Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Ὁ μασονικός ἐωσφορισμός τοῦ Νίκου Καζαντζάκη

Ο μασονικός εωσφορισμός του Νίκου Καζαντζάκη
 Ὁ μασονικός ἑωσφορισμός
 τοῦ Νίκου Καζαντζάκη

Προσέγγιση «συναφειακή» καί «μαιευτική» στά καζαντζακικά «Καρούλια»

«Ἄς εἶναι καλά ὁ Θεοφονιᾶς ὁ Νίτσε,
αὐτός μούδωσε τό κουράγιο» [1]

Ν. Καζαντζάκης
1. Ἡ τάση ἐκκλησιαστικῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ Μασόνου Καζαντζάκη
2. Πρός ἕνα ἑλληνικό ... ἐθνοφυλετισμό ;
3. Ἡ μασονική ἰδιότητα τοῦ Νίκου Καζαντζάκη
4. Ὁ ἑωσφορισμός τῆς Μασονίας καί τῆς Θεοσοφίας
5. Ἡ αἰώνια εὐθύνη τοῦ Καζαντζάκη καί τῶν ὑποστηρικτῶν του
6. «Στά Καρούλια» - ἀπόσπασμα ἀπό τήν «Ἀναφορά στόν Γκρέκο»
7. Ἑρμηνευτικά σχόλια ἐπί τοῦ κειμένου (α΄ - λβ΄)
8. Σημειώσεις τέλους
Εἰσαγωγή - ἐπιμέλεια - σχόλια: impantokratoros.gr

Οἱ σκοτεινῆς ἐμπνεύσεως πεποιθήσεις καί σκέψεις τοῦ Νίκου Καζαντζάκη, τίς ὁποῖες ἡ λογοτεχνική του ἱκανότητα ἐπένδυσε μέ ἐντέχνως ἡμιδιαφανῆ πέπλα, ἔχουν γίνει ἀντικείμενο προσεκτικῆς ἀποδελτιώσεως καί ἔρευνας καί παρουσιασθεῖ κατά καιρούς στό εὐρύ χριστιανικό κοινό μέ σκοπό τήν εὐαισθητοποίηση καί ἐνημέρωσή του [2].
Τό ὅτι ὁ Νίκος Καζαντζάκης ἔχει παρά ταῦτα «πέραση» στό ἀνυποψίαστο εὐρύ ἀναγνωστικό κοινό, δέν συνιστᾷ ἔκπληξη: καθώς ὁ κόσμος γύρω μας ἀγνοεῖ τά ἀποκρυφιστικά ὑπονοούμενα τῆς -ἐκ πρώτης ὄψεως- θρησκευτικῆς ὁρολογίας τοῦ ἀποκρυφισμοῦ, καί καθώς ἔχει ἀποδεχθεῖ ἀνεπιγνώστως, στό μεγαλύτερό του τμῆμα, τά διδάγματα τοῦ νεο-σατανισμοῦ (ὅπως τό «κάνε ὅ,τι θέλεις» [3]), εἶναι ἁπλῶς φυσικό ἐπακόλουθο ἡ ἀπόρριψη τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό καί ἡ ἀποδοχή καί τοῦ ἑωσφορισμοῦ, ὡς θεμιτῆς προοπτικῆς αὐτο-θεώσεως, ἀφοῦ «ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, τότε ἐγώ εἶμαι θεός», κατά τήν γνωστή φράση τοῦ Κυρίλλωφ στούς «Δαιμονισμένους» [4] τοῦ Ντοστογιέφσκι!

1. Ἡ τάση ἐκκλησιαστικῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ Μασόνου Καζαντζάκη
Τό ἐντελῶς παράδοξο εἶναι ὅμως, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ σεσημασμένου Μασόνου καί ἑωσφοριστοῦ Καζαντζάκη, διέρχεται τελευταίως μιά ἐντατική προσπάθεια ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς «ἀποκαθάρσεώς» της, ὥστε αὐτός νά παρουσιασθεῖ post mortem ὡς ἀναζητητής τοῦ Θεοῦ καί ὠφέλιμος συγγραφεύς καί φιλόσοφος, καί νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ καταδικαστική γιά τό ἔργο του κοινή ἐκκλησιαστική συνείδηση [5]. Περαιτέρω δέ αὐτή ἡ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας τεχνητή «ἀναθεώρηση» τοῦ φαινομένου «Καζαντζάκης», προωθεῖται ἀπό τούς ἴδιους κύκλους πού ἐν γένει προωθοῦν συστηματικῶς τήν ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως μέ τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τή «μετα-πατερικότητα», τή «μετα-κανονικότητα», τή νικολαϊτική «νεο-ορθοδοξία», τήν προσέγγιση μέ ἕναν νεο-ταξικοῦ τύπου «ἀριστερισμό» (δηλ. τεταγμένον ὑπέρ τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τῆς τεχνητῆς δημιουργίας μειονοτήτων, τῆς θεολογικῆς θωπεύσεως τοῦ Ἰσλαμισμοῦ) κ.λπ. Κατά συνέπειαν ἡ «ἀποκάθαρση» τοῦ Καζαντζάκη «εἰσπράττεται» ὡς συνισταμένη ἑνός εὐρύτερου νεο-ταξικοῦ, νεοεποχικοῦ  θρησκευτικοῦ «πακέτου» ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ μασονική ἰδιότητα τοῦ Καζαντζάκη, ὁπωσδήποτε ὄχι ἄσχετη μέ τόν ἑωσφορισμό του, ὅπως θά φανεῖ κατωτέρω, μονίμως ἀποσιωπᾶται ἀπό τούς «προοδευτικούς» κύκλους αὐτούς, ἐνῷ θά ἀρκοῦσε καί μόνη – σύμφωνα μέ τούς ἱερούς ἐκκλησιαστικούς Κανόνες [6] – γιά νά ἐπιφέρει τόν ἀφορισμό του καί μετά θάνατον.
Ἁρμοδίως ἀνακαλοῦμε στή μνήμη μας, ὅτι ὁ μακαριστός Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης (†2006), ἀναφερόμενος σέ ἀκαδημαϊκό Καθηγητή Θεολόγο, ὑποστηρικτή τοῦ Καζαντζάκη (τόν Νίκο Ματσούκα,†2006), ἔγραφε τό 1989 τά ἑξῆς: «Οἱ ἀπόψεις αὐτές μέ ἀνεστάτωσαν καί δυσκολεύτηκα νά πιστέψω, ὅτι ἦταν δυνατόν νά εὑρεθεῖ πανεπιστημιακός θεολόγος συνήγορος τῶν ἀσυλλήπτου ἀσεβείας καί ἠλιθιότητος ἀντιχριστιανικῶν παραληρημάτων τοῦ Καζ. [...] Τό διάβασα καί ἔφριξα, τόσο γιά τήν ἄχαρι προσπάθεια τοῦ κ. Μ. νά ἐνδύσει “σώνει καί καλά”, ὅλες τίς θεοσκότεινες καί δαιμονικές κραυγές ἀπελπισίας καί ἀνταρσίας κατά τοῦ Θεοῦ, μέ φωτεινό χιτῶνα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅσο καί γιά τούς ἀδικαιολόγητους παραλογισμούς τοῦ θεολόγου» [7].
