Βίος Αγίου Ιωάννου του Μαξίμοβιτς
Ο Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς εορτάζει στις 2 Ιουλίου
Σύντομη βιογραφία του Αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς (1896 - 1966)
Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου το 1896 στο χωριό Αντάμοβκα της επαρχίας Χαρκώβ της Νότιας Ρωσίας. Ήταν απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας Μαξίμοβιτς που ένα μέλος αυτής της οικογένειας ανακηρύχτηκε Άγιος του 1916 και είναι ο ιεράρχης Ιωάννης Μαξίμοβιτς Μητροπολίτης Τομπόλσκ που το λείψανό του παραμένει άφθαρτο μέχρι σήμερα στο Τομπόλσκ. Ο Άγιος αυτός Ιεράρχης Ιωάννης εκοιμήθη στις αρχές του 18ου αιώνος αλλά μεταλαμπάδευσε την χάρη του στον μακρινό του ανιψιό, το Μιχαήλ (γιατί αυτό ήταν το βαπτιστικό όνομα του Αγίου Ιωάννη και όταν έγινε αργότερα μοναχός πήρε το όνομά του θείου του. Ο πατέρας του, ο Μπόρις ήταν στρατάρχης των ευγενών σε μία επαρχία του Χαρκώβ και ο θείος του ήταν πρύτανις Πανεπιστημίου Κιέβου. Η σχέση του με τους γονείς του ήταν πάντα άριστη. Κατά την παιδική του ηλικία ο Μιχαήλ ήταν φιλάσθενος και έτρωγε λίγο. Ήταν ήσυχο παιδί και πολύ ευγενικός και είχε βαθειά θρησκευτικότητα. Όταν έπαιζε, έντυνε τα στρατιωτάκια του μοναχούς, μάζευε εικόνες, θρησκευτικά βιβλία και του άρεσε να διαβάζει βίους Αγίων. Τα βράδια στεκόταν όρθιος για πολλή ώρα προσευχόμενος. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος από τα 5 αδέλφια του ήταν αυτός που γνώριζε τόσο καλά τους βίους των Αγίων και έγινε και ο πρώτος δάσκαλος τους στην πίστη. Ήταν πολύ αυστηρός με τον εαυτό του στην εφαρμογή των εκκλησιαστικών και εθνικών παραδόσεων. Τόσο πολύ εντυπωσίασε την παιδαγωγό του που ήταν Γαλλίδα και καθολική που επηρεάστηκε από την χριστιανική ζωή του μικρού Μιχαήλ και βαπτίστηκε Ορθόδοξος.
Είχαν μια εξοχική κατοικία κοντά σ' ένα Μοναστήρι που το επισκεφτόταν τακτικά ο μικρός Μιχαήλ. Σε ηλικία 11 ετών οι γονείς του Μπόρις και Γλαφύρα τον έστειλαν στην Στρατιωτική σχολή της Πολτάβα που συνέχισε να ζει με ριζωμένη βαθειά την πίστη του γιατί όταν τα παιδιά λείπουν για αρκετό καιρό από το σπίτι τους επηρεάζονται εύκολα οι νέες τους ψυχές. Αυτός όμως έμεινε σταθερός στην πίστη του. Εκεί συνάντησε και τον Επίσκοπο της Πολτάβα τον Θεοφάνη που ήταν ένας πολύ αγαπητός Ιεράρχης που επηρέασε τον Μιχαήλ. Σε μια στρατιωτική παρέλαση ενώ περνούσαν από τον Καθεδρικό Ναό ο μικρός Μιχαήλ (ήταν τότε 13 ετών) έκανε τον σταυρό του, οι συμμαθητές του γελούσαν και τον κορόιδευαν, τιμωρήθηκε από τις αρχές για την πράξη του αυτή, όμως ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος που ήταν προστάτης της Σχολής είπε να μην τιμωρηθεί ο δόκιμος Μιχαήλ γιατί με την πράξη του αυτή δηλώνει βαθειά και υγιή θρησκευτικά αισθήματα. Το 1914 τελείωσε την Στρατιωτική σχολή και ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή του Κιέβου αλλά οι γονείς του επέμεναν να πάει στην Νομική σχολή και ο Μιχαήλ κάνει υπακοή στους γονείς του. Και όπως παρατηρούσαν οι συμμαθητές του αυτός περισσότερο διάβαζε τους βίους των Αγίων από τα μαθήματα του, ωστόσο όμως ήταν καλός μαθητής. Τα χρόνια πέρασαν και τελείωσε τις σπουδές του. Τότε άρχισε ένα αντιχριστιανικό ρεύμα ν' απλώνεται στην Ρωσία, όμως ο Μιχαήλ είχε βαθειά μέσα του την πίστη και ήταν τολμηρός. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Χάρκων συζητούσε να ξεκρεμάσουν την ασημένια καμπάνα του Ι. Ναού και να την λιώσουν.
Όλοι συμφώνησαν, άλλοι φοβόντουσαν ν' αντιδράσουν και ετοιμάζονταν να το κάνουν αυτό, όμως ο Άγιος διαφώνησε μαζί με λίγους και άρχισαν οι συλλήψεις. Οι γονείς του είπαν να φύγει να κρυφτεί, όμως ο Μιχαήλ τους είπε: «Δεν υπάρχει τόπος που μπορεί κανείς να κρυφτεί από το θέλημα του Θεού και ότι χωρίς το θέλημα του Θεού δεν γίνεται τίποτα, δεν πέφτει ούτε μία τρίχα από το κεφάλι μας». Έτσι φυλακίστηκε και μετά από 1 μήνα τον άφησαν ελεύθερο, ξανά συλλαμβάνεται και αφού διαπίστωσαν ότι δεν τον ενδιέφερε εάν θα ήταν ελεύθερος ή φυλακισμένος, τον έβγαλαν από την φυλακή. Ο Μιχαήλ ζούσε σε άλλο κόσμο και ποθούσε τον Θεό. Το 1921 φεύγει όλη η οικογένεια του (αφού ξέσπασε στη Ρωσία εμφύλιος πόλεμος) και πάνε στην Γιουγκοσλαβία όπου σπούδασε στο Βελιγράδι στην Θεολογική σχολή και για να μπορεί να τα βγάζει πέρα πουλούσε εφημερίδες. Το 1924 χειροτονήθηκε αναγνώστης στην Ρωσική Εκκλησία του Βελιγραδίου από τον Επίσκοπο Αντώνιο και το 1926 χειροτονήθηκε διάκος και εκάρη μοναχός με τ' όνομα Ιωάννης στο Μοναστήρι του Μίλκοβ. Αργότερα μέχρι το 1934 διορίστηκε στην Ιερατική σχολή στην πόλη Βιτώλ της Σερβίας και τελούσε λειτουργίες και στα Ελληνικά για τους Έλληνες της περιοχής που τον αγαπούσαν πολύ. Εκεί στην Ιερατική σχολή φρόντιζε πολύ για τους μαθητές του, πήγαινε στα δωμάτια τους τα βράδια και τους σκέπαζε, τους σταύρωνε και έφευγε. Αυτός δεν κοιμόταν καθόλου σε κρεβάτι και τις λίγες ώρες που ξεκουραζόταν τα βράδια κοιμόταν σε καθιστή στάση ή γονατιστός στο πάτωμα μπροστά στα εικονίσματα.
Όταν έφευγαν οι μαθητές για διακοπές στα σπίτια τους μιλούσαν με θαυμασμό για τον καθηγητή τους τον Βλαντίκα Ιωάννη που πάντα προσευχόταν, που ποτέ δεν είχε κοιμηθεί στο κρεβάτι, που νήστευε αυστηρά και λειτουργούσε και κοινωνούσε καθημερινά. Το 1934 αποφασίζουν να τον εκλέξουν Επίσκοπο, ο Άγιος αρνείται και τους λέει ότι έχει πρόβλημα στην ομιλία του, αυτοί του λένε ότι και ο Μωυσής είχε πρόβλημα και τον εκλέγουν και τον χειροτονούν Επίσκοπο για την Σαγγάη. Φτάνει στις 21 Νοεμβρίου το 1934 στην Σαγγάη και βρίσκει μια μισοκτισμένη Εκκλησία και με κάποια προβλήματα στους κατοίκους εκεί που προσπάθησε να τους βοηθήσει ώστε να ‘ρθει η ειρήνη, οργάνωσε ορφανοτροφείο και το αφιερώνει στον Άγιο Τύχωνα του Ζαντόσκο που αγαπούσε τα παιδιά. Μάζευε άρρωστα φτωχά και πεινασμένα παιδιά από τους δρόμους και τα στενά της Σαγγάης και ξεκίνησε με 8 παιδιά και στο τέλος έφτασε τα 3.500 παιδιά. Όταν ήρθαν και εκείνοι οι κομουνιστές πήρε τα παιδιά και τα μετέφερε στις Φιλιππίνες και μετά στην Αμερική. Έτρωγε μια φορά την ημέρα στις 11 το βράδυ. Κατά την διάρκεια της πρώτης και της τελευταίας εβδομάδας της Μ. Σαρακοστής δεν έτρωγε απολύτως τίποτα και την υπόλοιπη νηστεία όπως και στην νηστεία των Χριστουγέννων έτρωγε μόνο πρόσφορο.
Τις νύχτες προσευχόταν πολύ και όταν αισθανόταν εξάντληση, όπως ήταν γονατιστός, έβαζε το κεφάλι του στο πάτωμα και κοιμόταν λίγο μέχρι να πάει το πρωί στην Θεία Λειτουργία και άρρωστος να ήταν θα λειτουργούσε. Δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος ασκητής αλλά ο Θεός του είχε δώσει και το προορατικό χάρισμα και οι προσευχές του έφερναν την θεραπεία. Καθημερινά επισκεπτόταν τους ασθενείς του, τους εξομολογούσε και τους κοινωνούσε. Σε σοβαρά ασθενείς σκεκόταν ώρες δίπλα τους προσευχόμενος και γονατιστός και γινόταν πολλές φορές το θαύμα. Όταν ήρθαν στην Κίνα οι κομμουνιστές έφυγαν οι Ρώσοι για την Αμερική και φεύγει και ο Άγιος το 1951 στην Αμερική μεταφέροντας το ποίμνιο του. Οι Επίσκοποι της Συνόδου αποφασίζουν και τον στέλνουν στην Επισκοπή του Παρισιού και των Βρυξελλών. Έτσι ο Άγιος τελούσε θείες λειτουργίες στα Γαλλικά, στα Ολλανδικά, όπως τελούσε πρώτα στα Ελληνικά, στα Κινέζικα και στα Αγγλικά. Δεν επέτρεπε στις γυναίκες που είχαν κραγιόν να ασπαστούν τις εικόνες και τον Τίμιο Σταυρό. Μια πνευματική του κόρη η Ζηναίδα Ζουλιέμ, που τον υπηρέτησε στην Γαλλία μας αναφέρει μερικά περιστατικά από την προορατικότητα του Αγίου.
