ΤΡΙῼΔΙΟΝ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΝ

Ἀρχίζει τὸ Τριῴδιον. Ἡ περίοδος τῆς κατανύξεως καὶ τῆς καθάρσεως. Ἡ ἀνακαίνισις τῆς ψυχῆς. Ἡ ἔμπρακτος μετάνοια. Ὁ φωτισμὸς τῆς διανοίας καὶ τῆς καρδίας. Ἡ ἀπόρριψις τῶν ἔργων τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἀνάστασις.
 Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία πορεία. Μία πορεία πρὸς τὸ τέλος, τὴν Δευτέραν Παρουσίαν τοῦ Σω τῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἰς τὴν πορείαν μας, ὅμως, αὐτὴν ἔχομεν καὶ ἐμπόδια, ἀλλὰ καὶ πτώσεις. Καὶ μάλιστα πτώσεις ὀδυνηράς. Διὰ τοῦτο ἔχομεν ἀνάγκην καθάρσεως. Ἀνάγκην μετανοίας.
Τὸ Τριῴδιον λοιπὸν εἶναι περίοδος μετανοίας καὶ συναισθήσεως τῆς ἁμαρτίας μας. «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα» ψάλλομεν. Τὸ πρόθυμον πνεῦμα τοῦ πιστοῦ ξαγρυπνᾶ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φέρον μαζί του τὸν λερωμένον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ναὸν τοῦ σώματος καὶ παρακαλεῖ νὰ τοῦ ἀνοίξη ὁ Θεὸς τὴν θύραν τῆς μετανοίας. Εἰς τὸν ἅγιον ναὸν τοῦ Θεοῦ ἔχουν θέσιν μόνον οἱ καθαροί· αὐτὸς εἶναι ἀκάθαρτος, ἀλλὰ ἐλπίζει εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δύναμιν τῆς χάριτός του.
 Εἰς τὸ δεύτερον τροπάριον, «Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι, τρίβους, Θεοτόκε...» ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς παρακαλεῖ τὴν Θεοτόκον νὰ τὸν ὁδηγήση εἰς τὸν ἴσιον δρόμον τῆς σωτηρίας, αὐτὸν ποὺ διαβαίνων τὴν ζωήν του μὲ ραθυμίαν, ἐλέρωσε τὴν ψυχήν του μὲ αἰσχρὰς ἁμαρτίας· ἐλπίζει ὅμως καὶ πάλιν ὅτι αἱ πρεσβεῖαι τῆς Παναγίας μας θὰ τοῦ χαρίσουν τὴν ποθητὴν κάθαρσιν.
Εἰς τὸ τρίτον τροπάριον «Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν...» ὁ ταλαίπωρος ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἀναμετρᾶ τὰ πλήθη τῶν φοβερῶν του κριμάτων καὶ τρέμει ἀναλογιζόμενος τὴν ὥραν τῆς κρίσεως. Γεμᾶτος ὅμως καὶ πάλιν μὲ θάρρος καὶ ἐλπίδα εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, φωνάζει μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδὸν τὸ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου».
Μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι «φέρομεν τὸν Ναὸν τοῦ σώματός» μας «ὅλον ἐσπιλωμένον» καὶ «ἐννοοῦντες τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μας δεινῶν», τρέμομεν τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Τὸ Τριῴδιον λοιπὸν εἶναι ἡ περίοδος τῆς μετανοίας, τῆς διορθώσεως τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ἡ ἀλλαγὴ τῆς νοοτροπίας. Εἶναι ἕνα νέον μυστικὸν πνευματικὸν βάπτισμα. Σταυρώνομεν τὰ πάθη. Τὰ νεκρώνομεν. Τὰ βυθίζομεν τρὶς καὶ πολλάκις εἰς τὸ νερὸ τῶν δακρύων τῆς κατανύξεως. Ἔτσι ἡ ψυχὴ καθαίρεται. Λαμπρύνεται. Λευκαίνεται. Γίνεται ὁλόφωτος, φωτόμορφος, ὅπως εἶναι ὅλα τὰ ἀληθινὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ συνεπῶς Ἀνασταίνεται.
Τί εἶναι τὸ Τριῴδιον; Μία περίοδος ποὺ προηγεῖται τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως. Προπαρασκευὴ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως. «Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν περάση ἀπὸ τὸ μνῆμα τῆς μετανοίας καὶ ταπεινώσεως καὶ κατανύξεως, δὲν βλέπει τὴν δόξαν τῆς μυστικῆς Ἀναστάσεως», λέγει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος.
Καθʼ ὅλην τὴν περίοδον αὐτὴν ὁ ἁμαρτωλὸς μπαίνει εἰς τὸ «μνῆμα» αὐτό. Σκοπὸς του εἶναι νὰ φθάση ἀκατακρίτως προσκυνῆσαι τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν. Πότε θὰ γίνη αὐτό; Ὅταν ἡ ψυχὴ του ἔχη ἀναστηθῆ ἀπὸ τὴν πτῶσιν τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς κατανύξεως ἔχη πλυθῆ. Ἰδοὺ ὁ σκοπὸς τοῦ Τριῳδίου. Ὅταν ἔλθη ἡ Ἀνάστασις, ψάλλοντες τὸ «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός», νὰ αἰσθανώμεθα κατὰ πρῶτον καὶ κύριον λόγον τὸ Φῶς αὐτό, τὸ Φῶς τῆς Ἀναστάσεως εἰς τὴν καρδίαν μας.