Στήν παρακάτω δημοσίευση, παρουσιάζουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Καζαντζάκη «Ἀναφορά στόν Γκρέκο», ἀπό τό περιοδικό «Νέα Ἑστία» τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1963· πρόκειται περί πλασματικοῦ διαλόγου τοῦ Καζαντζάκη μέ κάποιον ἀσκητή τῶν Καρουλίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ διάλογος τοῦ λογοτέχνη μέ τόν ἀσκητή προφανῶς ἀφωρμήθη ἀπό πραγματικά περιστατικά κατά τήν παραμονή τοῦ Καζαντζάκη μαζί μέ τόν Ἄγγελο Σικελιανό στό Ἅγιον Ὄρος ἐπί μικρό διάστημα [8] (1914). Ἐκτός τῆς τελικῆς «ἀπογεύσεως» τῆς συζητήσεως, τήν ὁποία θά σχολιάσουμε μετά τήν παράθεση τοῦ κειμένου, ἐντυπωσιάζει ἡ αὐτο-συνειδησία τοῦ Καζαντζάκη περί ἐνοικήσεως τοῦ ἑωσφόρου ἐντός του. Σέ ἄλλο κείμενό του, ἀπό τήν ἀλληλογραφία του μέ τόν Πρεβελάκη, ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἴδια αὐτή ὑπαρξιακή του ἀνωμαλία, μιά ... «multiple-personality disorder» : «Ἕνας δαίμονας εἶναι μέσα μου, πού πολλές φορές ψυχανεμίζομαι μέ τρόμο πώς δέν εἶμαι ἐγώ. Ἐγώ εἶμαι μονάχα τό γαϊδοῦρι πού καβαλάει καί πάει, ποῦ πάει; Αὐτός ξέρει, ἐγώ δέν ξέρω – μέ νηματίζει ἀνέσπλαχνα καί προχωρεῖ. Αὐτή ‘ναι ἡ ζωή μου, καί νά τό ξέρης, κανένας δέν τό ξέρει, μά σέ σένα τό ἐξομολογοῦμαι καί γι΄ αὐτό οἱ βρισιές καί οἱ δόξες δέν μποροῦν νά μέ θίξουν. Ἔχω τό νοῦ μου στ’ Ἀφεντικό, πού κουβαλάω [...] πολεμῶ ὅσο μπορῶ νά μή βιάζομαι, μά βιάζεται μέσα μου ὁ Δαίμονας». [9]

2. Πρός ἕνα ἑλληνικό ... ἐθνοφυλετισμό;
Ἡ καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, πού ἐπισήμως καί δικαίως διετυπώθη στήν Κωνσταντινούπολη τό 1872 ἀπό τούς Πατριάρχες ΚΠόλεως, Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, τόν Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου καί τήν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, χρησιμοποιεῖται συχνῶς, ἰδιαιτέρως στίς ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες, ἐναντίον τοῦ Πανσλαβισμοῦ, πού ὑπῆρξε καί τό ἀντικείμενο τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς τοῦ 1872. Ἐπίσης, χρησιμοποιεῖται πολλές φορές (μέ παράχρηση) καί ἀπό τούς «Ὀρθοδόξους» νεο-ταξίτες, ὥστε νά ἀπαξιώσει καί νά περιθωριοποιήσει ὁποιαδήποτε ἔκφανση ὑγιοῦς πατριωτισμοῦ, πρός ὄφελος βεβαίως τοῦ νεο-ταξικοῦ διεθνισμοῦ (μιᾶς πολυ-πολιτισμικῆς «ἀνεκτικότητος»).
Ἡ καλλιεργούμενη ἀποδοχή πού ἔχει τό «φαινόμενο» Καζαντζάκης τελευταίως στούς ἐκκλησιαστικούς κύκλους, ἀποκαλύπτει ὅμως μία νέα πτυχή τῆς αἱρέσεως τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ: τήν παρασιώπηση τῆς ἀποστασίας καί τῆς στρεβλώσεως τῆς Πίστεως γιά φυλετικούς λόγους, χάριν τῆς προβολῆς τοῦ «ἡμετέρου», Ἕλληνος Κρητός διανοουμένου, παρά τίς κραυγαλέες βλασφημίες του κατά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ· πόσο ταιριάζει στήν περίπτωση αὐτή ἡ διαπίστωση τῆς Συνόδου: «Εἶτα ὁ φυλετικός ἐγωϊσμός, ὁ ἐν ἑκάστῃ τῶν φυλετικῶν Ἐκκλησιῶν ἀναπτυχθησόμενος, τοσούτῳ καταπνίξει τά θρησκευτικά αἰσθήματα, ὥστε δυσκόλως ἐπιτρέψει τινί αὐτῶν μεριμνᾶν καί συμπράττειν ὑπέρ τῆς ἑτέρας κατά καθῆκον χριστιανικόν» [10]. Ἀληθῶς, μέ ἑλληνική, ἀκόμη καί ρωμαίϊκη, καί ἐκκλησιαστική ἐτικέττα καί εὐθύνη, θά διατίθενται πρός παγκόσμια κατανάλωση τά ἀντίθεα σκύβαλα τῆς καζαντζακικῆς πέννας καί πενίας. Περιττόν ἴσως νά ὑπενθυμίσουμε καί τά αἰσθήματα τοῦ Καζαντζάκη γιά τούς Ἕλληνες, γραμμένα στή Μόσχα τό 1927: «Πόσο μακριά βρίσκεσαι ἐδῶ ἀπ’ τήν ἐπιπόλαιη, φτενή, μικρόμυαλη, μικρόψυχη Ἐλλάδα. Τί ντροπή ν’  ἀνήκεις σέ μιά ράτσα ξεπεσμένη, ξεπλυμένη, φελάχα. Πρέπει ὅλα αὐτά νά τά νικήσουμε, νά ξεφύγουμε, νά πολεμήσουμε μέσα μας, ὅ,τι μᾶς σμίγει μέ τό ρωμέϊκο αἷμα» [11].

3. Ἡ Μασονική ἰδιότητα τοῦ Νίκου Καζαντζάκη
Ἡ τεκτονική ἰδιότητα τοῦ Νίκου Καζαντζάκη, ἡ ὁποία, καθώς ἐλέχθη, μονίμως ἀποσιωπᾶται ἐκ μέρους ὅσων ἐπιδιώκουν τήν ἐκκλησιαστική του «ἀποκατάσταση», σάν νά ἦταν θέμα ἐκκλησιαστικῶς ἀδιάφορο, μαρτυρεῖται πρωτίστως ἀπό τόν φίλο καί – τρόπον τινά βιογράφο του – λογοτέχνη Παντελῆ Πρεβελάκη, ἐκδότη τῆς μεταξύ τους ἀλληλογραφίας [12]· σύμφωνα μέ τόν Πρεβελάκη, ὁ Καζαντζάκης ἔγινε μέλος τῆς ἀθηναϊκῆς Μασονίας τόν Ἰούνιο τοῦ 1907 [13]· σύμφωνα μέ ἄλλες ἐκτιμήσεις (κατά τόν Δ. Τσινικόπουλο) ὁ Καζαντζάκης μυήθηκε στή Γαλλική Μασονία περί τό 1926 [14].
Ὁ «ἐσωτεριστής» [15] Μιχάλης Φυσεντζίδης, στό ἔργο του (πού δέν ἔχει ἑλκύσει ἀκόμη τήν δέουσα προσοχή τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν γιά τούς ἰσχυρισμούς του περί ἐκκλησιαστικῶν προσωπικοτήτων τῆς Μασονίας) «Ἐπιφανεῖς καί διάσημοι Ἕλληνες Ἐλευθεροτέκτονες 1800-1970» ἀποδέχεται τήν ἄποψη τοῦ Πρεβελάκη γιά πρώιμη μύηση τοῦ Κρητικοῦ λογοτέχνη καί διανοητῆ τό 1907 καί τόν προβάλλει ὡς τόν πιό μεταφρασμένο σύγχρονο Ἕλληνα λογοτέχνη, ὁ ὁποῖος [16] «κατατάσσεται ἀπό πολλούς, στούς δέκα σημαντικότερους συγγραφεῖς ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀνάμεσα στόν συγγραφέα Λέων Τολστόι καί τόν κορυφαῖο λογοτέχνη Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι» !!!  (καταλληλότερα, νομίζουμε, κατατάσσεται στούς «Δαιμονισμένους» τοῦ Ντοστογιέφσκι).
