Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Τὸ Μυστήριον τῆς Μεγάλης Εβδομάδος

 
 
Τὸ Μυστήριον τῆς Μεγάλης Εβδομάδος

ὑπὸ πατρὸς Ἀνδρέου Ἀγαθοκλέους

Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς θὰ παραμείνει πάντα τὸ μεγάλον μυστήριον, ποὺ θὰ γνωρίζεται εἰς τοὺς μυημένους καὶ θὰ περνᾶ ἐπιφανειακῶς εἰς τοὺς ἀμυήτους. Ἀφοῦ μυστήριον δὲν σημαίνει τὸ παντελῶς ἄγνωστον, ἀλλὰ τὸ γνωστὸν μόνον σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὶς προϋποθέσεις. Ἄρα εἰς τοὺς ἀμυήτους παραμένει ἄγνωστον, ἀπρόσιτον.

Ἡ Μεγάλη ῾ Εβδομὰς μᾶς εἰσάγει πνευματικῶς εἰς τὰ τέλη τὴς ἐπιγείας ζωῆς τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι καὶ τὰ πιὸ καθοριστικά διὰ τὸν ἴδιον ἀλλὰ καὶ διὰ κάθε ἄνθρωπον. Δι’ αυτὸ καὶ τὸ χαρακτηριστικόν «Μεγάλη Εβδομάδα» καθορίζει τὴν σημασίαν τῶν γεγονότων καὶ ὄχι βέβαια τὸ μεγαλύτερον τοῦ χρόνου.

Τὰ εξωτερικά, ὅπως η εικόνα του Νυμφίου, ο Εσταυρωμένος, ο Επιτάφιος, ὅλα ὄσα συνιστοῦν τὸ «ἀνάστα ο Θεός » τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, οἱ καμπάνες καὶ οἱ λαμπάδες τὸ Πάσχα, βοηθοῦν τὶς αἰσθήσεις μας διὰ νὰ εἰσέλθουν, μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, στὰ ἐνδότερα τῶν γεγονότων ποὺ συνέβησαν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ βιωθοῦν ὡς προσωπικά.

Ὁ Νυμφῖος ἐκφράζει τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ὥστε νὰ γίνεται τὸ ἀκάνθινον στεφάνι, ἡ κόκκινη χλαμύδα καὶ ὅλη ἡ κοροϊδία καὶ ὅλος ὁ ἐξευτελισμός Του, τὰ δείγματα τῆς χωρὶς ὄρια ἀγάπης Του. Ἡ ἀπάντησις σ’ αὐτόν τὸν ἔρωτα ἀσφαλώς εἶναι ὁ δικός μας ἔρωτας πρὸς Ἐκεῖνον. Καὶ ἐὰν ὁ πόνος μας γεννᾶται ἀπὸ τὴν συνειδητοποίησιν τῆς ἀδυναμίας ν’ ἀνταποκριθοῦμε, θέτοντάς Τον ὡς «Νυμφῖον καὶ ἐραστήν τῶν ψυχῶν ἡμῶν», τότε κάπου αρχίζουμε...

Ὁ Ἐσταυρωμένος τὴν Μεγάλην Πέμπτην τὸ βράδυ, φανερώνει πάντα τὸ μυστήριον τοῦ Σταυροῦ, ὅπου ἕνας Θεὸς καταδέχεται νὰ περάσει τὸ ἔσχατο σημεῖον τῆς ἀνθρωπίνης κατάντιας, προσδοκώντας εἰς τοὺς αἰῶνες τὴν νίκην τῆς ἀγάπης ἔναντι τοῦ μίσους, τῆς ἐλευθερίας ἔναντι τῆς δουλικότητας. Δι’ αὐτὸ οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ καλούνται νὰ μιμηθοῦν τὸν διδάσκαλόν Τους ἀγωνιζόμενοι νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν «ἀρνούμενοι τὸν ἐαυτὸν τους καὶ σηκώνοντας τὸν σταυρόν τους ».

Ὁ ᾿ Επιτάφιος μὲ τὰ λουλούδια θὰ θυμίζει πῶς ἐκεῖ ποὺ ἔθαψαν τὸν Χριστὸν «ἦταν κῆπος ». Μέσα στὸ ἀμὴν τῆς κάθε ἀνθρωπίνης ἱστορίας καὶ ἀντοχῆς, βρίσκεται μία ἐλπίδα, αὐτὸ τὸ «κάτι» ἀπ’ ὅπου μπορεῖ νὰ ξεκινήσει ἡ ζωή.

Τὸ «ἀνάστα ὁ Θεός » τοῦ Μεγάλου Σαββάτου μᾶς βεβαιώνει πῶς ὁ πόνος, ἡ ἀπόγνωσις, ἀκόμα καὶ ὁ θάνατος τοῦ κόσμου τούτου, τελειώνουν μὲ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου μας. Ποιὸ σκοτάδι ἀντέχει εἰς τὸ Φῶς Του; Ποῖα θλίψις παραμένει εἰς τὴν παρουσία Του; Ἐὰν Ἐκεῖνος πέρασε τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, μὲ ὑπακοην καὶ ταπείνωσιν, πῶς ἐμεῖς θὰ γευτοῦμε ἀνάστασιν χωρὶς αὐτά;

Τὰ μεγάλα γεγονότα τῆς ζωῆς δι’ ἄλλους μιλοῦν καὶ δι’ ἄλλους δὲν λέγουν τίποτα. Ἔτσι καὶ ἡ Μεγάλη Ἐβδομάδα. Δι’ ἄλλους θὰ εἶναι ἀλλαγὴ ρουτῖνας, συναισθηματικὲς εὐκαιρίες, παιδικῶν ἀναμνήσεων ἀναμόχλευσις, δι’ ἄλλους πηγὴ μετανοίας, ἀλλαγὴ ζωής, πορεία πρὸς νεκρανάστασιν τοῦ ἐαυτοῦ τους. Ἄλλοι θὰ τὰ βιώνουν ἐξωτερικῶς καὶ ἄλλοι πνευματικῶς.

Εὐλογημένοι ὄσοι «συμπορευτοῦν» μὲ τὸν Χριστὸν εἰς τὸ Πάθος καὶ εἰς τὸν Σταυρόν, διατὶ αὐτοὶ καὶ θὰ «συνδοξαστοῦν ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν».