Ἡ
βασική διαφορά τοῦ εἰδώλου ἀπό τήν εἰκόνα ἔγκειται σ᾿ αὐτό πού
ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι «ὁμοίωση»
μέ τό ὑπαρκτό, ἐνῶ τό εἴδωλο εἶναι «ὁμοίωση» μέ τό ἀνύπαρκτο. Ἑπομένως
εἶναι πλάσμα, φαντασία, ἀπάτης ὁμοίωμα. «…ψεύδους καί ἀπάτης ὁμοίωμα…,
ψευδές τό εἴδωλον ἀνειποῦσιν μίμημα· τήν δ᾿ αὖ εἰκόνα, τοῦ ἀληθοῦς
ἀφομοίωμα». Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, τό ἀρχέτυπο τοῦ εἰδώλου εἶναι
ἀνύπαρκτο, εἶναι φανταστικό εἴδωλο, δέν εἶναι πραγματικό πρόσωπο, ἐνῶ ἡ
εἰκόνα ἔχει συγκεκριμένο ὑπαρκτό ἀρχέτυπο, εἶναι ὁμοίωμα τοῦ ἀληθινοῦ
καί ὑπάρχοντας Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει αὐτό πού ὑπάρχει πραγματικά,
ἐνῶ τό εἴδωλο δέν ἔχει μιά τέτοια δυνατότητα, δηλαδή δέν ἀπεικονίζει μιά
πραγματική Θεότητα. Ἐνῶ π.χ. ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπεικονίζει τό
πρωτότυπο, τόν Σαρκωμένο Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό ἄγαλμα τοῦ Δία τί
ἀπεικονίζει; Ἕνα ξόανο πού λατρεύεται καθεαυτό.
Γι᾿
αὐτό τό λόγο τά εἴδωλα ἀπαγορεύονται ἀπό τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ στήν Παλαιά
Διαθήκη. Μετά τή Σάρκωση ὅμως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τή δυνατότητα
τῆς περιγραφῆς Του. Ἡ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν ἀποτελεῖ εἰδωλική
κατασκευή, ἀλλά ἀπόδειξη καί ὁμολογία τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Ἄν
ἐπιχειροῦσε νά περιγράψει κανείς σέ εἰκόνα τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ,
πρίν ἀπό τή Σάρκωσή Του, κάτι τέτοιο θά ἀποδεικνυόταν, «ὄχι μόνον
φαῦλον, ἀλλά καί ἔκτοπον, τόν μή Σαρκωθέντα Λόγον σάρκα τοπάζειν». Καί
αὐτό διότι ἐφόσον δέν ὑπῆρχε πρωτότυπο, θά ἐλεγχόταν ἡ πράξη του αὐτή
ἀπό τό Νόμο τοῦ Θεοῦ πού λέει: «Τίνι ὁμοιώματι, ὁμοιώσατέ με»; (Ἡσ. 40,
18). Ἀλλά οἱ εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων,
ἀποτελοῦν ἀπεικονίσεις πραγματικῶν ἱστορικῶν προσώπων, τά ὁποῖα
βρίσκονται σέ ἄμεση σχέση, προσωπική καί οὐσιαστική, σχέση κοινωνίας μέ
τόν Ἕνα καί Μόνο ἀληθινό Θεό.
Εἴπατε ὅτι τά εἴδωλα ἀπαγορεύονται ἀπό τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ στήν Παλαιά Διαθήκη.