Γνώρισα λέει για πρώτη φορά τον Άγιο πηγαίνοντας στο σπίτι του στις Βερσαλλίες, ένα κελλί που ήταν ένα μικρό δωμάτιο με μικρά κουτιά με γράμματα μέσα, ένα τραπέζι, ένα καναπέ και μια σακούλα με ξερά πρόσφορα. Φορούσε πέδιλα ή παντόφλες και πολλές φορές ήταν και ξυπόλητος γιατί τα έδινε στους φτωχούς. Κάλτσες δεν φορούσε, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Του ζήτησε να πάει να εργαστεί σε κάποια περιοχή και ήρθε να της δώσει ευλογία, όμως ο Άγιος της είπε να πάει σε κάποια άλλη περιοχή να εργαστεί και όπως πράγματι έτσι και έγινε λες και το πρωτογνώριζε. Τον γνώρισε το 1958 και ο πατέρας της πέθανε τον 1957, πριν πεθάνει της είπε: «απόψε μ' επισκέφθηκε ένας μοναχός κοντός με μαύρα» και αναρωτιόταν, ποιος να ήταν τότε δεν ήξερε τον Άγιο Ιωάννη. Όταν τον γνώρισα λοιπόν λέει η Ζηναίδα, μια μέρα ενώ ήμουνα στο σπίτι του σκεφτόμουν, κρίμα, εάν τον είχα γνωρίσει τότε που ήταν άρρωστος ο πατέρας μου θα προσευχόμουν και θα γινόταν καλά τότε ο Άγιος στράφηκε και της λέει: ξέρεις, επισκέφτηκα τον πατέρα στου όταν ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο και άνοιξε τον μικρό του κατάλογο και βρήκε στην σελίδα τ' όνομα του πατέρα μου «Βασίλειος Ζουλιέμ». Πως είναι δυνατόν να γνώριζε τις σκέψεις μου εάν δεν ήταν προορατικός, άρα δεν ήταν θέλημα Θεού να ζήσει ο πατέρας μου.
Πολλές φορές ήθελα να τον ρωτήσω πολλά αλλά ήταν απασχολημένος και το βράδυ που θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να τον ρωτήσω εγώ τα είχα ξεχάσει και εκείνος ενώ έτρωγε την σούπα του σιγοψιθύριζε και άκουγα όλα όσα ήθελα να μάθω από τις ερωτήσεις που σκεφτόμουν να του κάνω και ο Άγιος σαν να τις γνώριζε και μου τις απαντούσε. Όταν αργότερα θα έφευγε για το Σαν Φρανσίσκο στεναχωριόμουν πολύ και ενώ μας μιλούσε στην Εκκλησία εγώ έκλαιγα και τότε γυρίζει και μου λέει: «οι άνθρωποι που έχουν τους ίδιους στόχους και αγωνίζονται για την κατάκτηση του ιδίου πράγματος έχουν ενότητα ψυχής και δεν αισθάνονται την απόσταση του χωρισμού, η απόσταση δεν μπορεί να γίνει εμπόδιο στην πνευματική ενότητα των ανθρώπων σε μία ψυχή». Και αμέσως ηρέμησα. Όταν προσευχόταν στην Αγία Τράπεζα το Άκτιστο Φως τον έλουζε και δεν πατούσε στην γη. Πάντοτε ράντιζε με αγιασμό τον Ναό και το γραμματοκιβώτιο που έριχνε τα γράμματα του μόνος του αφού τα σταύρωνε πήγαινε ξυπόλητος στο χιόνι και στην βροχή και τα έριχνε. Όταν έφυγε στην Αμερική άλλαξαν το γραμματοκιβώτιο με άλλο καινούργιο, εγώ στεναχωρέθηκα και όταν αργότερα ήρθε πάλι για λίγο στην Γαλλία ο Άγιος τον είδα να παίρνει τον αγιασμό και να πηγαίνει να ραντίσει το νέο γραμματοκιβώτιο χωρίς εγώ να του έχω πει τίποτα. Μια μέρα περνώντας από τον Ναό άκουσε κλάματα, προχώρησε μέχρι το ιερό κοιτώντας μέσα είδε τον Άγιο να είναι γονατιστός πίσω από την Αγία Τράπεζα και να κλαίει γοερά για τα προβλήματα των άλλων, Δεν άντεχε η ψυχή της να τον ακούει που έκλαιγε και έφυγε αθόρυβα από τον Ναό.
Πριν φύγει για την Αμερική της είχε πει: όταν εσύ Ζηναίδα είσαι άρρωστη ή κάποιος άλλος να με ειδοποιείτε να έρθω και πράγματι μόλις διάβαζαν την Παράκληση θεραπευόταν. Το 1962 στις 21 Νοεμβρίου τον στέλνουν στο Σαν Φρανσίσκο ως Επίσκοπο στην Ρωσική Εκκλησία της διασποράς. Γύρω στο λαιμό του είχε δέσει μια δερμάτινη θήκη με την εικόνα της Παναγίας μέσα, που είχε φέρει από την Ρωσία. Όταν πήγαινε στους ασθενείς διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και γινόταν το θαύμα. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τα κοιτούσε με το στοργικό του βλέμμα, όλοι δεν ξεχνούσαν το ζεστό του βλέμμα, όταν σε κοίταζε ήξερες ότι εκείνη την στιγμή ήσουν το πιο αγαπημένο πρόσωπο στον κόσμο. Συνήθιζε να περπατά ξυπόλητος ακόμα και στο πιο άγριο τσιμέντο στο πάρκο στις Βερσαλίες, έτρωγε μια φορά την ημέρα στις 11 το βράδυ και μόνο όταν κάποιος φρόντιζε γι' αυτό, αλλιώς το παρέλειπε και αυτό. Τελούσε καθημερινά την Θεία Λειτουργία και το Άγιο Δισκάριο ήταν πάντοτε γεμάτο γιατί μνημόνευε πλήθος ονομάτων από κάθε τσέπη του έβγαζε χαρτάκια με ονόματα και κάθε μέρα προστίθενται και άλλα ονόματα από τα γράμματα που του έστελναν και του ζητούσαν να κάνει προσευχή. Στην Μεγάλη Είσοδο των Τιμίων Δώρων ξαναδιάβαζε πάλι τα ονόματα που εντωμεταξύ του είχαν δώσει και άλλα και αργούσε πολύ. Μετά την θεία Λειτουργία παρέμενε για ώρες στην Εκκλησία. Με περισσή φροντίδα καθάριζε το Άγιο Δισκοπότηρο και το Άγιο Δισκάριο, την Αγία Τράπεζα και την Αγία Πρόθεση. Παράλληλα έτρωγε λίγο πρόσφορο και έπινε άφθονο ζεστό νερό. Τα γράμματα που λάβαινε τα διάβαζε το απόγευμα μετά τη θεία λειτουργία αφού έβαζε ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης και τα άνοιγε μην τυχόν και υπάρχει σε κάποιο γράμμα επείγουσα ανάγκη. Πολλές φορές έλεγε το περιεχόμενο των γραμμάτων πριν ακόμα τα διαβάσει, είχε το χάρισμα της προορατικότητας. Πολλές φορές εκεί στην Σαγγάη που ήτα γύριζε έξω τι νύχτες και έδινε ψωμί και χρήματα στους αστέγους και ζητιάνους, ακόμη και σε μεθυσμένους.
Το Σάββατο στις 2 Ιουλίου το 1966 ο Άγιος έφυγε από αυτή την ζωή. Είχε πάει στο Σιάτλ μαζί με την θαυματουργική εικόνα της Παναγίας του Κούρση. Μόλις τελείωσε την Θεία Λειτουργία και αφού πέρασε 3 ώρες προσευχόμενος μέσα στο ιερό πήγε στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί, κάθισε στην πολυθρόνα του και στις 4 παρά δέκα το απόγευμα κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο ήρεμα χωρίς πόνο. Ακούστηκε ένας θόρυβος και όταν μπήκαν μέσα τον βρήκαν κάτω πεσμένο από την πολυθρόνα του και όπως λένε προγνώριζε την ημέρα του θανάτου του εκ των προτέρων και ήξερε ότι ο θάνατος του πλησιάζει και είχε προετοιμαστεί όπως οι μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Γι' αυτό και εκείνη την ημέρα του θανάτου του έστειλε ένα γράμμα στέλνοντας για τελευταία φορά την ευλογία του στις μοναχές της Λέσνα στην Γαλλία που τόσο πολύ τον είχαν βοηθήσει και εξυπηρετήσει. Σχεδόν 24 ώρες αργότερα το σώμα του έφθασε στον Καθεδρικό Ναό του Σαν Φρανσίσκο που ο ίδιος είχε ολοκληρώσει. Τον προϋπάντησαν οι κληρικοί, έγινε ολονύχτια αγρυπνία που κράτησε 4 ώρες, όλη την νύχτα διάβαζαν το ψαλτήρι και όλοι αγρυπνούσαν για τελευταία φορά μαζί του. Ο κόσμος ερχόταν για να προσκυνήσει και να χαιρετήσει για τελευταία φορά τον Δεσπότη τους.
Όλοι οι Ιεράρχες που τον γνώριζαν μιλούσαν για την ασκητική του ζωή. Μια ζωή όλο αγώνα πνευματικό που δεν είχε ξαπλώσει για 40 χρόνια σε κρεβάτια από τότε που έγινε μοναχός, που κοιμόταν μόνο μία ή δύο ώρες το βράδυ είτε όρθιος, είτε γονατιστός και σκυφτός στο πάτωμα, πολλές φορές κοιμόταν για λίγο απαντούσε κανονικά στο τηλέφωνο, όπως μαρτυρεί κάποιος που έτυχε να' ναι μπροστά του στο δωμάτιο του, ενώ μιλούσε του έπεσε το ακουστικό λίγο πάνω στα γόνατα και κοιμισμένος, όπως ήταν, απαντούσε σαν ν' άκουγε τον συνομιλητή του. Όλοι ένοιωσαν ότι είχαν μείνει ορφανοί γιατί ο Άγιος έδειχνε κατανόηση στον καθένα τους και πολλή αγάπη. Τον κήδεψαν στις 7 Ιουλίου το απόγευμα. Το σώμα του τόσες μέρες δεν είχε κανένα σημάδι αποσύνθεσης και όλοι ακουμπούσαν επάνω του σταυρούς λουλούδια και νήπια για να πάρουν την ευλογία και μερικοί Ιεράρχες τα εγκόλπιά τους.
