Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Σχόλια ἐπὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης 2016.



Σχόλια ἐπὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης 2016.

τοῦ Θεολόγου Εὐαγγέλου Ῥωσσοπούλου

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔδωσε ὁδηγία καὶ ἐντολὴ «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἴνα μὴ ἐἰσέλθητε εἰς πειρασμὸν» (Αʹ Θεσσαλ. εʹ 17 - Ματθ. τσκʹ 41). Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς ἐγρήγορσης καὶ πειθόμενοι στὰ λόγια τοῦ Κυρίου ὀφείλουμε οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ διαφυλάττουμε τὴν πίστη μᾶς ἀπὸ ἀλλότριες διδασκαλίες καὶ ἡ λεγόμενη «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἔκανε ἀκόμη ἕνα βῆμα πρὸς τὴν ἀγκαλιὰ τῆς πανεραινέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Εἶναι ἀπορίας ἄξιον διατὶ συνεκλήθη ἡ «Σύνοδος» καὶ ποιὸς ἦταν ὁ σκοπός της; Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας συνεκαλοῦντο Σύνοδοι, ὅταν κάποια αἵρεσις μόλυνε τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν. Οἱ Σύνοδοι καταδίκαζαν τὶς αἱρέσεις καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἀποκόπτονταν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Σ' αὐτὴ τὴν «Σύνοδον» ἔγινε μία ἀντίθετη προσπάθεια. Ν' ἀπαλλαχθοῦν οἱ αἱρετικοὶ ἀπὸ τὶς κατηγορίες ποὺ τοὺς βάραιναν καὶ νὰ παρουσιαστοῦν ὡς χριστιανοὶ μὲ χάρη καὶ μυστήρια. Δηλαδή, στὰ κείμενα ποὺ ὑπέγραφαν τόσα χρόνια στὸ ΠΣΕ, νὰ δώσουν μανδύα συνοδικῆς ἀπόφασης καὶ νὰ τὰ κάνουν πράξη.
Ἐν περιλήψει:
  • Διατὶ καὶ ἀπὸ ποιὸν ἐπελέγη ὀνομασία «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» καὶ δὲν ἐπελέγη ὄρος Οἰκουμενικὴ Σύνοδος; Ἁγία δὲν ἦταν, διότι δὲν καταδίκασε αἱρέσεις, ἀλλὰ τὶς νομιμοποίησε. Ἀπόδειξη ὅτι οἱ αἱρετικοὶ - προσκεκλημένοι τοῦ Πάπα καὶ τῶν προτεσταντῶν - δὲν ἐκάθοντο στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου, ἀλλὰ ὡς ἐπίσημοι παρατηρητές. Μεγάλη δὲν ἦταν διότι δὲν συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν «ἐκκλησιῶν». Οἰκουμενικὴ δὲν τὴν ὀνόμασαν, διότι ὅταν συνέρχεται μία Σύνοδος πρέπει νὰ ἀναγνωστοῦν τὰ πρακτικὰ τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπου καταδικάζονται παπικοὶ καὶ προτεστάντες, ὁπότε δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει μνεία σὲ προηγούμενες ἀποφάσεις Συνόδων, ποὺ καταδίκαζαν αὐτοὺς ποὺ ἤθελαν νὰ νομιμοποιήσουν. ὀνομασία ὅμως εἶχε ἤδη προεπιλεγεὶ ἀπὸ τὴν Δρ. Ἐλισάβετ Προδρόμου, ὁποία ἀφ' ἑνὸς μὲν ὑπῆρξε ἀντιπρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς διεθνῶν θρησκευτικῶν ἐλευθεριῶν τῆς ἀμερικάνικης βουλῆς καὶ ἐπίσης μέλος καὶ σύμβουλος τῆς ἐπιτροπῆς τοῦ Πατριαρχείου, ἀφ' ἑτέρου δὲ μέλος τῆς CIA. 'σ ἕνα συνέδριο στὸ Ιλινόι τῶν ΗΠΑ τὸ 2007 μὲ θέμα «ἀνάγκη γιὰ μία ἁγία καὶ μεγάλη σύνοδο», ἔτσι τὴν ὀνόμασε κ. Προδρόμου ἐννέα χρόνια πρὶν τὴν σύγκλιση τῆς, μεταξὺ ἄλλων εἶπε τὰ ἑξῆς: «Πρέπει νὰ γίνει μία σύνοδος τῶν ὀρθοδόξων α) γιὰ νὰ κατανοήσουν, β) νὰ συμβιβαστοῦν καὶ γ) νὰ συμμετέχουν ἐνεργὰ στὴν διαμόρφωση τῆς πραγματικότητας τῆς παγκόσμιας θρησκευτικῆς ἐτερότητας».
  • Τὶ εἶναι αὐτὴ «Σύνοδος», μᾶς τὸ περιγράφει σαφέστατα Ἀλβανίας Ἀναστάσιος σὲ συνέντευξη τοῦ πρὸ τῆς συγκλίσεως. Λέει ἐπὶ λέξει: «Εἶναι κάτι ἐντελῶς νέο καὶ πρωτόγνωρο, τὸ ὁποῖο ἔρχεται νὰ ἐξυπηρετήσει τὴν εἴσοδο τῆς Ὀρθοδοξίας στὴ νέα ἐποχὴ». Θέλουν δηλαδή, νεοεποχίτικες πρακτικὲς καὶ ὄχι Πατερικές. Καὶ μὲ ποιὸ δικαίωμα ὑιοθετοῦν κάτι ἐντελῶς ξένο ἀπὸ τὴν γραμμὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων; Μὲ τὰ ἀνωτέρω ἀποδεικνύεται ἀντὶ-Πατερικὴ τοὺς στάση καὶ στόχος τῆς «Συνόδου».
