Κυριακὴ Ε' Ματθαίου: Σύναξις τῶν Πατέρων τῆς Δ' Οικ. Συνόδου
Ἀσύγχυτα καὶ ἄτρεπτα, ἀδιαίρετα καὶ ἀχώριστα, οἱ δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρώπινη, ἑνώθηκαν στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου, ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρός, προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ πρόσωπό Του καὶ τὴν ἕνωσε σὲ μία ἑνότητα ἀδιάσπαστη, ἀλλὰ καὶ ἀσύγχυτη, ὅπου κάθε μία φύση διατηρεῖ ἀκέραια τὰ ἰδιώματά της. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, κι ὄχι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὸν Θεὸ ἢ θεοποιήθηκε. Θεὸς ὢν κατ’ οὐσίαν, ἔγινε καὶ ἄνθρωπος κατὰ φύσιν, ὥστε νὰ γίνῃ καὶ ὁ ἄνθρωπος κατὰ χάριν θεός.
Κατέβηκε στὸν κόσμο μας, γιὰ νὰ βρίσκεται αἰωνίως κοντὰ στὸ
ἀγαπημένο Του πλάσμα, νὰ βρίσκεται αἰωνίως ἑνωμένος μαζί του.
Ἐρωτευμένος μὲ τὸ δημιούργημά Του, δὲν ἄντεχε τὸν ἐξ ἀποστάσεως ἔρωτα.
Ἀναλογιστεῖτε, ἀδελφοί μου, ἕνα ζευγάρι ἐρωτευμένων ποὺ ὅμως δὲν
συναντήθηκαν ποτέ. Ἕνας τέτοιος ἔρωτας εἶναι ἰδεατός, μία ἰδέα, μία
φαντασία, μιὰ ἀνυπόστατη πραγματικότητα, ἕνα ἀνώφελο καὶ ἀνούσιο
αἴσθημα. Ὁ Χριστὸς ὅμως ὑποστασιάζει μὲ τὴν σάρκωσή Του μία καινούρια
πραγματικότητα. Προσεγγίζει τὸ κατὰ φύσιν ἄσχετο, τὸ ἀνθρώπινο γένος,
γίνεται ὅμοιος μὲ τὸν καθένα ὡς τέλειος καὶ ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος.
Ἀσπόρως συλληφθεὶς στὴν ἁγιασμένη μήτρα τῆς Θεοτόκου, δὲν στερεῖται
τίποτα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα, τὴν πρόσληψη ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ ὅσα ἕπονται
τῆς σαρκώσεως, τὴν κυοφορία, τὸν τοκετό, τὴν αὔξηση τοῦ σώματος, τὶς
αἰσθήσεις, τὸν πόνο, τὴν κόπωση, τὰ συναισθήματα τῆς ψυχῆς, τὴν ἀνάγκη
τῆς τροφῆς. Ἐκτὸς ἁμαρτίας συλλαμβάνεται ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας
τῆς Παρθένου, ἐκτὸς ἁμαρτίας πολιτεύεται, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου
ἁμαρτίας πεθαίνει στὸ Σταυρό.
Δὲν σιχαίνεται τὴν φύση μας, δὲν ντρέπεται γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, δὲν μειώνεται ἀπὸ τὴ συγκατάβαση. Γίνεται κτίσμα, ὑποτασσόμενος ἑκουσίως στοὺς ὅρους τῆς κτίσεως, ἀκόμη δὲ καὶ στὰ δεδομένα τῆς πεπτωκυίας φύσεως, τὸ τέλος τῆς ὁποίας θάνατος. Γεύεται τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου καὶ μετὰ κερνᾶ στὴν ἀνθρωπότητα τὸ γλυκὸ κρασὶ τῆς Ἀναστάσεως, προσκαλώντας μὲ ὑψηλὸ κήρυγμα τοὺς πάντες στὴ γιορτὴ τῆς ἀναδημιουργίας.
Ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας! Ὅταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, εἶπε: «Νά, ὁ Ἀδὰμ ἔγινε ὡς ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς». Θαυμαστὸ τὸ ἔργο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀδελφοί μου! Ἀλλ’ ὅταν κατέβηκε στὴ γῆ ὁ Λόγος, ἔλαβε χῶρα τὸ θαυμαστότερο· ἔγινε ὡς ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, ἀναλαμβάνοντας καὶ πάλι νὰ μᾶς καλέσῃ στὴν ὁμοίωσή Του, νὰ γίνῃ ὁ καθένας μας ἴδιος μὲ Ἐκεῖνον καὶ ὅλοι μαζὶ ἕνας στὸ Σῶμα Του.
Μὲ τὴν δογματικὴ θεολογία τῆς τετάρτης οἰκουμενικῆς συνόδου διατρανώθηκε ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας μας, διότι ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἐὰν δηλαδὴ δὲν εἶναι θεάνθρωπος, ἀλλὰ μόνον ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἢ μόνον Θεὸς ἢ μόνον ἄνθρωπος, τότε δὲν μπορεῖ νὰ σωθῇ ἡ ἀνθρωπότητα. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐνδιαφέρονταν νὰ θεολογήσουν ἢ νὰ συζητήσουν ἁπλῶς γιὰ ἀνούσια καὶ θεωρητικὰ πράγματα· πολεμοῦσαν γιὰ τὸ οὐσιῶδες, τὴν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας μας μέσα ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Πολλὲς φορὲς ὁ ὑπέρμετρος ζῆλος, ὁ φανατισμός, ὠθεῖ τὸν πιστὸ στὴν πλάνη. Πλανήθηκαν ὅσοι ὑποτίμησαν τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἰσχυρίζοντο ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀποῤῥοφήθηκε ἀπὸ τὴν θεία φύση Του ὡς παρεπόμενο τῆς ἕνωσής τους διὰ τὴν μοναδικότητα τοῦ προσώπου. Πλανήθηκαν ἐπίσης ὅσοι δὲν κατενόησαν ὄτι ἡ φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» ἀναφερόταν στὴ μία ὑπόσταση τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ, ὅπως πλανήθηκαν κι ἐκεῖνοι ποὺ ἔλεγαν πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ἠθικὸ πρόσωπο ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἕνωση δύο ὑποστάσεων, τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ Λόγου. Πλανήθηκαν ὅσοι φοβήθηκαν νὰ ὁμολογήσουν καθαρὰ καὶ ξάστερα ὅτι ἀσύγχυτα, ἄτρεπτα, ἀδιαίρετα καὶ ἀχώριστα, ἑνώθηκαν ἡ θεϊκὴ καὶ ἡ ἀνθρώπινη οὐσία στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Πλανῶνται καὶ ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι γνωρίζουν ποιός εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλὰ δὲν θέλουν σχέσεις μαζί Του. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζῃ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια ποὺ θὰ τὸν σώσῃ καὶ νὰ τὴν ἀποῤῥίπτῃ, ἐκτὸς ἂν ἔγινε ὁμόψυχος τῶν δαιμόνων.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι μία· λέγεται Ὀρθοδοξία. Σ’ αὐτὴν μόνο ἡ
σωτηρία. Κάθε ἀπόκλιση ἀπὸ τὰ δόγματά της ἐκ ζήλου, ἐξ ἀγνοίας ἢ
ἀσεβείας, θέτει ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν σωτηρία τοῦ ἀποκλίνοντος.
π. Στυλιανός Μακρής