Ο Ναός ήταν αφιερωμένος στην Παναγία, «στην Χαρά όλων των θλιβομένων». Εδώ υπηρέτησε τον Θεό και τους ανθρώπους και εδώ αναπαύεται ο Άγιος. Μετά το τελευταίο ασπασμό έγινε 3 φορές η λιτάνευση του Ιερού λειψάνου του γύρω από τον Ναό. Το φέρετρο το βάσταζαν ορφανά που ο Άγιος είχε σώσει και μεγαλώσει στην Σαγγάη. Ένας Ιεράρχης παρομοίασε την λιτάνευση του Αγίου με την λιτάνευση του Επιταφίου του Χριστού την Μεγ. Παρασκευή. Ετάφη σ' ένα μικρό υπόγειο παρεκκλήσιο κάτω από το Ιερό. Όλοι έφερναν στην μνήμη τους τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ που τους είχε υποσχεθεί ότι και μετά την κοίμηση του θ' άκουγε τις προσευχές τους και τις θλίψεις τους όπως συμβαίνει σ' έναν ζωντανό άνθρωπο. Έτσι πήγαιναν τακτικά στον τάφο τους. Το φθινόπωρο του 1993 η Σύνοδος των Επισκόπων της Αμερικής με υπεύθυνο τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο του Σαν Φρανσίσκο, αφού έγινε μία παννυχίδα στον τάφο του Αγίου, αποφάσισαν να τον ανοίξουν. Μόλις άνοιξαν την λάρνακα, είχε σκουριάσει λίγο το φέρετρο γιατί ήταν μεταλλικό, άνοιξαν με φόβο Θεού και προσευχή το φέρετρο. Το πρόσωπο του Αγίου ήταν σκεπασμένο με τον αέρα (κάποιο πανί) και η ματιά τους έπεσε στ' άφθαρτα χέρια του Αγίου. Ξεσκέπασαν και το πρόσωπο του και αποκαλύφθηκε και το άφθαρτο πρόσωπο του. Μια υπερκόσμια πνευματική γαλήνη, μια ευλαβική σιωπή απλώθηκε παντού. Βίωναν όλοι στιγμές θείας Χάριτος μπροστά στον Άγιο του Θεού. Αποφασίστηκε και την επόμενη χρονιά το 1994 στις 2 Ιουλίου να γίνει η ανακήρυξη του Αγίου επίσημα πλέον. Ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε και μας έστειλε ένα μεγάλο Άγιο να πρεσβεύει για εμάς δίπλα στον Θρόνο του Θεού στα χρόνια αυτά της γενικής αποστασίας μας από τον Θεό.
Ο Καθεδρικός Ναός με τους χρυσούς τρούλους και που είναι αφιερωμένος στην Παναγία, στην χαρά των θλιβομένων, βρίσκεται στη λεωφόρο Γκίρι μεταξύ 26ης και 27ης λεωφόρου και είναι το κτίριο που δεσπόζει στην βορειοδυτική πλευρά του Σαν Φρανσίσκο. Ο Ναός είναι ορατός από πολλά σημεία της πόλης, ή έρχεσαι από τη θάλασσα ή από την γέφυρα Χρυσή πύλη. Το κουβούκλιο του τάφου βρίσκεται δύο πατώματα κάτω από το Ιερό. Κατεβαίνει σ' ένα υπόγειο παρεκκλήσιο με χαμηλό αγιογραφημένο ταβάνι με τον Παντοκράτορα και με αγιογραφίες στους τοίχους και γυαλιστερό μαρμάρινο δάπεδο. Εδώ έρχονται καθημερινά, μετά την κοίμηση του οι πιστοί και προσεύχονται στον τάφο του. Χιλιάδες πιστοί επισκέπτονται τον Άγιο, άλλοι του στέλνουν γράμματα και ζητούν την βοήθεια του και τις προεσβείες του. Ζητούν το νήμα από τα κεριά που ανάβουν στον τάφο του και λίγες σταγόνες λάδι από την καντήλα που καίει εκεί.
Κάθε χρόνο στις 2 Ιουλίου τελείται η Θεία Λειτουργία και καταφθάνουν εκεί στο παρεκκλήσιο του τάφου του πλήθους κόσμου. Στο κέντρο βρίσκεται η λάρνακα που είναι σκεπασμένη με τον μανδύα του Αγίου, γύρω υπάρχουν μανουάλια με κεριά αναμμένα. Στην κεφαλή της λάρνακας βρίσκεται τοποθετημένη η Επισκοπική μίτρα του Αγίου και η ποιμαντορική του ράβδος βρίσκεται στο κάτω μέρος της λάρνακας. Και εκεί βρίσκεται ένα αναλόγιο με το Ψαλτήρι που το διαβάζουν οι πιστοί όταν πηγαίνουν στο Άγιο και μετά του λένε τα προβλήματα τους. Σ' ένα άλλο αναλόγιο δίπλα είναι η εικόνα των Εισοδίων της Παναγίας που την αφιέρωσε μια οικογένεια από την Κίνα στον Άγιο ως ευγνωμοσύνη που τους είχε βοηθήσει και έδωσε ένα ιερό όρκο η κυρία αυτή μαζί με την μητέρα της να δωρίσουν την εικόνα τους αυτή, το κειμήλιο τους στον Άγιο Ιωάννη στον τάφο του. Αυτή η εικόνα είχε έναν ιδιαίτερο νόημα για τον Άγιο, χωρίς αυτοί να το ξέρουν, γιατί στην ζωή μας τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία. Αυτή την γιορτή των Εισοδίων της Παναγίας μας ο Άγιος την αγαπούσε πολύ, η κουρά του έγινε σε Μοναστήρι της Γιουγκοσλαβίας που ήταν αφιερωμένο στην εορτή των Εισοδίων. Επίσης την ημέρα των Εισοδίων πήγε ως Επίσκοπος στην Σαγγάη στον Ναό της Παναγίας μας που ονομαζόταν; «η αμαρτωλών Σωτηρία» και πάλι την ημέρα των Εισοδίων έρχεται στο Σαν Φρανσίσκο ως Επίσκοπος. Όταν παντρεύτηκε η κυρία αυτή πήγε στην Αμερική στον Σαν Φρανσίσκο και απέχτησαν έναν αγόρι τον Ιωάννη. Όταν αργότερα κατατάχτηκε στο στρατό και θα τον έστελναν στον πόλεμο στο Βιετνάμ, το αγόρι που ευλαβείτο πολύ τον Άγιο Ιωάννη πήγε στον τάφο του και του άφησε μια φωτογραφία που είχε του Αγίου πάνω στην Επισκοπική του μήτρα, που βρίσκεται πάνω στην Λάρνακα και μετά από λίγες μέρες την πήρε ως ευλογία, την έβαλε στην τσέπη της στολής του στο μέρος της καρδιάς και πήγε στον πόλεμο. Και από ότι έγραφε στην μάνα του ο αξιωματικός γιος της ο Άγιος τον προστάτεψε και καμία σφαίρα δεν τον χτύπησε. Κάποτε το απόσπασμα του αιχμαλωτίστηκε και αυτός γλύτωσε, μία βόμβα έπεσε δίπλα τους, άλλοι τραυματιστήκαν σοβαρά και αυτός έμεινε αβλαβής.
Η καντήλα πάνω από τη Λάρνακα του Αγίου καίει συνεχώς. Έρχονται εδώ όλοι με μια παιδική πίστη να μιλήσουν στον Άγιο, να παραπονεθούν για τις θλίψεις τους και ο Άγιος τους ακούει και τους βοηθάει. Ο Άγιος θέλει να προσευχόμαστε και να μην ξεχνάμε να μνημονεύουμε τους κεκοιμημένους από ένα περιστατικό που φανερώθηκε στον ύπνο κάποιου ανθρώπου και του είπε: «να προσεύχεσαι για τους κεκοιμημένους». Επίσης και σ' ένα διάκο φανερώθηκε και του είπε ότι: «είμαι πολύ ευτυχής που προσεύχεσαι για τους αρρώστους, πάντα να προσεύχεσαι και να επισκέφτεσαι τους αρρώστους». Σε κάποια γυναίκα που τον είδε στον ύπνο της, της είπε: «πείτε στον κόσμο παρόλο που έχω πεθάνει είμαι ακόμα ζωντανός» μία νοσοκόμα διηγείται ότι ένα βράδυ ένας σοβαρά άρρωστος ζητούσε τον Άγιο να πάει εκεί ένοιωθε ότι θα πέθαινε, είχε όμως ξεσπάσει μια καταιγίδα και με τον αέρα που φυσούσε κόπηκε το ρεύμα, δεν λειτουργούσαν και τα τηλέφωνα και η νοσοκόμα του είπε ότι τώρα δεν μπορούμε να τον ειδοποιήσουμε το πρωί θα πάει κάποιος στον Επίσκοπο. Σε μισή ώρα ακούστηκαν κτύποι στην είσοδο του Νοσοκομείου και όταν ρώτησε ο μισοκοιμισμένος φύλακας, ποιος είναι; - Ανοίξτε την πύλη, είμαι ο Επίσκοπος Ιωάννης, με κάλεσαν και με περιμένουν. Άνοιξε ο φύλακας και ο Άγιος διέσχισε γρήγορα τον διάδρομο και ρώτησε την νοσοκόμα: «ποιος είναι ο άρρωστος που με περιμένει, πήγαινε με σε αυτόν». Πως ο Άγιος διάβασε την σκέψη του αρρώστου και πήγε μέσα στην καταιγίδα στο νοσοκομείο δίπλα του; ήταν προορατικός και τα αψηφούσε όλα για τους ασθενείς του. Επειδή ταξίδευε συχνά αεροπορικώς και η σωρός του πάλι αεροπορικώς ήρθε από το Σιάτλ στο Σαν Φρανσίσκο, θεωρείται προστάτης των ταξιδευόντων αεροπορικώς, αλλά επειδή γλύτωσε κάποιος από τροχαίο θεωρείται και προστάτης των ταξιδιωτών.
