔργα τὴν ἀγάπη.

Κάθε ἀρετὴ εἶναι κι ἕνας δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς αἰώνιους καὶ μακάριους τόπους. Γιατί, ὅπως ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι ζωῆς, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ τόποι κοντὰ στὸ Θεό, ποὺ χωρίζονται καὶ μοιράζονται ἀνάλογα μὲ τὴν ἀξία τοῦ καθενός. Καὶ ἄλλος ἂς ἀσκήσει τὴ μὶα ἀρετή, ἄλλος τὴν ἄλλη, ἄλλος πολλὲς μαζὶ καὶ ἄλλος ὅλες, ἂν βέβαια τοῦτο εἶναι δυνατό. Φτάνει μόνο νὰ προχωράει κανεὶς καὶ νὰ ἐπιδιώκει τὸ ἀνώτερο, ἀκολουθώντας βῆμα-βῆμα Ἐκεῖνον ποὺ τὸν ὁδηγεῖ καλὰ καὶ τὸν κατευθύνει καὶ τὸν βάζει, μέσ’ ἀπ’ τὴ στενὴ ὁδὸ καὶ πύλη, στὴν ἀπέραντη οὐράνια μακαριότητα.

Καὶ ἂν ὁ Παῦλος, ποὺ ἀκολουθεῖ κι αὐτὸς τὸ Χριστό, θεωρεῖ τὴν ἀγάπη ὡς τὴν πρώτη καὶ μεγαλύτερη ἐντολή, ὡς τὴ σύνοψη τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, τὸ καλύτερο μέρος της θεωρῶ πὼς εἶναι ἡ ἀγάπη στοὺς φτωχοὺς καί, γενικότερα, ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ συμπάθεια στοὺς συνανθρώπους. Γιατί τίποτ’ ἄλλο δὲν εὐχαριστεῖ τόσο πολὺ τὸ Θεὸ καὶ τίποτ’ ἄλλο δὲν Τοῦ εἶναι τόσο ἀγαπητὸ ὅσο ἡ εὐσπλαχνία. Αὐτή, μαζὶ μὲ τὴν ἀλήθεια, πηγαίνει μπροστά Του καὶ αὐτὴ πρέπει νὰ Τοῦ προσφερθεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν Κρίση. Μὰ καὶ σὲ τίποτ’ ἄλλο δὲν δίνεται ὡς ἀνταπόδοση ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ κρίνει μὲ δικαιοσύνη καὶ ζυγίζει μὲ ἀκρίβεια τὴν εὐσπλαχνία, ὅσο στὴ φιλανθρωπία ἡ φιλανθρωπία.

