Eπέθανε χωρίς να εξομολογηθεί ένα της αμάρτημα
Ήταν μια γυναίκα τόσο ενάρετη και θεοσεβής, που αν και έγγαμος
περνούσε τη ζωή της σα να ήταν σε μοναστήρι. Δεν έλειπε ποτέ από την
Εκκλησία, έδινε ελεημοσύνες, νήστευε και κατόρθωνε και άλλες αρετές.
Μόνον ένα αμάρτημα έπραξε, το οποίο δεν εξομολογήθηκε ποτέ.
Πολλές φορές ήθελε να το πει στον πνευματικό της, και ενώ τον
επισκεπτόταν με σκοπό να το εξομολογηθεί, τελικά επέστρεφε στο σπίτι της
άπρακτη, διότι, αφού ανέφερε τα υπόλοιπα αμαρτήματα, ντρεπόταν να πει
και αυτό. Επειδή όμως αισθανόταν τύψεις, στεκόταν αρκετές φορές μπροστά
στην εικόνα της Παναγίας και έκλαιγε απαρηγόρητα, ζητώντας να την
ευσπλαχνιστεί και να της συγχωρήσει το έγκλημα.
Τελικά πέθανε, χωρίς να ανακοινώσει σε κανένα αυτό της το ανόμημα.
Ο ενταφιασμός της καθυστέρησε για τρεις ημέρες, διότι οι συγγενείς της
περίμεναν να έρθει μια κόρη της που βρισκόταν σε άλλη χώρα.
Όταν, λοιπόν, τη μετέφεραν στην εκκλησία, αναστήθηκε και είπε:
«Μεγάλη η δύναμή σου αειμακάριστε Δέσποινα». Έπειτα, ζήτησε να φέρουν
τον πνευματικό και εξομολογήθηκε το αμάρτημά της. Και ακολούθως, είπε τα
εξής για να τ’ ακούσουν όλοι.
«Εγώ, η ταλαίπωρη, από ντροπή δεν εξομολογήθηκα μια αμαρτία, που
έκανα. Όμως καθημερινά έκλαιγα γι’ αυτή με πολλή συντριβή, ικετεύοντας
την αειπάρθενη Θεοτόκο να μ’ ελεήσει και να μην κολαστώ γι’ αυτή την
ανομία.
Μόλις, λοιπόν, βγήκε η ψυχή μου από το σώμα, με άρπαξαν οι δαίμονες
σαν άγριοι λύκοι, ονειδίζοντας την κρυμμένη αμαρτία μου, για την οποία
χαιρόντουσαν, νομίζοντας πως η ψυχή μου θα είναι πλέον κάτω από την
εξουσία τους. Όταν με οδήγησαν στην κόλαση, όπου ήταν ένα βαθύτατο
σκότος και μία ατελείωτη οδύνη, παρουσιάσθηκε η Βασίλισσα των αγγέλων,
που έλαμπε περισσότερο από τον Ήλιο και έδιωξε όλο το σκοτάδι από τον
τόπο αυτό. Αμέσως έλεγξε τους δαίμονες, επειδή πήραν την ψυχή μου χωρίς
να τους δώσει την άδεια ο Κύριος και παίρνοντάς με από τα χέρια τους,
είπε: «Ας την πάμε στον δίκαιο Κριτή και ό,τι ορίσει η ευσπλαχνία του ας
γίνει». Ύστερα, μου λέει: «Μη φοβάσαι, κόρη μου, διότι εγώ είμαι βοηθός
σου».
Με πήγαν στον Δεσπότη Χριστό. Τον είδα να κάθεται σε θρόνο και ήταν
θυμωμένος μαζί μου, σχεδόν έτοιμος να αποφασίσει για μένα τον αιώνιο
θάνατο. Αλλά η πολυεύσπλαχνη Δέσποινα του είπε με πολλή ταπείνωση:
«Δέομαι, Κύριε, και ικετεύω την αγαθότητά σου, πολυέλεε Υιέ και Θεέ μου,
για το άχραντο αίμα σου, που έχυσες για τους αμαρτωλούς, συγχώρησε αυτή
την άθλια ψυχή, διότι γνωρίζεις την ευλάβεια που μου είχε, και πόσα
δάκρυα έχυσε μπροστά στην εικόνα μου, πενθώντας αυτή την ανομία της».
Τότε ο Κύριος αποκρίθηκε: «Ξέρεις πολυαγαπημένη μου μητέρα, ότι
κανείς δεν μπορεί να σωθεί χωρίς το μυστήριο της Εξομολόγησης, το οποίο
αυτή καταφρόνησε εφόσον δεν είπε την ανομία της. Τώρα, λοιπόν, δεν είναι
δυνατόν να τη συγχωρήσω. Στον Άδη δεν υπάρχει μετάνοια».
«Είναι αλήθεια, γλυκύτατε Υιέ μου, ότι κανείς δεν μπορεί να σωθεί
χωρίς την εξομολόγηση, αλλά συ εξουσιάζεις και τη ζωή και το θάνατο και
όλα είναι δυνατά σ’ εσένα. Σε παρακαλώ, λοιπόν, θυμήσου τις πολλές τις
αγαθοεργίες και ιδιαιτέρως θυμήσου το φλογερό έρωτα και την υπερβάλλουσα
αγάπη και πίστη που είχε στο πρόσωπό μου και δείξε σ’ αυτήν την πολλή
ευσπλαχνία σου, που υπερβαίνει όλα τα ανομήματα». Τότε ο Κύριος της
απάντησε: «Για να μη σε λυπήσω, μητέρα μου, προστάζω να επιστρέψει η
ψυχή της στο σώμα της, να ομολογήσει την αμαρτία της και μετά από αυτό
να συγχωρηθεί».
«Αφού είπε αυτά ο Χριστός, με έφερε ο φύλακας άγγελός μου στη ζωή,
όπως βλέπετε, για να πεθάνω σε λίγο. Γι’ αυτό, παρακαλώ όλους σας,
συγγενείς και φίλους και σένα κόρη μου, σταματήστε τα δάκρυα, διότι με
αυτά καμία ωφέλεια δεν μου προσφέρετε. Αλλά κάντε για μένα λειτουργίες
και ελεημοσύνες, όσες περισσότερες μπορείτε. Λειτουργίες και
ελεημοσύνες! Μονάχα αυτές με ωφελούν. Να προσέχετε στη ζωή σας, να
θυμάστε πάντα την αγάπη του Θεού και να εξομολογείστε ανελλιπώς όλα σας
τα αμαρτήματα, χωρίς ποτέ να κρύβετε κανένα». Και μόλις τα είπε αυτά,
κοιμήθηκε εν ειρήνη.