Μια δασκάλα φωνητικής, η Άννα, είχε βοηθήσει τον Άγιο στην Σαγγάη που ήταν. Του μάθαινε να προφέρει σωστά τα φωνήεντα, γιατί είχε πρόβλημα με το κάτω σιαγόνι του και δεν μπορούσε να προφέρει τις λέξεις. Από την πολλή νηστεία ήταν εξαντλημένος ο οργανισμός του και κρεμόταν πολύ το κάτω σιαγόνι του. Αυτός πάντα της έδινε σε κάθε επίσκεψη 20 δολλάρια. Μόλις άρχιζε την νηστεία, άρχιζε πάλι το ελάττωμα αυτό και τον επισκεφτόταν συχνά. Το 1945 τραυματίστηκε στον πόλεμο σοβαρά και ζητούσε να ‘ρθει στο νοσοκομείο ο Άγιος να την κοινωνήσει. Όμως είχε άσχημο καιρό με ανεμοθύελλα. Ήταν 10 με 11 την νύχτα, οι γιατροί της είπαν δεν μπορεί να γίνει αυτό, επειδή ήταν περίοδος πολέμου και το νοσοκομείο έκλεινε μετά την δύση του ηλίου. Το πρωί θα ειδοποιούσαν τον Επίσκοπο. Εγώ φώναζα: έλα Βλαντίκα, και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του θαλάμου και μπαίνει μέσα ο Άγιος μουσκεμένος από την βροχή. Τον άγγιξα γιατί νόμισα πως ήταν το πνεύμα του, εκείνος χαμογέλασε, με κοινώνησε και εγώ κοιμήθηκα. Όταν αργότερα ξύπνησα τους είπα ότι ήρθε ο Άγιος και με κοινώνησε, αυτοί όμως δεν με πίστεψαν το νοσοκομείο κλείνει μετά την δύση μου είπαν, οι πόρτες είναι κλειστές. Μία άλλη ασθενής τους είπε ότι πράγματι είχε έρθει ο Άγιος εκεί, αλλά ούτε εκείνη την πίστεψαν. Και ενώ η νοσοκόμα που δεν την πίστευε της έφτιαχνε το προσκέφαλο, βρήκε 20 δολλάρια. Ο Άγιος όταν ήρθε της άφησε και λεφτά γιατί δεν είχε τίποτα εκείνο το διάστημα. Τα χρόνια πέρασαν, όταν έφυγε ο Άγιος για το Σαν Φρανσίσκο, ήρθε και εκείνη εκεί και ήθελε να την ψάλλει και να την κηδέψει ο Άγιος. Και πράγματι το 1968 πέθανε το βράδυ της Μεταμορφώσεως από αέριο από γκάζι του σπιτιού της και μία άλλη κυρία, η Όλγα, είδε στον ύπνο της εκείνο το βράδυ τον Άγιο μέσα στον Ναό να θυμιάζει ένα φέρετρο με την Άννα μέσα και να της ψέλνει τόσο ωραία την νεκρώσιμη ακολουθία. Έτσι ο Άγιος της εκπλήρωσε την επιθυμία της. Το πρωί έμαθε η Όλγα ότι εκείνο το βράδυ πέθανε η Άννα.
Της Ζηναίδας της είχε αναθέσει τα δωρεάν γεύματα για πτωχούς, έπαιρνε λεφτά από το ταμείο του Αρχιεπισκόπου, ένα ποσό των 20 δολαρίων κάθε μήνα για το σκοπό αυτό. Μια μέρα της έκανε δώρο 10 γαλλικά φράγκα, εγώ λέει η Ζηναίδα, τα ξόδεψα όλα για το σκοπό αυτό και ειδικά αυτόν τον μήνα έκανα πολλά έξοδα και χρώσταγα 70 δολλάρια. Δεν ήξερα τι να κάνω, έκανα προσευχή στον Άγιο (γιατί έλειπε στην Αμερική), του ζητούσα να με βοηθήσει, κάνω αυτό που μου είπες, αλλά τώρα έχω πολλά προβλήματα, βοήθησε με. Και το πρωί ο ταχυδρόμος της έδωσε ένα γράμμα από το ταμείο του Αρχιεπισκόπου. Νόμισε πως θα ήταν τα συνηθισμένα 20 δολλάρια μέσα, όταν όμως το άνοιξε βρήκε 70 δολάρια, ακριβώς όσα χρωστούσε. Πήγε λοιπόν και ξεχρέωσε, έγραψε και ένα ευχαριστήριο γράμμα και τον επόμενο μήνα ήταν πάλι τα καθιερωμένα 20 δολλάρια. Εκείνα τα λεφτά της τα είχε στείλει ο Άγιος. Πριν φύγει της ανέθεσε να φροντίζει ένα ορφανό παιδί, τον Βλαντιμίρ. Αλλά κάτι με τα δωρεάν γεύματα, κάτι με την ηλικιωμένη μητέρα της και τον θείο της έσπασαν τα νεύρα της και άρχισε να παρακαλεί τον Άγιο να τη βοηθήσει να τα βγάλει πέρα. Θα τα παρατήσω, έλεγε, δεν αντέχω άλλο. Και το βράδυ είδε στον ύπνο της τον Άγιο να έρχεται σπίτι της και να πηγαίνει σε αυτήν μόνο και να την ευλογεί. Το πρωί ο ταχυδρόμος της έφερε ένα δέμα, ένα περιοδικό που είχε την μορφή του Αγίου όπως τον είχε δει στον ύπνο της και στο εξώφυλλο ένα σημείωμα: «Στην Ζηναίδα». Αμέσως πήρε χαρά και δύναμη να συνεχίσει τον αγώνα της αυτό. Άλλη μια φορά την έσωσε από βέβαιο θάνατο. Μια μέρα ενώ θα έβγαινε έξω, κοιτώντας από το παράθυρο τον κόσμο είχε ανάμεσα σε κάτι αυτοκίνητα κάτι σαν μια μικρή σωλήνα, την κυρίεψε η περιέργεια και άρχισε να ντύνεται για να πάει κάτω να δει να το κλωτσήσει. Τότε κτυπάει η πόρτα, ανοίγει ήταν ο Άγιος. Μπήκε μέσα, κάθισε στην πολυθρόνα 5 λεπτά και έφυγε χωρίς να της πει τίποτα. Τότε ξανακτυπά στο παράθυρο και είδε αστυνομικούς στο δρόμο να παίρνουν με πολλή προσοχή αυτό το παράξενο πράγμα. Κατέβηκε γρήγορα κάτω και έμαθε ότι ήταν βόμβα και θα ήτα νεκρή που σκεφτόταν να το κλωτσήσει εάν δεν την καθυστερούσε ο Άγιος Ιωάννης.
Μια κυρία άρρωστη με πρόβλημα καρδιάς, φορούσε μια κονκάρδα με τον Άγιο Ιωάννη και μια μέρα λιποθύμησε στην Εκκλησία, τότε ο ψάλτης την σταύρωσε με την κονκάρδα, προσευχήθηκε στον Άγιο Ιωάννη να την κάνει καλά και πράγματι αμέσως συνήλθε.
Μια μέρα λέει η Ζηναίδα είχε μαγειρέψει η μητέρα της ένα φαγητό, τα βαρενίκι, που το τρώνε πολύ στην Ρωσία είναι ένα είδος ζυμαρικών με τυρί και θα πήγαινε στον Επίσκοπο Ιωάννη. Τα είδε στο τραπέζι ο θείος της και τα λαχτάρησε, πήγε η Ζηναίδα στον Άγιο μετά το φαγητό μαζί με τα βερανίκι και ο Άγιος έφαγε πολύ λίγο από τα τρόφιμα που του πήγε, τα βερενίκι όμως δεν τα άγγιξε καθόλου, τον πίεζε να φάει η Ζηναίδα, όμως αυτός δεν έφαγε καθόλου λες και προγνώριζε ότι τα είχε λαχταρήσει ο θείος της.
Κάποτε σκεφτόταν να πάει να του ζητήσει ευλογία να πάει σε Μοναστήρι. Το βράδυ τον είδε στον ύπνο της και δεν της έδινε ευλογία και κοιτώντας στον τοίχο της λέει: για χάρη του μείνε, και άνοιξε ο τοίχος και βγήκε ένα μωρό. Εκείνη έκλαιγε και ξύπνησε και σε λίγες μέρες γέννησε η γυναίκα του αδελφού της, αλλά αρρώστησε από φυματίωση και πάνω στον μήνα πέθανε, και ο αδελφός της της έδωσε να μεγαλώσει το μωρό. Γι΄ αυτό τότε της είχε πει ο Άγιος αυτά τα λόγια. Τον νοιώθει τόσο κοντά της τον Άγιο Ιωάννη η Ζηναίδα ακόμη και τώρα που έχει πεθάνει. Κάποτε θα πήγαινε με τον ανηψιό της, τον Φιλίπ, στην Αμερική και ο ανηψιός της τα χάλασε τα λεφτά του, θα ‘χει η θεία μου, έλεγε, και δεν τους έφταναν για τα εισιτήρια. Της είχε στείλει και λίγα χρήματα κάποιος γνωστός της αρχιμανδρίτης εις μνήμη του αγαπημένου Επισκόπου Ιωάννη. Και αποφάσισαν να πάνε, αλλά τα χάλασε ο ανηψιός της τα δικά του και άρχισε να προσεύχεται στον Άγιο να την βοηθήσει. Έλεγε. Εάν νομίζεις πως αυτό το ταξίδι θα ‘ναι για το καλό του Φιλίπ, βοήθησε μας. Και εκείνη την ημέρα πήρε ένα σημείωμα από το ταχυδρομείο 7.700 φράγκων στ' όνομα της, ακριβώς το ποσό που χρειάζονταν για τα εισιτήρια. Πήγε στο ταχυδρομείο και της είπαν ότι μπορεί να πάρει αμέσως σήμερα τα χρήματα και τα πήρε χωρίς να χει μαζί της ούτε καν την ταυτότητά της. Ευχαρίστησα τον Άγιο που πάντα με βοηθάει. Ήθελε να πάρει κόκκινες κρυστάλλινες καντηλόκουπες από την Αμερική (γιατί στην Γαλλία δεν έβρισκε) και όλο το ξεχνούσε εκεί που γύριζε στην Αμερική, και μόλις πήγαν στον τάφο του Αγίου, αμέσως το θυμήθηκε και πήγε μετά και αγόρασε, ο Άγιος την βοήθησε να τις θυμηθεί. Την ευλογία του Αγίου Ιωάννη να έχουμε όλοι μας.
Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ιωάννη Μαξίμοβιτς, αγγελόμορφε, ιεραρχών θεοφόρων και διδασκάλων σοφών εκλαμψάντων άρτι σάπφειρε πολύτιμε, ως Ορθόδοξων ασκητών καλλονήν και ποταμόν αστείρευτον θαυμασίων, σε ανυμνούντες ευχάς σου θερμάς προς Κύριον αιτούμεθα.
Κοντάκιον Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω
Τον ταπεινόν, απλούν, φιλόθεον, φιλάρετον, σεμνόν, μακρόθυμον, πραυν και ευμπάθητον, ευφημήσωμεν Ορθόδοξον ιεράρχην, Ιωάννην τον Μαξίμοβιτς, μελίσμασιν ως θαυμάτων φρέαρ όντως ακεσώδυνον, πόθω κράζοντες, Χαίροις, χάριτος σκήνωμα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ιεράρχα νεοφανές, μάκαρ Ιωάννη, ταπεινώσεως κορυφή, χαίροις, ο ανύσας ουρανοδρόμον άρτι πορείαν και θαυμάτων κρήνη γενόμενος.