Πῶς
ὅμως ὁ Θεός φαίνεται νά ἐπιτρέπει τήν κατασκευή δυό γλυπτῶν
ἀνθρωπόμορφων Χερουβίμ καί τήν τοποθέτησή τους στή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου;
Δέν ἦταν αὐτά εἴδωλα;
Τά
ἀνθρωπόμορφα Χερουβίμ πού κατασκευάστηκαν καί τοποθετήθηκαν ἐπάνω στή
σκηνή τοῦ Μαρτυρίου δέν ἦταν εἴδωλα, δηλαδή ἀπεικονίσεις φανταστικῶν
ὁμοιωμάτων μέ ἀνύπαρκτο ἀρχέτυπο, ἀλλά ἀπεικονίσεις ἀσωμάτων Ἀγγέλων,
ἔτσι ὅπως εἶχαν ἐμφανιστεῖ στούς πατριάρχες τοῦ Ἰσραήλ (Γεν. 3, 24. 16,
11. 19, 1. Ἑβρ. 1, 14). Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί ὅλοι οἱ Πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν τά ὁμοιώματα αὐτά «ἐκτυπώματα» καί «μορφώματα»
καί τονίζουν ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός φαίνεται νά ἐπιτρέπει τήν κατασκευή τῶν
ἱερῶν αὐτῶν συμβόλων, δηλαδή τά ὁμοιώματα τῶν Χερουβίμ ἤ τήν Κιβωτό ἤ τή
σκηνή τοῦ Μαρτυρίου κ.λ.π. Διότι τά ἱερά αὐτά σύμβολα παιδαγωγοῦσαν τόν
περιούσιο λαό τοῦ Ἰσραήλ ὥστε νά συνειδητοποιεῖ ἀφ᾿ ἑνός τή διαρκή
παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του καί ἀφ᾿ ἑτέρου τό χρέος του στό νά
ἀποδίδει λατρεία πρός τόν Ἕνα καί Μόνο ἀληθινό Θεό. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης ἀναφέρεται στά «ἐκτυπώματα» αὐτά καί λέει ὅτι γιά τόν
παιδαγωγούμενο ἄνθρωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ἱερά σύμβολα, τά ὁποῖα
«ἤ εἰς τύπον Χριστοῦ αἰνιγματωδῶς παραλαμβάνεται» (χάλκινος ὄφις) ἤ
γενικῶς ἀποτελοῦν «προχάραγμα ἐναργές… τῆς ἐν πνεύματι λατρείας». Καί σέ
ἄλλο σημεῖο: «Δι᾿ ἐκτυπωμάτων καί μορφωμάτων τινων συμβολικῶς ἀνάγεσθαι
τόν Ἰσραήλ, ἐπί τήν τοῦ Ἑνός Θεοῦ, ὡς ἐφικτόν θεωρίαν καί λατρείαν».
Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Μωσαϊκός Νόμος ἦταν ἀποτρεπτικός κάθε ἀπόπειρας ἐξεικονίσεως τοῦ Θεοῦ ὅπως ὑποστήριζαν οἱ εἰκονομάχοι;
Ναί,
βέβαια, ἦταν ἀποτρεπτικός. Ὑπῆρχε ἀπόλυτος περιορισμός γιά τήν
κατασκευή οἱουδήποτε ὁμοιώματος καί οἱασδήποτε ἐξεικονίσεως. «Οὐ
ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδέ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καί
ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καί ὅσα ἐν τοῖς ὕδασι, ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ
προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδέ μή λατρεύσεις αὐτοῖς» (Ἐξ. 20, 1-6. Λευιτ. 26,
1. Δευτ. 4, 16-19). Παρά ταῦτα οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν ἐπανειλημμένα τίς
ἀπαγορεύσεις αὐτές τοῦ Θεοῦ, πού τούς δόθηκαν μέσω τοῦ Μωυσῆ καί
«ὠλίσθησαν», γλίστρησαν πρός τήν εἰδωλολατρεία.
Δηλαδή στήν Παλαιά Διαθήκη λείπει ἐντελῶς ὁ εἰκονισμός τοῦ Θείου;
Στήν
Παλαιά Διαθήκη δέν ἔχουμε πλήρη ἀπουσία τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θεοῦ, παρόλο
πού οἱ Μωσαϊκοί κώδικες εἶναι γεμάτοι ἀπαγορεύσεις γιά οἱανδήποτε
ἐξεικόνισή του. Ἀντίθετα, ἄν μελετήσουμε βαθύτερα, θά δοῦμε ὅτι ἡ Παλαιά
Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἀπό εἰκονολογικά στοιχεῖα, εἶναι ἕνα βιβλίο
κατεξοχήν εἰκονολογικό. Ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἐξεικονίσεως, ὅπως ἀφήσαμε νά
ἐννοηθεῖ καί στήν προηγούμενη ἀπόκριση, γινόταν γιά λόγους παιδαγωγικούς
πρός ἕνα λαό ἀνώριμο πνευματικά πού εἶχε ροπή πρός τήν ἀποστασία ἀπό τό
Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἕνα λαό «εὐόλισθον» πρός τήν εἰδωλολατρεία. Γιά νά
προφυλάξει λοιπόν ὁ Θεός τό λαό Του ἀπό τέτοια ἀποστασία, ἀπό τό μεγάλο
πειρασμό τῆς εἰδωλολατρείας, δίνει τήν ἐντολή μέσω τοῦ Μωυσῆ νά μήν
ἐξεικονίζει μέ ὁποιονδήποτε τρόπο τό πρόσωπό Του.