* * *

Τὴν πρώτην Κυριακὴν τοῦ Τριῳδίου ἀναγιγνώσκεται ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου.
Ἡ ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς πλέκεται γύρω ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον. Μὲ αὐτὴν τὴν παραβολὴν ἀνοίγει ἡ
ἱερὰ πύλη τοῦ Τριῳδίου. Δὲν μποροῦσε νὰ εὑρεθῆ καταλληλότερο θέμα, ποὺ νὰ συνδυάζη κατὰ ἕνα τόσον πλήρη τρόπον τοὺς σκοποὺς τῆς περιόδου τοῦ Τριῳδίου. Ἡ προσευχή, ἡ νηστεία καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ ἐπιφανειακὰ δικαίου, κενοδόξου ὅμως καὶ ὑπερηφάνου Φαρισαίου, ἀποδοκιμάζονται ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἀντιθέτως δικαιώνεται ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος, ἀλλὰ μετανοημένος καὶ συντετριμμένος Τελώνης, ποὺ κτυπᾶ τὸ στῆθος του καὶ ταπεινὰ ἐπικαλεῖται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Αὐτὸν λοιπὸν τὸν τύπον τῆς ὀρθῆς προσευχῆς θέτει εἰς τὸ στόμα τοῦ πιστοῦ ἡ Ἐκκλησία εἰς τὴν ἔναρξιν τῆς περιόδου τῆς προσευχῆς. Καλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ μὴ προσευχηθοῦν «φαρισαϊκῶς», ἀλλὰ μὲ ταπείνωσιν «τελωνικῶς» διότι, ὅπως εἶπεν ὁ Κύριος, «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».
Ψάλλει λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ πρῶτον τροπάριον τοῦ Τριῳδίου: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί, ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται· «ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τελωνικῶς, διὰ νηστείας κράζοντες· ἱλάσθητι ἡμῖν, ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς».
Ἡ ἀποφυγὴ λοιπὸν τῆς θεομισοῦς ὑπερηφανείας καὶ ἡ ἄσκησις τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως εἶναι ἡ
βάσις, τὸ θεμέλιον τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνος πάντοτε μέν, ἰδιαιτέρως δὲ κατὰ τὴν κατανυκτικὴν
περίοδον τοῦ Τριῳδίου.