Σύντομη βιογραφία του Αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς (1896 - 1966)
Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου το 1896 στο χωριό Αντάμοβκα της επαρχίας Χαρκώβ της Νότιας Ρωσίας. Ήταν απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας Μαξίμοβιτς που ένα μέλος αυτής της οικογένειας ανακηρύχτηκε Άγιος του 1916 και είναι ο ιεράρχης Ιωάννης Μαξίμοβιτς Μητροπολίτης Τομπόλσκ που το λείψανό του παραμένει άφθαρτο μέχρι σήμερα στο Τομπόλσκ. Ο Άγιος αυτός Ιεράρχης Ιωάννης εκοιμήθη στις αρχές του 18ου αιώνος αλλά μεταλαμπάδευσε την χάρη του στον μακρινό του ανιψιό, το Μιχαήλ (γιατί αυτό ήταν το βαπτιστικό όνομα του Αγίου Ιωάννη και όταν έγινε αργότερα μοναχός πήρε το όνομά του θείου του. Ο πατέρας του, ο Μπόρις ήταν στρατάρχης των ευγενών σε μία επαρχία του Χαρκώβ και ο θείος του ήταν πρύτανις Πανεπιστημίου Κιέβου. Η σχέση του με τους γονείς του ήταν πάντα άριστη. Κατά την παιδική του ηλικία ο Μιχαήλ ήταν φιλάσθενος και έτρωγε λίγο. Ήταν ήσυχο παιδί και πολύ ευγενικός και είχε βαθειά θρησκευτικότητα. Όταν έπαιζε, έντυνε τα στρατιωτάκια του μοναχούς, μάζευε εικόνες, θρησκευτικά βιβλία και του άρεσε να διαβάζει βίους Αγίων. Τα βράδια στεκόταν όρθιος για πολλή ώρα προσευχόμενος. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος από τα 5 αδέλφια του ήταν αυτός που γνώριζε τόσο καλά τους βίους των Αγίων και έγινε και ο πρώτος δάσκαλος τους στην πίστη. Ήταν πολύ αυστηρός με τον εαυτό του στην εφαρμογή των εκκλησιαστικών και εθνικών παραδόσεων. Τόσο πολύ εντυπωσίασε την παιδαγωγό του που ήταν Γαλλίδα και καθολική που επηρεάστηκε από την χριστιανική ζωή του μικρού Μιχαήλ και βαπτίστηκε Ορθόδοξος.
Είχαν μια εξοχική κατοικία κοντά σ' ένα Μοναστήρι που το επισκεφτόταν τακτικά ο μικρός Μιχαήλ. Σε ηλικία 11 ετών οι γονείς του Μπόρις και Γλαφύρα τον έστειλαν στην Στρατιωτική σχολή της Πολτάβα που συνέχισε να ζει με ριζωμένη βαθειά την πίστη του γιατί όταν τα παιδιά λείπουν για αρκετό καιρό από το σπίτι τους επηρεάζονται εύκολα οι νέες τους ψυχές. Αυτός όμως έμεινε σταθερός στην πίστη του. Εκεί συνάντησε και τον Επίσκοπο της Πολτάβα τον Θεοφάνη που ήταν ένας πολύ αγαπητός Ιεράρχης που επηρέασε τον Μιχαήλ. Σε μια στρατιωτική παρέλαση ενώ περνούσαν από τον Καθεδρικό Ναό ο μικρός Μιχαήλ (ήταν τότε 13 ετών) έκανε τον σταυρό του, οι συμμαθητές του γελούσαν και τον κορόιδευαν, τιμωρήθηκε από τις αρχές για την πράξη του αυτή, όμως ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος που ήταν προστάτης της Σχολής είπε να μην τιμωρηθεί ο δόκιμος Μιχαήλ γιατί με την πράξη του αυτή δηλώνει βαθειά και υγιή θρησκευτικά αισθήματα. Το 1914 τελείωσε την Στρατιωτική σχολή και ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή του Κιέβου αλλά οι γονείς του επέμεναν να πάει στην Νομική σχολή και ο Μιχαήλ κάνει υπακοή στους γονείς του. Και όπως παρατηρούσαν οι συμμαθητές του αυτός περισσότερο διάβαζε τους βίους των Αγίων από τα μαθήματα του, ωστόσο όμως ήταν καλός μαθητής. Τα χρόνια πέρασαν και τελείωσε τις σπουδές του. Τότε άρχισε ένα αντιχριστιανικό ρεύμα ν' απλώνεται στην Ρωσία, όμως ο Μιχαήλ είχε βαθειά μέσα του την πίστη και ήταν τολμηρός. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Χάρκων συζητούσε να ξεκρεμάσουν την ασημένια καμπάνα του Ι. Ναού και να την λιώσουν.
Όλοι συμφώνησαν, άλλοι φοβόντουσαν ν' αντιδράσουν και ετοιμάζονταν να το κάνουν αυτό, όμως ο Άγιος διαφώνησε μαζί με λίγους και άρχισαν οι συλλήψεις. Οι γονείς του είπαν να φύγει να κρυφτεί, όμως ο Μιχαήλ τους είπε: «Δεν υπάρχει τόπος που μπορεί κανείς να κρυφτεί από το θέλημα του Θεού και ότι χωρίς το θέλημα του Θεού δεν γίνεται τίποτα, δεν πέφτει ούτε μία τρίχα από το κεφάλι μας». Έτσι φυλακίστηκε και μετά από 1 μήνα τον άφησαν ελεύθερο, ξανά συλλαμβάνεται και αφού διαπίστωσαν ότι δεν τον ενδιέφερε εάν θα ήταν ελεύθερος ή φυλακισμένος, τον έβγαλαν από την φυλακή. Ο Μιχαήλ ζούσε σε άλλο κόσμο και ποθούσε τον Θεό. Το 1921 φεύγει όλη η οικογένεια του (αφού ξέσπασε στη Ρωσία εμφύλιος πόλεμος) και πάνε στην Γιουγκοσλαβία όπου σπούδασε στο Βελιγράδι στην Θεολογική σχολή και για να μπορεί να τα βγάζει πέρα πουλούσε εφημερίδες. Το 1924 χειροτονήθηκε αναγνώστης στην Ρωσική Εκκλησία του Βελιγραδίου από τον Επίσκοπο Αντώνιο και το 1926 χειροτονήθηκε διάκος και εκάρη μοναχός με τ' όνομα Ιωάννης στο Μοναστήρι του Μίλκοβ. Αργότερα μέχρι το 1934 διορίστηκε στην Ιερατική σχολή στην πόλη Βιτώλ της Σερβίας και τελούσε λειτουργίες και στα Ελληνικά για τους Έλληνες της περιοχής που τον αγαπούσαν πολύ. Εκεί στην Ιερατική σχολή φρόντιζε πολύ για τους μαθητές του, πήγαινε στα δωμάτια τους τα βράδια και τους σκέπαζε, τους σταύρωνε και έφευγε. Αυτός δεν κοιμόταν καθόλου σε κρεβάτι και τις λίγες ώρες που ξεκουραζόταν τα βράδια κοιμόταν σε καθιστή στάση ή γονατιστός στο πάτωμα μπροστά στα εικονίσματα.
Όταν έφευγαν οι μαθητές για διακοπές στα σπίτια τους μιλούσαν με θαυμασμό για τον καθηγητή τους τον Βλαντίκα Ιωάννη που πάντα προσευχόταν, που ποτέ δεν είχε κοιμηθεί στο κρεβάτι, που νήστευε αυστηρά και λειτουργούσε και κοινωνούσε καθημερινά. Το 1934 αποφασίζουν να τον εκλέξουν Επίσκοπο, ο Άγιος αρνείται και τους λέει ότι έχει πρόβλημα στην ομιλία του, αυτοί του λένε ότι και ο Μωυσής είχε πρόβλημα και τον εκλέγουν και τον χειροτονούν Επίσκοπο για την Σαγγάη. Φτάνει στις 21 Νοεμβρίου το 1934 στην Σαγγάη και βρίσκει μια μισοκτισμένη Εκκλησία και με κάποια προβλήματα στους κατοίκους εκεί που προσπάθησε να τους βοηθήσει ώστε να ‘ρθει η ειρήνη, οργάνωσε ορφανοτροφείο και το αφιερώνει στον Άγιο Τύχωνα του Ζαντόσκο που αγαπούσε τα παιδιά. Μάζευε άρρωστα φτωχά και πεινασμένα παιδιά από τους δρόμους και τα στενά της Σαγγάης και ξεκίνησε με 8 παιδιά και στο τέλος έφτασε τα 3.500 παιδιά. Όταν ήρθαν και εκείνοι οι κομουνιστές πήρε τα παιδιά και τα μετέφερε στις Φιλιππίνες και μετά στην Αμερική. Έτρωγε μια φορά την ημέρα στις 11 το βράδυ. Κατά την διάρκεια της πρώτης και της τελευταίας εβδομάδας της Μ. Σαρακοστής δεν έτρωγε απολύτως τίποτα και την υπόλοιπη νηστεία όπως και στην νηστεία των Χριστουγέννων έτρωγε μόνο πρόσφορο.
Τις νύχτες προσευχόταν πολύ και όταν αισθανόταν εξάντληση, όπως ήταν γονατιστός, έβαζε το κεφάλι του στο πάτωμα και κοιμόταν λίγο μέχρι να πάει το πρωί στην Θεία Λειτουργία και άρρωστος να ήταν θα λειτουργούσε. Δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος ασκητής αλλά ο Θεός του είχε δώσει και το προορατικό χάρισμα και οι προσευχές του έφερναν την θεραπεία. Καθημερινά επισκεπτόταν τους ασθενείς του, τους εξομολογούσε και τους κοινωνούσε. Σε σοβαρά ασθενείς σκεκόταν ώρες δίπλα τους προσευχόμενος και γονατιστός και γινόταν πολλές φορές το θαύμα. Όταν ήρθαν στην Κίνα οι κομμουνιστές έφυγαν οι Ρώσοι για την Αμερική και φεύγει και ο Άγιος το 1951 στην Αμερική μεταφέροντας το ποίμνιο του. Οι Επίσκοποι της Συνόδου αποφασίζουν και τον στέλνουν στην Επισκοπή του Παρισιού και των Βρυξελλών. Έτσι ο Άγιος τελούσε θείες λειτουργίες στα Γαλλικά, στα Ολλανδικά, όπως τελούσε πρώτα στα Ελληνικά, στα Κινέζικα και στα Αγγλικά. Δεν επέτρεπε στις γυναίκες που είχαν κραγιόν να ασπαστούν τις εικόνες και τον Τίμιο Σταυρό. Μια πνευματική του κόρη η Ζηναίδα Ζουλιέμ, που τον υπηρέτησε στην Γαλλία μας αναφέρει μερικά περιστατικά από την προορατικότητα του Αγίου.