  • κ. Βαρθολομαῖος διεκήρυξε εὐθαρσῶς (κατὰ τὴν λῆξιν τῶν ἐργασιῶν) ὅτι βαδίζει τὴν ὁδὸ ποὺ χάραξε Ἐγκύκλιος τοῦ 1920, τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ ἐργάζεται μὲ ὅλες τοῦ τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν οἰκουμενιστικὴ παγχριστιανικὴ ἑνότητα! Γι' αὐτὸ δὲν δίστασε νὰ ὀνομάσει τὶς κοινότητες τῶν αἱρετικῶν "ἀδελφὲς Ἐκκλησίες" καὶ τοὺς παρισταμένους στὴν ἔναρξη καὶ λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ἐκπροσώπους τῶν, (πρωτοφανῶς!) ὡς "ἐργάτας τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου". Δηλαδή, Ἄρειος, Νεστόριος, Μακεδόνιος καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἔπρεπε νὰ καταδικαστοῦν, ἀλλὰ νὰ ὀνομαστοῦν "ἐργάται τοῦ Ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου".
  • Ἕνα ἐπὶ πλέον ἀτόπημα τῆς «Συνόδου» αὐτῆς εἶναι καθιέρωσις τῆς καινοτομίας τῶν συνάξεων τῶν προκαθημένων τῶν «ὀρθόδοξων ἐκκλησιῶν». Δηλαδή, δὲν συμμετέχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ἀλλὰ μόνον οἱ ἡγέτες τῶν «ἐκκλησιῶν», π.χ. ὅτι ἀποφασίσει κ. Ἱερώνυμος δεσμεύει ὅλη τὴν «κρατοῦσα» ἐκκλησία καὶ ὅλη τὴν «σύνοδόν» της. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο κάθε πατριάρχης ἀρχιεπίσκοπος γίνεται ἕνας μικρὸς πάπας τῆς ἐκκλησίας ποὺ ἠγεῖται καὶ ξεπερνοῦν τὸν σκόπελο τῶν ἀντιδράσεων.
  • Ἐπίσκοποι <<ὀρθόδοξοι>> προσκλήθηκαν, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ χωρὶς δικαίωμα ψήφου. Δηλαδή, προσμετροῦντο μόνο οἱ θετικὲς ψῆφοι, οἱ ἀρνητικὲς ψῆφοι ἀπορρίπτοντο. Δικαίωμα ἀρνητικῆς ψήφου δὲν ὑπῆρχε.  «Σύνοδος» ἐπέτρεψε καὶ μία ἄλλη καινοτομία. Οἱ διαφωνοῦντες μποροῦσαν νὰ παραμείνουν μέλη τῆς ἐκκλησίας διατηρώντας τὴν διαφωνία τους. Ἐν ἀντιθέσει ἡ πάγια τακτικὴ τῶν Πατέρων ἦταν ὅσοι δὲν ὑπέγραφαν μίαν Σύνοδον ἐθεωροῦντο αἱρετικοί.
Ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης:
Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καὶ ἡ τήρησις αὐτῆς.
Τὸ 7ο κείμενο ἀναφέρει: «Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἔθετον ἅμα, κατὰ ποιμαντικὴν διάκρισιν, καὶ ὅρια φιλανθρώπου οἰκονομίας τοῦ καθεστῶτος τῆς νηστείας. Διὸ καὶ προέβλεψε τὴν δι' ἀσθένειαν τοῦ σώματος ἢ δι' ἀδήριτον ἀνάγκην ἢ καὶ διὰ τὴν χαλεπότητα τῶν καιρῶν ἀνάλογον ἐφαρμογὴν τῆς ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας κατὰ τὴν ὑπεύθυνον κρίσιν καὶ ποιμαντικὴν μέριμναν τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν».
Δηλαδή, ἐπιτρέπει στὸν ἑκάστοτε ἐπίσκοπο νὰ ὁρίζει τὴν νηστείαν «κατὰ τὴν ὑπεύθυνον κρίσιν» τοῦ καὶ ὄχι ὅπως ὁρίζονται οἱ ἀρχὲς τῆς οἰκονομίας ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς ἐκκλησίας.
Τὸ 8ο κείμενον ἀναφέρει: «Εἶναι γεγονός, ὅτι σήμερον πολλοὶ πιστοὶ δὲν τηροῦν ἁπάσας τὰς περὶ νηστείας διατάξεις, εἴτε ἐξ ὀλιγωρίας εἴτε λόγῳ τῶν ὑπαρχουσῶν συνθηκῶν ζωῆς, οἱαιδήποτε κἂν ὦσιν αὗται. Ἅπασαι ὅμως αἱ περιπτώσεις αὗται τῆς χαλαρώσεως τῶν περὶ νηστείας ἱερῶν διατάξεων, εἴτε εἶναι γενικώτεραι, εἴτε ἀτομικαί, δέον ὅπως τυγχάνουν τῆς ποιμαντικῆς μερίμνης ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Θεὸς “οὐ θέλει τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτὸν” (πρβλ. Ἰεζ. λγ,΄11), χωρὶς ὅμως νὰ περιφρονῆται ἡ ἀξία τῆς νηστείας. Ὅθεν διὰ τοὺς ἔχοντας δυσκολίαν εἰς τὴν τήρησιν τῶν ἰσχυουσῶν περὶ νηστείας διατάξεων εἴτε ἐκ λόγων ἀτομικῶν (ἀσθένεια, στράτευσις, συνθῆκαι ἐργασίας κ.λπ.) εἴτε γενικωτέρων (εἰδικαὶ συνθῆκαι ἐπικρατοῦσαι εἷς τινὰς χώρας ἀπὸ πλευρᾶς κλίματος, καθὼς καὶ κοινωνικὸ-οἰκονομικαὶ ἰδιαιτερότητες τινῶν χωρῶν λ.χ. ἀδυναμία εὑρέσεως νηστισίμων τροφῶν) ἐπαφίεται εἰς τὴν διάκρισιν τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ καθορίσουν τὴν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν καὶ ἐπιείκειαν, ἁπαλύνουσαι, κατὰ τὰς εἰδικὰς ταύτας περιπτώσεις, τὸ τυχὸν «στυφὸν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν. Πάντα δὲ ταῦτα ἐντὸς τῶν πλαισίων τῶν ὡς ἄνω λεχθέντων καὶ ἐπὶ τῷ σκοπῶ νὰ μὴ ἀτονήση ποσῶς ὁ ἱερὸς θεσμὸς τῆς νηστείας. Ἡ φιλάνθρωπος αὕτη συγκατάβασις πρέπει νὰ ἀσκηθῆ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας μετὰ πάσης φειδοῦς, ὁπωσδήποτε δὲ ἐπὶ τὸ ἐπιεικέστερον διὰ τὰς νηστείας ἐκείνας, δι' ἃς δὲν ὑπάρχει ὁμοιόμορφος πάντοτε καὶ εἰς ἁπάσας τὰς περιπτώσεις παράδοσις καὶ πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησία. «... Καλὸν τὸ νηστεύειν πᾶσαν ἡμέραν, ἀλλ' ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω. Ἐν τοῖς τοιούτοις οὐ νομοθετεῖν, οὐ βιάζεσθαι, οὐκ ἀναγκαστικῶς ἄγειν τὸ ἐγχειρισθὲν προσήκει ποίμνιον, πειθοῖ δὲ μᾶλλον, καὶ ἠπιότητι, καὶ λόγῳ ἁλάτι ἠρτυμένῳ..» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περὶ τῶν ἁγίων νηστειῶν, 3. PG 95, 68B).