* * *

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης εἰς τὸ περίφημον βιβλίον του «Κλῖμαξ» ἔχει ἀφιερώσει δύο λόγους διὰ τὴν πολύμορφον κενοδοξίαν, ποὺ ἀφανίζει ὅλα τὰ καλὰ εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν θεομισῆ ὑπερηφάνειαν, ποὺ κάμνει τὸν ἄνθρωπον ἄθεον καὶ ὅμοιον μὲ τὸν Διάβολον. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ Κενοδοξίας καὶ Ὑπερηφανείας, λέγει ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος, εἶναι ὅση μεταξὺ μικροῦ καὶ ἀνηλίκου παιδιοῦ καὶ τελείου ἀνδρὸς καὶ ὅσο τὸ σιτάρι ἀπὸ τὸ ψωμί. Ἡ κενοδοξία θεωρεῖται ὡς ἡ ρίζα, ἡ δὲ ὑπερηφάνεια κρίνεται ὡς κλάδος καὶ κορυφή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν γεννῶνται ὅλοι οἱ καρποὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἀσεβείας. Ἀλλὰ τί εἶναι ὑπερηφάνεια; Εἶναι ἄρνησις τοῦ Θεοῦ, ἐφεύρεσις τῶν δαιμόνων, μητέρα τῆς κατακρίσεως, θυγάτηρ, ποὺ θηλάζει τὴν δόξαν καὶ τὸν ἔπαινον, σημεῖον ἀκάρπου ψυχῆς, φυγαδευτήριον τῆς θείας βοηθείας, σάλευμα τῆς καρδίας, πρόξενος πτώσεων, παραλογισμός, πηγὴ τοῦ θυμοῦ, θύρα τῆς ὑποκρίσεως, δαιμόνων στήριγμα, φύλαξ τῆς ἁμαρτίας, ἐχθρός τῆς ἐξομολογήσεως, πρόξενος τῆς ἀσπλαχνίας, ἄγνοια τῆς ἐλεημοσύνης καὶ συμπαθείας, ἐξεταστὴς πικρὸς τῶν ξένων ἔρ γων, δικαστὴς τρομερὸς καὶ ἀπάνθρωπος, ἀντίπαλος τοῦ Θεοῦ, ρίζα τῆς βλασφημίας. Εἶδον κάποιον ποὺ εὐχαρίστει ψευδῶς μὲ τὸ στόμα του τὸν Θεὸν καὶ μὲ τὴν καρδίαν ὑπερυψοῦτο· καὶ μαρτυρεῖ τοῦτο σαφῶς ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος, περὶ τοῦ ὁποίου διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιον πὼς ἔλεγεν εἰς τὸν Θεὸν «Ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοι» (Λουκ. ιη΄ 11). Ὅμως δὲν τὸ ἔλεγε μὲ καθαρὰν καρδίαν καὶ ταπείνωσιν, ἀλλὰ μὲ εἰρωνείαν καὶ ὑπερηφάνειαν ἄμετρον. Διὰ τοῦτο κατακρίνων ὅλον τὸν κόσμον ἔλεγε, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι, οἵτινές εἰσι ἅρπαγες, ἄδικοι καὶ μοιχοί, οὔτε εἶμαι, ὅπως αὐτὸς ὁ Τελώνης· καὶ ἐπαινοῦσε καὶ ἐδόξαζε τὸν ἑαυτόν του καὶ ἔλεγε: Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ ὅλα μου τὰ πράγματα, καὶ τὰ δίδω εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς ὅσους ἔχουν ἀνάγκην.
• «Ὅπου πτῶμα κατέλαβεν, ἐκεῖ ὑπερηφανείᾳ προεσκήνωσε· μήνυμα γὰρ τοῦ προτέρου τὸ δεύτερον». Δηλαδὴ δὲν δύναται κανεὶς νὰ πέση εἰς τὴν λάσπην τῆς ἁμαρτίας, ἂν δὲν πέση πρῶτα εἰς τὸν κρημνὸν τῆς ὑπερηφανείας.
• Ὑπόθεσε ὅτι εἶναι δώδεκα τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Καὶ ἂν νικήσης τὰ ἕνδεκα καὶ σὲ νικήση τὸ ἕνα, ἡ ὑπερηφάνεια, καὶ γίνης δοῦλος αὐτῆς, ἐκείνη μόνη εἶναι ἱκανὴ καὶ ἀρκετὴ νὰ σοῦ προξενήση, ὅσον κακὸν ἤθελον προξενήσει τὰ δώδεκα.
