Περί της αυταπαρνήσεως και άρσεως του Σταυρού
(Αγίου Φιλαρέτου Μόσχας)
«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι». (Μάρκ. 8, 34)
Ο Ιησούς Χριστός αποκάλεσε κάποτε τον
εαυτό Του «οδό και αλήθεια και ζωή». Και τώρα, σύμφωνα με τον πρώτο από
αυτούς τους προσδιορισμούς, μάς δείχνει την οδό. «Όστις θέλει οπίσω μου
ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και
ακολουθείτω μοι».
Λέγοντάς το αυτό ο Ευαγγελιστής,
παρατηρεί ότι όταν ο Ιησούς Χριστός πρόφερε αυτές τις λέξεις, «κάλεσε
τον λαό κοντά του ως επίσης και τους μαθητές». Αυτό δείχνει ότι το
κάλεσμά Του απευθυνόταν όχι αποκλειστικά στους εκλεκτούς, αλλά σε όλους
χωρίς εξαίρεση.
Όποιος κι αν είσαι εσύ που ακούς τα λόγια
αυτά, πρέπει κι εσύ να σκεφτείς για την οδό. Σε τούτο τον ορατό και
παροδικό κόσμο στον οποίο ζεις δεν υπάρχει τίποτα σταθερό, αλλά τα πάντα
κινούνται και περνούν. Και η ζωή σου το ίδιο προχωρά και περνά· μερικές
φορές φαίνεται να αναπαύεσαι στο σώμα, όμως οι κρυφοί σου λογισμοί, οι
μυστικές σου επιθυμίες κινούνται ασταμάτητα. Κι έτσι αν δεν βαδίζεις την
οδό της σωτηρίας, ασφαλώς βαδίζεις την οδό της απώλειας, ή αν δεν
προοδεύεις, τότε ασφαλώς ξαναπέφτεις, βυθιζόμενος από την πνευματική ζωή
σε εκείνη της σάρκας, από την ανθρώπινη στη ζωή του κτήνους, και ούτε
καν θα καταλάβεις πως θα πέσεις στη ζωή της κολάσεως, και ανέκκλητα στον
δεύτερο θάνατο, Πρόσεξε, λοιπόν, το μονοπάτι που βαδίζεις.
Ως Αρχηγός και βασιλεύς των ελεύθερων
ανθρώπων, ο Ιησούς Χριστός δεν αναγκάζει κανέναν να ακολουθήσει την οδό
που υποδεικνύει, αλλά προσκαλεί όσους θέλουν να εισέλθουν σε αυτήν,
«όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». Ρώτησε τον εαυτό σου, χριστιανέ,
ρώτησε τον εαυτό σου και δώσε μια αποφασιστική απάντηση — θα
ακολουθήσεις τον Ιησού Χριστό ή όχι;
Ένας χριστιανός να μην επιθυμεί να
ακολουθήσει τον Χριστό! Τι παράλογη ιδέα. Πόσο αντιφατική προς τον εαυτό
της. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν άνθρωποι οι όποιοι αν και καταλαβαίνουν το
παράλογο της σκέψεως, ωστόσο δεν αισθάνονται πόσο εγκληματική είναι η
πράξη. Πώς λοιπόν είμαστε χριστιανοί, αν δεν ακολουθούμε τον Χριστό;
Είμαστε χριστιανοί, θα πουν μερικοί, που άκουσαν τους λόγους της
χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά δεν κατάλαβαν την δύναμή τους είμαστε
χριστιανοί γιατί πιστεύουμε στο Χριστό. Σύμφωνοι. Μα αν πιστεύεις στο
Χριστό, τότε ασφαλώς πιστεύεις στο λόγο του, γιατί ο Χριστός και ο λόγος
Του είναι ένα. Αν πιστεύεις στο λόγο του Χριστού, πρέπει επίσης να
πράττεις σύμφωνα με τον λόγο Του. Διότι το να πιστεύεις σε έναν λόγο και
να μην πράττεις σύμφωνα με αυτόν αποτελεί επικίνδυνο θράσος και
ανοησία. Ας το εξηγήσουμε αυτό με ένα παράδειγμα. Αν στη διάρκεια των
περιπλανήσεών σου μέσα σε άγνωστα και επικίνδυνα μέρη, κάποιος σου έλεγε
