Ὀ θρῆνος τοῦ Ἀδάμ

Αποσπάσματα από το Μέγα Κανόνα του Αγίου Ανδρέου του Κρήτης

Ἀπό τή β' ᾠδή

Κατέχρωσα τῆς πρίν εἰκόνος τό κάλλος, Σῶτερ, τοῖς πάθεσιν· ἀλλ᾽ ὥς ποτε τήν δραχμή ἀναζητήσας εὑρέ

Mόλυνα της εικόνας του Θεοῦ το κάλλος, Σωτήρα, με τα πάθη μου. Ἀλλ᾽ ὅπως κάποτε τη χαμένη δραχμή ψάξε να με ανεύρεις.

Ἠμάρτηκα, ὥσπερ ἡ Πόρνη βοῶ σοι μόνος ἡμάρτηκά σοι ὡς μύρον δέχου, Σωτήρ, κἀμοῦ τά δάκρυα.

Όπως η Πόρνη φωνάζω δυνατά: Αμάρτησα! Έχω αμαρτήσει σε Σένα μοναχός μου. Όπως από κείνη το μύρο, Σωτήρα μου, δέξου κι από μένα τα δάκρυα.

Ὀλίσθησα ὡς ὁ Δαυίδ ἀκολάστως, καί βεβορβόρωμαι· ἀλλ᾽ ἀποπλύναις κἀμέ, Σωτήρ, τοῖς δάκρυσι.

Γλίστρησα στην ακολασία όπως ο Δαβίδ και κυλίστηκα μέσα στο βούρκο! Είθε κι εμένα ν᾽ αποπλύνεις, Σωτήρα, με τα δάκρυα.

Ἰλάσθητι, ὡς ὁ Τελώνης βοῶ σοι, Σῶτερ, ἱλάσθητί μοι· οὐδείς γάρ τῶν ἐξ Ἀδάμ ὡς ἐγώ ἥμαρτέ σοι.

Όπως ο Τελώνης φωνάζω δυνατά: Σπλαχνίσου· Σωτήρα μου, σπλαχνίσου με. Γιατί κανένας απ᾽ τούς απογόνους του Αδάμ, όπως εγώ σε Σένα, δεν αμάρτησε.

Οὐ δάκρυα, οὐδέ μετάνοιαν ἔχω, οὐδέ κατάνυξιν· αὐτός μοι ταῦτα, Σωτήρ,
ὡς Θεός δώρησαι.

Ούτε δάκρυα, ούτε μετάνοια, ούτε κατάνυξη έχω! Συ, Σωτήρα μου, ως Θεός, Χάρισέ μου τα.

Τήν θύραν σου μή ἀποκλείσῃς μοι τότε, Κύριε, Κύριε· ἀλλ᾽ ἄνοιξόν μοι αὐτήν μετανοοῦντί σοι.

Κύριε! Μη μού κλείσεις τότε, τη θύρα του νυμφώνα Σου. Αλλ᾽ άνοιξέ μου την, βλέποντας τη μετάνοιά μου.

Φιλάνθρωπε, ὁ πάντας θέλων σωθῆναι, σύ ἀνακάλεσαί με καί δέξαι ὡς ἀγαθός μετανοοῦντά με

Φιλάνθρωπε, που θέλεις όλοι να σωθούν, Σε παρακαλώ να με ξαναφέρεις κοντά Σου και να δεχτείς σαν αγαθός τη μετάνοιά μου.

Ἐνώτισαι τούς στεναγμούς τῆς ψυχῆς μου, καί τῶν ἐμῶν ὀφθαλμῶν προσδέχου τούς σταλαγμούς, Σωτήρ, καί σῶσόν με.
Άκουσε με προσοχή τους στεναγμούς της ψυχής μου και κάνε δεχτά τα δάκρυα, που στάζουν απ᾽ τα μάτια μου. Κι έτσι, Σωτήρα, σώσε με.

Ἀπό τήν η' ᾠδή

Δικαιοκρῖτα, Σωτήρ, ἐλέησον καί ῥύσαί με τοῦ πυρός καί τῆς ἀπειλῆς, ἧς μέλλω ἐν τῇ κρίσει δικαίως ὑποστῆναι· ἄνες μοι πρό τέλους δι᾽ ἀρετῆς καί μετανοίας.

Δίκαιε Κριτή και Σωτήρα μου, ελέησε και λύτρωσέ με απ᾽ τη φωτιά και την απειλή, που πρόκειται τη μέρα της κρίσεως δίκαια να υποστώ. Λύτρωσέ με πριν απ᾽ την τελευταία μου στιγμή με την αρετή και τη μετάνοια.