• Ὁ ὑψηλόφρων ἀντιλέγει σφοδρῶς, ὁ δὲ ταπεινόφρων, οὔτε νὰ ἀντικοιτάξη γνωρίζει. Δὲν ὑποκλίνεται τὸ κυπαρίσσι, οὔτε ὁ ὑπερήφανος ταπεινοῦται.
• Ὁ ὑπερήφανος ἀγαπᾶ νὰ ἐξουσιάζη τοὺς ἄλλους. «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται». Καὶ ποιὸς λοιπὸν δύναται νὰ ἐλεήση αὐτούς; «Ἀκάθαρτος παρὰ Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος». Ποιὸς θὰ μπορέση νὰ τὸν καθαρίση;
• Τιμωρία τοῦ ὑπερηφάνου ἡ πτῶσις, ἀφήνει τὸν Διάβολον νὰ τὸν τυραννῆ (ἐνοχλῆ). Ἐγκατάλειψις Θεοῦ, χάνει τὰ λογικά του καὶ δὲν ξέρει τί κάνει. Καὶ τὰ μὲν δύο προηγούμενα θεραπεύονται πολλάκις ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ τελευταῖον μόνον ἀπὸ τὸν Θεόν.
• Ἐκεῖνος ποὺ δὲν δέχεται ἔλεγχον, φανερώνει ὅτι εἶναι ὑπερήφανος. Ὅστις δέχεται μὲ εὐμένεια τοὺς ἐλέγχους, ἐλύθη ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὑπερηφανείας.
• Ἂν ἐξέπεσε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Ἑωσφόρος, χωρὶς κανένα ἄλλο πάθος, παρὰ μόνον διὰ τὸ ἁμάρτημα τῆς ὑπερηφανείας, πρέπει νὰ ἰδοῦμε μήπως καὶ ἄνευ ἄλλης ἀρετῆς, παρὰ μόνον μὲ τὴν ταπείνωσιν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀνεβῆ εἰς τοὺς οὐρανούς, σὰν Ἄγγελος. Τὸ λέγει αὐτὸ τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».
• Μὴ παύσωμεν νὰ ἀκούωμεν πάντοτε συν εχῶς τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων καὶ θὰ εὕρωμεν ὁπωσδήποτε πόσον ὑστεροῦμεν ἡμεῖς.
• Χριστιανὸς πραγματικὸς εἶναι ἄβυσσος ταπεινώσεως, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν κρημνίζει καὶ ἀποπνίγει ὅλα τὰ διαβολικὰ πάθη καὶ κινήματα.
• Ἡ λήθη τῶν ἁμαρτιῶν μας προξενεῖ εἰς ἡμᾶς ὑπερηφάνειαν, ἡ δὲ συνεχὴς αὐτῶν μνήμη φέρει εἰς ἡμᾶς τὴν ταπείνωσιν.
• Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι μία μεγάλη καὶ ἐσχάτη πτωχεία τῆς ψυχῆς. Καὶ νομίζει ὅτι εἶναι πλουσία ἀπὸ ἀρετὴν καὶ χάριτας. Ὄχι μόνον δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπον νὰ προκόψη εἰς τὴν ἀρετὴν ἀλλʼ ἀφοῦ ἀνεβῆ εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ἀρετῆς, τὸν κρημνίζει εἰς τὸ χάος.
• Ὁ ὑπερήφανος μοιάζει σὰν τὸ ρόδι, ποὺ εἶναι σάπιον μέσα καὶ ἔξω φαίνεται ὡραῖον.

Πῶς θεραπεύεται
Κενοδοξία –
Ὑπερηφάνεια

Ἡμεῖς μπαίνομεν κρυφίως εἰς τὴν καρδίαν ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἀνευλαβείας καὶ φιλοδοξίας μὲ μεγάλην πονηρίαν. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς δεσμεύει εἶναι ἡ ὑπακοὴ καὶ ἐκεῖνο, ποὺ μᾶς δέρνει εἶναι ἡ ταπείνωσις, ἡ αὐτομεμψία


*Τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη ''Ὁμιλία εἰς τὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Γεωργίου Διονύσου'' Ορθόδοξος Τύπος,'' αρ.φυλ. 1964