Σέ εἰδικό ἀφιέρωμα τῆς Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος, τοῦ ἔτους 2011 (τό ὁποῖο χρονικῶς συμπίπτει μέ ἀνάλογες ἐνέργειες τοῦ ἑλληνικοῦ θεολογικοῦ ἀκαδημαϊκοῦ χώρου), ὁ Καζαντζάκης ἐξυμνεῖται ἀπό τόν Πρόεδρο τοῦ Τεκτονικοῦ Ἱδρύματος Νικόλαο Βουργίδη, ὡς «μεγάλος ταξιδευτής, Κρητικός, λογοτέχνης, ἄνθρωπος καί τέκτων», ὡς «ἐρευνητικό, ἀνήσυχο καί ἐλεύθερο πνεῦμα ... μεγάλος διανοούμενος», ὁ ὁποῖος «ἀγαποῦσε καί πίστευε στόν θεῖο σπινθῆρα, πού κρύβει ὁ ἄνθρωπος μέσα του»· ὁ Νίκος Καζαντζάκης, «ὁ μεγάλος στοχαστής ἀδελφός μας», τῶν Μασόνων, «εἶδε τό φῶς πού ἀναζητοῦσε στόν Τεκτονισμό» [17].
Ἄς λεχθοῦν ὅμως καί μερικά περί τοῦ ἑωσφορισμοῦ τῆς Μασονίας καί τῆς Θεοσοφίας, οἱ ὁποῖες ἔχουν προφανῶς ἐμπνεύσει τόν Καζαντζάκη.

4. Ὁ ἑωσφορισμός τῆς Μασονίας καί τῆς Θεοσοφίας
Ἡ Μασονία ὡς ὁλοκληρωμένη θρησκεία [18], μολονότι μυστική, ἔχει μεταξύ ἄλλων καί τήν δική της «ἑρμηνευτική ἐπιστήμη». Ἡ μασονική «ἑρμηνευτική», τήν ὁποίαν ἀκολουθεῖ κατά πόδας καί ἡ θεοσοφιστική ... «ἐξηγητική»[19], συστηματικῶς «ἐπανερμηνεύει» καί διαστρέφει τό ἀληθές νόημα τῶν χριστιανικῶν Ἁγίων Γραφῶν· ἄλλωστε ἡ Θεοσοφία, διά στόματος τῆς Ἀλίκης Μπέηλυ (καί πολλῶν ἄλλων), ὁμιλεῖ περί «ἀναγενέσεως τῶν ἐκκλησιῶν» (“regeneration of the Churches” [20]) πρός τόν σκοπό τῆς δημιουργίας τῆς πανθρησκείας (“The New World Religion”) [21]. Στό πλαίσιο αὐτό ἀναπλάθεται καί ἡ χριστιανικῶς ἀρνητική ἔννοια τοῦ προσώπου τοῦ ἑωσφόρου-σατανᾶ-διαβόλου.
Ὁ Ἄλμπερτ Πάικ (1809-1891), ὁ πασίγνωστος διαμορφωτής τῆς Ἀμερικανικῆς Μασονίας, γράφει στό βιβλίο του Ἤθη καί Δόγμα τοῦ Ἀ.Α.Σ.Τ. : «Ὁ Ἑωσφόρος, αὐτός πού φέρει τό φῶς! Παράξενο καί μυστήριο ὄνομα γιά νά δοθεῖ στό Πνεῦμα τοῦ Σκότους! Ὁ Ἑωσφόρος, ὁ υἱός τῆς Πρωΐας! Αὐτός εἶναι πού φέρει τό Φῶς, καί πού μέ τίς ἀφόρητες λαμπρότητές του τυφλώνει τίς ἀδύνατες, αἰσθησιακές ἤ ἐγωιστικές ψυχές;» [22]. Γράφει ὁ Pike σέ ἄλλο σημεῖο : «Ὁ Διάβολος εἶναι ἡ προσωποποίηση τοῦ Ἀθεϊσμοῦ ἤ τῆς Εἰδωλολατρίας. Γιά τούς Mῦστες αὐτό δέν εἶναι ἕνα Πρόσωπο, ἀλλά μία Δύναμη, δημιουργημένη γιά καλό, ἀλλά πού μπορεῖ νά χρησιμεύσει γιά κακό. Εἶναι τό ὄργανο τῆς Ἐλευθερίας ἤ Ἐλευθέρας Θελήσεως [...] ἐκεῖθεν προέκυψε ὁ τράγος τοῦ Σαββάτου, ἀδελφός τοῦ Ἀρχαίου Ὄφεως, καί Ἑωσφόρος ἤ Φωσφόρος, ἀπό τόν ὁποῖον οἱ ποιητές ἔχουν δημιουργήσει τόν ψευδῆ Λούσιφερ τοῦ μύθου» [23].
Μασονική Ἐγκυκλοπαιδεία, ἐπαναλαμβάνει τόν ἀποκρυφιστικό μῦθο περί προελεύσεως τῶν πεφωτισμένων ἀνθρώπων ἀπό τόν ἑωσφόρο, μέσῳ τοῦ Κάιν, ἐνῷ οἱ χωμάτινοι ἄνθρωποι, «τά τέκνα τῆς ἰλύος», εἶναι τέκνα τοῦ Ἄβελ· «Ὁ Ἐβλίς ἐξομοιοῦται πρός τόν Ἑωσφόρον καί τόν Ἀζαζήλ τῶν Ἑβραίων. Κατά τήν ἀποκρυφιστικήν παράδοσιν, ὅταν ἀκόμη οἱ πρωτόπλαστοι Ἀδάμ καί Εὔα εὑρίσκοντο εἰς τόν κῆπον τῆς Ἐδέμ, ὁ Ἐβλίς, ὁ ἄγγελος τοῦ φωτός δέν ἠδυνήθη νά ἴδῃ τό κάλλος τῆς πρώτης γυναικός χωρίς νά συλλάβῃ πρός αὐτήν αἴσθημα ἔρωτος [...] Ὁ Κάϊν ὑπῆρξε καρπός τοῦ ἔρωτος τούτου, οἱ δ’ ἀπόγονοι αὐτοῦ εἶναι τέκνα τοῦ φωτός ἐνῷ οἱ ἐκ τοῦ Ἀδάμ ἀπόγονοι εἶναι τέκνα τῆς ἰλύος» [24]. Βεβαίως, πρόκειται περί ἄκρως σατανικῆς διαστροφῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ ... ἐκ καταγωγῆς συγγένεια αὐτή τῶν «πεφωτισμένων» Μασόνων μέ τόν ἑωσφόρο, μέσῳ τοῦ Κάιν, δικαιολογεῖ καί τήν πεποίθηση τοῦ Καζαντζάκη ὅτι ἡ ψυχή του ἐνοικεῖται ἀπό τόν «ἑωσφόρο - δαίμονα», καθώς θά δοῦμε.