Σ’ ὅλους λοιπὸν τοὺς φτωχοὺς καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο κακοπαθοῦν, ὀφείλουμε νὰ δείχνουμε εὐσπλαχνία, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή: «Νὰ μετέχετε στὴ χαρὰ ὅσων χαίρονται καὶ στὴ λύπη ὅσων λυποῦνται» (Ρωμ. 12:15). Καὶ ὀφείλουμε νὰ προσφέρουμε στοὺς ἀνθρώπους, ὡς ἄνθρωποι κι ἐμεῖς, τὴν ἐκδήλωση τῆς καλοσύνης μας, ὅταν τὴ χρειάζονται, χτυπημένοι ἀπὸ κάποια συμφορά, λ.χ. χηρεία ἢ ὀρφάνια ἢ ξενητιὰ ἢ σκληρὰ ἀφεντικὰ ἢ ἄδικους ἄρχοντες ἢ ἄσπλαχνους φοροεισπράκτορες ἢ φονικοὺς ληστὲς ἢ ἄπληστους κλέφτες ἢ δήμευση περιουσίας ἢ ναυάγιο. Ὅλοι εἶναι ἀξιολύπητοι. Ὅλοι βλέπουν τὰ χέρια μας, ὅπως ἐμεῖς βλέπουμε τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Τί θὰ κάνουμε λοιπὸν ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε τιμηθεῖ μὲ τὸ μεγάλο ὄνομα «χριστιανοί» καὶ ἀποτελοῦμε τὸν διαλεχτὸ καὶ ξεχωριστὸ λαό, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νὰ καταγίνεται σὲ καλὰ καὶ σωτήρια ἔργα; Τί θὰ κάνουμε ἐμεῖς, οἱ μαθητὲς τοῦ πράου καὶ φιλάνθρωπου Ἰησοῦ, πού σήκωσε τὶς ἁμαρτίες μας, ταπεινώθηκε, παίρνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, κι ἔγινε φτωχός, γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι μὲ τὴ θεότητα; Τί θὰ κάνουμε, ἔχοντας μπροστά μας ἕνα τόσο μεγάλο ὑπόδειγμα εὐσπλαχνίας καὶ συμπαθείας; Θὰ παραβλέψουμε τοὺς συνανθρώπους μας; Θὰ τοὺς περιφρονήσουμε; Θὰ τοὺς ἐγκαταλείψουμε; Κάθε
ἄλλο, ἀδελφοί μου. Αὐτὰ δὲν ταιριάζουν σ’ ἐμᾶς τοὺς θρεμμένους ἀπὸ τὸ Χριστό, τὸν καλὸ Ποιμένα, ποὺ φέρνει πίσω τὸ πλανεμένο πρόβατο καὶ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ χαμένο καὶ στηρίζει τὸ ἀσθενικό. Μὰ δὲν ταιριάζουν οὔτε στὴν ἀνθρώπινη φύση μας, ποὺ ἐπιβάλλει τὴ συμπάθεια, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴν ἀδυναμία ἔμαθε τὴν εὐσέβεια καὶ τὴ φιλανθρωπία.

Γιατί, μολαταῦτα, δὲν βοηθᾶμε τοὺς συνανθρώπους μας, ὅσο εἶναι ἀκόμα καιρός; Γιατί ἐμεῖς ζοῦμε μέσα στὴν ἀπόλαυση, ἐνῶ οἱ ἀδελφοί μας μέσα στὴ δυστυχία; Ποτὲ νὰ
μὴν πλουτίσω, ἂν αὐτοὶ στεροῦνται! Ποτὲ νὰ μὴν ἔχω ὑγεία, ἂν δὲν βάλω βάλσαμο στὶς πληγές τους! Ποτὲ νὰ μὴ χορτάσω, ποτὲ νὰ μὴν ντυθῶ, ποτὲ νὰ μὴν ἡσυχάσω μέσα σὲ σπίτι, ἂν δὲν τοὺς δώσω ψωμὶ καὶ ροῦχα, ὅσα μπορῶ, κι ἂν δὲν τοὺς ξεκουράσω μέσα στὸ σπίτι μου.

Ἂς τ’ ἀναθέσουμε ὅλα στὸ Χριστό, γιὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε ἀληθινά, σηκώνοντας τὸ σταυρό Του, γιὰ ν’ ἀνεβοῦμε στὸν ἐπουράνιο κόσμο ἀνάλαφρα καὶ ἄνετα, χωρὶς τίποτα νὰ μᾶς τραβάει πρὸς τὰ κάτω, καὶ γιὰ νὰ κερδίσουμε στὴ θέση ὅλων αὐτῶν τὸ
Χριστό, ἀνεβασμένοι χάρη στὴν ταπείνωσή μας καὶ πλουτισμένοι χάρη στὴ φτώχεια μας. Ἤ, τουλάχιστον, ἂς μοιραστοῦμε μὲ τὸ Χριστὸ τὰ ὑπάρχοντά μας, γιὰ ν’ ἁγιαστοῦν κάπως μὲ τὴ σωστὴ κατοχή τους καὶ τὴν προσφορὰ μεριδίου τους στοὺς φτωχούς.
Δὲν θὰ συνέλθουμε, ἔστω καὶ ἀργά; Δὲν θὰ νικήσουμε τὴν ἀναισθησία μας, γιὰ νὰ μὴν πῶ τὴν τσιγκουνιά μας; Δὲν θὰ σκεφτοῦμε ὡς ἄνθρωποι; Δὲν θὰ βάλουμε νοερὰ στὴ θέση τῶν ξένων συμφορῶν τὶς πιθανὲς δικές μας;