Ἔτσι
ὁ παιδαγωγούμενος λαός συνειδητοποιοῦσε σιγά-σιγά τήν ἀπόλυτη
ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε «Τόν Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε»! Πῶς
ἦταν δυνατόν νά ἐξεικονισθεῖ; Ἀφοῦ εἰσῆλθε ὅμως ὁ Χριστός στόν κόσμο καί
«ἑωράκαμεν Αὐτόν καί ἐψηλαφήσαμεν», ὁ Θεός πλέον «ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ», μποροῦσε νά ἐξεικονισθεῖ. Διότι ὁ Χριστός εἶναι «ἡ
ἀπαράλλακτη εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ, ἑώρακε καί τόν
Πατέρα» (Ἰωάν. 14, 9), μᾶς λέει ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς.
Τί σημαίνει αὐτό πού εἴπατε ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἕνα βιβλίο κατεξοχήν εἰκονολογικό;
Ἡ
Παλαιά Διαθήκη εἶναι κατάμεστη ἀπό εἰκονικές παρομοιώσεις καί
προτυπώσεις, ἀλλά καί παραστατικές ἐξεικονίσεις γεγονότων τῆς θείας
Οἰκονομίας, ἡ πραγματοποίηση τῶν ὁποίων ἔλαβε χώρα στήν Καινή Διαθήκη,
στούς χρόνους τῆς ἐπίγειας Παρουσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τέτοιες
προτυπώσεις εἶναι: «Ἡ φλεγομένη καί μή καιομένη βάτος», πού προεικονίζει
τήν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου. Ἡ τριήμερη παραμονή τοῦ Ἰωνᾶ στήν κοιλιά
τοῦ κήτους, πού προεικονίζει τήν τριήμερη ταφή τοῦ Κυρίου. Ἡ κιβωτός τοῦ
Νῶε ὡς προεικόνιση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μωσαϊκός Νόμος ὡς προεικόνιση τοῦ
Εὐαγγελίου κ.λ.π. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ προεικονίζει τό Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός
εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατέρα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἅγιοι
εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ναός εἶναι εἰκόνα τοῦ οὐρανοῦ, ἡ Θ. Λειτουργία
τῆς οὐράνιας Λειτουργίας. Τό καθετί δηλαδή εἶναι εἰκόνα κάποιου ἄλλου;
Τότε ὁ ὄρος «εἰκόνα» ἀποκτᾶ μεγάλο εὖρος καί σημασία. Ὁ Ἰάκωβος Μάινας
στό ἄρθρο του «Ἡ καινή γλώσσα τῶν εἰκόνων», μᾶς ἀναλύει καίρια αὐτό τό
σημεῖο: «Ἡ εἰκόνα», λέει, «γιά τήν ὀρθοδοξία, εἶναι τρόπος καί στάση
ζωῆς, ἦθος καί ὕφος καί οὐσιώδης διάσταση τῆς ἀλήθειάς της, σημεῖο ἀπό
τά καίρια τῆς διδασκαλίας της καί τῆς θεολογίας της καί ἴσως συνιστᾶ τό
ἐνδότερο σημεῖο τοῦ εἶναι της. Αὐτό ἀποκαλύπτουν τά θέματα καί τά
στοιχεῖα τῆς ζωῆς της καί τῆς σκέψεώς της: Ἡ Ἀνάσταση, ἡ Μεταμόρφωση, ὁ
Χριστός ὡς εἰκόνα καί ἀπαύγασμα τοῦ Πατέρα, ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ, οἱ Ἅγιοι ὡς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκόνα τῆς Ἁγίας
Τριάδος, ἡ Λειτουργία, ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός μέ τή θεωρία τοῦ ἀκτίστου
φωτός. Τό καθετί κρύβει τό θέμα τῆς εἰκόνας. Ὅλα ὑπάρχουν καί βιώνονται,
ὄχι καθεαυτά, ἀλλά ὡς διάβαση, ἀναγωγή, πέρασμα, Πάσχα. Τό καθετί
βρίσκει τόν ἑαυτό του μέσα στό ἄλλο, κατά τό λόγο τοῦ Κυρίου, ” ὁ
ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε καί τόν Πατέρα” . Τό καθετί δέν ἀναπαύεται στόν ἑαυτό
του, ἀλλά ὁδεύει, διαβαίνει πρός τό πρωτότυπο. Αὐτή ἡ διάβαση εἶναι ἡ
οὐσία τῆς ἀλήθειας τῆς εἰκόνας ἀλλά καί τῆς ὀρθοδοξίας».
