Ἡ ἐπιζήμια εὐλάβεια, ἔργον τοῦ πονηροῦ
«Ἡ ἀναμαρτησία μόνον εἰς τὸν Θεὸν ἀνήκει»
Ὁ τίτλος αὐτός εἶναι ἕνας ὅρος πού ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας χρησημοποίησε γιά τούς χριστιανούς ἐκείνους πού πρόβαλλαν καί προβάλλουν καί ἀκούουμεν καί σήμερα συχνά πυκνά νά προβάλλεται αὐτή ἡ δικαιολογία⁺ «Εἶμαι ἁμαρτωλός, καί ἀνάξιος πῶς νά κοινωνήσω;» Καί μέ τήν πρόφαση αὐτή στεροῦνται τῆς ζωῆς καί δέν συμμετέχουν στό μεγάλο αὐτό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου, πού κατά τόν θεῖο Χρυσόστομο⁺ «Μένουν ἄγευστοι καί παντελῶς ἀμέτοχοι τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς μακαριότητος».
Μερικοί ἀπό ἀμέλεια καί ἄλλοι ἀπό ἄγνοια, ζημιώνονται ἀφάνταστα, ἐπικαλούμενοι μιά «ἐπιζήμιον εὐλάβεια», τήν ὁποίαν χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος, «παγίδα καί βρόχον ἔργον τοῦ πονηροῦ διαβόλου».
Στά ὑπομνήματά του, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, στό κατά Ματθαῖον καί Ἰωάννην εὐαγγέλια, ἀναφέρεται στό θέμα μέ τά ἑξῆς:« Ναί μέν μπορεῖ κάποιος νά πεῖ», «εἶναι γραμμένον· ὥστε ὅς ἄν έσθίη τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνη τό ποτήριον τοῦτο ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου»(Α΄ Κορ.ια΄27), «Ἐγώ λοιπόν ἐξέτασα καί βρῆκα τόν ἑαυτό μου ἀνάξιο, καί δέν κοινωνῶ». Σ’ αὐτόν πού λέγει αὐτά θά ἀκούσει. «Πότε θά γίνεις ἄξιος, πότε θά σταματήσεις νά γλυστρᾶς στήν ἁμαρτία; Πότε θά παραστήσεις τόν ἑαυτό σου καθαρό ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ὅταν συνεχῶς φοβᾶσαι ὅτι θά πέσεις; Θά πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι ποτέ δέ θά σταματήσεις νά γλυστρᾶς καί νά πέφτεις σέ κάτι, ἑπομένως δέν ἔχεις δίκαιο.»Συνεχίζοντας στό ἴδιο θέμα ὡς ἑξῆς: «Δέ θά μποροῦσε κάποιος νά ἔχει τελείως καθαρήν τήν ψυχήν του ἔστω κι’ ἄν εἶναι ἀπό τούς πιό προσεκτικούς καί ἐργατικούς στήν πνευματική ζωή, ἀφοῦ εἶναι γραμμένο:«Ποιός μπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἁγνήν τήν ψυχή του; ὅταν αὐτός πού φταίει καί στό πιό μικρό εἶναι ἔνοχος καί παραβάτης ὅλων»; Κανένας λοιπόν δέ μπορεῖ νά ἀποφύγει τήν ἁμαρτία ὅσο προσεκτικός καί ἄγρυπνος ἄν εἶναι, γιατί ὑπάρχει καί ἡ κατά νοῦν ἁμαρτία, καί ποιός μπορεῖ εὔκολα νά τήν ἀποφύγει; Ἡ ἀναμαρτησία μόνο στό Θεό ἀνήκει. Αὐτή εἶναι ἡ φύση μας, καί ἄν θέλαμε μόνοι μας νά σωθοῦμε δέ θά μποροῦσαμε, ἄν δέν μᾶς ἔσωζε ἡ ἀγάπη καί εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου.
Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν ὁμιλία του «στά Σεραφείμ» ἀπευθυνόμενος στούς ἀκροατές του λέγει:«Γνωρίζω ὅτι ὅλοι μας βρισκόμαστε κάτω ἀπό ἐπιτίμια, ( γιά τίς ἁμαρτίες μας) καί κανένας δέν μπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἀγνήν ψυχή, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τό τρομερό, ὅτι δέν ἔχομεν καθαρή ψυχή⁺ Τό τρομερό εἶναι ὅτι ἐνῶ γνωρίζομεν ὅτι δέν ἔχομεν καθαρή ψυχή, δέν πηγαίνομεν σ’ Ἐκεῖνον πού δύναται νά καθαρίσει τήν ψυχή μας.»