Ὁ Ροδόσταυρος Max Heindel γράφει: «αὐτό πού βλέπουμε σήμερα ὡς Ἐλευθεροτεκτονισμό εἶναι μιά προσπάθεια ἀπό τούς Ἱεράρχες τῆς Φωτιᾶς, τά Ἑωσφορικά Πνεύματα, νά μᾶς φέρουν τό φυλακισμένο πνεῦμα “Φῶς”, ὥστε μέσῳ αὐτοῦ νά δοῦμε καί νά μάθουμε. Ὁ Καθολικισμός εἶναι μιά δραστηριότητα τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ  Ὕδατος, καί βάζει “ Ἁγιασμό” στή θύρα τοῦ Ναοῦ, γιά νά κατανικήσει τά πνεύματα πού ἀναζητοῦν φῶς καί γνώση καί γιά νά ἐμφυσήσει πίστη στόν Ἰεχωβᾶ» [25] (ἐμφάσεις τοῦ κειμένου).
Ὁ Θεοσοφιστής Ἐδουᾶρδος Συρέ (1841 - 1929), ἰδεολογικός «συνοδοιπόρος» τῆς Ἕλενας Μπλαβάτσκυ, θαυμαστής δέ καί φίλος προσωπικός τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Ἀνθρωποσοφίας Rudolf Steiner («σχισματικοῦ» Θεοσοφιστοῦ, ἱδρυτοῦ τῶν Σχολείων Waldorf) γράφει: «Παρόλα ὅμως αὐτά, ὑπάρχει ἀπό τήν ἀρχή τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς μιά παραγνωρισμένη καί καταδιωγμένη μειονότητα, πού εἶναι ὅμως ἄφθαρτη καί ἰσχυρή. Ἡ ἀκατάβλητη προσπάθεια καί ὁ ὑπέρτατος σκοπός της ἦταν πάντα νά συνδιαλλάξει τό χριστιανικό ρεῦμα μέ τό ἑωσφορικό ρεῦμα, ἑνώνοντας σέ μιά ζωντανή δέσμη, σέ ἕνα ὀργανικό σύνολο τήν Πίστη καί τήν Ἐπιστήμη ... Ὅσο καί οἱ ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν ἀνάγκη νά ἀγαπᾶνε καί νά πιστεύουν, καί ὅσο καί τά τέκνα τοῦ Ἑωσφόρου, φλογίζονται ἀπό τήν ἐπιθυμία νά μαθαίνουν καί νά κατανοοῦν» (οἱ ἐμφάσεις εἶναι τοῦ κειμένου) [26]. Βεβαίως, ἡ ἐν λόγῳ μειονότητα, δέν εἶναι παρά ὁ Γνωστικισμός, σέ ὅλες του τίς διαφορετικές ἐκφάνσεις διά τῶν αἰώνων, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Μασονία.
Παρακάτω, σέ θέσεις ταυτόσημες μέ τοῦ Καζαντζάκη (στό παρακάτω κείμενο τῶν «Καρουλίων») περί τελικῆς ἀποκαταστάσεως καί σωτηρίας καί τοῦ ἑωσφόρου, γράφει ὁ Συρέ μέσα σέ συνάφεια ροδοσταυρικῆς ἐσχατολογίας: «Ὅταν ἡ ψυχή θά ἔχει καταλάβει ὅλη τή σημασία τῆς θυσίας του καί θά ἔχει ἐκπληρώσει τήν ἀποστολή της, ὁ Ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ἐλευθερωμένος καί λαμπρότερος ἀπό κάθε ἄλλη φορά, θά γίνει ὁ θεός τοῦ πλανήτη Ἀφροδίτη [...] Ὅσο γιά τόν Ἑωσφόρο, ἀφοῦ ἐπανακτήσει τό ἄστρο του καί τό διάδημά του, θά συγκεντρώσει τίς λεγεῶνες του γιά καινούργιες δημιουργίες ... Καί τότε ὁ πυρσός τοῦ Ἑωσφόρου θά βροντοφωνάξει “Ἀπό τόν Οὐρανό στή Γῆ”! καί ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ θά ἀπαντήσει: “Ἀπό τή Γῆ στόν Οὐρανό!”» [27].
Μέσα ἀπό τό πρῖσμα τῶν παραπάνω κειμένων, πού ἐκθέτουν τή μασονική «συνάφεια» τῆς ἑωσφορικῆς σκέψεως τοῦ Νίκου Καζαντζάκη, θά σταθοῦμε ἐπεξηγητικῶς σέ συγκεκριμένα σημεῖα.

5. Ἡ αἰώνια εὐθύνη τοῦ Καζαντζάκη καί τῶν ὑποστηρικτῶν του
Τό ἀψευδές στόμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, δογμάτισε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού πραγματικῶς ἐπιθυμεῖ νά ἀκολουθήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀδύνατο νά μή πληροφορηθεῖ περί τοῦ Προσώπου καί τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ὡς τελείου Θεοῦ: «Ἐάν τις θέλῃ τό θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περί τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ἤ ἐγώ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ»[28]. Ὁ ταλαίπωρος Καζαντζάκης, ὑπῆρξεν ὡστόσο ἐπίμονος καί ἀμετανόητος πολέμιος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποδεικνύεται καί ἀπό τά τελευταῖα ἔργα του, τήν «Ἀναφορά στόν Γκρέκο» καί τήν «Ἀσκητική». Γράφει:
«Πέθανε ὁ Θεός, ἄδειασε ὁ θρόνος του, θά θρονιασθοῦμε ἐμεῖς. Μείναμε μόνοι στόν κόσμο; Πέθανε τό ἀφεντικό; Τόσο τό καλύτερο· τώρα θά δουλεύουμε ὄχι γιατί αὐτός διατάζει, ὄχι γιατί φοβούμαστε ἤ ἐλπίζουμε, παρά γιατί ἐμεῖς τό θέμε [...] θέλω νά δώσω στούς ἀνθρώπους μιά καινούργια πίστη νά ξέρουν τό μυστικό πώς ὄξω ἀπ’ αὐτούς δέν ὑπάρχει τίποτα, καί νά δέχονται τή φοβερή τούτη γνώση ἡρωϊκά, ὄρθιοι ὡς τό τέλος στό ταμπούρι πού ὁ καθένας διάλεξε περιφρονῶντας τίς μεταφυσικές παρηγοριές»[29].
