8 Aug 2012 03:30 PM PDT
Η
παρθένος Μαρία άνετράφει σύμφωνα με τά διδάγματα του Θεού. Στολιζόταν
με τίς αρετές πού ζητούσε ό Θεός. Ήταν, λοιπόν, φυσικό νά μή σκεπτόταν
τιποτέ άλλο άπό τό Θεό. Οί γονείς Της εξάλλου δεν Τή χάρηκαν γιά πολλά
χρόνια. Διατί φαίνεται πολύ σύντομα έφυγαν άπό τό μάταιο αυτό κόσμο. Τήν
εμπιστεύτηκαν όμως στην Πρόνοια του Θεού. Βέβαια, Τήν είχαν ήδη
έμπιστευθεί άπό δώδεκα ετών στον ιερέα Ζαχαρία καί τή σύζυγο του
Ελισάβετ. Αλλά ή Παρθένος είχε καί άλλους
συγγενείς στή Ναζαρέτ, τών όποίων δέν αναφέρονται τά ονόματα. Πάντως
μετά τήν έκδημία τών γονέων Της, ήλθε καί έμεινε κάτω άπό τήν προστασία
τους.
Καί οί συγγενείς Της αυτοί φρόντισαν μέ τήν ίδια αγάπη -όπως καί ό ιερέας Ζαχαρίας- νά Τήν προστατεύσουν. Έπί πλέον θέλησαν νά εκτελέσουν ένα ιερό καθήκον. Μιά νέα δεκαπέντε ετών -όπως ήταν τότε ή Παρθένος- πτωχή, πού ζούσε καί αναστρεφόταν σέ μιά κοινωνία τόσο πολύ διεφθαρμένη, όπως αυτή της Ναζαρέτ, διέτρεχε κίνδυνο. Ένδιαφέρθηκαν, λοιπόν, οί συγγενείς Της νά Τήν άποκαταστήσουν. Νά Της βρουν σύντροφο. Χωρίς νά τό καταλαβαίνουν λειτουργούσαν οί συγγενείς Της ώς όργανα του Θεού. Διότι αργότερα, στίς κρίσιμες στιγμές της ζωής Της, πού μεγάλα καί παράδοξα γεγονότα θά διαδραματίζονταν, θά Της ήταν απαραίτητος ό σύντροφος γιά τά πολύπλοκα προβλήματα, πού θά παρουσιάζονταν.
Αλλά σέ θέματα γάμου, ό θρησκευτικός νόμος τών Ίουδαίων όριζε ότι έπρεπε νά εκλέξουν σύζυγο άπό τήν ίδια φυλή. Ή Παρθένος Μαρία ήταν, όπως είδαμε, απόγονος του Δαβίδ. Επομένως ό σύντροφος Της έπρεπε νά βρεθεί ''έξ οίκου Δαβίδ".
Πράγματι, ή αγαθή Πρόνοια του Θεού προλαμβάνει καί μνηστεύει τήν Παρθένο μέ τόν Ιωσήφ, ό όποίος προερχόταν "έξ οίκου καί πάτριας Δαβίδ".
Τήν καταγωγή του μνήστορα Ιωσήφ τήν επιβεβαιώνει -κατά τόν ιερό Χρυσόστομο- καί αυτή ή αρετή του ανδρός, γιά τόν όποίο ή Αγία Γραφή λέει ότι ήταν "δίκαιος", δηλαδή ενάρετος καί αγαθός άνθρωπος.
Καί ό ιερός Χρυσόστομος καθώς υπογραμμίζει τήν αρετή του μνήστορα Ιωσήφ -ό όποίος είχε ύπερβεί τά όρια του νόμου της Π. Διαθήκης, εφόσον δέν θέλησε νά "παράδειγματίσει" τήν Παρθένο γιά τό γεγονός της ύποπτης σ' αυτόν εγκυμοσύνης Της- αποδεικνύει οτι ό δίκαιος Ιωσήφ άποκλείεται νά μή σεβάστηκε τόν ιουδαϊκό νόμο τόν σχετικό μέ τό γάμο. Αποκλείεται δηλαδή, ό δίκαιος Ιωσήφ νά μή προερχόταν "έξ οϊκου καί πάτριας Δαβίδ" καί καταπατώντας τόν ίουδαϊκό νόμο νά μνηστεύθηκε τήν παρθένο Μαριάμ άπό ηδονή. Γράφει σχετικά ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
"Άφού πληροφορηθείς τήν αρετή του, νά μάθεις καί έκείνο, οτι δηλαδή δέν μπορούσε νά παραβεί τό νόμο· καί είναι φυσικό. Αυτός ο φιλάνθρωπος καί τόσο ανεπηρέαστος άπό πάθος, ώστε, μολονότι ή υποψία τόν βασάνιζε, δέν θέλησε νά επιδιώξει τιμωρία της Παρθένου, πώς θά ήταν δυνατό νά παραβεί τό νόμο χάρη τής ήδονής; Αυτός πού έδειξε πνευματικότητα ανώτερη άπό ο,τι επέβαλλε ό νόμος -καί ήταν ανώτερη πνευματικότητα τό νά ζητήσει νά τήν αφήσει καί μάλιστα κρυφά- πώς θά έπραττε κάτι παράνομο καί μάλιστα χωρίς νά τόν αναγκάζει καμιά αίτία"; (Ρ.G.57, 28).