Ὁ δέ Νικόλαος Καβάσιλας συστήνει:
«Δέν πρέπει νά ἀπέχουμεν ἀπό τήν τράπεζα περισσότερο ἀπ’ ὅσο χρειάζεται μέ τή δικαιολογία ὅτι δέν εἴμαστε καθόλου προετοιμασμένοι γιά τά μυστήρια, μέ ἀποτέλεσμα νά καθιστοῦμε τήν ψυχή ἀσθενέστερη καί χειρότερη ἀπό κάθε πλευρά... Καί νά μήν ἀποφεύγουν τό θεραπευτή προφαζιζόμενοι τήν ἀσθένεια, γιά τήν ὁποία ἔπρεπε νά τόν ἀναζητοῦν»
Νομίζω ὅτι χρειάζεται περισσότερη διευκρίνιση γιά νά ἀντιληφθοῦν οἱ χριστιανοί ὅτι ὅσο καί νά προσπαθήσουν μόνοι τους δέ θά καταφέρουν νά ἀπαλλαχθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτία, γιατί κανένας γεννημένος ἀπό γυναίκα δέν μπόρεσε μόνος του νά γίνει ἀναμάρτητος. Ἄν μποροῦσε νά ἐλευθερωθεῖ μόνος του ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἁμαρτία, δέ θά ἐρχόταν καί νά σαρκωθεῖ ὁ Θεός γιά νά τόν καθαρίσει.
Θά μεταφέρω ἐδῶ ἕνα κείμενο, ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, στήν πρώτην ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στό στίχο 7 ὡς 8, τοῦ πρώτου κεφαλαίου, γιά περισσότερη κατανόηση. Γιατί πρέπει νά μάθει ὁ χριστιανός ὅτι ἄν δέν προσέλθει στή Θεία Μετάληψη δέ μπορεῖ νά καθαρισθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία.
Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ἀλλ' ἐδῶ ἤθελεν ἀπορήση τινάς. Πῶς ὁ Εὐαγγελιστής οὗτος 'Ἰωάννης λέγει ὅτι τούς περιπατοῦντας ἐν τῷ φωτί χριστιανούς, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτίαν;
Ὁ γάρ ἐν τῷ φωτί περιπατῶν δέν ἁμαρτάνει.'Ἐάν γάρ ἁμαρτάνη, δέν περιπατεῖ πλέον εἰς τό φῶς; ἀλλά εἰς τό σκότος, καθώς εἶπεν ἀνωτέρω. (δημιουργῆται ἐδῶ μιά ἀπορία⁺ ὅταν λέγει ὅτι τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καθαρίζει αὐτούς πού περπατοῦν μέσα στό φῶς, ἀλλά αὐτοί πού περπατοῦν μέσα στο φῶς δέν ἀμαρτάνουν. Γιατί τό εἶπεν αὐτό ὁ εὐαγγελιστής;) Ἡ λύσις τῆς ἀπορίας εἶναι, κατά τόν ἱερόν Μητροφάνη, ὅτι εἶπε τοῦτο ὁ θεολόγος, ἀποβλέποντας εἰς τήν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί γνώμης, ἀπό τήν ὁποίαν ἡμεῖς νικώμενοι, θέλοντες καί μή θέλοντες ἁμαρτάνομεν. 'Ἐπειδή μέ τό νά ἔχωμεν τρεπτήν φύσιν, ἀκολούθως τῆ τρεπτότητι ταύτη, μεταβαλλόμεθα ἀπό τά καλά εἰς τά κακά, κάν ἀπό κακά πάλιν ἐπιστρέφωμεν εἰς τά καλά. Διατί δέν εἰμεθα δυνατοί νά μένωμέν πάντοτε εἰς τήν αὐτήν κατάστασιν, ἀλλά, ἡ πρός ἄτοπον πράξιν πίπτομεν ἡ πρός ἀπαίσιον λόγον. Εἰ δέ καί ἀπό τά δύο ταῦτα φυλαχθῶμεν, ὅμως ἀπό τάς προσβολᾶς καί συνδυασμούς τῶν πονηρῶν καί αἰσχρῶν λογισμῶν, δέν ἠμποροῦμεν τελείως νά μείνωμεν ἐλεύθεροι, Καί διά ταῦτα πάντα ἀναμαρτησίαν νά κατορθώσωμεν εἰς τήν ζωήν μας δέν δυνάμεθα, μέ τό νά πολεμούμεθα πάντοτε ἀπό τά πάθη καί ἀπό τόν ἐχθρόν μας διάβολον. Καί ὁποῖος εἰπῆ πώς εἶναι ἀναμάρτητος, αὐτός ψεύδεται καί ἀπατᾶ τόν ἑαυτόν του, διατί ὁ τοιοῦτος εἶναι πιασμένος ἀπό τήν ὑπερηφάνειαν καί μάτην καυχᾶται μεγαλορρημονῶν, ἐπειδή ὁ Κύριος εἶπεν, ὅτι ὅταν κάμωμεν ὅλας τάς ἐντολάς, νά λέγωμεν ὅτι «δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμέν ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. 17,10).