Γιατί, στ’ ἀλήθεια, τίποτε ἀπὸ τ’ ἀνθρώπινα δὲν εἶναι βέβαιο, τίποτε δὲν εἶναι σταθερό, τίποτε δὲν εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπὸ ἄλλους παράγοντες, τίποτε δὲν στηρίζεται σὲ ἀμετάβλητες προϋποθέσεις. Ἡ ζωή μας γυρίζει σὲ κύκλο, ἕναν κύκλο ποὺ φέρνει πολλὲς μεταβολές, συχνὰ μέσα σὲ μιὰ μέρα, κάποτε καὶ μέσα σὲ μιὰν ὥρα. Πιὸ σίγουρο εἶναι νὰ ἐμπιστεύεται κανείς τόν ἄνεμο, πού κινεῖται ἀκατάπαυστα, πιὸ σίγουρο εἶναι νὰ ἐμπιστεύεται τὴ γραμμή, ποὺ ἀφήνει πάνω στὰ νερὰ ἕνα ποντοπόρο πλοῖο, πιὸ σίγουρο εἶναι νὰ ἐμπιστεύεται τ’ ἀπατηλὰ ὄνειρα μιᾶς νύχτας, ποὺ ἡ ἀπόλαυσή τους κρατάει τόσο λίγο, πιὸ σίγουρο εἶναι νὰ ἐμπιστεύεται ὅσα χαράζουν τὰ παιδιὰ πάνω στὴν ἄμμο, ὅταν παίζουν, παρὰ τὴν ἀνθρώπινη εὐτυχία.

Εἶναι λοιπὸν συνετοὶ ἐκεῖνοι, πού, μὴν ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὰ τωρινά, φροντίζουν νὰ ἐξασφαλιστοῦν γιὰ τὸ μέλλον. Ἐπειδὴ ἡ ἀνθρώπινη εὐημερία εἶναι ἄστατη καὶ μεταβλητή, ἀγαποῦν τὴν καλοσύνη, ποὺ δὲν χάνεται, γιὰ νὰ κερδίσουν τουλάχιστον τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία: Ἤ τὴ συμπάθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πάντοτε εὐεργετεῖ στὸν οὐρανὸ τοὺς εὐσεβεῖς γιὰ τὶς ἐπίγειες ἀγαθοεργίες τους· ἢ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ κακοπάθησαν ὄχι γιὰ κάποια κακία, ἀλλὰ γιὰ κάποιον καλὸ σκοπό· ἤ, τέλος, τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καθώς, ἐκεῖνοι πρῶτα ἔδειξαν φιλανθρωπία στοὺς φτωχούς, ἐνεργῶντας ἔξυπνα.

«Ἂς μὴν καυχιέται ὁ σοφὸς γιὰ τὴ σοφία του, λέει ὁ Κύριος, μήτε ὁ δυνατὸς γιὰ τὴ δύναμή του μήτε ὁ πλούσιος γιὰ τὸν πλοῦτο του» (Ἱερ. 9:23), ἔστω κι ἂν ἔχουν φτάσει στὸ ὕψιστο σημεῖο σοφίας, δυνάμεως ἢ πλούτου. Ἐγώ, ὅμως, θὰ προσθέσω κι ἐκεῖνα ποὺ ἀκολουθοῦν: Ἂς μὴν καυχιέται μήτε ὁ περίβλεπτος γιὰ τὴ δόξα του μήτε ὁ γέρος γιὰ τὴν ὑγεία του μήτε ὁ ὄμορφος γιὰ τὴν ὀμορφιά του μήτε ὁ νέος γιὰ τὰ νιάτα του μήτε, κοντολογίς, ἄλλος κανένας γιὰ ὁτιδήποτε ἀπ’ ὅσα παινεύονται στὸν κόσμο τοῦτο καὶ προξενοῦν τὴν ὑπερηφάνεια. Ἀλλά, ὅποιος καυχιέται, μόνο γι’ αὐτὸ ἂς καυχιέται, γιὰ τὸ ὅτι γνωρίζει καὶ ζητάει τὸ Θεό, ὑποφέρει μαζὶ μ’ ἐκείνους ποὺ ὑποφέρουν καὶ ἀποθέτει τὶς ἐλπίδες του γιὰ τὰ καλὰ στὸ μέλλον. Γιατί τὰ τωρινὰ ἀγαθὰ εἶναι ρευστὰ καὶ πρόσκαιρα. Συνεχῶς μετακινοῦνται καὶ πηγαίνουν ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο, ὅπως ἡ μπάλα στὸ ποδόσφαιρο. Καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ σίγουρο γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὰ κατέχει, ἀπὸ τὸ ὅτι θὰ τὰ χάσει μὲ τὸ χρόνο ἢ ἀπὸ τὸ φθόνο. Ἀπεναντίας, τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ εἶναι σταθερὰ καὶ μόνιμα. Ποτὲ δὲν χάνονται, ποτὲ δὲν πηγαίνουν ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο, ποτὲ δὲν διαψεύδουν τὶς ἐλπίδες ὅσων τὰ ἐμπιστεύονται.