Συμπέρασμα:
Μέ τόν ὅρο «εἰκόνα» στήν ὀρθοδοξία δέν ἀναφερόμαστε σ᾿ ἕνα στατικό
φαινόμενο, ἀλλά σέ μιά προσωπική κλήση καί ἐνέργεια, σέ μιά διάβαση γιά
ὑπαρκτική καθολική θέαση τῆς ἀλήθειας στήν ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ ἡ εἰκόνα.
Στή Χριστοποίησή μας, στήν εἰκονοποίησή μας, στήν ἀποκάλυψη τῆς
ἀλήθειας.
Τότε γιατί οἱ εἰκονομάχοι μάχονται τίς εἰκόνες καί χύθηκε τόσο αἷμα στήν Ἐκκλησία;
Ἡ
εἰκονομαχία (726-843) εἶναι σύνθετο ἱστορικό γεγονός, μιά αἵρεση πού
δέν ἔχει μελετηθεῖ ἀρκετά. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, εἶναι κυρίως ἐκεῖνοι πού
ἀσχολήθηκαν μέ τά θεολογικά θέματα τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ ἀπαντήσεις πού
ἔδωσαν στερέωσαν καί θεμελίωσαν μιά γιά πάντα τή θέση τῶν ἁγίων εἰκόνων
στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Οἱ
εἰκονομάχοι ἀρχικά, ξεκινώντας ἀπό τήν ἀπαγόρευση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
γιά κάθε εἴδους ἐξεικονισμό τοῦ Θείου, κατηγοροῦσαν τούς πιστούς
ὀρθόδοξους ὡς εἰδωλολάτρες, διότι λάτρευαν, καθώς ἔλεγαν, σανίδες,
πέτρες καί τοίχους. Αὐτό ὅμως ἦταν μόνο πρόφαση. Τό κύριο πρόβλημα τῶν
εἰκονομάχων ἦταν ὅτι δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν καί νά περιλάβει ὁ
νοῦς τους τό γεγονός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου. Τό ὅτι ὁ Θεός ἔγινε
ἄνθρωπος «ἵνα τόν ἄνθρωπον Θεόν ποιήσῃ». Τό σκάνδαλο τῆς Σαρκώσεως, αὐτό
τό φοβερό γεγονός, ἦταν τό πρόβλημα τῶν εἰκονομάχων. Μή μπορώντας
λοιπόν νά ἀποδεχτοῦν ὅτι ὁ Θεός ἦλθε στόν κόσμο «ἐν σαρκί», ἔφτασαν σ᾿
αὐτή τήν ἀκραία εἰκονοκλαστική τοποθέτησή τους. Διότι ἡ εἰκόνα εἶναι
τεκμήριο, ἀπόδειξη, τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀρνούμενοι λοιπόν τίς
εἰκόνες, ἀρνοῦνται τή Σάρκωση τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Καί ἀρνούμενοι τή σάρκωση, ἀπέρριπταν καί τό ὅλο μυστήριο τῆς θείας
Οἰκονομίας.