"Ὀσω γάρ γίνεταί τινας φωτεινότερος μέ τά τοῦ φωτός ἔργα του, καί ὅσον πλησιάζει πρός τό ἀληθινόν καί πρῶτον φῶς τόν Θεόν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται καί γνωρίζει τάς ἁμαρτίας του τάς ὁποίας δέν ἔβλεπε πρότερον.
Ἐπειδή λοιπόν κανένας, ὅσον καί ἄν εἶναι ἅγιος καί ὅσον καί ἄν περιπατῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐντολῶν καί τῆς αρετῆς, δέν εἶναι τρόπος νά φυλαχθῆ ἀναμάρτητος ἐν τῆ παρούση ζωῆ, ἀλλά πίπτει εἰς κάποια τινά συγγνωστά ἁμαρτήματα καθ' ὁ ἄνθρωπος. Διά τοῦτο λέγει ἐδῶ ὁ θεολόγος, ὅτι τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὁπού ἐχύθη διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, αὐτό καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό κάθε ἁμαρτίαν, ὅταν καί ἡμεῖς ἐξομολογηθῶμεν αὐτήν καί μετανοήσωμεν. Ἀλλά καί ὅταν μεταλαμβάνωμεν τό πανάγιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ μετά φόβου καί συντετριμμένης καρδίας, πιστεύομεν ὅτι αὐτό μας γίνεται εἰς ἄφεσιν τῶν τοιούτων συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων, ὁπού ἐπράξαμεν ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως, ἐν γνώσει ἤ ἐν αγνοία κατά τινά περίστασιν καί ἀνθρώπινην ἀσθένειαν".
Δέν εἶναι ὅλα τά ἁμαρτήματα θανάσιμα.Ὑπάρχουν ἁμαρτήματα πού δέν μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία, ἁμαρτήματα ὅμως τά ὁποῖα μᾶς ἀκολουθοῦν κατά πόδας. Αὐτά τά ἁμαρτήματα πού δέν ἐμποδίζουν ἀπό τή Θεία Κοινωνία, εἶναι τά λεγόμενα συγνωστά ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα εὔκολα ἀπαλείφονται· αὐτό βεβαιώνει καί ὀ Ἰωάννης στήν ἐπιστολή του.(Α΄. Ἰωάν. 4, 16)
Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος Ἀντιοχείας λέγει: «Οὐκοϋν, εἰ μέν μικρά τινά καί ἀνθρώπινα καί συγχώρητα πταίομεν, οἶον διά γλώσσης, δι' ἀκοῆς δι' ὀφθαλμῶν κλεπτόμενοι, κενοδοξίας, λύπης, θυμοῦ, ἤ τινός τῶν τοιούτων, καταμεμφόμενοι ἑαυτούς καί ἐξομολογούμενοι τῷ Θεῶ, οὕτω τῶν ἁγίων μυστηρίων μετέχομεν, πιστεύοντες ὅτι εἰς κάθαρσιν τῶν τοιούτων, ἡ μετάληψις τῶν θείων μυστηρίων γίνεται».
Λοιπόν, ἄν σφάλλουμε γιά κάποια μικρά καί ἀνθρώπινα πού εὔκολα συγχωροῦνται, ὅπως μέ τή γλῶσσα, τήν ἀκοή, καί μέ τά μάτια πού κλέπτουν καί μᾶς ὁδηγοῦν στήν κενοδοξία, τή λύπη,τό θυμό, ἤ καί κάποια ἀπ’ ὅλα αὐτά, ὅταν αὐτοκατηγορούμεθα καί ἐξομολογούμαστε στό Θεό καί συμμετέχουμε τῶν ἁγίων μυστηρίων πιστεύουμε στήν κάθαρσιν ὅλων αὐτῶν μέ τή μετάληψη τῶν θείων μυστηρίων.