«Ποιὸς εἶναι σοφός, γιὰ νὰ τά καταλάβει αὐτά;» (Ὠσ. 14:10). Ποιὸς θ’ ἀδιαφορήσει γιὰ τὰ ἐφήμερα καὶ θὰ προσέξει τὰ μόνιμα;
Ποιὸς θὰ συλλογιστεῖ ὅτι τὰ τωρινὰ θὰ περάσουν; Ποιὸς θ’ ἀναλογιστεῖ ὅτι τὰ ἀναμενόμενα θὰ μείνουν; Ποιὸς θὰ ξεχωρίσει τὰ πραγματικὰ ἀπὸ τὰ φαινομενικά, γιὰ ν’ ἀκολουθήσει τὰ πρῶτα καὶ νὰ περιφρονήσει τὰ δεύτερα; Ποιὸς θὰ ξεχωρίσει τὴν ἐπίγεια διαμονὴ ἀπὸ τὴν ἐπουράνια πολιτεία, τὴν παροικία ἀπὸ τὴν κατοικία, τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς, τὴ λάσπη τοῦ βυθοῦ ἀπὸ τὰ ἅγια χώματα, τὴ σάρκα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν κοσμοκράτορα διάβολο, τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή; Ποιὸς θὰ ἐξαγοράσει μὲ τὰ παρόντα τὸ μέλλον, μὲ τὸν φθαρτὸ πλοῦτο τὸν ἄφθαρτο, μὲ τὰ ὁρατὰ τὰ ἀόρατα;

Μακάριος λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὰ διακρίνει αὐτά, χωρίζει μὲ τὸ μαχαίρι τοῦ Λόγου τὸ καλύτερο ἀπὸ τὸ χειρότερο, ἀνυψώνεται μὲ τὴν καρδιά του, ὅπως λέει κάπου ὁ ἱερὸς Δαβὶδ (Ψαλμ. 83:6), φεύγει μ’ ὅλη του τὴ δύναμη μακριὰ ἀπὸ τὴν κοιλάδα τούτη τῆς ὀδύνης, ἐπιδιώκει τὰ ἀγαθὰ ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανό, σταυρώνεται γιὰ τὸν κόσμο μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, ἀνασταίνεται μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, ἀνεβαίνει στὰ ἐπουράνια σκηνώματα
μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ γίνεται κληρονόμος τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, ποὺ δὲν μεταβάλλεται ποτὲ πιά.

Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸ Λόγο, ἂς ἐπιδιώξουμε τὴν οὐράνια ἀπόλαυση, ἂς ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπίγεια περιουσία. Ἂς κρατήσουμε ἀπὸ τὰ γήινα μόνο ὅσα εἶναι καλά, ἂς σώσουμε τὶς ψυχές μας μὲ ἐλεημοσύνες, ἂς δώσουμε ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μας στοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ γίνουμε πλούσιοι σὲ αἰώνια ἀγαθά. Δῶσε κάτι καὶ στὴν ψυχή, ὄχι στὴ σάρκα μονάχα. Δῶσε κάτι καὶ στὸ Θεό, ὄχι στὸν κόσμο μονάχα. Πάρε κάτι ἀπὸ τὴν κοιλιὰ καὶ δῶσ’ τὸ στὸ πνεῦμα. Πάρε κάτι ἀπὸ τὴ φωτιά, ποὺ κατακαίει τὰ γήινα, καὶ ξεμάκρυνέ το ἀπὸ τὴ φλόγα. Ἅρπαξε κάτι ἀπὸ τὸν τύραννο κι ἐμπιστέψου το στὸν Κύριο. Δῶσε λίγο σ’ Ἐκεῖνον, πού σοῦ ἔχει προσφέρει τό πολύ. Δῶσε τα καὶ ὅλα ἀκόμα σ’ Ἐκεῖνον, πού σοῦ τὰ ἔχει χαρίσει ὅλα. Ποτὲ δὲν θὰ ξεπεράσεις στὴ γενναιοδωρία τὸ Θεό, ἔστω κι ἂν χαρίσεις ὅλα σου τὰ ὑπάρχοντα, ἔστω κι ἂν προσθέσεις σ’ αὐτὰ καὶ τὸν ἴδιό σου τὸν ἑαυτό. Γιατί καὶ τοῦ ἑαυτοῦ σου ἡ προσφορὰ στὸ Θεὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀπόκτηση. Ὅσα κι ἂν προσφέρεις, ἐκεῖνα ποὺ μένουν εἶναι περισσότερα. Καὶ δὲν θὰ δώσεις τίποτα δικό σου, γιατί ὅλα τὰ ἔχεις πάρει ἀπὸ τὸ Θεό. Ἂς μὴ γίνουμε, ἀγαπητοί μου φίλοι καὶ ἀδελφοί, κακοὶ διαχειριστὲς τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς δόθηκαν. Ἂς μὴν κοπιάζουμε γιὰ νὰ θησαυρίζουμε καὶ ν’ ἀποταμιεύουμε, ἐνῶ ἄλλοι ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Ἂς μιμηθοῦμε τὸν ἀνώτατο καὶ κορυφαῖο νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ στέλνει τὴ βροχὴ σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους καὶ ἀνατέλλει τὸν ἥλιο ἐπίσης γιὰ ὅλους. Αὐτὸς ἔκανε τὴ γῆ εὐρύχωρη γιὰ ὅλα τὰ χερσαῖα ζῶα, δημιούργησε πηγές, ποτάμια, δάση, ἀέρα γιὰ τὰ φτερωτά και νερὰ γιὰ τὰ ὑδρόβια, καὶ ἔδωσε σ’ ὅλα τὰ ὄντα ἄφθονα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ ζωὴ τοὺς στοιχεῖα, χωρὶς νὰ τὰ περιορίζει καμιὰ ἐξουσία, χωρὶς νὰ τὰ καθορίζει κανένας γραπτὸς νόμος, χωρὶς νὰ τὰ ἐμποδίζουν σύνορα. Καὶ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα τὰ παρέδωσε κοινὰ καὶ πλούσια, χωρὶς διάκριση ἢ περικοπή, τιμώντας τὴν ὁμοιότητα τῆς φύσεως μὲ τὴν ἰσότητα τῆς δωρεᾶς καὶ δείχνοντας τὸν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητός Του. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ἀφότου ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ γῆ τὸ χρυσάφι, τὸ ἀσήμι καὶ τὰ πολύτιμα πετράδια, ἀφότου ἔφτιαξαν ροῦχα μαλακὰ καὶ περιττὰ καὶ ἀφότου ἀπέκτησαν ἄλλα παρόμοια πράγματα, ποὺ ἀποτελοῦν αἰτίες πολέμων καὶ ἐπαναστάσεων καὶ τυρρανικῶν καθεστώτων, κυριεύθηκαν ἀπὸ παράλογη ὑπεροψία. Ἔτσι, δὲν δείχνουν εὐσπλαχνία στοὺς δυστυχισμένους συνανθρώπους τους καὶ δὲν θέλουν οὔτε μὲ τὰ περίσσια τους νὰ δώσουν στοὺς ἄλλους τὰ ἀναγκαῖα. Τί βαναυσότητα! Τί σκληρότητα! Δὲν σκέφτονται, ἂν ὄχι τίποτ’ ἄλλο, πὼς ἡ φτώχεια καὶ ὁ πλοῦτος, ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ δουλεία καὶ τ’ ἄλλα παρόμοια, ἐμφανίστηκαν στὸ ἀνθρώπινο γένος μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, σὰν ἀρρώστιες ποὺ ἐκδηλώνονται μαζὶ μὲ τὴν κακία καὶ ποὺ εἶναι δικές της ἐπινοήσεις. Ἀρχικά, ὅμως, δὲν ἔγιναν ἔτσι τὰ πράγματα, λέει ἡ Γραφὴ (Ματθ. 19:8), ἀλλὰ Ἐκεῖνος ποὺ ἔπλασε ἐξαρχῆς τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο, αὐτεξούσιο -συγκρατημένο μόνο ἀπὸ τὸ νόμο τῆς ἐντολῆς- καὶ πλούσιο μέσα στὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς. Αὐτὴ τὴν ἐλευθερία κι αὐτὸν τὸν πλοῦτο θέλησε νὰ χαρίσει -καὶ χάρισε- ὁ Θεός, μέσω τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, καὶ στὸ ὑπόλοιπο ἀνθρώπινο γένος. Ἐλευθερία καὶ πλοῦτος ἦταν μόνο ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς. Φτώχεια ἀληθινὴ καὶ δουλεία ἦταν ἡ παράβασή της.