ότι υπάρχει μονοπάτι που θα σε οδηγήσει σε ασφαλές μέρος και εσύ, μη
έχοντας κανένα λόγο να αμφιβάλλεις γι’ αυτή την υπόδειξη, καθυστερήσεις,
ή πας προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να συναντήσεις ίσως ένα άγριο
θηρίο ή ένα ληστή, δεν θα ήταν μία πράξη επικίνδυνου θράσους και
ανοησίας εκ μέρους σου; Όμως τί λέγει ο λόγος του Χριστού, στον οποίον,
καθώς και στο λόγο Του, πιστεύεις; «Ει θέλεις τέλειος είναι, δεύρο
ακολούθει μοι». Μετά από αυτό, πώς μπορείς να δικαιολογήσεις τον εαυτό
σου αν δεν ακολουθήσεις τον Ιησού Χριστό; Μήπως λέγοντας ότι δεν
επιζητάς την τελειότητα; Όμως τούτο είναι ακριβώς το πράγμα που ζητά από
εσένα Εκείνος στον οποίον πιστεύεις. «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι», λέγει
Εκείνος· και σε ποιο μέτρο; «Ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς
τέλειος εστίν». Αν απαρνηθείς την επιδίωξη για τελειότητα, τότε θα άρει
από σου την ελπίδα της ουράνιας βασιλείας. «Λέγω γαρ υμίν ότι εάν μη
περισσεύση ή δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη
εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών». Αν δεν επιθυμείς να είσαι μαζί
Του —και πώς είναι δυνατό να είσαι μαζί Του χωρίς να φυλάγεις τον λόγο
Του και να Τον ακολουθείς σε όλα;— τότε θα σε κηρύξει εχθρό Του, και θα
σε αρνηθεί και στον ουρανό και στη γη. «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού
έστι». «Ος γαρ επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη
μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο Υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν
όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων». Κι
έτσι ένα από τα δύο θα γίνει — ή θα πρέπει να ακολουθήσεις το Χριστό, να
ακολουθήσεις τον λόγο και το παράδειγμά Του, ή μάταια αποκαλείς τον
εαυτό σου χριστιανό.
Δεν θα ήταν δύσκολο να αναγνωρίσουμε και
να αποδεχτούμε το καθήκον να ακολουθήσουμε το Χριστό, αν δεν μας
σταματούσε η σκέψη: «Προς τα πού να τον ακολουθήσουμε;». Α, προς τα πού;
Ας δούμε προς τα πού πηγαίνει. «Ιδού», λέγει σε εκείνους που Τον
ακολουθούν, «ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου
παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και τοις γραμματεύσι, και κατακρινούσιν
αυτόν θανάτω και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσι, και εμπαίξουσιν αυτώ
και μαστιγώσουσιν αυτόν και εμπτύσουσιν αυτώ και αποκτενούσιν αυτόν».
Πράγματι φοβερή είναι η οδός του Χριστού. Οι ίδιοι οι Απόστολοι, οι
οποίοι κάτω από την άμεση οδηγία Του τον ακολούθησαν, δεν ήταν σε θέση
να μπουν ήρεμα σε αυτή την οδό. «Ήσαν εν τη οδώ», διηγείται ο
Ευαγγελιστής, «αναβαίνοντας εις Ιεροσόλυμα. Και ην προάγων αυτούς ο
Ιησούς, και εθαμβούντο, και ακολουθούντες εφοβούντο». Και τί άλλο;
Υπάρχει ένα μέρος αυτού του δρόμου που και ο ίδιος ο Χριστός δεν
διασχίζει χωρίς θάμβος, καθώς λέγεται, «και ήρξατο εκθαμβείσθαι και
αδημονείν».