Δηλαδή, ὁρίζεται νὰ μειωθεῖ ἡ νηστεία γιατὶ εἶναι «στυφὴ» κατὰ τὸ κείμενο «ὁπωσδήποτε δὲ ἐπὶ τὸ ἐπιεικέστερον. Δηλαδή, καταστρατηγεῖ τὶς νηστεῖες καὶ τὶς περικόπτει.
Τὸ 9ο κείμενο ἀναφέρει: «Ἡ πρὸ τῆς θείας κοινωνίας νηστεία τριῶν ἢ περισσοτέρων ἡμερῶν ἐπαφίεται εἰς τὴν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν, συμφώνως καὶ πρὸς τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου «… μ' ὅλον ὀποῦ ἀπὸ τοὺς θείους Κανόνας νηστεία πρὸ τῆς Μεταλήψεως οὐ διορίζεται· οἱ δυνάμενοι δὲ νηστεύειν πρὸ αὐτῆς καὶ ὁλόκληρον ἑβδομάδα, καλῶς ποιοῦσι» (Ἑρμηνεία εἰς τὸν κανόνα ιγ΄τῆς 'τσστ' ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Πηδάλιον, 191). Ὅμως, τὸ σύνολον τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ τηρῆ τὰς ἱερὰς νηστείας καὶ τὴν ἀπὸ μεσονυκτίου ἀσιτίαν προκειμένου νὰ προσέρχηται τακτικῶς εἰς τὴν θείαν Μετάληψιν, ἥτις εἶναι ἡ κατ' ἐξοχὴν ἔκφρασις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος, νὰ ἐθισθῆ δὲ ὥστε νὰ νηστεύη εἰς ἔνδειξιν μετανοίας, εἰς ἐκπλήρωσιν πνευματικῆς ὑποσχέσεως, πρὸς ἐπίτευξιν ἱεροῦ τινὸς σκοποῦ, εἰς καιροὺς πειρασμοῦ, ἐν συνδυασμῶ πρὸς αἰτήματα αὐτοῦ παρὰ τοῦ Θεοῦ, πρὸ τοῦ βαπτίσματος (διὰ τοὺς προσερχομένους εἰς τὸ βάπτισμα ἐνηλίκους), πρὸ τῆς χειροτονίας, εἰς περιπτώσεις ἐπιτιμίων, κατὰ τὰς ἱερὰς ἀποδημίας καὶ εἰς ἄλλας παρομοίας περιστάσεις».
Δηλαδή, εἰσάγονται καὶ στοιχεῖα προτεσταντικά. Δὲν κάνει μόνο κάθε ἐπίσκοπος ὅτι θέλει, ἀλλὰ καὶ κάθε πιστὸς χωρὶς τὴν σύμφωνη γνώμη τοῦ πνευματικοῦ τοῦ πατέρα ἀφοῦ «ἐπαφίεται εἰς τὴν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν».
Κωλύματα γάμου καὶ ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας.
«Περὶ τῶν μικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μεθ' ἑτεροδόξων καὶ μὴ Χριστιανῶν ἤχθη εἰς τὴν ἀπόφασιν, ὅπως
i.    ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ' ἑτεροδόξων κωλύεται κατὰ κανονικὴν ἀκρίβειαν (κανὼν 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου)
ii.   Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρὸς τὰ κωλύματα γάμου δέον ὅπως νὰ ἀντιμετωπίζεται ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως, ἐπὶ τῷ σκοπῶ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου».
Εἶναι ἀπορίας ἄξιον ἀφοῦ ἡ 1η παράγραφος κωλύει τὸν γάμον ὀρθοδόξων μὲ ἑτεροδόξους, ἡ 2η παράγραφος τὶ νόημα ἔχει; Οὐσιαστικὰ ἀναιρεῖ τὴν 1η, ἀφοῦ δίνει τὴν δυνατότητα σὲ κάθε «Σύνοδον» νὰ κάνει τὶς δικὲς τῆς παραχωρήσεις «ἐν πνεύματι διακρίσεως», δηλαδὴ ἐδῶ χρησιμοποιοῦν τὴν διάκριση, γιὰ νὰ καταστρατηγήσουν τοὺς Κανόνες. Μάλιστα γίνεται μνεία στὸν 72ο κανόνα τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου, ἀλλὰ ὄχι στὸ περιεχόμενο τῆς. Ὁ 72ος Κανὼν τῆς Πενθέκτης ὁρίζει: Μὴ ἐξέστω Ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικὴ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν ἀιρετικώ ἀνδρί γυναίκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι. Ἀλλ' εἰ καὶ φανείη τὶ τοιοῦτον ὑπὸ τινὸς τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον ἠγεῖσθε τὸν γάμον, καὶ τὸ  ἄθεσμον  διαλύεσθαι συνοικέσιον” (Πρβλ. καὶ 10ον καὶ 31ον τῆς ἐν Λαοδικεία, καὶ 29ον τῆς ἐν Καρθαγένῃ). Ἐπειδὴ σὲ κάποιες ἐπαρχίες καταστρατηγοῦνται οἱ Κανόνες, ὅπως αὐτοὶ στὴ 2η παράγραφο, ὑπάρχει καὶ ὁ 14ος κανών, ποὺ ἀπαγορεύει τὶς πρωτοβουλίες τῶν ἐπισκόπων. Ὁ 14ος Κανὼν τῆς Δτῆς  ΄Οἰκουμενικῆς ὁρίζει: “Ἐπειδὴ ἐν τισὶν ἐπαρχίαις συγκεχώρηται τοῖς ἀναγνώσταις καὶ ψάλταις γαμείν, ώρισεν ἡ Ἁγία Σύνοδος, μὴ ἐξείν ἀίτινι αὐτῶν ἑτερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν ... μήτε μὴν συνάπτειν (τέκνον) πρὸς γάμον αἱρετικῶν, ἡ Ἰουδαῖος, ἡ Έλληνι (εἰδωλολάτρη), εἰ μὴ ἄρα ἐπαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν τὸ συναπτόμενον πρόσωπον τῷ Ὀρθοδόξῳ”. Ὁ 14ος κανὼν λοιπὸν τοὺς ἀφαιρεῖ τὸ δικαίωμα νὰ αὐθαιρετοῦν σὲ κάθε ἐπαρχία καὶ ὁ <<ἐπίσκοπος>> νὰ λειτουργεῖ αὐτοβούλως.