Μετὰ τὴν παράβαση λοιπὸν ἐμφανίστηκαν οἱ φθόνοι καὶ οἱ φιλονικίες καὶ ἡ δολερὴ τυραννία τοῦ διαβόλου, ποὺ παρασύρει πάντα μὲ τὴ λαιμαργία τῆς ἡδονῆς καὶ ξεσηκώνει τους πιὸ τολμηροὺς ἐνάντια στοὺς πιὸ ἀδύνατους. Μετὰ τὴν παράβαση, τὸ ἀνθρώπινο γένος χωρίστηκε σὲ διάφορες φυλὲς μὲ διάφορα ὀνόματα καὶ ἡ πλεονεξία κατακερμάτισε τὴν εὐγένεια τῆς φύσεως, ἀφοῦ πῆρε καὶ τὸ νόμο βοηθό της.

Ἐσὺ ὅμως νὰ κοιτᾶς τὴν ἀρχικὴ ἑνότητα καὶ ἰσότητα, ὄχι τὴν τελικὴ διαίρεση· ὄχι τὸ νόμο ποὺ ἐπικράτησε, ἀλλὰ τὸ νόμο τοῦ Δημιουργοῦ. Βοήθησε, ὅσο μπορεῖς, τὴ φύση, τίμησε τὴν πρότερη ἐλευθερία, δεῖξε σεβασμὸ στὸν ἑαυτό σου, συγκάλυψε τὴν ἀτιμία τοῦ γένους σου, παραστάσου στὴν ἀρρώστια, σύντρεξε στὴν ἀνάγκη.

Παρηγόρησε ὁ γερὸς τὸν ἄρρωστο, ὁ πλούσιος τὸν φτωχό, ὁ ὄρθιος τὸν πεσμένο, ὁ χαρούμενος τὸν λυπημένο, ὁ εὐτυχισμένος τὸν δυστυχισμένο.

Δῶσε κάτι στὸ Θεὸ ὡς δῶρο εὐχαριστήριο, γιὰ τὸ ὅτι εἶσαι ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ μποροῦν νὰ εὐεργετοῦν καὶ ὄχι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη νὰ εὐεργετοῦνται, γιὰ τὸ ὅτι δὲν περιμένεις ἐσὺ βοήθεια ἀπὸ τὰ χέρια ἄλλων, ἀλλ’ ἀπὸ τὰ δικά σου χέρια περιμένουν ἄλλοι βοήθεια.

Πλούτισε ὄχι μόνο σὲ περιουσία, μὰ καὶ σὲ εὐσέβεια, ὄχι μόνο σὲ χρυσάφι, μὰ καὶ σὲ ἀρετὴ ἢ καλύτερα μόνο σὲ ἀρετή.