Ἄν ὅμως ὁ Καζαντζάκης ἔχει φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί ἔχει καταλήξει κατά πνευματική νομοτελειακή ἔκβαση τῆς ἐλεύθερης θελήσεώς του μακράν τοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖον δέν βρῆκε τόν Θεόν καί Σωτῆρα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὡστόσο ἡ ὑπονόμευση τῶν χριστιανικῶν δομῶν συνεχίζεται μέσῳ τῶν συγγραμμάτων του καί τῆς ὑποστηρίξεως ἀπό μέρους τῶν θαυμαστῶν του. Εἶναι ἆραγε χωρίς συνέπειες γιά τόν ἴδιο -καί ὅσους τόν προβάλλουν- ἡ συνέχιση τοῦ ἔργου του;
Στή μελέτη του Περί Παρθενίας ὁ ἅγιος Βασίλειος Ἀγκύρας ἑρμηνεύοντας τό χωρίον Α΄ Τιμ. 5,24 [30], διατυπώνει τόν πνευματικό νόμο περί τῆς μετά θάνατον εὐθύνης τῶν προαγωγῶν τοῦ κακοῦ: «... ἔτσι καί στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἄλλες μέν ἁμαρτίες προηγοῦνται, δηλαδή αὐτῶν πού ἐβλάβησαν ἀπό μοχθηρούς λόγους ἤ πράξεις καί πού ἔχουν προηγηθεῖ στόν ἅδη, οἱ ὁποῖοι καί προετοιμάζουν τά κολαστήρια γιά τούς ὑπαιτίους τῆς βλάβης, ἐκεῖ δέ ἄλλες ἐπακολουθοῦν, αὐτῶν πού βλάπτονται μετά τόν θάνατον ἐκείνων (τῶν ὑπαιτίων), ἐξ αἰτίας τῆς κακίας πού (οἱ ὑπαίτιοι) ἄφησαν στή ζωή  [...]  Ἔτσι καί ὁ Μαρκίων καί οἱ ὑπόλοιποι πού ἐγκατέσπειραν αἱρετικά δόγματα στή ζωή βλάπτουν, ὅλοι δέ ὅσοι εἰς τό ἑξῆς βλάπτονται ἐξ αἰτίας τους, παραδίδουν ἐκεῖ σέ πικρότερα κολαστήρια ἐκείνους πού ξεκίνησαν τήν κακία, ἀκόμη καί ἄν ἐκεῖνοι πέθαναν παλιά. Διότι ἐάν λέγει ὅτι κάποιος κρίνεται ἄξιος αὐτοῦ τοῦ θανάτου, “ἄν ἕναν τῶν μικρῶν σκανδαλίσει”, τότε ἐκεῖνος πού τόσο πολλούς σκανδαλίζει, ἔχοντας ἀφήσει ὑποδείγματα μοχθηροῦ βίου γιά διαφθορά ἠθῶν ἤ μέ τήν ἀναβλάστηση ψυχοφθόρων δογμάτων, αὐτός μετά τόν δικό του θάνατο θά μποροῦσε ἐπαξίως καί δικαίως νά χαρακτηρισθεῖ ὑπεύθυνος γιά ὅλους τούς θανάτους ἐκείνων πού ἀπέθαναν ἐξ αἰτίας του· γιά καθέναν πού ἐδῶ ἐξ αἰτίας του τραυματίζεται ἤ ἀποθνήσκει, ὁ ὑπαίτιος τραυματίζεται καί πεθαίνει σέ ἐκεῖνον τόν αἰῶνα» [31]. Ἀκολουθεῖ τό ἀπόσπασμα ἀπό τήν «Ἀναφορά στόν Γκρέκο»  καί ὁ σχολιασμός.

«ΣΤΑ ΚΑΡΟΥΛΙΑ»
Τέλειωνε πια το προσκύνημά μας. Τις παραμονές του μισεμού πήρα τον ανήφορο μοναχός, ν’ ανέβω στ’ άγρια ησυχαστήρια, ανάμεσα στους βράχους αψηλά απάνω από τη θάλασσα, στα Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σε σπηλιές, ζουν εκεί και προσεύχουνται για τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά από τον άλλο, για να μην έχουν και την παρηγοριά να βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι, οι πιο άγιοι [α] ασκητές του Αγ. Όρους. Ένα καλαθάκι έχουν κρεμασμένο στη θάλασσα, κι οι βάρκες που τυχαίνει κάποτε να περνούν ζυγώνουν και ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ελιές, ό,τι έχουν, για να μην αφήσουν τους ασκητές να πεθάνουν της πείνας [β]. Πολλοί από τους άγριους αυτούς ασκητές τρελαίνουνται· θαρρούν πως έκαμαν φτερά, πετούν απάνω από τον γκρεμό και γκρεμίζουνται· κάτω ο γιαλός είναι γεμάτος κόκκαλα [γ].
Ανάμεσα στους ερημίτες τούτους ζούσε τα χρόνια εκείνα, ξακουστός για την αγιοσύνη του, ο Μακάριος ο Σπηλαιώτης. Αυτόν κίνησα να δω· από τη στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ. Όχι τα κρίματά μου, δεν πίστευα να ‘χα κάμει ως τότε πολλά, όχι τα κρίματά μου παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ’ έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλογο [δ].
Έφτασα κατά το μεσημέρι στ’ ασκηταριά· τρύπες μαύρες στον γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε από μια σπηλιά, τρόμαξα· σα να ‘χε φτάσει κιόλας η Δευτέρα Παρουσία και ξεπρόβαλε ο σκελετός αυτός από τη γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει να ντυθεί όλες τις σάρκες του. Φόβος κι αηδία [ε] με κυρίεψε, και συνάμα κρυφός ανομολόγητος θαμασμός· δεν τόλμησα να τον ζυγώσω, τον ρώτησα από μακριά· άπλωσε το ξεραμένο μπράτσο, αμίλητος, και μου ‘δειξε  μια μαύρη σπηλιά αψηλά στα χείλια του γκρεμού.
Πήρα ν’ ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τ’ αγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Έσκυψα να δω μέσα· μυρωδιά χωματίλα και λιβάνι, σκοτάδι βαθύ· σιγά σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σε μια σκισμάδα του βράχου, τίποτα άλλο· έκαμα να φωνάξω, μα η σιωπή μέσα στο σκοτάδι ετούτο μου φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική που δεν τόλμησα· σαν αμαρτία, σαν ιεροσυλία μού φάνηκε εδώ η φωνή του ανθρώπου.
Είχαν πια συνηθίσει τα μάτια μου στο σκοτάδι, κι ως τα γούρλωνα και κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός, ένα πρόσωπο χλωμό, δυο χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά ξεπνεμένη φωνή:
― Καλώς τον [στ]!
Έκαμα κουράγιο, μπήκα στη σπηλιά, προχώρησα κατά τη φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, είχε σηκώσει το κεφάλι ο ασκητής, και διέκρινα στο μεσόφωτο το πρόσωπό του άτριχο, φαγωμένο από τις αγρυπνίες και την πείνα, με αδειανούς βολβούς, να γυαλίζει βυθισμένο σε ανείπωτη μακαριότητα· τα μαλλιά του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι του σαν κρανίο.
― Ευλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα να του φιλήσω το κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ώρα σωπαίναμε· κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη που είχε εξαφανίσει το κορμί της, αυτό βάραινε τις φτερούγες της και δεν την άφηνε ν’ ανέβει στον ουρανό. Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει [ζ]· κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τα ‘χε φάει.
Δεν ήξερα τι να πω, από πού ν’ αρχίσω. Σαν ένα στρατόπεδο ύστερα από φοβερή σφαγή μού φάνταζε το σαράβαλο κορμί μπροστά μου· ξέκρινα απάνω του τις νυχιές και τις δαγκωματιές του Πειρασμού.
Αποκότησα τέλος:
― Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.
― Όχι πια, παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου· δεν έχει δύναμη· παλεύω με το Θεό [η].
― Με το Θεό! έκαμα ξαφνιασμένος· κι ελπίζεις να νικήσεις;
― Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου· μού απόμειναν ακόμα τα κόκαλα· αυτά αντιστέκουνται [θ].
― Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου· θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;
― Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.
― Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου.
― Ένας μονάχα δρόμος.
― Πώς τον λεν;
― Ανήφορο· ν’ ανεβαίνεις ένα σκαλί· από το χορτασμό στην πείνα, από τον ξεδιψασμό στη δίψα, από τη χαρά στον πόνο· στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος· διάλεξε.
― Είμαι ακόμα νέος· καλή ‘ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω [ι].
― Άπλωσε ο ασκητής τα πέντε κόκαλα του χεριού του, άγγιξε το γόνατό μου, με σκούντηξε:
― Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει ο Χάρος.
Ανατρίχιασα.
― Είμαι νέος, ξανάπα για να κάμω κουράγιο [ια].
