Οἱ Κολλυβάδες καί ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννησις.
Ὁ μοναχισμὸς ὑπῆρξε πάντοτε ὁ σθεναρὸς πρόμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁ θεματοφύλακας τῶν ἱερῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ συχνὰ ὅμως οἱ μοναχοὶ ἐδιώχθηκαν καὶ βασανίστηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἀκλονήτων θρησκευτικῶν πεποιθήσεών τους καὶ τοῦ ἀγώνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ αὐτὴ τὴ στάση ὁ μοναχισμὸς πολλὲς φορὲς διατηροῦσε ὄχι μόνον τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἐπιζήσει, “νὰ διασώσει τὴν αὐτοσυνειδησία του καὶ τὴν ἱερὴ ἀνάμνηση ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ”. Στήν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρονται πολλές προσπάθειες μοναχῶν γιά τήν ἐμβάθυνση στό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀπό τίς ὁποῖες διακρίνονται δυό: ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ μέ ὑπέρμαχο τόν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ καί ἡ προσπάθεια τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων γιά τήν ἀναγέννηση τῆς λειτουργικῆς καί πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στό πνεῦμα τῆς ὑγιοῦς παραδόσεως.Τό κίνημα τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων κατατάραξε τόν φιλήσυχο καί εἰρηνικό Ἄθωνα κατά τό δεύτερο μισό τοῦ ΙΗ αἰώνα. Τό Κίνημα ἐμφανίσθηκε ἀπό μία ἔριδα. Ἡ πρώτη ἀφορμή γιά τήν ἔριδα αὐτή δόθηκε ἀπό τούς μοναχούς τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οἱ μοναχοί αὐτοί ἄρχισαν τό 1750 νά κτίζουν τό καινούργιο Κυριακό, γιά τίς θρησκευτικές τους ἀνάγκες, ἀφοῦ αὐξήθηκε ἡ ἀδελφότητά τους. Τότε ἐμφανίσθηκαν πολλοί εὐεργέτες, πού ἔδωσαν χρήματα για τήν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, ἀλλά ζητοῦσαν συγχρόνως ἀπό τούς μοναχούς νά
προσεύχονται γιά τούς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Κάτ’ αὐτόν τόν τρόπο μαζεύτηκαν πολλά ὀνόματα, ὥστε οἱ μοναχοί ἀναγκάσθηκαν νά τελοῦν πιό ἐκτενεῖς ἐπιμνημόσυνες ἀκολουθίες ἀπό τίς συνηθισμένες.
Κατά τό Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρχικά μετά τόν ἑσπερινό της Παρασκευῆς καί τελικά τό πρωϊ τοῦ Σαββάτου μετά τήν Θ. Λειτουργία γίνεται ἡ εὐλογία τῶν κολλύβων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Μέχρι τότε, σέ ὅλες τίς ἱερές Μονές καί Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔψαλλαν τίς ἐπιμνημόσυνες αὐτές ἀκολουθίες στά παρεκκλήσια τῶν κοιμητηρίων κάθε Σαββάτο. Οἱ Ἁγιαννανίτες μοναχοί, ὅμως, λόγω τῶν πολλῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων, κι ἐπειδή κάθε Σαββάτο γινόταν ἐπίσης ἡ καθιερωμένη ἀγορά στίς Καρυές, τό διοικητικό κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου αὐτοί πουλοῦσαν τά ἐργόχειρά τους, ἀπεφάσισαν νά μεταφέρουν τά μνημόσυνα ἀπό τό Σάββατο στήν Κυριακή. Ἡ μετάθεση αὐτή τοῦ χρόνου τέλεσης τῶν μνημοσύνων σκανδάλισε μερίδα Ἁγιορειτῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἀνέχονταν αὐτή τήν καινοτομία. Οἱ μοναχοί διχάστηκαν σέ δυό παρατάξεις. Στήν πρώτη ἀνῆκαν οἱ ὑποτιμητικῶς χαρακτηρισθέντες ὡς Κολλυβάδες, Κολυβιστές ἤ Σαββατιανοί, ὀνόματα πού τους δόθηκαν ἀπό τούς ἀντιπάλους τους, προφανῶς γιά νά ὑποβαθμίσουν τό κίνημά
τους. Πρωταγωνιστές τῆς παράταξης ἦταν ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ὁ Ἀθανάσιος Πάριος, ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης καί ὁ Μακάριος Νοταρᾶς. Μεταξὺ τῶν γνωστῶν επίσης πατέρων τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος συγκαταλέγονται ἐπίσης ὁ ὁσίας μνήμης καθηγούμενος τῆς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ἱερομόναχος Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης ὁ Χῖος, ὁ Γέρων Ἱερόθεος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Προφήτου Ἠλιοῦ Ὕδρας, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κύπριος, ὁ Παίσιος ὁ Καλλιγράφος ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης ὁ Παρθένιος ὁ Ζωγράφος κ.ἄ.
Στή δεύτερη ὁμάδα πού χαρακτηρίστηκαν ὡς Ἀντικολλυβάδες πρωταγωνιστοῦσαν ὁ Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων, ὁ Βησσαρίων ὁ ἐκ Ραψάνης κ.α.
Τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων ἀγωνίστηκε σθεναρά γιά τήν ἐπιστροφή τῶν ὀρθόδοξων πιστῶν στή σεβάσμια ἀρχαία παράδοση καί τούς ἀκατάλυτους λειτουργικούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτά βιώθηκαν καί ἐκφράστηκαν ἀπό τήν πατερική παράδοση τῆς ὁποίας ἦταν βαθεῖς γνῶστες καί μελετητές καί ὄχι ἐπιφανειακοί ἐρασιτέχνες. Οἱ πνευματικοί αὐτοί ἀνακαινιστές τοῦ Γένους δέν ἀσχολήθηκαν μόνο μέ τήν τήρηση τῆς ἀκριβοῦς λειτουργικῆς τάξεως καί παραδόσεως, ἀλλά καινοτόμησαν μέ τήν ἐπιστροφή στήν ἀπαραχάρακτη παράδοση τῆς ὀρθόδοξης καθολικῆς Ἐκκλησίας, μέ μόνο σκοπό τήν πνευματική ἄνοδο τοῦ λαοῦ, καί τήν προφύλαξή του ἀπό τούς δυτικότροπους νεωτερισμούς, μέσω τῶν ὁποίων οἱ ἐκ τῆς Ἑσπερίας πεπαιδευμένοι ἤθελαν νά ἐξαλείψουν τό σκότος τῆς ἀμάθειας πού εἶχε καλύψει τή πατρίδα μας μετά τήν Ἅλωση.
Ἀγωνία τους πνευματική δέν ὑπῆρξε κάποια ἐπιφανειακή νεωτεριστική μεταρρύθμιση, ἀλλά οἱ πηγάζουσες ἀπό τήν παράδοση ἀλλαγές πού θά συντελοῦσαν στήν ἀνατροπή τῶν τυποποιήσεων καί στήν ἐπιστροφή στό γνήσιο πατερικό καί πρωτοχριστιανικό πνεῦμα. Ἀλλά καί στήν ἐνεπίγνωστη συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατά τήν ἀρχαία πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔκριναν ὅτι ἡ ἐποχή
τους εἶχε ἀνάγκη νά ἐπιστρέψει στούς ἁγίους πατέρες καί ὄχι στά νεότερα εὐρωπαϊκά φιλοσοφικά ρεύματα. Πρότυπό τους ὑπῆρξε ὁ ἅγιος, ὁ Θεούμενος ἄνθρωπος. Ἀντιτάσσοντας στόν Εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό καί τό κοσμικό πνεῦμα του, τούς Θεούμενους, τούς ἁγίους, καί τή σοφία τοῦ κόσμου, τή Θεία σοφία καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία.
Μετά τήν ἐξέλιξη τῆς ἔριδας τῶν κολλύβων, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς Κολλυβάδες τοῦ Ἄθωνα ἀναγκάστηκαν νά ἀφήσουν τίς ἀγαπημένες τους σκῆτες, ὅπου εἶχαν περάσει ὁλόκληρη ζωή πνευματικῶν ἀγώνων καί νά διασκορπιστοῦν σέ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος, ἰδιαιτέρως στά νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἱδρύοντας μοναστήρια, πού ἔγιναν οἱ ἑστίες τῆς διαδόσεως τῶν ἰδεῶν τοῦ ἀφυπνιστικοῦ αὐτοῦ κινήματος.
Ὁ διωγμός αὐτός εἶχε καί «εὐχάριστες συνέπειες», γιατί τό ἀναμορφωτικό τους κήρυγμα διαδόθηκε καί στό λαό. Σέ πολλές πόλεις τῆς ἠπειρωτικῆς καί νησιωτικῆς Ἑλλάδας χτίστηκαν μοναστήρια καί ἀναζωπυρώθηκε ἡ θρησκευτικότητα τῶν πιστῶν. Ἡ ἔκθεση τῶν ἰδεῶν τους, ἡ μόρφωση, ἀλλά καί ὁλόκληρος ὁ πρότυπος καί ἀσκητικός βίος τους προκάλεσαν σεβασμό στό λαό καί πολλοί τούς ἀκολούθησαν.
Τό νησιώτικο σύμπλεγμα πού ἀποτελεῖ τήν ἐπαρχία τῶν Βορείων Σποράδων ἀλλά καί τῶν ὑπόλοιπων νησιῶν τοῦ Αἰγαίου εὐεργετήθηκε καί ἀναζωογονήθηκε πνευματικά ἀπό τήν παρουσία τῶν ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων Πατέρων. Τό Κολλυβάδικο πνεῦμα διατηρήθηκε στίς Σποράδες ἀπό πλῆθος μοναχῶν καί λαϊκῶν, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ δύναμη τοῦ ὀρθοδόξου πνεύματος μέσα ἀπό ἀντίξοες συνθῆκες δέν παύει νά διαμορφώνει στή ζῶσα πραγματικότητα τούς ὑπογραμμούς