Γίνε πιὸ τίμιος ἀπὸ τὸν πλησίον μὲ τὴν ἐπίδειξη περισσότερης καλοσύνης. Γίνε θεὸς γιὰ τὸν δυστυχισμένο μὲ τὴ μίμηση τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ.
Δῶσε κάτι, ἔστω καὶ ἐλάχιστο, σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Γιατί καὶ τὸ ἐλάχιστο δὲν εἶναι ἀσήμαντο γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὅλα τὰ στερεῖται, μὰ οὔτε καὶ γιὰ τὸ Θεὸ, ἐφόσον εἶναι ἀνάλογο μὲ τὶς δυνατότητές σου. Ἀντὶ γιὰ μεγάλη προσφορά, δῶσε τὴν προθυμία σου. Κι ἂν δὲν ἔχεις τίποτα, δάκρυσε. Ἡ ὁλόψυχη συμπάθεια εἶναι μεγάλο φάρμακο γι΄ αὐτὸν ποὺ δυστυχεῖ. Ἡ ἀληθινὴ συμπόνια ἀνακουφίζει πολὺ ἀπὸ τὴ συμφορά.

Δὲν ἔχει μικρότερη ἀξία, ἀδελφέ μου, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῶο, πού, ἂν χαθεῖ ἢ πέσει σὲ χαντάκι, σὲ προστάζει ὁ νόμος νὰ τὸ σηκώσεις καὶ νὰ τὸ περιμαζέψεις (Δευτ. 22:1-4). Πόση εὐσπλαχνία, ἑπομένως, ὀφείλουμε νὰ δείχνουμε στοὺς συνανθρώπους μας, ὅταν ἀκόμα καὶ μὲ τ’ ἄλογα ζῶα ἔχουμε χρέος νὰ εἴμαστε πονετικοί;

«Δανείζει τὸ Θεὸ ὅποιος ἐλεεῖ φτωχό», λέει ἡ Γραφὴ (Παροιμ. 19:17). Ποιὸς δὲν δέχεται τέτοιον ὀφειλέτη, πού, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δάνειο θὰ δώσει καὶ τόκους, ὅταν ἔρθει ὁ καιρός; Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέει: «Μὲ τὶς ἐλεημοσύνες καὶ μὲ τὴν τιμιότητα καθαρίζονται οἱ ἁμαρτίες» (Παροιμ. 15:27α).

Ἄς καθαριστοῦμε λοιπὸν μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, ἂς πλύνουμε μὲ τὸ καλὸ βοτάνι τὶς βρωμιὲς καὶ τοὺς λεκέδες μας, ἂς γίνουμε ἄσπροι, ἄλλοι σὰν τὸ μαλλὶ καὶ ἄλλοι σὰν τὸ χιόνι, ἀνάλογα μὲ τὴν εὐσπλαχνία του ὁ καθένας. «Μακάριοι, λέει, «ὅσοι δείχνουν ἔλεος στοὺς ἄλλους, γιατί σ’ αὐτοὺς θὰ δείξει ὁ Θεὸς τὸ ἔλεός Του» (Ματθ. 5:7). Τὸ ἔλεος ὑπογραμμίζεται στοὺς μακαρισμούς. Καὶ ἀλλοῦ : «Μακάριος εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ σπλαχνίζεται τὸν φτωχὸ καὶ τὸν στερημένο» (Ψαλμ. 40:2). Καί: Ἀγαθὸς ἄνθρωπος εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ συμπονάει τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς δανείζει» (Ψαλμ. 111:5). Καί: «Παντοτινὰ ἐλεεῖ καὶ δανείζει ὁ δίκαιος» (Ψαλμ. 36:26). Ἂς ἁρπάξουμε τὸ μακαρισμό, ἂς τὸν κατανοήσουμε, ἂς ἀνταποκριθοῦμε στὴν κλήση του, ἂς γίνουμε ἀγαθοὶ ἄνθρωποι. Οὔτε ἡ νύχτα νὰ μὴ διακόψει τὴ ἐλεημοσύνη σου. «Μὴν πεῖς, «Φύγε τώρα κι ἔλα πάλι αὔριο νὰ σοῦ δώσω βοήθεια»» (Παροιμ. 3:28), γιατί μπορεῖ ἀπὸ σήμερα ὥς αὔριο νὰ συμβεῖ κάτι, ποὺ θὰ ματαιώσει τὴν εὐεργεσία. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ δὲν παίρνει ἀναβολή. «Μοίρασε τὸ ψωμί σου σ’ ἐκείνους ποὺ πεινοῦν καὶ βάλε στὸ σπίτι σου φτωχούς, ποὺ δὲν ἔχουν στέγη» (Ἡσ. 58:7). Καὶ αὐτὰ νὰ τὰ κάνεις μὲ προθυμία. «Ὅποιος ἐλεεῖ», λέει ὁ ἀπόστολος , «ἂς τὸ κάνει μὲ εὐχαρίστηση καὶ γλυκύτητα» (Ρωμ. 12:8). Μὲ τὴν προθυμία, τὸ καλό σοῦ λογαριάζεται σὰν διπλό. Ἡ ἐλεημοσύνη ποὺ γίνεται μὲ στενοχώρια ἢ ἐξαναγκασμό, εἶναι ἄχαρη καὶ ἄνοστη. Νὰ πανηγυρίζουμε πρέπει, ὄχι νὰ θρηνοῦμε, ὅταν κάνουμε καλοσύνες.