H ἀποστολὴ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον.
3 «Ὡς προϋπόθεσις μιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειμένῳ συνεργασίας δύναται νὰ χρησιμεύση ἡ κοινὴ ἀποδοχὴ τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αἱ κατὰ τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι δυνατὸν νὰ συμβάλουν εἰς τὴν διαθρησκειακὴν συνεννόησιν καὶ συνεργασίαν διὰ τὴν εἰρηνικὴν συνύπαρξιν καὶ κοινωνικὴν συμβίωσιν τῶν λαῶν, χωρὶς τοῦτο νὰ συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικὸν συγκρητισμὸν».
Τὸ ἀνωτέρω κείμενο ἀναφέρει ὅτι ἡ συνεργασία τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ στηριχθεῖ στὴν «ὑψίστη ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου». Δηλαδή, οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων γίνονται ἀνθρωποκεντρικὲς καὶ ὄχι θεοκεντρικὲς κατὰ πὼς ὁρίζει ὁ Θεός. Ἡ ὕψιστη ἀξία δὲν εἶναι ὁ θνητὸς καὶ παθητὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ὁ ἀπαθὴς καὶ ὁ ἀΐδιος. Βλέπουμε στὸ κείμενο νὰ εἰσάγεται ἕνας «οὑμανισμὸς» κατὰ τὰ πρότυπα τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ ἀμφισβητοῦσε τὴν ἀξία τοῦ Θεοῦ. Γνωστοποιεῖ ὅτι «οἱ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες μποροῦν νὰ συμβάλουν εἰς τὴν διαθρησκειακὴν συνεννόησιν». Πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ ἡ συνεννόηση, χωρὶς ἡ ἐκκλησία νὰ δώσει τὴν μαρτυρία τῆς καὶ χωρὶς νὰ καλέσει σὲ μετάνοια τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν ἐμπέσει στὴν αἵρεση;
Τὸ ἄλλο τραγελαφικὸ εἶναι ὅτι ἡ ἀξία τοῦ «ἀνθρώπινου προσώπου» ὡς ὑψίστη ἀξία μπορεῖ νὰ κατοχυρώσει μία «εἰρηνικὴ συνύπαρξη». Τὶ εἴδους εἰρήνη ἐπικαλεῖται ἕνα θεολογικὸ κείμενο χωρὶς Θεό; Ἐκτὸς ἐὰν εἶναι ἕνα καθαρὰ πολιτικὸ κείμενο.
Τὸ τέλος περιλαμβάνει τὸ ἀποκορύφωμα τῶν πλανῶν ποὺ διακατέχεται τὸ κείμενο: Ἀπαγορεύεται «οἱοσδήποτε θρησκευτικὸς συγκρητισμὸς». Δηλαδή, ἀπαγορεύεται ἡ μαρτυρία τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας καὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Ἀπαγορεύεται νὰ ἐπιστρέψεις ἕναν πλανεμένο καὶ αἱρετικὸ στὴν ὀρθὴ δόξα. Ἀπαγορεύεται δηλαδή, ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἐγκαταλείποντὰς τοὺς στὴν αἵρεση. Πρὸς κατανόηση τῆς λέξης «συγκρητισμὸς» σημαίνει δὲν συγκρίνω τὴν πίστη μοῦ μὲ τὴν δικὴ σοῦ. Κατ' αὐτοὺς ὁ Χριστὸς ποὺ μάλωνε τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔκανε λάθος. Καὶ ἔκανε λάθος ποὺ ἔστειλε τοὺς Ἀποστόλους στὸν κόσμο νὰ ἐυαγγελίσουν τὸν κόσμο, διότι δὲν πρέπει νὰ γίνεται ὁποιαδήποτε σύγκρισις τῶν πιστεύω.
Μέσα σ' ἕνα κείμενο 5 σειρῶν κρύβονται ἄπειρες παγίδες οἰκουμενιστικές, ἀνορθόδοξες καὶ ἀντιχριστιανικές. Αὐτὰ δὲν εἶναι κείμενα «ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν», ἀλλὰ πολεμίων τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ἐκκλησίας.
Σχέσεις τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον.
4 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετὰ τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τὴν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καὶ τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καὶ συνετέλεσεν εἰς τὴν διαμόρφωσιν καὶ περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χάρις εἰς τὸ διακρίνον αὐτὴν οἰκουμενικὸν καὶ φιλάνθρωπον πνεῦμα, θεοκελεύστως αἰτούμενον «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (΄Τιμ. 2, 4), ἀείποτε ἠγωνίσθη ὑπὲρ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Διό, ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχὴ εἰς τὴν κίνησιν πρὸς ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετὰ τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιά, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρὸς τὴν φύσιν καὶ τὴν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ' ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καὶ παραδόσεως, ἐντὸς νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν.