Ὡς ο Λῃστής εκβοώ σοι το Μνήσθητι· ὡς ο Πέτρος κλαίω πικρώς Ἄνες μοι, Σωτήρ, κράζω ὡς ο Τελώνης· δακρύω ὡς η Πόρνη· δέξαι μου τόν θρήνον, καθώς ποτε της Χαναναίας.

Όπως ο ληστής Σού φωνάζω δυνατά το «Μνήσθητι». Όπως ο Πέτρος κλαίω πικρά. Όπως ο Τελώνης κράζω: Λύτρωσέ με, Σωτήρα μου. Όπως η Πόρνη δακρύζω. και όπως παλιά της Χαναναίας δέξου το θρήνο μου.

Τήν σηπεδόνα, Σωτήρ, θεράπευσον τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς, μόνε ἰατρέ·
μάλαγμά μοι ἐπίθες καί ἔλαιον καί οἶνον, ἔργα μετάνοιας, κατάνυξιν μετά δακρύων.

Τη σαπίλα γιάτρεψε της ταπεινής μου ψυχής, Σωτήρα μου, Συ ο μοναδικός γιατρός. Βάλε μου κατάπλασμα και λάδι και κρασί έργα μετανοίας, κατάνυξη και δάκρυα.

Τήν Χαναναίαν κἀγώ μιμούμενος, Ἐλέησόν με, βοῶ, τῷ Υἱῷ Δαυίδ· ἅπτομαι τοῦ κρασπέδου ὡς ἡ Αἱμορροοῦσα κλαίω ὡς ἡ Μάρθα καί Μαρία ἐπί Λαζάρου.

Της Χαναναίας το παράδειγμα κι εγώ αντιγράφοντας, φωνάζω δυνατά προς το Γιό του Δαβίδ: ελέησέ με. Ακουμπώ στην άκρη του ενδύματος, όπως η Αιμορροούσα. Κλαίω όπως η Μάρθα και η Μαρία για το Λάζαρο.

Τό τῶν δακρύων, Σωτήρ, ἀλάβαστρον ὡς μύρον κατακενῶν ἐπί κεφαλῆς κράζω σοι ὡς ἡ Πόρνη τόν ἔλεον ζητοῦσα· δέησιν προσάγω καί ἄφεσιν αἰτῶ λαβεῖν με

Αδειάζοντας στο κεφάλι σου επάνω, Σωτήρα μου, ως μύρο το αλάβαστρο των δακρύων μου, Σού φωνάζω δυνατά όπως η Πόρνη, ζητώντας τη συμπάθειά Σου. Σού προσφέρω τη δέησή μου και ζητώ να λάβω την άφεση.

Εἰ καί μηδείς ὡς ἐγώ σοι ἥμαρτεν, ἀλλ᾽ ὅμως δέξαι κἀμέ, εὔσπλαγχνε Σωτήρ, φόβῳ μετανοοῦντα καί πόθῳ κεκραγότα· Ἥμαρτόν σοι μόνῳ, ἠνόμησα, ἐλεησόν με

Αν και κανείς, όπως εγώ, δεν αμάρτησε σε Σένα, σπλαχνικέ Σωτήρα μου, όμως δέξου με τώρα, που μετανοώ με φόβο και με πόθο ψυχής φωνάζω δυνατά: Αμάρτησα σε Σένα μόνο! Αθέτησα το Νόμο! Ελέησέ με.

Φεῖσαι, Σωτήρ, τοῦ ἰδίου πλάσματος καί ζήτησον ὡς ποιμήν τό ἀπολωλός πρόβατον· πλανηθέντα ἐξάρπασον τοῦ λύκου, ποίησόν με θρέμμα
ἐν τῇ νομῇ τῶν σῶν προβάτων.

Λυπήσου, Σωτήρα, το δικό Σου πλάσμα. Και σαν ποιμένας αναζήτησε το χαμένο πρόβατο. Εμένα που πλανήθηκα, γλύτωσέ με απ᾽ του λύκου τα δόντια. Κάνε κι εγώ να τρέφομαι απ᾽ το λιβάδι των δικών Σου προβάτων.

Ὅταν Κριτής καθίσῃς ὡς εὔσπλαγχνος καί δείξῃς τήν φοβεράν δόξαν σου Χριστέ, ὤ ποῖος φόβος τότε! καμίνου καιομένης, πάντων δειλιώντων τό ἄστεκτον τοῦ βήματός σου.

Ὅταν θα καθίσεις, ως σπλαχνικός Κριτής και θα δείξεις, Χριστέ μου, τη φοβερή δόξα Σου, τι φόβος τότε ανέκφραστος απ᾽ το καμίνι που θα καίει! Όλοι θα τρέμουν γιατί δεν θα μπορούν να υποφέρουν το κριτήριό Σου.