Γνώρισα λέει για πρώτη φορά τον Άγιο πηγαίνοντας στο σπίτι του στις Βερσαλλίες, ένα κελλί που ήταν ένα μικρό δωμάτιο με μικρά κουτιά με γράμματα μέσα, ένα τραπέζι, ένα καναπέ και μια σακούλα με ξερά πρόσφορα. Φορούσε πέδιλα ή παντόφλες και πολλές φορές ήταν και ξυπόλητος γιατί τα έδινε στους φτωχούς. Κάλτσες δεν φορούσε, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Του ζήτησε να πάει να εργαστεί σε κάποια περιοχή και ήρθε να της δώσει ευλογία, όμως ο Άγιος της είπε να πάει σε κάποια άλλη περιοχή να εργαστεί και όπως πράγματι έτσι και έγινε λες και το πρωτογνώριζε. Τον γνώρισε το 1958 και ο πατέρας της πέθανε τον 1957, πριν πεθάνει της είπε: «απόψε μ' επισκέφθηκε ένας μοναχός κοντός με μαύρα» και αναρωτιόταν, ποιος να ήταν τότε δεν ήξερε τον Άγιο Ιωάννη. Όταν τον γνώρισα λοιπόν λέει η Ζηναίδα, μια μέρα ενώ ήμουνα στο σπίτι του σκεφτόμουν, κρίμα, εάν τον είχα γνωρίσει τότε που ήταν άρρωστος ο πατέρας μου θα προσευχόμουν και θα γινόταν καλά τότε ο Άγιος στράφηκε και της λέει: ξέρεις, επισκέφτηκα τον πατέρα στου όταν ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο και άνοιξε τον μικρό του κατάλογο και βρήκε στην σελίδα τ' όνομα του πατέρα μου «Βασίλειος Ζουλιέμ». Πως είναι δυνατόν να γνώριζε τις σκέψεις μου εάν δεν ήταν προορατικός, άρα δεν ήταν θέλημα Θεού να ζήσει ο πατέρας μου.
Πολλές φορές ήθελα να τον ρωτήσω πολλά αλλά ήταν απασχολημένος και το βράδυ που θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να τον ρωτήσω εγώ τα είχα ξεχάσει και εκείνος ενώ έτρωγε την σούπα του σιγοψιθύριζε και άκουγα όλα όσα ήθελα να μάθω από τις ερωτήσεις που σκεφτόμουν να του κάνω και ο Άγιος σαν να τις γνώριζε και μου τις απαντούσε. Όταν αργότερα θα έφευγε για το Σαν Φρανσίσκο στεναχωριόμουν πολύ και ενώ μας μιλούσε στην Εκκλησία εγώ έκλαιγα και τότε γυρίζει και μου λέει: «οι άνθρωποι που έχουν τους ίδιους στόχους και αγωνίζονται για την κατάκτηση του ιδίου πράγματος έχουν ενότητα ψυχής και δεν αισθάνονται την απόσταση του χωρισμού, η απόσταση δεν μπορεί να γίνει εμπόδιο στην πνευματική ενότητα των ανθρώπων σε μία ψυχή». Και αμέσως ηρέμησα. Όταν προσευχόταν στην Αγία Τράπεζα το Άκτιστο Φως τον έλουζε και δεν πατούσε στην γη. Πάντοτε ράντιζε με αγιασμό τον Ναό και το γραμματοκιβώτιο που έριχνε τα γράμματα του μόνος του αφού τα σταύρωνε πήγαινε ξυπόλητος στο χιόνι και στην βροχή και τα έριχνε. Όταν έφυγε στην Αμερική άλλαξαν το γραμματοκιβώτιο με άλλο καινούργιο, εγώ στεναχωρέθηκα και όταν αργότερα ήρθε πάλι για λίγο στην Γαλλία ο Άγιος τον είδα να παίρνει τον αγιασμό και να πηγαίνει να ραντίσει το νέο γραμματοκιβώτιο χωρίς εγώ να του έχω πει τίποτα. Μια μέρα περνώντας από τον Ναό άκουσε κλάματα, προχώρησε μέχρι το ιερό κοιτώντας μέσα είδε τον Άγιο να είναι γονατιστός πίσω από την Αγία Τράπεζα και να κλαίει γοερά για τα προβλήματα των άλλων, Δεν άντεχε η ψυχή της να τον ακούει που έκλαιγε και έφυγε αθόρυβα από τον Ναό.
Πριν φύγει για την Αμερική της είχε πει: όταν εσύ Ζηναίδα είσαι άρρωστη ή κάποιος άλλος να με ειδοποιείτε να έρθω και πράγματι μόλις διάβαζαν την Παράκληση θεραπευόταν. Το 1962 στις 21 Νοεμβρίου τον στέλνουν στο Σαν Φρανσίσκο ως Επίσκοπο στην Ρωσική Εκκλησία της διασποράς. Γύρω στο λαιμό του είχε δέσει μια δερμάτινη θήκη με την εικόνα της Παναγίας μέσα, που είχε φέρει από την Ρωσία. Όταν πήγαινε στους ασθενείς διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και γινόταν το θαύμα. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τα κοιτούσε με το στοργικό του βλέμμα, όλοι δεν ξεχνούσαν το ζεστό του βλέμμα, όταν σε κοίταζε ήξερες ότι εκείνη την στιγμή ήσουν το πιο αγαπημένο πρόσωπο στον κόσμο. Συνήθιζε να περπατά ξυπόλητος ακόμα και στο πιο άγριο τσιμέντο στο πάρκο στις Βερσαλίες, έτρωγε μια φορά την ημέρα στις 11 το βράδυ και μόνο όταν κάποιος φρόντιζε γι' αυτό, αλλιώς το παρέλειπε και αυτό. Τελούσε καθημερινά την Θεία Λειτουργία και το Άγιο Δισκάριο ήταν πάντοτε γεμάτο γιατί μνημόνευε πλήθος ονομάτων από κάθε τσέπη του έβγαζε χαρτάκια με ονόματα και κάθε μέρα προστίθενται και άλλα ονόματα από τα γράμματα που του έστελναν και του ζητούσαν να κάνει προσευχή. Στην Μεγάλη Είσοδο των Τιμίων Δώρων ξαναδιάβαζε πάλι τα ονόματα που εντωμεταξύ του είχαν δώσει και άλλα και αργούσε πολύ. Μετά την θεία Λειτουργία παρέμενε για ώρες στην Εκκλησία. Με περισσή φροντίδα καθάριζε το Άγιο Δισκοπότηρο και το Άγιο Δισκάριο, την Αγία Τράπεζα και την Αγία Πρόθεση. Παράλληλα έτρωγε λίγο πρόσφορο και έπινε άφθονο ζεστό νερό. Τα γράμματα που λάβαινε τα διάβαζε το απόγευμα μετά τη θεία λειτουργία αφού έβαζε ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης και τα άνοιγε μην τυχόν και υπάρχει σε κάποιο γράμμα επείγουσα ανάγκη. Πολλές φορές έλεγε το περιεχόμενο των γραμμάτων πριν ακόμα τα διαβάσει, είχε το χάρισμα της προορατικότητας. Πολλές φορές εκεί στην Σαγγάη που ήτα γύριζε έξω τι νύχτες και έδινε ψωμί και χρήματα στους αστέγους και ζητιάνους, ακόμη και σε μεθυσμένους.
Το Σάββατο στις 2 Ιουλίου το 1966 ο Άγιος έφυγε από αυτή την ζωή. Είχε πάει στο Σιάτλ μαζί με την θαυματουργική εικόνα της Παναγίας του Κούρση. Μόλις τελείωσε την Θεία Λειτουργία και αφού πέρασε 3 ώρες προσευχόμενος μέσα στο ιερό πήγε στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί, κάθισε στην πολυθρόνα του και στις 4 παρά δέκα το απόγευμα κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο ήρεμα χωρίς πόνο. Ακούστηκε ένας θόρυβος και όταν μπήκαν μέσα τον βρήκαν κάτω πεσμένο από την πολυθρόνα του και όπως λένε προγνώριζε την ημέρα του θανάτου του εκ των προτέρων και ήξερε ότι ο θάνατος του πλησιάζει και είχε προετοιμαστεί όπως οι μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Γι' αυτό και εκείνη την ημέρα του θανάτου του έστειλε ένα γράμμα στέλνοντας για τελευταία φορά την ευλογία του στις μοναχές της Λέσνα στην Γαλλία που τόσο πολύ τον είχαν βοηθήσει και εξυπηρετήσει. Σχεδόν 24 ώρες αργότερα το σώμα του έφθασε στον Καθεδρικό Ναό του Σαν Φρανσίσκο που ο ίδιος είχε ολοκληρώσει. Τον προϋπάντησαν οι κληρικοί, έγινε ολονύχτια αγρυπνία που κράτησε 4 ώρες, όλη την νύχτα διάβαζαν το ψαλτήρι και όλοι αγρυπνούσαν για τελευταία φορά μαζί του. Ο κόσμος ερχόταν για να προσκυνήσει και να χαιρετήσει για τελευταία φορά τον Δεσπότη τους.
Όλοι οι Ιεράρχες που τον γνώριζαν μιλούσαν για την ασκητική του ζωή. Μια ζωή όλο αγώνα πνευματικό που δεν είχε ξαπλώσει για 40 χρόνια σε κρεβάτια από τότε που έγινε μοναχός, που κοιμόταν μόνο μία ή δύο ώρες το βράδυ είτε όρθιος, είτε γονατιστός και σκυφτός στο πάτωμα, πολλές φορές κοιμόταν για λίγο απαντούσε κανονικά στο τηλέφωνο, όπως μαρτυρεί κάποιος που έτυχε να' ναι μπροστά του στο δωμάτιο του, ενώ μιλούσε του έπεσε το ακουστικό λίγο πάνω στα γόνατα και κοιμισμένος, όπως ήταν, απαντούσε σαν ν' άκουγε τον συνομιλητή του. Όλοι ένοιωσαν ότι είχαν μείνει ορφανοί γιατί ο Άγιος έδειχνε κατανόηση στον καθένα τους και πολλή αγάπη. Τον κήδεψαν στις 7 Ιουλίου το απόγευμα. Το σώμα του τόσες μέρες δεν είχε κανένα σημάδι αποσύνθεσης και όλοι ακουμπούσαν επάνω του σταυρούς λουλούδια και νήπια για να πάρουν την ευλογία και μερικοί Ιεράρχες τα εγκόλπιά τους.