5 Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοὶ διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καὶ ἡ συμμετοχὴ αὐτῆς εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπὶ τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπὶ τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν.

6 Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ. Παρὰ ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, ἀλλὰ πιστεύει ὅτι αἱ πρὸς ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νὰ στηρίζωνται ἐπὶ τῆς ὑπ' αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καὶ ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καὶ ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ' ἀὐταῖς διδασκαλίας περὶ μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο ἐὔνους καὶ θετικῶς διατεθειμένη τόσον διὰ θεολογικούς, ὅσον καὶ διὰ ποιμαντικοὺς λόγους, πρὸς θεολογικὸν διάλογον μετὰ τῶν λοιπῶν χριστιανῶν εἰς διμερὲς καὶ πολυμερὲς ἐπίπεδον καὶ πρὸς τὴν συμμετοχὴν γενικώτερον εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διὰ τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικὴν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῶ ἀληθείας καὶ τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρὸς τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς, μὲ ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα.

10 Τὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀνακύπτουν κατὰ τὰς θεολογικὰς συζητήσεις τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν δὲν συνιστοῦν πάντοτε ἐπαρκῆ αἰτιολόγησιν μονομεροῦς ἀνακλήσεως τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῆς ἢ καὶ ὁριστικῆς διακοπῆς τῆς συμμετοχῆς αὐτῆς ὑπὸ τινὸς κατὰ τόπον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποχώρησις ἐκ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας τινὸς δέον ὅπως κατὰ κανόνα ἀποφεύγηται, καταβαλλομένων τῶν δεουσῶν διορθοδόξων προσπαθειῶν διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς ὁλοκληρίας τῆς ἐν τῷ διαλόγῳ τούτῳ ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐὰν τοπικὴ τὶς Ἐκκλησία ἢ καὶ ἄλλαι τινὲς Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀρνῶνται νὰ συμμετάσχουν εἰς τὰς συνελεύσεις τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ὡρισμένου διαλόγου, ἐπικαλούμεναι σοβαροὺς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικοὺς ἢ ἠθικῆς φύσεως λόγους, ἡ Ἐκκλησία ἢ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται κοινοποιοῦν ἐγγράφως τὴν ἄρνησιν αὐτῶν εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ εἰς πάσας τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας κατὰ τὰ πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Κατὰ τὴν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τὰ ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπαναξιολογήσεως τῆς πορείας τοῦ συγκεκριμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐφ' ὅσον τοῦτο κριθῆ ὁμοφώνως ἀναγκαῖον.

11 Ἡ κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἷς τε τὴν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἢ τῶν τυχὸν νέων διαφοροποιήσεων καὶ εἰς τὴν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δὲ τὴν σχετικὴν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινὸς θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικὸς διάλογος δύναται νὰ συνεχίζεται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπὶ τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καὶ ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρὸς πάσας τὰς κατὰ τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διὰ τὰ ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι.

16 Ἓν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Ὡρισμέναι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικὰ μέλη καὶ ἐν συνεχεία ἅπασαι ἀπέβησαν μέλη αὐτοῦ. Τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἓν συγκεκροτημένον διαχριστιανικὸν σῶμα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τοῦτο δὲν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τὰς ἑτεροδόξους Χριστιανικὰς Ἐκκλησίας καὶ Ὁμολογίας. Παραλλήλως, ὑφίστανται καὶ ἄλλοι διαχριστιανικοὶ ὀργανισμοὶ καὶ περιφερειακὰ ὄργανα, ὡς ἡ Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ.), τὸ Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.
A.) καὶ τὸ Παναφρικανικὸν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν. Ταῦτα μετὰ τοῦ Π.Σ.Ε. τηροῦν σημαντικὴν ἀποστολὴν διὰ τὴν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἡ μὲν πρώτη ἐν ἔτει 1997, ἡ δὲ δευτέρα ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχουσαι αὐτῶν ἰδίαν γνώμην περὶ τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καὶ οὕτω δὲν συμμετέχουν εἰς τὰς ὑπ'᾽ αὐτοῦ καὶ τῶν ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν δραστηριότητας.

22 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὸ ἀτόμων ἢ ὁμάδων, ἐπὶ προφάσει τηρήσεως ἢ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τὴν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπὶ θεμάτων πίστεως καὶ κανονικῶν διατάξεων (κανὼν 6 τῆς Βτῆς  ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

24 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει συνείδησιν τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ κίνησις πρὸς ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφάς, ἴνα ἀνταποκριθῆ εἰς τὰς νέας συνθήκας καὶ ἀντιμετωπίση τὰς νέας προκλήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου. Εἶναι ἀπαραίτητος ἡ συνέχισις τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸν διηρημένον χριστιανικὸν κόσμον ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ πίστεὼς τῆς.

Ἡ πρώτη ἀνάγνωσις τοῦ κειμένου στοὺς ἀμύητους στὴν πανουργία τούς, ἴσως καὶ τοὺς ἀφήσει μιὰ εὐχάριστη αἴσθηση. Ἀλλὰ πρόκειται περὶ ἑνὸς κειμένου πλήρους ἐνεδρῶν, ἀνακριβειῶν, ψευδῶν καὶ θεολογικῶν ὀλισθημάτων. Ἀναφέρει τὸ κείμενο ὅτι “ Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον”. Ἃς μᾶς παρουσιάσουν οἱ οικουμενιστὲς πατέρες ἀπ' αὐτὴν τὴν καλλιέργεια τοὺς καρποὺς τῆς. Ἕνας διάλογος ποὺ διαρκεῖ ἀπὸ τὸ 1920 ἕως σήμερα, πόσους αἱρετικοὺς ἐπέστρεψε στὴν ὀρθοδοξία; Γιατὶ καλλιεργοῦν ἕναν ἀτελέσφορο διάλογο, παρὰ τὴν Εὐαγγελικὴ προσταγὴ τοῦ Ἀπ'. Παύλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»; Ἄρα αὐτὸς ὁ διάλογος δὲν εἶναι σύμφωνος μὲ τὶς Εὐαγγελικὲς ἐπιταγές. Ἀντιθέτως, ἂν δοῦμε τὸν διάλογο ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς ἀπαγόρευσης, ποὺ τίθεται ἀνωτέρω τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, τότε προκύπτει τὸ κάτωθι συμπέρασμα. Ἐρχόμαστε στὸν διάλογο, ἀλλὰ δὲν σᾶς νουθετοῦμε. Δὲν ἐπισημαίνουμε τὶς αἱρέσεις σᾶς, τὶς πλάνες σᾶς καὶ μὲ ὅτι αὐτὸ συνεπάγεται. Δηλαδή, τὸν πνευματικὸ θάνατο.