Μήπως νομίζεις πώς ἡ φιλανθρωπία δὲν εἶναι ἀναγκαία, ἀλλὰ προαιρετική; Μήπως νομίζεις πὼς δὲν ἀποτελεῖ νόμο, ἀλλὰ συμβουλὴ καὶ προτροπή; Πολὺ θὰ τὸ ‘θελα κι ἐγὼ ἔτσι νὰ εἶναι. Καὶ ἔτσι τὸ νόμιζα. Μὰ μὲ φοβίζουν ὅσα λέει ἡ Γραφὴ γιὰ ἐκείνους πού, τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὁ Δίκαιος Κριτὴς βάζει στ’ ἀριστερά Του, σὰν κατσίκια, καὶ τοὺς καταδικάζει (Ματθ. 25:31-46). Αὐτοὶ δὲν καταδικάζονται γιατί ἔκλεψαν ἢ λήστεψαν ἢ ἀσέλγησαν ἢ ἔκαναν ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπ’ ὅσα ἀπαγορεύει ὁ Θεός, ἀλλὰ γιατί δὲν ἔδειξαν φροντίδα γιὰ τὸ Χριστὸ μέσω τῶν δυστυχισμένων ἀνθρώπων. Ὅσο εἶναι καιρὸς λοιπὸν ἂς ἐπισκεφθοῦμε τὸ Χριστό, ἂς Τὸν περιποιηθοῦμε, ἂς Τὸν θρέψουμε, ἂς Τὸν ντύσουμε, ἂς Τὸν περιμαζέψουμε, ἂς Τὸν τιμήσουμε. Ὄχι μόνο μὲ τραπέζι, ὅπως μερικοί, ὄχι μόνο μὲ μύρα, ὅπως ἡ Μαρία, ὄχι μόνο μὲ τάφο, ὅπως ὁ Ἀριμαθαῖος Ἰωσήφ, ὄχι μόνο μὲ ἐνταφιασμό, ὅπως ὁ φιλόχριστος Νικόδημος, ὄχι μόνο μὲ χρυσάφι, λιβάνι καὶ σμύρνα, ὅπως οἱ μάγοι πρωτύτερα. Μὰ ἐπειδὴ ὁ Κύριος τῶν ὅλων θέλει ἔλεος καὶ ὄχι θυσία κι ἐπειδὴ ἡ εὐσπλαχνία εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴ θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων ἀρνιῶν, ἂς Τοῦ τὴν προσφέρουμε μέσω ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, μέσω ἐκείνων ποὺ βρίσκονται σήμερα σὲ δεινὴ θέση, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθοῦν στὴν οὐράνια βασιλεία, ὅταν φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο καὶ πᾶμε κοντὰ στὸν Κύριό μας, τὸ Χριστό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

arnion.gr

Ἀπό τό βιβλίο :

«Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»,