Ο Ναός ήταν αφιερωμένος στην Παναγία, «στην Χαρά όλων των θλιβομένων». Εδώ υπηρέτησε τον Θεό και τους ανθρώπους και εδώ αναπαύεται ο Άγιος. Μετά το τελευταίο ασπασμό έγινε 3 φορές η λιτάνευση του Ιερού λειψάνου του γύρω από τον Ναό. Το φέρετρο το βάσταζαν ορφανά που ο Άγιος είχε σώσει και μεγαλώσει στην Σαγγάη. Ένας Ιεράρχης παρομοίασε την λιτάνευση του Αγίου με την λιτάνευση του Επιταφίου του Χριστού την Μεγ. Παρασκευή. Ετάφη σ' ένα μικρό υπόγειο παρεκκλήσιο κάτω από το Ιερό. Όλοι έφερναν στην μνήμη τους τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ που τους είχε υποσχεθεί ότι και μετά την κοίμηση του θ' άκουγε τις προσευχές τους και τις θλίψεις τους όπως συμβαίνει σ' έναν ζωντανό άνθρωπο. Έτσι πήγαιναν τακτικά στον τάφο τους. Το φθινόπωρο του 1993 η Σύνοδος των Επισκόπων της Αμερικής με υπεύθυνο τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο του Σαν Φρανσίσκο, αφού έγινε μία παννυχίδα στον τάφο του Αγίου, αποφάσισαν να τον ανοίξουν. Μόλις άνοιξαν την λάρνακα, είχε σκουριάσει λίγο το φέρετρο γιατί ήταν μεταλλικό, άνοιξαν με φόβο Θεού και προσευχή το φέρετρο. Το πρόσωπο του Αγίου ήταν σκεπασμένο με τον αέρα (κάποιο πανί) και η ματιά τους έπεσε στ' άφθαρτα χέρια του Αγίου. Ξεσκέπασαν και το πρόσωπο του και αποκαλύφθηκε και το άφθαρτο πρόσωπο του. Μια υπερκόσμια πνευματική γαλήνη, μια ευλαβική σιωπή απλώθηκε παντού. Βίωναν όλοι στιγμές θείας Χάριτος μπροστά στον Άγιο του Θεού. Αποφασίστηκε και την επόμενη χρονιά το 1994 στις 2 Ιουλίου να γίνει η ανακήρυξη του Αγίου επίσημα πλέον. Ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε και μας έστειλε ένα μεγάλο Άγιο να πρεσβεύει για εμάς δίπλα στον Θρόνο του Θεού στα χρόνια αυτά της γενικής αποστασίας μας από τον Θεό.
Ο Καθεδρικός Ναός με τους χρυσούς τρούλους και που είναι αφιερωμένος στην Παναγία, στην χαρά των θλιβομένων, βρίσκεται στη λεωφόρο Γκίρι μεταξύ 26ης και 27ης λεωφόρου και είναι το κτίριο που δεσπόζει στην βορειοδυτική πλευρά του Σαν Φρανσίσκο. Ο Ναός είναι ορατός από πολλά σημεία της πόλης, ή έρχεσαι από τη θάλασσα ή από την γέφυρα Χρυσή πύλη. Το κουβούκλιο του τάφου βρίσκεται δύο πατώματα κάτω από το Ιερό. Κατεβαίνει σ' ένα υπόγειο παρεκκλήσιο με χαμηλό αγιογραφημένο ταβάνι με τον Παντοκράτορα και με αγιογραφίες στους τοίχους και γυαλιστερό μαρμάρινο δάπεδο. Εδώ έρχονται καθημερινά, μετά την κοίμηση του οι πιστοί και προσεύχονται στον τάφο του. Χιλιάδες πιστοί επισκέπτονται τον Άγιο, άλλοι του στέλνουν γράμματα και ζητούν την βοήθεια του και τις προεσβείες του. Ζητούν το νήμα από τα κεριά που ανάβουν στον τάφο του και λίγες σταγόνες λάδι από την καντήλα που καίει εκεί.
Κάθε χρόνο στις 2 Ιουλίου τελείται η Θεία Λειτουργία και καταφθάνουν εκεί στο παρεκκλήσιο του τάφου του πλήθους κόσμου. Στο κέντρο βρίσκεται η λάρνακα που είναι σκεπασμένη με τον μανδύα του Αγίου, γύρω υπάρχουν μανουάλια με κεριά αναμμένα. Στην κεφαλή της λάρνακας βρίσκεται τοποθετημένη η Επισκοπική μίτρα του Αγίου και η ποιμαντορική του ράβδος βρίσκεται στο κάτω μέρος της λάρνακας. Και εκεί βρίσκεται ένα αναλόγιο με το Ψαλτήρι που το διαβάζουν οι πιστοί όταν πηγαίνουν στο Άγιο και μετά του λένε τα προβλήματα τους. Σ' ένα άλλο αναλόγιο δίπλα είναι η εικόνα των Εισοδίων της Παναγίας που την αφιέρωσε μια οικογένεια από την Κίνα στον Άγιο ως ευγνωμοσύνη που τους είχε βοηθήσει και έδωσε ένα ιερό όρκο η κυρία αυτή μαζί με την μητέρα της να δωρίσουν την εικόνα τους αυτή, το κειμήλιο τους στον Άγιο Ιωάννη στον τάφο του. Αυτή η εικόνα είχε έναν ιδιαίτερο νόημα για τον Άγιο, χωρίς αυτοί να το ξέρουν, γιατί στην ζωή μας τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία. Αυτή την γιορτή των Εισοδίων της Παναγίας μας ο Άγιος την αγαπούσε πολύ, η κουρά του έγινε σε Μοναστήρι της Γιουγκοσλαβίας που ήταν αφιερωμένο στην εορτή των Εισοδίων. Επίσης την ημέρα των Εισοδίων πήγε ως Επίσκοπος στην Σαγγάη στον Ναό της Παναγίας μας που ονομαζόταν; «η αμαρτωλών Σωτηρία» και πάλι την ημέρα των Εισοδίων έρχεται στο Σαν Φρανσίσκο ως Επίσκοπος. Όταν παντρεύτηκε η κυρία αυτή πήγε στην Αμερική στον Σαν Φρανσίσκο και απέχτησαν έναν αγόρι τον Ιωάννη. Όταν αργότερα κατατάχτηκε στο στρατό και θα τον έστελναν στον πόλεμο στο Βιετνάμ, το αγόρι που ευλαβείτο πολύ τον Άγιο Ιωάννη πήγε στον τάφο του και του άφησε μια φωτογραφία που είχε του Αγίου πάνω στην Επισκοπική του μήτρα, που βρίσκεται πάνω στην Λάρνακα και μετά από λίγες μέρες την πήρε ως ευλογία, την έβαλε στην τσέπη της στολής του στο μέρος της καρδιάς και πήγε στον πόλεμο. Και από ότι έγραφε στην μάνα του ο αξιωματικός γιος της ο Άγιος τον προστάτεψε και καμία σφαίρα δεν τον χτύπησε. Κάποτε το απόσπασμα του αιχμαλωτίστηκε και αυτός γλύτωσε, μία βόμβα έπεσε δίπλα τους, άλλοι τραυματιστήκαν σοβαρά και αυτός έμεινε αβλαβής.
Η καντήλα πάνω από τη Λάρνακα του Αγίου καίει συνεχώς. Έρχονται εδώ όλοι με μια παιδική πίστη να μιλήσουν στον Άγιο, να παραπονεθούν για τις θλίψεις τους και ο Άγιος τους ακούει και τους βοηθάει. Ο Άγιος θέλει να προσευχόμαστε και να μην ξεχνάμε να μνημονεύουμε τους κεκοιμημένους από ένα περιστατικό που φανερώθηκε στον ύπνο κάποιου ανθρώπου και του είπε: «να προσεύχεσαι για τους κεκοιμημένους». Επίσης και σ' ένα διάκο φανερώθηκε και του είπε ότι: «είμαι πολύ ευτυχής που προσεύχεσαι για τους αρρώστους, πάντα να προσεύχεσαι και να επισκέφτεσαι τους αρρώστους». Σε κάποια γυναίκα που τον είδε στον ύπνο της, της είπε: «πείτε στον κόσμο παρόλο που έχω πεθάνει είμαι ακόμα ζωντανός» μία νοσοκόμα διηγείται ότι ένα βράδυ ένας σοβαρά άρρωστος ζητούσε τον Άγιο να πάει εκεί ένοιωθε ότι θα πέθαινε, είχε όμως ξεσπάσει μια καταιγίδα και με τον αέρα που φυσούσε κόπηκε το ρεύμα, δεν λειτουργούσαν και τα τηλέφωνα και η νοσοκόμα του είπε ότι τώρα δεν μπορούμε να τον ειδοποιήσουμε το πρωί θα πάει κάποιος στον Επίσκοπο. Σε μισή ώρα ακούστηκαν κτύποι στην είσοδο του Νοσοκομείου και όταν ρώτησε ο μισοκοιμισμένος φύλακας, ποιος είναι; - Ανοίξτε την πύλη, είμαι ο Επίσκοπος Ιωάννης, με κάλεσαν και με περιμένουν. Άνοιξε ο φύλακας και ο Άγιος διέσχισε γρήγορα τον διάδρομο και ρώτησε την νοσοκόμα: «ποιος είναι ο άρρωστος που με περιμένει, πήγαινε με σε αυτόν». Πως ο Άγιος διάβασε την σκέψη του αρρώστου και πήγε μέσα στην καταιγίδα στο νοσοκομείο δίπλα του; ήταν προορατικός και τα αψηφούσε όλα για τους ασθενείς του. Επειδή ταξίδευε συχνά αεροπορικώς και η σωρός του πάλι αεροπορικώς ήρθε από το Σιάτλ στο Σαν Φρανσίσκο, θεωρείται προστάτης των ταξιδευόντων αεροπορικώς, αλλά επειδή γλύτωσε κάποιος από τροχαίο θεωρείται και προστάτης των ταξιδιωτών.