Εἶναι πραγματικὰ δαιδαλώδης ἡ ἀνίχνευση ὅλων τῶν αἱρετικῶν θέσεων τοῦ κειμένου. Ἀναφέρει ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, … ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τὴν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καὶ τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων». Γιατὶ ἄραγε ἀναζητοῦν σύγχρονες, δηλαδὴ ἀντὶ-Πατερικὲς ὀδοὺς, ἀφοῦ ἤδη οἱ Πατέρες ἔθεσαν τὰ θεμέλια καὶ τοὺς κανόνες γιὰ τὸ πὼς ὁδηγούμαστε στὴν ἑνότητα μετὰ τῶν αἱρετικῶν. Ἡ λύση εἶναι μία καὶ ἁπλουστάτη. Τοὺς καλοῦμε σὲ μετάνοια καὶ ἄρνηση τῶν αἱρετικῶν τοὺς πεποιθήσεων.
Ἐν συνεχεία τὸ κείμενο ἀναφέρει ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς νέους τρόπους εἶναι ἡ συμμετοχὴ τῆς ἐκκλησίας στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση. Τὶ εἰρωνεία! Γιὰ νὰ συμμετέχει μιὰ «ἐκκλησία» στὴν κίνηση αὐτή, ἐκ τῶν προτέρων δέχεται νὰ συνομιλήσει μὲ τοὺς ἄλλους ἐπὶ ἴσοις ὅροις. Δηλαδή, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πλάνη ἐπὶ ἴσοις ὅροις. Ἀπροκαλύπτως ψευδόμενο τὸ κείμενο ἀναφέρει ὅτι ἡ συμμετοχὴ τοῦ στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση «οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρὸς τὴν φύσιν καὶ τὴν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ἂν ἡ φύση καὶ ἡ ἱστορία ἐξαντλεῖται στὰ τελευταία 96 ἔτη, ναί. Ἂν ὅμως ἡ ἱστορία τῆς ἐκκλησίας εἶναι ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸ τῶν 96 τελευταίων ἐτῶν εἶναι παντελῶς ξένη. Καὶ μάλιστα καθὼς λέγουν ὅτι «ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καὶ παραδόσεως», τότε κατ' αὐτοὺς ἔπρεπε νὰ ζεῖ ἀκόμη ὁ Ἀπ'. Παῦλος καὶ νὰ κατηχεῖ ἀκόμη τοὺς Φιλιππησίους.
Στὴν 5η παράγραφο τὸ κείμενο συνεπὲς πρὸς τὴν πονηρίαν καὶ τὴν διπλωματίαν ποὺ τὸ διακατέχει καὶ ὄχι ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ ἐυθές, ἄρχεται μὲ τὸν ὅρο «διμερεῖς θεολογικοὶ διάλογοι». Ὁ ὄρος χρησιμοποιεῖται κυρίως στὴν πολιτικὴ καὶ ἰδίως μεταξὺ δύο κυρίαρχων κρατῶν χπ ἀναφέρουμε διμερεῖς συμφωνίες γιὰ ἐξαγωγὴ προϊόντων. Δύο δηλαδὴ ἴσα μέρη. Πὼς γίνεται ξαφνικὰ ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ «ὀρθόδοξη ἐκκλησία» καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ αἱρετικοὶ νὰ εἶναι ἴσοι; Ὁ διάλογος ἀφοῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ἴσους, τότε ὀφείλουν τὰ δύο διαλεγόμενα μέρη νὰ κάνουν ἑκατέρωθεν ὑποχωρήσεις. Ἀνερυθριάστως, συνεχίζει τὸ κείμενο, ὅτι ὁ θεολογικὸς διάλογος στηρίζεται στὴν «Παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Ἀφοῦ καταπατοῦν κάθε Κανόνα τῶν Συνόδων αὐτῶν, δὲν διστάζουν νὰ τὶς ἐπικαλεστοῦν, ὑποκρινόμενοι συμφωνία μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Συνόδων, ὅταν στὴν καθημερινὴ τοὺς πρακτικὴ τὶς παραβιάζουν καὶ τὶς καθυβρίζουν ὡς «τείχη τοῦ μίσους». Μία μικρὴ ἀπόδειξις τῶν πρακτικῶν τοὺς ποὺ ἀκολούθησαν εἶναι οἱ δηλώσεις τοῦ "Μητροπολίτου" Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου μετὰ τὸ πέρας τῆς Συνόδου
"Τοὐλάχιστον ἐγὼ προσωπικὰ δέχθηκα σοβαρὴ πίεση καὶ ὑβριστικὴ ἀντιµετώπιση ἀπὸ Ἱεράρχες διὰ τὴν στάσιν µου, πληροφορήθηκα δὲ ὅτι πιέσεις δέχθηκαν καὶ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας µας. Καὶ ἐπειδὴ πάντοτε ἐνεργῶ µὲ ψυχραιµία, νηφιαλιότητα καὶ ἐλευθερία, δὲν µποροῦσα νὰ ἀποδεχθῶ τέτοιες ὑβριστικὲς πρακτικὲς".