― Ο Χάρος αγαπάει τους νέους· η Κόλαση αγαπάει τους νέους· η ζωή ‘ναι ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου, ξύπνα!
Σώπασε μια στιγμή, και σε λίγο:
― Είσαι έτοιμος; μου κάνει;
Αγανάχτηση με κυρίεψε και πείσμα [ιβ].
― Όχι! φώναξα.
― Αυθάδεια της νιότης! Το λες και καυκιέσαι, μη φωνάζεις· δε φοβάσαι;
― Ποιος δε φοβάται; Φοβούμαι. Κι ελόγου σου, πάτερ άγιε, δε φοβάσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει να φτάσεις στην κορφή της σκάλας, φάνηκε η πόρτα της Παράδεισος [ιγ]· μα θ’ ανοίξει η πόρτα αυτή να μπεις; θ’ ανοίξει; είσαι σίγουρος;
Δυο δάκρυα κύλησαν από τις κόχες των ματιών του· αναστέναξε· και σε λίγο:
― Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού· αυτή νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του ανθρώπου [ιδ].
― Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού· αυτή λοιπόν μπορεί να συχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης [ιε].
― Αλίμονο να κρεμόμαστε μονάχα από την καλοσύνη του Θεού· η κακία τότε κι η αρετή θα μπαίναν αγκαλιασμένες στην [ιστ] Παράδεισο.
― Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, η καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;
Κι ως το ‘πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιος ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός [ιζ], πως θα ‘ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο Άσωτος Υιός, ο Σατανάς, θ’ ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλήσουν από τα μάτια του: «Ήμαρτον!» θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ’ ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες» θα του πει «καλώς ήρθες, γιε μου· συχώρεσέ με [ιη] που σε τυράννησα τόσο πολύ!»
Μα δεν τόλμησα να ξεστομίσω το στοχασμό μου· πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι να του το πω [ιθ].
― Έχω ακουστά, γέροντά μου, πως ένας άγιος, δε θυμάμαι τώρα ποιος, δεν μπορούσε να βρει ανάπαψη στην Παράδεισο. Άκουσε ο Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε: «Τι έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε· «δεν είσαι ευτυχής; ― Πώς να ‘μαι ευτυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ο άγιος. «Στη μέση της Παράδεισος ένα συντριβάνι και κλαίει.
― Τι συντριβάνι; ― Τα δάκρυα των κολασμένων» [κ].
Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν.
― Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη· ύπαγε οπίσω μου, Σατανά [κα]!
Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα:
― Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.
Άγγιξα το γόνατό του που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο· το χέρι μου πάγωσε.
― Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο Πειρασμός [κβ]· είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης· θέλω, μα δεν μπορώ [κγ].
― Αλίμονό σου, αλίμονό σου, δυστυχισμένε· το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει. Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση; Όταν στράφηκε στο Θεό και είπε: Εγώ. Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βαλ’ το καλά στο νου σου: Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ. Το εγώ, ανάθεμά το! [κδ]
Τίναξα το κεφάλι μου πεισματωμένος:
― Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε [κε].
― Με το εγώ αυτό ξεχώρισε από το Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος· δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δυο, υπήρχε ένα· το Ένα, ο Ένας [κστ]. Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος· από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει· βλογημένος ο θάνατος [κζ]! τι ‘ναι ο θάνατος, θαρρείς; Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν· γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.
― Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
― Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε· είμαι ευτυχής, παιδί μου· κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του μουλαριού, γρικώ το Χάρο να ζυγώνει [κη].
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής· μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς· η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε ο Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε ακόμα αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού [κθ]. Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι ο Εωσφόρος [λ].
Σηκώθηκα. Άσκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
― Φεύγεις; έκαμε· άε στο καλό· ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
― Χαιρετίσματα στον κόσμο [λα].
― Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα· και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο [λβ].
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

7. Ἑρμηνευτικά σχόλια ἐπί τοῦ κειμένου
[α] Ἡ ταύτιση τῆς ἁγιότητος μέ τήν ἀγριότητα, προκύπτει ἀπό τό φιλόσαρκο φρόνημα τοῦ Καζαντζάκη, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου παρακάτω χαρακτηρίζει τήν πίστη ὡς «ἀνθρωποφάγο θεριό». Φυσικά, κατά τήν ἐκκλησιαστική Πίστη ἡ ἄσκηση δέν εἶναι ἀνθρωποκτόνος, ἀλλά παθοκτόνος: «ἡμεῖς οὐκ ἐδιδάχθημεν σωματοκτόνοι, ἀλλά παθοκτόνοι» (Ἀββᾶ Ποιμένος §183, Τό Γεροντικόν, ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1981[3], σελ. 101). Οἱ φιλόσαρκοι φοβοῦνται καί μισοῦν τήν ἄσκηση, ἀπό ὑπερβολική συμπάθεια στό σῶμα τους.
[β] Τοῦτο ἀποτελεῖ ἔντεχνη δυσφήμηση! Ἡ ἀργία ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς ἀπό τούς μοναχικούς κανονισμούς. Καί οἱ Καρουλιῶτες ἀσκητές, ὅπως ὅλοι οἱ Μοναχοί, εἶχαν ὑποχρεωτικῶς τό ἐργόχειρό τους καί δέν ἐξηρτῶντο ἀπό τήν φιλανθρωπία ἄλλων. Ἡ προμήθεια τῶν ἀναγκαίων γινόταν πράγματι ἀπό καλάθι γιά τά πιό ἀπόκρημνα κελλιά. Πρβλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ὅροι κατά πλάτος 37,1 PG 31, 1009C· «Ὅτι χρή ἐργάζεσθαι σπουδαίως, δῆλόν ἐστιν αὐτόθεν. Οὐ γάρ πρόφασιν ἀργίας, οὐδ’ ἀποφυγήν πόνου τόν τῆς εὐσεβείας σκοπόν ἡγεῖσθαι χρή, ἀλλά ὑπόθεσιν ἀθλήσεως, καί πόνων περισσοτέρων, καί ὑπομονῆς τῆς ἐν θλίψεσιν [...] οὐ μόνον διά τόν ὑπωπιασμόν τοῦ σώματος χρησίμου οὔσης ἡμῖν τῆς τοιαύτης ἀγωγῆς, ἀλλά καί διά τήν εἰς τόν πλησίον ἀγάπην, ἵνα καί τοῖς ἀσθενοῦσι τῶν ἀδελφῶν δι΄ ἡμῶν ὁ Θεός τήν αὐτάρκειαν παρέχῃ».
[γ] Προφανές ψεῦδος! Τά ἱστορικῶς γνωστά περιστατικά «ἀπονοίας» ἀσκητῶν ἀπό δαιμονική ἐνέργεια (βλ. ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Γεροντικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1980, σελ. 107ἑἑ.), δέν ἐπαρκοῦν γιά νά ἐξασφαλίσουν τά πολυπληθῆ κόκκαλα πού χρειάζεται ὁ Καζ. γιά νά ζωγραφίσει τήν «ἁγιορειτική» εἰκόνα του τῶν ἀγρίων καί τρελλῶν ἀσκητῶν. Ἡ δαιμονική προπέτεια του Καζ. ἀποδεικνύται καί ἀπό τό ἑξῆς· σέ κάθε ἐπισκέπτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι γνωστή ἡ περισσή μέριμνα μέ τήν ὁποίαν φροντίζονται τά ὀστᾶ τῶν Μοναχῶν · ἀκόμη καί σέ περίπτωση πλανηθέντων Μοναχῶν, δέν θά ἐξετίθεντο τά ὀστᾶ τους παρερριμμένα εἰς τήν θέαν τῶν βλασφήμων, τύπου Καζαντζάκη.