Μια δασκάλα φωνητικής, η Άννα, είχε βοηθήσει τον Άγιο στην Σαγγάη που ήταν. Του μάθαινε να προφέρει σωστά τα φωνήεντα, γιατί είχε πρόβλημα με το κάτω σιαγόνι του και δεν μπορούσε να προφέρει τις λέξεις. Από την πολλή νηστεία ήταν εξαντλημένος ο οργανισμός του και κρεμόταν πολύ το κάτω σιαγόνι του. Αυτός πάντα της έδινε σε κάθε επίσκεψη 20 δολλάρια. Μόλις άρχιζε την νηστεία, άρχιζε πάλι το ελάττωμα αυτό και τον επισκεφτόταν συχνά. Το 1945 τραυματίστηκε στον πόλεμο σοβαρά και ζητούσε να ‘ρθει στο νοσοκομείο ο Άγιος να την κοινωνήσει. Όμως είχε άσχημο καιρό με ανεμοθύελλα. Ήταν 10 με 11 την νύχτα, οι γιατροί της είπαν δεν μπορεί να γίνει αυτό, επειδή ήταν περίοδος πολέμου και το νοσοκομείο έκλεινε μετά την δύση του ηλίου. Το πρωί θα ειδοποιούσαν τον Επίσκοπο. Εγώ φώναζα: έλα Βλαντίκα, και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του θαλάμου και μπαίνει μέσα ο Άγιος μουσκεμένος από την βροχή. Τον άγγιξα γιατί νόμισα πως ήταν το πνεύμα του, εκείνος χαμογέλασε, με κοινώνησε και εγώ κοιμήθηκα. Όταν αργότερα ξύπνησα τους είπα ότι ήρθε ο Άγιος και με κοινώνησε, αυτοί όμως δεν με πίστεψαν το νοσοκομείο κλείνει μετά την δύση μου είπαν, οι πόρτες είναι κλειστές. Μία άλλη ασθενής τους είπε ότι πράγματι είχε έρθει ο Άγιος εκεί, αλλά ούτε εκείνη την πίστεψαν. Και ενώ η νοσοκόμα που δεν την πίστευε της έφτιαχνε το προσκέφαλο, βρήκε 20 δολλάρια. Ο Άγιος όταν ήρθε της άφησε και λεφτά γιατί δεν είχε τίποτα εκείνο το διάστημα. Τα χρόνια πέρασαν, όταν έφυγε ο Άγιος για το Σαν Φρανσίσκο, ήρθε και εκείνη εκεί και ήθελε να την ψάλλει και να την κηδέψει ο Άγιος. Και πράγματι το 1968 πέθανε το βράδυ της Μεταμορφώσεως από αέριο από γκάζι του σπιτιού της και μία άλλη κυρία, η Όλγα, είδε στον ύπνο της εκείνο το βράδυ τον Άγιο μέσα στον Ναό να θυμιάζει ένα φέρετρο με την Άννα μέσα και να της ψέλνει τόσο ωραία την νεκρώσιμη ακολουθία. Έτσι ο Άγιος της εκπλήρωσε την επιθυμία της. Το πρωί έμαθε η Όλγα ότι εκείνο το βράδυ πέθανε η Άννα.
Της Ζηναίδας της είχε αναθέσει τα δωρεάν γεύματα για πτωχούς, έπαιρνε λεφτά από το ταμείο του Αρχιεπισκόπου, ένα ποσό των 20 δολαρίων κάθε μήνα για το σκοπό αυτό. Μια μέρα της έκανε δώρο 10 γαλλικά φράγκα, εγώ λέει η Ζηναίδα, τα ξόδεψα όλα για το σκοπό αυτό και ειδικά αυτόν τον μήνα έκανα πολλά έξοδα και χρώσταγα 70 δολλάρια. Δεν ήξερα τι να κάνω, έκανα προσευχή στον Άγιο (γιατί έλειπε στην Αμερική), του ζητούσα να με βοηθήσει, κάνω αυτό που μου είπες, αλλά τώρα έχω πολλά προβλήματα, βοήθησε με. Και το πρωί ο ταχυδρόμος της έδωσε ένα γράμμα από το ταμείο του Αρχιεπισκόπου. Νόμισε πως θα ήταν τα συνηθισμένα 20 δολλάρια μέσα, όταν όμως το άνοιξε βρήκε 70 δολάρια, ακριβώς όσα χρωστούσε. Πήγε λοιπόν και ξεχρέωσε, έγραψε και ένα ευχαριστήριο γράμμα και τον επόμενο μήνα ήταν πάλι τα καθιερωμένα 20 δολλάρια. Εκείνα τα λεφτά της τα είχε στείλει ο Άγιος. Πριν φύγει της ανέθεσε να φροντίζει ένα ορφανό παιδί, τον Βλαντιμίρ. Αλλά κάτι με τα δωρεάν γεύματα, κάτι με την ηλικιωμένη μητέρα της και τον θείο της έσπασαν τα νεύρα της και άρχισε να παρακαλεί τον Άγιο να τη βοηθήσει να τα βγάλει πέρα. Θα τα παρατήσω, έλεγε, δεν αντέχω άλλο. Και το βράδυ είδε στον ύπνο της τον Άγιο να έρχεται σπίτι της και να πηγαίνει σε αυτήν μόνο και να την ευλογεί. Το πρωί ο ταχυδρόμος της έφερε ένα δέμα, ένα περιοδικό που είχε την μορφή του Αγίου όπως τον είχε δει στον ύπνο της και στο εξώφυλλο ένα σημείωμα: «Στην Ζηναίδα». Αμέσως πήρε χαρά και δύναμη να συνεχίσει τον αγώνα της αυτό. Άλλη μια φορά την έσωσε από βέβαιο θάνατο. Μια μέρα ενώ θα έβγαινε έξω, κοιτώντας από το παράθυρο τον κόσμο είχε ανάμεσα σε κάτι αυτοκίνητα κάτι σαν μια μικρή σωλήνα, την κυρίεψε η περιέργεια και άρχισε να ντύνεται για να πάει κάτω να δει να το κλωτσήσει. Τότε κτυπάει η πόρτα, ανοίγει ήταν ο Άγιος. Μπήκε μέσα, κάθισε στην πολυθρόνα 5 λεπτά και έφυγε χωρίς να της πει τίποτα. Τότε ξανακτυπά στο παράθυρο και είδε αστυνομικούς στο δρόμο να παίρνουν με πολλή προσοχή αυτό το παράξενο πράγμα. Κατέβηκε γρήγορα κάτω και έμαθε ότι ήταν βόμβα και θα ήτα νεκρή που σκεφτόταν να το κλωτσήσει εάν δεν την καθυστερούσε ο Άγιος Ιωάννης.
Μια κυρία άρρωστη με πρόβλημα καρδιάς, φορούσε μια κονκάρδα με τον Άγιο Ιωάννη και μια μέρα λιποθύμησε στην Εκκλησία, τότε ο ψάλτης την σταύρωσε με την κονκάρδα, προσευχήθηκε στον Άγιο Ιωάννη να την κάνει καλά και πράγματι αμέσως συνήλθε.
Μια μέρα λέει η Ζηναίδα είχε μαγειρέψει η μητέρα της ένα φαγητό, τα βαρενίκι, που το τρώνε πολύ στην Ρωσία είναι ένα είδος ζυμαρικών με τυρί και θα πήγαινε στον Επίσκοπο Ιωάννη. Τα είδε στο τραπέζι ο θείος της και τα λαχτάρησε, πήγε η Ζηναίδα στον Άγιο μετά το φαγητό μαζί με τα βερανίκι και ο Άγιος έφαγε πολύ λίγο από τα τρόφιμα που του πήγε, τα βερενίκι όμως δεν τα άγγιξε καθόλου, τον πίεζε να φάει η Ζηναίδα, όμως αυτός δεν έφαγε καθόλου λες και προγνώριζε ότι τα είχε λαχταρήσει ο θείος της.
Κάποτε σκεφτόταν να πάει να του ζητήσει ευλογία να πάει σε Μοναστήρι. Το βράδυ τον είδε στον ύπνο της και δεν της έδινε ευλογία και κοιτώντας στον τοίχο της λέει: για χάρη του μείνε, και άνοιξε ο τοίχος και βγήκε ένα μωρό. Εκείνη έκλαιγε και ξύπνησε και σε λίγες μέρες γέννησε η γυναίκα του αδελφού της, αλλά αρρώστησε από φυματίωση και πάνω στον μήνα πέθανε, και ο αδελφός της της έδωσε να μεγαλώσει το μωρό. Γι΄ αυτό τότε της είχε πει ο Άγιος αυτά τα λόγια. Τον νοιώθει τόσο κοντά της τον Άγιο Ιωάννη η Ζηναίδα ακόμη και τώρα που έχει πεθάνει. Κάποτε θα πήγαινε με τον ανηψιό της, τον Φιλίπ, στην Αμερική και ο ανηψιός της τα χάλασε τα λεφτά του, θα ‘χει η θεία μου, έλεγε, και δεν τους έφταναν για τα εισιτήρια. Της είχε στείλει και λίγα χρήματα κάποιος γνωστός της αρχιμανδρίτης εις μνήμη του αγαπημένου Επισκόπου Ιωάννη. Και αποφάσισαν να πάνε, αλλά τα χάλασε ο ανηψιός της τα δικά του και άρχισε να προσεύχεται στον Άγιο να την βοηθήσει. Έλεγε. Εάν νομίζεις πως αυτό το ταξίδι θα ‘ναι για το καλό του Φιλίπ, βοήθησε μας. Και εκείνη την ημέρα πήρε ένα σημείωμα από το ταχυδρομείο 7.700 φράγκων στ' όνομα της, ακριβώς το ποσό που χρειάζονταν για τα εισιτήρια. Πήγε στο ταχυδρομείο και της είπαν ότι μπορεί να πάρει αμέσως σήμερα τα χρήματα και τα πήρε χωρίς να χει μαζί της ούτε καν την ταυτότητά της. Ευχαρίστησα τον Άγιο που πάντα με βοηθάει. Ήθελε να πάρει κόκκινες κρυστάλλινες καντηλόκουπες από την Αμερική (γιατί στην Γαλλία δεν έβρισκε) και όλο το ξεχνούσε εκεί που γύριζε στην Αμερική, και μόλις πήγαν στον τάφο του Αγίου, αμέσως το θυμήθηκε και πήγε μετά και αγόρασε, ο Άγιος την βοήθησε να τις θυμηθεί. Την ευλογία του Αγίου Ιωάννη να έχουμε όλοι μας.
Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ιωάννη Μαξίμοβιτς, αγγελόμορφε, ιεραρχών θεοφόρων και διδασκάλων σοφών εκλαμψάντων άρτι σάπφειρε πολύτιμε, ως Ορθόδοξων ασκητών καλλονήν και ποταμόν αστείρευτον θαυμασίων, σε ανυμνούντες ευχάς σου θερμάς προς Κύριον αιτούμεθα.
Κοντάκιον Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω
Τον ταπεινόν, απλούν, φιλόθεον, φιλάρετον, σεμνόν, μακρόθυμον, πραυν και ευμπάθητον, ευφημήσωμεν Ορθόδοξον ιεράρχην, Ιωάννην τον Μαξίμοβιτς, μελίσμασιν ως θαυμάτων φρέαρ όντως ακεσώδυνον, πόθω κράζοντες, Χαίροις, χάριτος σκήνωμα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ιεράρχα νεοφανές, μάκαρ Ιωάννη, ταπεινώσεως κορυφή, χαίροις, ο ανύσας ουρανοδρόμον άρτι πορείαν και θαυμάτων κρήνη γενόμενος.
Από την Ακολουθία του Αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς
εκδ. Ι. Μονής Αγίου Νεκταρίου Τρίκορφου Φωκίδος 2006
Πηγή: Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου Τεύχος 23 Μάιος - Αύγουστος 2008
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη
impantokratoros.gr
εκδ. Ι. Μονής Αγίου Νεκταρίου Τρίκορφου Φωκίδος 2006
Πηγή: Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου Τεύχος 23 Μάιος - Αύγουστος 2008
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη
impantokratoros.gr