Καί ὁ σοφός Νικόλαος Καβάσιλας, ὁ ἑρμηνευτής τῆς Θείας Λειτουργίας, σχολιάζοντας τήν ἐκφώνηση τοῦ λειτουργοῦ ἱερέα,«Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις», γράφει: «...Σάν νά λέγει, (ὁ ἱερέας) ἰδού ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς πού βλέπετε. Λοιπόν τρέξατε νά μεταλάβετε, ἀλλά ὄχι ὅλοι, μόνον ὅσοι εἶναι ἅγιοι. Διότι τά ἅγια στέλλονται μόνο στούς ἁγίους. Ἁγίους δε, λέγει ἐδῶ τούς τελείους στήν ἀρετή, ἀλλά καί ἐκείνους πού βιάζονται νά φθάσουν καί δέν ἔφθασαν ἀκόμη. Διότι καί αὐτοί πού ἀγωνίζονται γιά τήν τελειότητα δέν ἐμποδίζονται νά μετέχουν τῶν μυστηρίων καί ἁγιάζονται καί εἶναι ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη ἅγιοι ὅπως καί ἡ Ἐκκλησία λέγεται ἁγία» Ὁ ἴδιος πάλιν ἐρωτᾶ:«Τί λοιπόν; Κάθε ἁμαρτία νεκρώνει τόν ἄνθρωπο; Καί ἀπαντᾶ «Καθόλου, ἀλλά μόνον ἡ θανάσιμη ἁμαρτία, (χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν Ἐκκλησία), γι’ αὐτό καί λέγεται πρός θάνατο.»
«Γι’ αὐτό καί οἰ βαπτισμένοι, ἐάν δέν ἔχουν πέσει σέ θανάσιμη ἁμαρτία, ὥστε νά χωρισθοῦν ἀπό τόν Χριστό καί νά ὑποστοῦν θάνατο, δέν ἐμποδίζονται νά κοινωνοῦν τά ἄχραντα μυστήρια καί νά μετέχουν τοῦ ἁγιασμοῦ μέ τήν πράξη καί τά λόγια σάν ζωντανά ἀκόμη μέλη καί ἑνωμένα μέ τήν κεφαλή.»
Ἐκεῖνο πού χωρίζει τόν χριστιανό ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία εἶναι οἱ ἁμαρτίες, ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας. Ὁ μοναδικός καί συνεχής ἁγώνας κάθε ἀνθρώπου πού ποθεῖ τήν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό, εἶναι κατά τῆς ἁμαρτίας.
Μέ ὅλα αὐτά πού γράφτηκαν έδῶ, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι:
α) Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος στόν κόσμο αὐτό, πού μπορεῖ νά ἀποφύγει τελείως τήν ἁμαρτία, γιατί δέν ἔχει φύση σταθερή, ἀλλά μεταβαλλόμενη καί σέ κάποια στιγμή ὅσο προσεκτικός κι’ ἄν εἶναι κάπου θά πέσει.
β)Δέν χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό καί τήν Ἐκκλησία, ὅλα τά ἁμαρτήματα παρά μόνον τά Θανάσιμα
γ)Ἄν δέν κοινωνήσει ὁ χριστιανός τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου δέν μπορεῖ νά ζεῖ πνευματικά, γιατί στερεῖται τῆς ζωῆς.
δ) Θά πρέπει νά ἀφήσουμε κατά μέρος τήν πρόφαση «εἶμαι ἁμαρτωλός», ἀλλά κάθε φορά πού ἁμαρτάνουμε νά τρέχουμε στόν ἐξομολογητήρι νά καθαριζόμαστε καί νά συμμετέχουμεν συχνά στή Θεία Κοινωνία, γιατί «τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ θά μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία».
Ὅταν ὅμως ἀπό ἄγνοια ἤ ἀμέλεια, προφασιζόμαστε ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ἀποφεύγουμεν τή Θεία Κοινωνία, τότε ἀπομακρύνουμεν τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν αἰώνια ζωή καί στερούμαστε τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησεως.
Ὁ Κύριος σίγουρα βλέπει τίς πιό πάνω ἀδυναμίες μας καί μᾶς συγχωρεῖ. Χρειάζεται ὅμως καί ἀπό τόν ἄνθρωπο νά τίς ἀναγνώριζει καί νά προσπαθεῖ ὅσο μπορεῖ νά τίς περιορίζει μέ ἕνα συνεχή ἀγώνα ἐναντίον ὅλων τῶν ἀδυναμιῶν του καί νά φροντίζει νά ζεῖ πάντοτε βίον καθαρό καί ἀκατηγόρητο συνοδευόμενον μέ ἔργα ἀγάπης καί δικαιοσύνης.
Χαραλάμπους Νεοφύτου
Πρεσβυτέρου