Ό δίκαιος Ιωσήφ ήταν ξυλουργός στό επάγγελμα. Δέν ήταν άγαμος. Ήταν χήρος καί πατέρας πέντε παιδιών, τριών αγοριών καί δύο κοριτσιών. Άπό αυτό γίνεται φανερό οτι ήταν μεγάλης ηλικίας.
Ετσι, κοντά στον Ιωσήφ ή ορφανή Παρθένος ασφαλιζόταν άπό τους κινδύνους τής κοινωνίας. Θά ήταν γι' αυτήν ό κατάλληλος προστάτης. Έπί πλέον θά είχε στή Ναζαρέτ, εκτός άπό τους δικούς Της, τόν ευσεβή, τόν σοβαρό καί ενάρετο Ίωσήφ. Βέβαια, στά μάτια τών ανθρώπων θεωρείτο σύζυγός Της καί αργότερα πατέρας του παιδιού Της. Ενώπιον όμως του Θεού, καί επομένως καί στην πραγματικότητα, ήταν ό διορισμένος εκπρόσωπος Του, φύλακας καί προστάτης τής Παρθένου καί του θείου Παιδίου.
Ή μνηστεία σύμφωνα μέ τόν άρχαίο ιουδαϊκό νόμο ήταν ουσιώδες προκαταρκτικό στάδιο του γάμου καί δημιουργούσε σχέση δεσμευτικής υποχρέωσης μεταξύ τών μνηστευομένων, ώστε σέ περίπτωση θανάτου του μνηστήρα, ή μνηστή νά θεωρείται χήρα του. Μετά τή μνηστεία καί πρίν τό γάμο ό άνδρας ήταν κατά τό νόμο σύζυγος (Ίδε Γεν. ΚΘ' 21,Δευτερ. ΚΘ' 23.), καί ό δεσμός μπορούσε νά λυθεί μόνο μέ κανονικό διαζύγιο. Γι' αυτό καί ό Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει τή Μαρία ώς μνηστή, ώς σύζυγο καί ώς γυναίκα, έχοντας πλήρη γνώση του γαμικού δικαίου τών Ισραηλιτών.
Αναντίρρητα, ή μνηστεία τής Παρθένου μέ τόν Ιωσήφ παρουσιαζόταν ώς φροντίδα καί έργο αγάπης καί προστασίας της νεαρής Κόρης έκ μέρους τών ανθρώπων. Στην πραγματικότητα όμως ήταν έργο της στοργής καί της πάνσοφης Πρόνοιας του Θεού.
Καί οί συγγενείς Της αυτοί φρόντισαν μέ τήν ίδια αγάπη -όπως καί ό ιερέας Ζαχαρίας- νά Τήν προστατεύσουν. Έπί πλέον θέλησαν νά εκτελέσουν ένα ιερό καθήκον. Μιά νέα δεκαπέντε ετών -όπως ήταν τότε ή Παρθένος- πτωχή, πού ζούσε καί αναστρεφόταν σέ μιά κοινωνία τόσο πολύ διεφθαρμένη, όπως αυτή της Ναζαρέτ, διέτρεχε κίνδυνο. Ένδιαφέρθηκαν, λοιπόν, οί συγγενείς Της νά Τήν άποκαταστήσουν. Νά Της βρουν σύντροφο. Χωρίς νά τό καταλαβαίνουν λειτουργούσαν οί συγγενείς Της ώς όργανα του Θεού. Διότι αργότερα, στίς κρίσιμες στιγμές της ζωής Της, πού μεγάλα καί παράδοξα γεγονότα θά διαδραματίζονταν, θά Της ήταν απαραίτητος ό σύντροφος γιά τά πολύπλοκα προβλήματα, πού θά παρουσιάζονταν.
Αλλά σέ θέματα γάμου, ό θρησκευτικός νόμος τών Ίουδαίων όριζε ότι έπρεπε νά εκλέξουν σύζυγο άπό τήν ίδια φυλή. Ή Παρθένος Μαρία ήταν, όπως είδαμε, απόγονος του Δαβίδ. Επομένως ό σύντροφος Της έπρεπε νά βρεθεί ''έξ οίκου Δαβίδ".
Πράγματι, ή αγαθή Πρόνοια του Θεού προλαμβάνει καί μνηστεύει τήν Παρθένο μέ τόν Ιωσήφ, ό όποίος προερχόταν "έξ οίκου καί πάτριας Δαβίδ".