[δ] Ἡ «ἀντι-νομοθέτηση», ἡ σύσταση νέου «θρησκευτικοῦ νόμου» ἀποτελεῖ κραυγαλέα ἀπόδειξη «ἀντι-χριστισμοῦ» (διότι «εἷς ἐστιν ὁ νομοθέτης καί κριτής», Ἰακ. 4,12, ἐνῷ ὁ Ἀντίχριστος «ὑπονοήσει τοῦ ἀλλοιῶσαι καιρούς καί νόμον», Δαν. 7,25)· ἄλλωστε καί τό νά ἐπικρίνουμε ἁπλῶς τόν πλησίον ἀποτελεῖ ἁρπαγή τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ (Εὐεργετινός Γ΄, §2, 6 «ὁ κρίνων τόν ἕτερον ἤτοι τόν πλησίον τό ἀξίωμα τοῦ Κριτοῦ ἥρπασε, καί ἀντίχριστος ὁ τοιοῦτός ἐστιν» - ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου). Πόσο λοιπόν μᾶλλον τό νά κρίνουμε τούς θεϊκούς νόμους.
[ε] Ὁ Καζ. μολονότι στό Ἅγιον Ὄρος, δέν μπόρεσε νά ἀποκτήσει τόν φυσικό ἀνθρώπινο σεβασμό γιά ἀνθρώπους πραεῖς, πνευματοφόρους, πού προσεύχονται ἀνιδοτελῶς καί μέ ἔμπονη καρδιά γιά ὅλον τόν κόσμο· δέν μπόρεσε ἡ ἀμύητη καρδιά του εὔκολα νά θαυμάσει τήν ἀρετή τῶν ἀσκητῶν, πού ἐτέθησαν ἄντικρυς τῆς ζωῆς του («οἶδε γάρ καί πολέμιος θαυμάζειν ἀνδρός ἀρετήν»)· ἐφαρμόζεται ἐδῶ, ἀντιθέτως, τό τῆς Γραφῆς «βδέλυγμα ἁμαρτωλῷ θεοσέβεια» (Σοφ. Σειρ. 1,25). Ἡ ἀσκητική ζωή ἀποτελεῖ αὐτόματο ἔλεγχο τῶν φιλοσάρκων καί φιληδόνων ἀνθρώπων. Τό ὅτι ἡ προσέγγιση τοῦ Καζαντζάκη στή ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὑπῆρξε ἐξ ἐπιπολῆς μαρτυρεῖται καί ἀπό τόν Πρεβελάκη, ὅτι δηλαδή «μένει στό γραφικό μέρος τῆς περιήγησης», χωρίς νά ἐνσωματώνει «τά οὐσιαστικά βιώματα τοῦ Ἁγίου Ὄρους» [32]. Σύμφωνα μέ τό ἀνέκδοτο ἁγιορειτικό ἡμερολόγιο τοῦ Καζ. (Νμβρης-Δβρης 1914), ὁ ἴδιος καί ὁ Σικελιανός, ὄντας στό Ἅγιον Ὄρος - ὅπου ἐπῆγαν ἤδη ἐμφορούμενοι ἀπό τόν πόθο νά «δημιουργήσουν θρησκεία» - διάβαζαν ταυτόχρονα Dante, Βούδα καί Εὐαγγέλιο [33].
[στ] καί [ζ] Ἡ γνωστή σέ ὅλους «γλυκιά ξεπνεμένη φωνή» καί ὑποδοχή ἐκ μέρους ἑνός ἀσκητῆ ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν «ἀγριότητα» πού περιέγραψε ὁ Καζ.· ἀγριότητα ἔχουν οἱ ἀγνωιστές τοῦ Χριστοῦ μόνον κατά τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων. Ἀλλά ὁ Καζ. ὡς ἑωσφοριστής καί ἐνεργούμενος ἀπό ἑωσφορισμό, «διαμαρτύρεται» ἐσωψύχως γιά τήν ἀγριότητα τῶν ἀσκητῶν κατά τῶν ἀποστατικῶν δυνάμεων καί τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, τό ὁποῖο δέν διαφέρει καθόλου ἀπό τόν Ἀντίχριστο: «Ἀντιχρίστου γάρ οὐδέν διενήνοχεν ὁ τῆς σαρκός νόμος» (Ἁγίου Μαξίμου, PG 91, 1132A). Καί ἡ μάχη πρός τό σαρκικό φρόνημα δέν εἶναι μάχη πρός τήν σάρκα· τό σαρκικό φρόνημα ἐδράζεται στήν ψυχή, μολονότι ἐκφράζεται καί διά τοῦ σώματος, λόγῳ τῶν ἐκεῖθεν διαφόρων ἡδονῶν (ὑπνηλίας, λαιμαργίας κ.ο.κ.).
[η] Ἐδῶ ὁ Καζ. διά στόματος τοῦ «ἀσκητοῦ» του εἰσηγεῖται τήν ἄποψη, ὅτι ὁ διάβολος – ταυτιζόμενος μέ τήν σάρκα καί τήν ὑπερήφανη νεότητα (ἄρα ἀποτελώντας καί συστατικό τῆς φύσεώς μας), γερνᾶ μαζί μέ τόν ἄνθρωπο (βλ. καί παρακάτω, τό σχόλιο κη΄). Ἡ πάλη μέ τόν Θεό ἑρμηνεύεται ἀκριβῶς στό ἑπόμενο χωρίο.
[θ] Ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ ἐπί τοῦ ἀνθρωπίνου φρονήματος εἶναι λοιπόν ὁ θάνατος, κατά τόν Καζαντζάκη. Ἄλλωστε, ὁ «ἀσκητής» του ἐκφράζει παρακάτω τήν ἐπιθυμία νά πεθάνει, ἄρα ταυτίζει τόν θάνατο μέ τήν νίκη τοῦ Θεοῦ. Βλασφημία μεγάλη κατά τοῦ Θεοῦ, ἐφ’ ὅσον ἡ ζωή καί ἡ σωματική φύση θεωροῦνται ἀπό τόν Καζ. δεδομένως ἀντίθεα, ἀφοῦ δέν θεώνονται ἀπό τόν Θεό (ὀρθοδόξως), ἀλλά ἡττῶνται διά τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος καθίσταται ἔτσι σύμμαχος τοῦ Θεοῦ. Ἀπόψεις καθαρῶς πλατωνικές (ὅπου τό σῶμα εἶναι «σῆμα», δηλ. μνῆμα τῆς ψυχῆς), διαρχικές, γνωστικές, τελείως εὔλογες γιά ἕνα Μασόνο, ὡς ὁ Καζαντζάκης.
[ι] Ἡ συμπύκνωση τοῦ χοϊκοῦ φρονήματος πού κυριαρχεῖ στήν ψυχή τοῦ Καζ. Γνωρίζουμε πάντως καί ἀπό τούς Ἁγίους, ὅτι εἶναι μεγάλη παγίδα τοῦ διαβόλου ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐπείγει, καί ὅτι ὑπάρχει καιρός γι΄ αὐτήν στό μέλλον (πρβλ. Εὐεργετινός Α΄, §2 «Ὅτι δεῖ ἐν τῷ ἐνεστῶτι ποιεῖν τό καλόν καί μή εἰς τό μέλλον ὑπερτίθεσθαι καί ὅτι μετά θάνατον οὐκ ἔστι διόρθωσις»). Πρβλ. καί Ἰακ. 4, 14· «οἵτινες οὐκ ἐπίστασθε τό τῆς αὔριον· ποία γάρ ἡ ζωή ὑμῶν; ἀτμίς γάρ ἔσται ἡ πρός ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δέ καί ἀφανιζομένη».