Στὴν 6η παράγραφο. Κατὰ τὴν Πατερικὴν Παράδοσιν ἡ Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία εἶναι μία, ὅπως ἀναφέρουμε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως μᾶς, ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ τὴν 1η καὶ 2η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Αὐτοὶ ἐνῶ κάνουν αὐτὴ τὴν ἀναφορὰ θέτουν τὸ «Παρὰ ταῦτα». Δηλαδή, ἀνατρέπουν ὅτι ἀποφάσισαν οἱ Σύνοδοι. «Παρὰ ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν». Eίναι μιὰ διαβλητή, ἔμμεση καὶ σκολιὰ διατύπωση γιὰ νὰ τοὺς ἀποδεχθοῦν. Ἃς τὸ ἐπεξηγήσουμε ἔτι περαιτέρω. Πρὸ τοῦ σχίσματος τὸ 1054 ὑπῆρχαν πέντε ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καὶ ἕνα ἐξ αὐτῶν ἦταν τὸ Πατριαρχεῖο Ρώμης. Ἄρα ἀφοῦ ἱστορικὰ ὀνομάζετο Πατριαρχεῖο καὶ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μποροῦμε νὰ συνεχίσουμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν ἴδια ὀνομασία, πἀρότι ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐἰσχώρησαν δεκάδες αἱρέσεις στὶς διδασκαλίες τούς.
«ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν». Ἀπὸ ποιὰ Πατερικὴ διδασκαλία προκύπτει ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι – κομψὸς πλέον ὁρισμὸς τῶν αἱρετικῶν – ἀφοῦ ἀποσχισθοῦν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μποροῦν νᾷ ἀποκαλοῦνται ἐκκλησίες;      Ἡ Πατερικὴ διδασκαλία τὶς κατονομάζει συναγωγὲς τοῦ σατανᾶ. Αὐτὸ ὅμως ἦταν τὸ ποθούμενο αὐτῆς τῆς «Συνόδου». Νᾷ ὀνομασθοῦν ἐκκλησίες παρὰ τὰ διατεταγμένα ὑπὸ τῶν Πατέρων.
«ταχυτέρας καὶ ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος». Κάθε καλοπροαίρετος θὰ μποροῦσε ν ἀναρωτηθεῖ: ἡ ἕως τώρα διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας δὲν εἶναι Συνοδικὰ κατοχυρωμένη, δὲν εἶναι ἀποσαφηνισμένη περὶ τῆς διδασκαλίας τῶν προτεσταντῶν καὶ τῶν παπικῶν; Ἔχουμε σαφεῖς καὶ ξεκάθαρες θέσεις στῇ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς, ποὺ ἑδράζονται στῇ Σύνοδο ἐπὶ Μ. Φωτίου καὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπου σαφῶς καταδικάζονται καὶ τὰ μυστήρια τοὺς στεροῦνται παντελῶς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χάριν συντομίας δὲν παραθέτουμε τὶς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ καταδεικνύουν τὴν αἱρετικὴ τοὺς διδασκαλία. Καὶ μόνον ἡ στάσῃ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ποὺ ἔλεγε «τὸν πάπα νᾷ καταρᾶσθε», ἀρκεῖ. Ἂν ἦταν ἐκκλησία, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς σὲ καμμία περίπτωση δὲν θὰ τοὺς καταδίκαζε μὲ τόσο ἀὐστηρό τρόπο. Ἄρα ἡ ὁποιανδήποτε περαιτέρω συζήτησις περὶ μυστηρίων εἶναι περιττὴ. Διὰ τοὺς οἰκουμενιστὲς ὅμως ποὺ ἐπιζητοῦν νᾷ ἀνατρέψουν τὴν Πατερικὴ διδασκαλία εἶναι ἐπιθυμητὴ καὶ ἀπρόκλητη.

Στὴν 10η παράγραφο τὸ κείμενο ἀναφέρει ὅτι τὰ προβλήματα ποὺ ἀνακύπτουν δὲν ἀἰτιολογοῦν διακοπὴ τοῦ διαλόγου. Δηλαδή, ἀκόμη καὶ ὅταν οἱ αἱρετικοὶ βλασφημοῦν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Filioque «οἱ ἀντιπρόσωποι αὐτῶν τῶν ἐκκλησιῶν δὲν δύνανται νᾷ διακόψουν τὸν διάλογο καὶ μάλιστα μονομερῶς». Τὰ κείμενα πλέον διαταράσσουν καὶ τὴν κοινὴ λογικὴ. Δὲν συμφωνεῖς μὲ κάποιον, θέλεις νᾷ διακόψεις τὸν διάλογο, πρέπει νᾷ τοῦ ζητήσεις ἄδεια γιὰ νᾷ τὸν διακόψεις. Ἃς ἐνθυμηθοῦμε τῇ λέξῃ «διμερὴς». Συμπέρασμα: δὲν ἐπιτρέπεται διακοπὴ τοῦ διαλόγου, ἂν δὲν συμφωνοῦν καὶ οἱ δύο πλευρές. Πρὸς κατανόηση τοῦ ἀνωτέρω ἕνα παράδειγμα: Διαφώνησες μὲ κάποιον καὶ σοῦ ὑβρίζει τὴν μητέρα σοῦ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ποὺ σέβεσαι. Δὲν μπορεῖς νᾷ ἀποχωρήσεις, ἂν δὲν συναινέσει καὶ αὐτός. Ὁ πιὸ ἐλαφρὺς χαρακτηρισμὸς σχῆμα ὀξύμωρον. Ὁ πιὸ ἀντικειμενικὸς παραλογισμός.