Μήπως όμως μάταια αποκαλύπτω όλη τη
φοβερότητα του δρόμου του Ιησού, που ήδη είναι αντικείμενο φόβου σε
πολλούς; Όχι, χριστιανοί, «η γαρ παράκλησις ημών», θα πούμε με τον
Απόστολο, «ουκ εκ πλάνης, ουδέ εξ ακαθαρσίας, ούτε εν δόλω». Δεν
επιθυμούμε να αποκρύψουμε από σας μια δυσκολία, η οποία είναι
αναπόφευκτη αλλά από αυτή την ίδια την δυσκολία μπορεί να κατανοήσετε
ότι δεν είναι δύσκολο να την υπερνικήσετε. Για ποιό λόγο ο Ιησούς
Χριστός εθαμβώθη, αυτός ενώπιον του Οποίου όλα φοβούνται και τρέμουν,
αυτός ο Οποίος δεν φοβάται κανέναν, καθώς δεν υπάρχει καμία δύναμη που
να μπορεί να φοβίσει τον Παντοδύναμο; Για ποιό λόγο αδημονούσε, Εκείνος
που είναι, η πηγή της ευδιαθεσίας και της χαράς, για όλους όσοι δεν
μπορούν παρά να νιώθουν χαρά και ευδιαθεσία; Είναι φανερό πως η
κατάπληξη και η αδημονία δεν ήταν δικές Του, αλλά υποτάχτηκε σε τούτο,
επειδή «αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν». Όμως
για ποιό λόγο έλαβε τας ασθενείας μας και εβάστασε τας νόσους μας, αν
όχι για να τις θεραπεύσει και να τις ελαφρύνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να
μην «εάσει ημάς πειρασθήναι υπέρ ο δυναμεθα;». Επομένως, εάν το θάμβος
και η θλίψη δεν έχουν εντελώς αρθεί από το δρόμο του Χριστού, έχουν
τουλάχιστον σημαντικά ελαττωθεί από Εκείνον που έχει ήδη διανύσει αυτό
το δρόμο, και τον έφερε κοντά μας. Έτσι λοιπόν οι Απόστολοι δεν
φοβούνταν πάντοτε, όπως στην αρχή, να ακολουθήσουν τον Χριστό. Και μετά
ήρθε ο καιρός που βάδισαν αυτό το τρομερό και οδυνηρό μονοπάτι με χαρά.
«Οι μεν ουν επορεύοντο χαίροντες», γράφει ο αφηγητής των Πράξεών τους,
«από προσώπου του συνεδρίου, ότι υπέρ του ονόματος αυτού κατηξιώθησαν
ατιμασθήναι». Πώς μπορούσε να συμβεί, οι ίδιοι άνθρωποι που βρίσκονταν
στο ίδιο ακριβώς μονοπάτι, στην αρχή να φοβούνται, και μετά να
χαίρονται; Φοβούνταν όταν ο Ιησούς Χριστός δεν είχε ακόμα διανύσει αυτό
τον δρόμο, για να τον προσφέρει ασφαλή. Χάρηκαν όταν τον διέβη, και
σήκωσε τις δυσκολίες του.
Φοβήθηκαν όταν είδαν απλώς αυτές τις
δυσκολίες, χωρίς να εισχωρήσουν περισσότερο σε αυτές. Αλλά χάρηκαν όταν
κατάλαβαν καθαρά το τέλος του δρόμου του Χριστού. Γιατί προς τα πού
οδηγεί ο δρόμος; Οδηγεί στον ουρανό, στον Θεό Πατέρα, όπως είπε ο ίδιος ο
Ιησούς Χριστός, περιγράφοντας όλο το δρόμο Του, από την αρχή έως το
τέλος, λέγοντας: «εξήλθον παρά του Πατρός και ελήλυθα εις τον κόσμον·
πάλιν αφίημι τον κόσμον. Και πορεύομαι προς τον Πατέρα». Ο δρόμος αυτός
οδηγεί στη θεία δόξα. «Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν
εις την δόξαν αυτού;».