[ια] Ἡ ἐπιμονή τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος ὑπέρ τῆς ἁμαρτίας. Ἄλλωστε, ὁ «ἀσκητής» τοῦ Καζ. παρουσιάζεται ἀπό τόν συγγραφέα νά προτρέπει τό συνομιλητή του στήν ἴδια ἀσκητική «ἀνθρωποφάγο» ζωή· ὅμως αὐτό εἶναι σαφής διαστρέβλωση, διότι οἱ ἀσκητές προτρέπουν τούς πάντες στήν τήρηση τοῦ εὐαγγελικοῦ τρόπου ζωῆς, ὁ ὁποῖος δέν ταυτίζεται μόνον μέ τήν μοναχική ζωή. Οἱ διακριτικοί Γέροντες διακρίνουν ποιές ψυχές πρέπει νά προτρέψουν στήν ἀνάληψη τῆς μοναχικῆς ζωῆς· γνωρίζουν οἱ συναναστρεφόμενοι τούς Μοναχούς, ὅτι αὐτοί προτρέπουν καί σέ γάμο, ὡς δρόμο «βοηθοῦντα τῇ ἀσθενείᾳ» καί προφυλάσσοντα ἀπό τήν πορνεία.
[ιβ] Ἡ ἀπώλεια τοῦ φυσικοῦ ἀνθρωπίνου φόβου τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, ἀποδεικνύει τήν «ὑπερφυσική» κατάσταση στήν ὁποία εἶχε περιέλθει ὁ Καζ. Ἄν καί ἀμέσως μετά λέγει ὅτι φοβᾶται, ὡστόσο ὁ φυσιολογικός ἀνθρώπινος φόβος τοῦ θανάτου ἀπομειώνει τά πάθη, ὅπως εἶναι «ἡ ἀγανάκτηση καί τό πεῖσμα» τοῦ Καζ. (Σοφ. Σειρ. 1,21· «φόβος Κυρίου ἀπωθεῖται ἁμαρτήματα, παραμένων δέ ἀποστρέψει ὀργήν»). Ὁ Καζ. δέν δύναται νά ἐννοήσει τόν σωτηριώδη καί εὐλογημένο φόβο τοῦ θανάτου.
[ιγ] Ἐδώ βλέπουμε τήν περιπαικτική χρήση τοῦ θηλυκοῦ γένους, «ἡ Παράδεισος», χαρακτηριστική στά ἔργα τοῦ Καζ. Τό σύνολο ἐπιχείρημά του βαλμένο πιό ἁπλᾶ: «ἀφοῦ οὔτε καί σύ πού ἔλιωσες στήν ἄσκηση εἶσαι βέβαιος ὅτι θά σωθεῖς, σέ τί ὑπερτερεῖ ἡ δική σου κατάσταση ἔναντι τῆς δικῆς μου»; Τρανότατα ἐπιχειρήματα ὑπέρ τῆς φιλοκοσμίας καί τῆς ἀσυδοσίας οἰκοδομεῖ ἡ καζαντζακική σκέψη, γιά νά τραφοῦν Ἕλληνες καί ξένοι μέ ἀθεϊσμό.
[ιδ] Ἀληθοφανής ἡ πρόταση τοῦ «ἀσκητοῦ»· πράγματι, ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀμείβει τήν πίστη, τήν ἐκφραζόμενη μέ ἔργα («ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστί», Ἰακ. 2,26), ἀλλά δέν ἐξαγοράζεται αὐτή μέ τά ἔργα καθ΄ ἑαυτά (Λουκ. 17, 10).
[ιε] Τοῦ καλοῦ προηγηθέντος λογισμοῦ ἐπέκταση πρός τή δαιμονική ἐκτροπή· εἶναι ἡ ὠριγενιστική σκέψη, ἐναντίον τῆς τῆς ὁποίας μᾶς προειδοποίησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ 5, 29 PG 88, 780D· «Πρόσχωμεν πάντες, ἐπί πλείω δέ οἱ πεπτωκότες, μή νοσῆσαι ἐν καρδίᾳ τήν τοῦ Ὠριγένους τοῦ ἀθέου νόσον· τήν γάρ Θεοῦ φιλανθρωπίαν ἡ μιαρά προβαλλομένη, εὐπαράδεκτος ἐν τοῖς φιληδόνοις γίνεται»).
[ιστ] Καί πάλι, ὀρθή ἡ θεολογική τοποθέτηση· δέν χωρεῖ ἡ ἁμαρτία, ὡς ἀσύμβατη μέ τήν ἄκτιστη χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος, στόν παραδείσιο χῶρο τῶν ἐκθεωτικῶν ἐνεργειῶν· βεβαίως ποτέ κανείς Μοναχός δέν θά ἔκανε χρήση τῆς εἰρωνικῆς καζαντζακικῆς ἐκδόσεως, θηλυκοῦ γένους, τῆς λέξεως «Παράδεισος».
[ιζ] Ἡ ἑωσφορική σκέψη, ὅπως τήν εἴδαμε καί στήν εἰσαγωγή (στόν Ἐδουᾶρδο Συρέ), περί τελικῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων (καί τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων) στήν ζωή τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐρωτοτροπία αὐτή μέ τήν ὠριγενιστική, καταδικασμένη ἀπό τήν Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο, πλάνη ὑπέρ τῆς σωτηρίας ὅλων ἀνεξαρτήτως μετανοίας, χαρακτηρίζει καί ἀρκετούς σύγχρονους θεολόγους.
[ιη] Ὁ Θεός ἀποβαίνει λοιπόν καί ... «πταίστης», γιά τήν ἀποστασία τοῦ ἑωσφόρου. Ἡ βάσανος τοῦ ἑωσφόρου, λοιπόν, κατά τόν Καζ. ὀφείλεται στήν τιμωρητική ένέργεια τοῦ Θεοῦ (κατά τήν δυτική θεολογική σκέψη) καί ὄχι στήν ὑπέρβαση τῶν ὀντολογικῶν ὁρίων τοῦ πρωταγγέλου ἑωσφόρου καί τήν «ἀσυμβατότητα» τῆς ὑπερηφανείας του πρός τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνέργεια δέν μπορεῖ νά ἀναπαύεται στούς ὑπερηφάνους νόες. Καθαρῶς δαιμονική σύλληψη τό νά ἀπαιτεῖται ἡ μετάνοια τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον τοῦ διαβόλου!!!
[ιθ] Ἄν εἶναι ἀλήθεια, εἶναι ἐνδεικτική καί τοῦ χαρακτῆρος τοῦ ἀνδρός. Οἱ πληγές πού ἀποκαλύπτονται ἐπιδέχονται θεραπεία· οἱ κρυπτές, ὄχι.
[κ] Καταφανής ἄρνηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, βάσει ὑποβολιμαίου λογισμοῦ. Στόν Παράδεισο καί στά ἔσχατα δέν ὑπάρχει μνήμη τῆς κολάσεως· «καί ἐξαλείψει ἀπ’ αὐτῶν ὁ Θεός πᾶν δάκρυον ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καί ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγή οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τά πρῶτα ἀπῆλθον» (Ἀποκ. 21,4)
[κα] Πραγματική ἡ ἀντίδραση τοῦ λογοτεχνικοῦ «ἀσκητοῦ». Ἡ φιλοκοσμία καί ἡ σαρκικότητα, ἄν καί ψυχολέτ