Τήν καταγωγή του μνήστορα Ιωσήφ τήν επιβεβαιώνει -κατά τόν ιερό Χρυσόστομο- καί αυτή ή αρετή του ανδρός, γιά τόν όποίο ή Αγία Γραφή λέει ότι ήταν "δίκαιος", δηλαδή ενάρετος καί αγαθός άνθρωπος.
Καί ό ιερός Χρυσόστομος καθώς υπογραμμίζει τήν αρετή του μνήστορα Ιωσήφ -ό όποίος είχε ύπερβεί τά όρια του νόμου της Π. Διαθήκης, εφόσον δέν θέλησε νά "παράδειγματίσει" τήν Παρθένο γιά τό γεγονός της ύποπτης σ' αυτόν εγκυμοσύνης Της- αποδεικνύει οτι ό δίκαιος Ιωσήφ άποκλείεται νά μή σεβάστηκε τόν ιουδαϊκό νόμο τόν σχετικό μέ τό γάμο. Αποκλείεται δηλαδή, ό δίκαιος Ιωσήφ νά μή προερχόταν "έξ οϊκου καί πάτριας Δαβίδ" καί καταπατώντας τόν ίουδαϊκό νόμο νά μνηστεύθηκε τήν παρθένο Μαριάμ άπό ηδονή. Γράφει σχετικά ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
"Άφού πληροφορηθείς τήν αρετή του, νά μάθεις καί έκείνο, οτι δηλαδή δέν μπορούσε νά παραβεί τό νόμο· καί είναι φυσικό. Αυτός ο φιλάνθρωπος καί τόσο ανεπηρέαστος άπό πάθος, ώστε, μολονότι ή υποψία τόν βασάνιζε, δέν θέλησε νά επιδιώξει τιμωρία της Παρθένου, πώς θά ήταν δυνατό νά παραβεί τό νόμο χάρη τής ήδονής; Αυτός πού έδειξε πνευματικότητα ανώτερη άπό ο,τι επέβαλλε ό νόμος -καί ήταν ανώτερη πνευματικότητα τό νά ζητήσει νά τήν αφήσει καί μάλιστα κρυφά- πώς θά έπραττε κάτι παράνομο καί μάλιστα χωρίς νά τόν αναγκάζει καμιά αίτία"; (Ρ.G.57, 28).
Ό δίκαιος Ιωσήφ ήταν ξυλουργός στό επάγγελμα. Δέν ήταν άγαμος. Ήταν χήρος καί πατέρας πέντε παιδιών, τριών αγοριών καί δύο κοριτσιών. Άπό αυτό γίνεται φανερό οτι ήταν μεγάλης ηλικίας.
Ετσι, κοντά στον Ιωσήφ ή ορφανή Παρθένος ασφαλιζόταν άπό τους κινδύνους τής κοινωνίας. Θά ήταν γι' αυτήν ό κατάλληλος προστάτης. Έπί πλέον θά είχε στή Ναζαρέτ, εκτός άπό τους δικούς Της, τόν ευσεβή, τόν σοβαρό καί ενάρετο Ίωσήφ. Βέβαια, στά μάτια τών ανθρώπων θεωρείτο σύζυγός Της καί αργότερα πατέρας του παιδιού Της. Ενώπιον όμως του Θεού, καί επομένως καί στην πραγματικότητα, ήταν ό διορισμένος εκπρόσωπος Του, φύλακας καί προστάτης τής Παρθένου καί του θείου Παιδίου.
Ή μνηστεία σύμφωνα μέ τόν άρχαίο ιουδαϊκό νόμο ήταν ουσιώδες προκαταρκτικό στάδιο του γάμου καί δημιουργούσε σχέση δεσμευτικής υποχρέωσης μεταξύ τών μνηστευομένων, ώστε σέ περίπτωση θανάτου του μνηστήρα, ή μνηστή νά θεωρείται χήρα του. Μετά τή μνηστεία καί πρίν τό γάμο ό άνδρας ήταν κατά τό νόμο σύζυγος (Ίδε Γεν. ΚΘ' 21,Δευτερ. ΚΘ' 23.), καί ό δεσμός μπορούσε νά λυθεί μόνο μέ κανονικό διαζύγιο. Γι' αυτό καί ό Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει τή Μαρία ώς μνηστή, ώς σύζυγο καί ώς γυναίκα, έχοντας πλήρη γνώση του γαμικού δικαίου τών Ισραηλιτών.
Αναντίρρητα, ή μνηστεία τής Παρθένου μέ τόν Ιωσήφ παρουσιαζόταν ώς φροντίδα καί έργο αγάπης καί προστασίας της νεαρής Κόρης έκ μέρους τών ανθρώπων. Στην πραγματικότητα όμως ήταν έργο της στοργής καί της πάνσοφης Πρόνοιας του Θεού.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