Είναι λοιπόν δυνατόν, θα πουν μερικοί που
δεν καταλαβαίνουν τα μυστήρια του Χριστού, είναι δυνατόν να έρθουμε κι
εμείς κοντά στον Θεό Πατέρα, και να εισέλθουμε στη δόξα του Μονογενούς
Υιού του Θεού; Ναι είναι, αδελφοί μου. Γιατί είναι αληθινός Εκείνος που
είπε: «όπου εγώ ειμί, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται». Και επομένως
εάν ο Κύριός μας πηγαίνει στον Θεό Πατέρα, τότε θα μας φέρει κι εμάς σε
Εκείνον διά του εαυτού Του. Εάν ο Χριστός εισέρχεται στη θεία δόξα Του,
τότε θα φέρει και τους χριστιανούς εκεί μαζί του, και θα τους
καταστήσει, κατά τους λόγους του Αποστόλου, «κοινωνούς θείας φύσεως».
Μην πείτε ότι ένα τέτοιο ύψος είναι απρόσιτο στον επί γης γεννηθέντα
άνθρωπο. Πρέπει να εισέλθουμε με σταθερή απόφαση στο τμήμα αυτό του
δρόμου του Χριστού που διήνυσε και τον άνοιξε για μας πάνω στη γη, και
μετά, όταν θα πρέπει να ανυψωθούμε πάνω από όλα τα επίγεια πράγματα. και
να υψωθούμε σε εκείνο που είναι θείο και ουράνιο, τότε Εκείνος ο ίδιος
θα μας σηκώσει ψηλά και θα «αναλάβει ημάς επί πτερύγων αγγέλων», σύμφωνα
με τη μεγάλη Του υπόσχεση: «Καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω
προς εμαυτόν».
Με τις σκέψεις αυτές, αδελφοί μου,
ελπίζουμε ότι η καρδιά σας λέγει προς τον Αρχηγό και τον Λυτρωτή της:
«Διδάσκαλε, ακολουθήσω σοι όπου εάν απέρχη». Μόνον Εσύ στον οποίον όλες
οι καρδιές είναι ανοικτές, δεν απορρίπτεις αυτή την επιθυμία, όπως
κάποτε την απέρριψες στα χείλη κάποιου ανθρώπου, γιατί, αναμφίβολα, δεν
έβγαινε από το περίσσευμα της καρδιάς του.
Όμως αν επιθυμείτε να ακολουθήσετε τον
Χριστό, είναι τότε ώρα να σας πω, πως πρέπει να Τον ακολουθήσετε: «Όστις
θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν
αυτού, και ακολουθείτω μοι».
Πρώτον, λοιπόν, εκείνος που επιθυμεί να
ακολουθήσει τον Χριστό, ας απαρνηθεί τον εαυτό του. δηλαδή, ας απαρνηθεί
την φιλαυτία του, ας μην αφοσιωθεί στην δική του τιμή, στο συμφέρον και
στην ευχαρίστησή του. Αλλά όπως ένας ταξιδιώτης, να τα προσπεράσει όλα
αυτά, και γρήγορα να τα άφησει πίσω του. Και σε κάθε τι να πράττει
σύμφωνα με την παραίνεση του Αποστόλου: «Ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως
μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη
χαίροντες, και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες, και οι χρώμενοι τω
κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι». Πώς είναι δυνατόν, θα πουν μερικοί, να
φτάσουμε σ’ αυτή την αυταπάρνηση; ‘Όπως ο πολεμιστής, όταν ξεκινά μια
εκστρατεία απαρνείται όλες τις χαρές του οικογενειακού βίου, και όπως
απαρνείται την ίδια τη ζωή όταν μπαίνει στη μάχη. Διότι χωρίς αυτή την
απάρνηση δεν θα μπορούσε ούτε να είναι γενναίος ούτε νικητής. Αν είναι
δυνατό να κάνει κάτι τέτοιο για χάρη ενός φθαρτού στέμματος και μιας
πρόσκαιρης δόξας, τί δεν μπορεί λοιπόν και τί δεν θα κατόρθωνε
προκειμένου να αποκτήσει ένα στέμμα άφθαρτο και μια δόξα αιώνια;
Δεύτερον, για να ακολουθήσει κάποιος τον
Χριστό πρέπει να άρει τον σταυρό του. Ο σταυρός του Χριστού συνίσταται
από τα παθήματά Του, τις αποδοκιμασίες και το θάνατο. Έχοντας υπομείνει
μόνος τα πάντα για χάρη μας, έχει κάθε δικαίωμα να ζητά από τον καθένα
μας να τα υπομείνει όλα αυτά για Εκείνον. Όμως, για να μη συντριβούμε
από το βάρος του φορτίου Του, κάτω από το οποίο και τον ίδιο τον είδαν
τόσο αδύναμο, δεν άφησε επάνω μας τον δικό Του μέγα Σταυρό, αλλά έδωσε
εντολή στον καθένα μας να αναλάβει τον δικό του σταυρό, να είναι έτοιμος
να υπομείνει τόσα παθήματα και δοκιμασίες, εξωτερικές και εσωτερικές,
όσα η καθαρτήρια, εξαγνιστική και ταυτοχρόνως ελεήμων θέληση της θείας
Πρόνοιας, που κυβερνά τα πάντα, μπορεί να επιλέξει για να μας
επισκεφτεί. Είναι λοιπόν τούτο αναπόφευκτο; Θα αναφωνήσουν μερικές
εξασθενημένες ψυχές. Ηρεμήστε και σκεφτείτε. Εάν ο Χριστός, ο Οποίος
ήταν αναμάρτητος και παντοδύναμος, «έπρεπε να πάθει», ώστε να μπορέσει
«να εισέλθει στην δόξα Του», τότε πώς μπορούμε εμείς, κηλιδωμένοι και
αδύναμοι από την αμαρτία, να φτάσουμε σε αυτή την δόξα, χωρίς να
καθαριστούμε από τις δοκιμασίες και να ενδυναμωθούμε από τα παθήματα;
Διότι τί κατοικεί σε μας τώρα; Εάν την εξομολόγησή μας την εμποδίζει η
φιλαυτία, ας επικαλεστούμε την ενοχή μας με τους λόγους του Αποστόλου:
«Οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τουτέστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν». Σε
μας κατοικεί, από τον καιρό του προπατορικού αμαρτήματος ο παλαιός Αδάμ,
με τις επιθυμίες και τις ηδονές του. Πως μπορούμε λοιπόν να τον
απεκδυθούμε, και να ενδυθούμε τον νέον άνθρωπο, ο οποίος είναι ο σκοπός
των προσδοκιών μας; Όχι, λέγω, όχι χωρίς παθήματα, κι ακόμη, όχι χωρίς
θάνατο. Πρέπει να αναλάβουμε τον σταυρό μας όχι μόνο για να αγωνιστούμε
τον καλόν αγώνα, αλλά για να μπορέσουμε εντελώς πια στο τέλος να
«σταυρώσομεν την σάρκα συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» να
«νεκρώσομεν τα μέλη ημών τα επί της γης», να πεθάνουμε, μυστικά, διότι
«η ζωή ημών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ».
Τέτοια είναι, ω Χριστιανοί, η διδασκαλία
του Σταυρού, διδασκαλία τόσο αναγκαία και θεμελιώδης στον Χριστιανισμό,
που η Εκκλησία, μη όντας ευχαριστημένη με το να την διακηρύσσει συχνά με
λόγια, ακόμη πιο συχνά μάς την παρουσιάζει με σύμβολα και σημεία. Με το
ίδιο το βάπτισμά μας, βάζει επάνω μας την εικόνα του Σταυρού. Σε κάθε
προσευχή μάς επιβάλλει να κάνουμε το σημείο του Σταυρού. Και από καιρού
εις καιρόν, όπως και την σημερινή ημέρα, τον παρουσιάζει επίσημα προς
λατρεία και ιερό χαιρετισμό. Ας είμαστε προσεκτικοί, ας αποδεχτούμε αυτή
την εντολή, όχι σαν από ανθρώπινα χείλη, αλλά σαν από τα χείλη του
ίδιου του σταυρωθέντος Σωτήρα μας: «ας απαρνηθούμε τον εαυτό μας, και
αίροντες τον σταυρό μας, ας τον ακολουθήσουμε». Αμήν.
(Αγ. Φιλάρετος Μόσχας, «Η Θεολογία της καρδιάς», εκδ. Ίνδικτος, 2008, σ. 85-94)