Στὴν 11η παράγραφο τὸ κείμενο συνεχίζει τὰ ψεύδη καὶ τοὺς παραλογισμοὺς τῆς προηγουμένης. Ἀναφέρει σχετικὰ «εἷς τε τὴν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν». Ποῖα εἶναι αὐτὴ ἡ λύσις; Δὲν λέγουν. Ἡ ἕως τώρα πρακτικὴ ἀπαιτεῖ ὑποχωρήσεις ἐκ μέρους τῶν "ὀρθοδόξων". Μέχρι καὶ τὴν Οὐνία ἀποδέχθηκαν. Ἐνῶ ἡ Πατερικὴ λύσις εἶναι μία. Καλεῖς τὸν ἀἱρετικό σὲ μετάνοια. Συνεχίζοντας ἀναφέρει "εἰς τὴν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων". Ὅταν προσέρχεται κάποιος 'σ ἕνα διάλογο, προσέρχεται γιὰ νᾷ λύσει διαφορές, ὄχι γιὰ νᾷ κάνει ταξίδια ἀναψυχῆς κόστους χιλιάδων εὐρώ, γιὰ νᾷ ἀναζητήσει κοινὰ στοιχεῖα. Προϋποθέτουν οἱ διάλογοι "τὴν σχετικὴν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας". Πόσοι ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας εἶναι ἐνήμεροι γιὰ τὸ τὶ ἀποφασίστηκε στὸ ΠΣΕ ἢ τὰ κείμενα ποὺ ὑπογράφησαν. Ἀκόμη καὶ "συνοδικοὶ ἐπίσκοποι" τῆς κρατούσης ἐκκλησίας διαμαρτύρονται ὅτι ἀγνοοῦν τὸ περιεχόμενο τῶν κειμένων. Ἢ ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ τὰ γνώριζαν, πότε ἐνημέρωσαν τὸ πλήρωμα; Ἕνα πλήρωμα ποὺ θέλουν ἐσκεμμένως νᾷ τὸ κρατήσουν στὸ σκοτάδι, φοβούμενοι μήπως ἀντιδράσει. Παράνοιας ἀποκορύφωμα εἶναι καὶ ἡ ἑξῆς διατύπωση: "Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινὸς θεολογικῆς διαφορᾶς". Δηλαδή, ὅτι μᾶς δημιουργεῖ προβλήματα, τὸ ἀφήνουμε στὴν ἄκρη ἄλυτο καὶ ἀσχολούμαστε μὲ τὸ ἑπόμενο θέμα. Μὲ αὐτὴ τὴν τακτικὴ γιὰ ὅσα προβλήματα ὑπάρχει ἄρνηση πρὸς ἐπίλυση, θὰ παραμερίζονται.
Στὴν 16η παράγραφο χωρὶς πλέον ἐντροπὴ καθιστοῦν τὸ ΠΣΕ κύριο ἐκφραστὴ τῆς ἑνότητας καὶ τὸ κατονομάζουν "διαχριστιανικὸν σῶμα", δηλαδὴ "ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησία" καὶ οἱ ἐκκλησίες τῶν πονηρευομένων συναποτελοῦν ἕνα κοινὸ σῶμα. Τὶ μῖξις τῶν ἀμίκτων, τὸ ψεῦδος καὶ ἡ ἀλήθεια μαζί, ὁ Χριστὸς καὶ ὁ σατανᾶς θὰ συνεργασθοῦν "διὰ τὴν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου".
Στὴν 22α παράγραφο ἐπισέρχεται καὶ τὸ δικτατορικὸ στοιχεῖο. Καταδικάζουν ἐκ προοιμίου κάθε "διάσπασιν τῆς ἑνότητος". Ἀλήθεια διασπᾶται ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία; Ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότητα; Γιατὶ ὀμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ΜΙΑ Ἐκκλησία;
"ἐπὶ προφάσει τηρήσεως ἢ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας". Εἶναι προφανὲς ὅτι στὸ κείμενο ὑπάρχει ἔμμεση βολὴ ἐναντίον μᾶς ὡς ΓΟΧ μὲ τὴν λέξιν "γνησίας" καὶ ὅτι δῆθεν προασπιζόμαστε τὴν Ὀρθοδοξία. Σωστά, παρακάτω ἀναφέρεται στὸ κείμενο ὅτι "ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος", μὲ τὴν προϋπόθεσιν ὅτι τηρεῖται καὶ ὑφίσταται. Μόνον ποὺ οἱ ἴδιοι καταπατοῦν τὸ Συνοδικὸν Σύστημα ἀπὸ ἕνα σύστημα ἐκπροσώπων τῶν κατὰ τόπους ἐκκλησιῶν καὶ ὄχι ὅλων τῶν ἐπισκόπων. Στὸ ΠΣΕ δὲν συμμετέχουν ὅλοι, ἀλλὰ οἱ ἡγέτες τῶν ἐκκλησιῶν ἢ οἱ ἐκπρόσωποι τούς. Αὐτὸ τὸ ΠΣΕ τὸ καθιστοῦν ἐγγυητὴ τῆς ἑνότητας καὶ ὄχι τὸ συνοδικὸ σύστημα, τὸ ὁποῖο τελικὰ παραμερίζουν.
Στὴν 24η παράγραφο. Γιὰ ποιὸ λόγο "ἡ κίνησις πρὸς ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφὰς"; Ἀφοῦ ἀνωτέρω λέγουν ὅτι κυρίαρχο ὄργανο τῆς ἐκκλησίας εἶναι τὸ συνοδικὸ σύστημα, ποῖα ἡ ἀνάγκη νέων μορφῶν ἀντὶ-Πατερικῶν καὶ ἀντ'-ὀρθοδόξων;
Ὁλοκληρώνοντας ἐν τάχει μὲ λίγα καὶ κατανοητὰ σχόλια γιὰ κάθε εὐμενῆ βούληση. Στὴν ὁμιλία τοῦ ὁ κ. Βαρθολομαῖος κατὰ τὸ πέρας τῆς "Συνόδου" αὐτῆς δήλωσε ὅτι βαδίζει "τὴν ὁδὸ ποὺ χάραξε ἡ ἐγκύκλιος τοῦ 1920". Τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα ἀντελήφθη ἀπὸ τότε ὅτι ἡ ἐγκύκλιος τοῦ 1920 χάραξε τὴν οἰκουμενιστικὴ ὁδό, ποὺ βαδίζουν μέχρι καὶ σήμερα. Τοὺς ἀπέκοψε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὰ ψεύδη, τὶς κακοδοξίες καὶ τὶς πανουργίες τούς. Καὶ ὄχι γιὰ τὶς 13 μέρες ποὺ κατηγορούμεθα. Τὰ ἀνωτέρω ἀρνητικὰ στοιχεῖα εἶναι σαφῆ καὶ ξεκάθαρα καὶ ἐπικυρώθηκαν στὴν λῃστρικὴ "Σύνοδον τῆς Κρήτης".
"ἄρχοντος γὰρ μηδὲν τοὺς ἀρχομένους ὠφελοῦντος οὐδὲν ἀθλιότερον, βέλτιον ἑστάναι κάτω" (Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, εἰς τὰς πράξεις, ὁμιλία η΄).

Ῥωσσόπουλος Εὐάγγελος
Θεολόγος