Γι᾿
αὐτό καί οἱ Πατέρες ἀντέταξαν σθεναρή ἀντίσταση, ἀναπτύσσοντας μιά
βαθιά θεολογία καί ἀπολογητική πάνω στό θέμα τῶν ἱερῶν εἰκόνων πού
καταδεικνύει ὅτι ἡ θέση καί ἡ τιμή πού ἀπονέμει ἡ ὀρθόδοξη Ἑκκλησία στήν
εἰκόνα, δέν ἀποτελεῖ ὀπισθοδρόμηση στήν εἰδωλολατρεία, ἀλλά εἶναι
ἀκριβῶς μιά ἔμπρακτη ὁμολογία τοῦ ὅτι «ὁ Λόγος ἐν σαρκί ἐγένετο», τοῦ
ὅτι ὁ Θεός ἔγινε «τέλειος ἄνθρωπος ἐν ὅλῃ θεότητι καί τέλειος Θεός ἐν
ὅλῃ ἀνθρωπότητι». «Προσέλαβε, ἐκάλλυνε καί ἔσωσε τήν ἀμαυρωθεῖσαν» στόν
ἄνθρωπο «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» καί «τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξε» (Συνοδικόν
Ὀρθοδοξίας).
Μέ
τό «συγκατέμιξε» ἐννοοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες τή θέωσή μας καί τή σωτηρία
μας: «Ἀφ᾿ οὗ ἡ θεότης τῇ ἡμετέρᾳ φύσει συνεκράθη, οἷόν τι ζῳοποιόν καί
σωτήριον φάρμακον, ἐδοξάσθη ἡ φύσις ἡμῶν καί πρός σωτηρίαν
μετεστοιχειώθη. Δηλαδή, ἀφοῦ ἡ θεότητα ἔγινε ἕνα κράμα μέ τή δική μας
ἀνθρώπινη φύση, σάν μέ κάποιο ζωοποιό καί σωτήριο φάρμακο, δοξάστηκε ἡ
φύση μας καί μεταστοιχειώθηκε πρός ἀφθαρσία.
Ποιές εἶναι οἱ πηγές τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας;
Πηγές
ἀνεξάντλητες γιά τή θεολογία τῆς εἰκόνας ἀποτελοῦν: 1) Ἡ Καινή Διαθήκη
(Ἀπ. Παῦλος). 2) Οἱ Καππαδόκες Πατέρες (κυρίως ὁ Μ. Βασίλειος, στόν
ὁποῖο στηρίζονται οἱ Πατέρες πού ἔζησαν τήν εἰκονομαχική περίοδο). 3) Ἡ
Δ́ Οἰκουμενική Σύνοδος πού ἀσχολήθηκε κυρίως μέ τό Χριστολογικό δόγμα.
4) Ὀ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. 5) Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. 6) Ἡ Ζ
́́ Οἰκουμενική Σύνοδος πού ἔγινε τό 787 μ.Χ. στή Νίκαια.
Ποῦ γίνεται μνεία στήν Καινή Διαθήκη γιά τό θέμα τῶν εἰκόνων;
Δέν
γίνεται ἄμεση μνεία γιά τό θέμα τῶν εἰκόνων στήν Καινή Διαθήκη. Ἄν
γινόταν ἄμεση ἀναφορά, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, οἱ ἄνθρωποι θά
θεοποιοῦσαν τίς εἰκόνες. Δέν ἀναφέρεται λοιπόν ἄμεσα τό θέμα τῶν
εἰκόνων στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά βρίσκουμε σαφῶς χωρία στά ὁποῖα
ἀναφέρεται ἡ «εἰκονική» σχέση τοῦ Χριστοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα: «Ὁ
ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε καί τόν Πατέρα» (Ἰωάν. 14, 9). Ὁ δέ ἀπ. Παῦλος λέει:
«Χριστός ἐστι εἰκών Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15).
Ποιό ἦταν τό κύριο πρόβλημα τῶν εἰκονομάχων πού δέν τούς ἐπέτρεπε νά ἀποδεχτοῦν τίς εἰκόνες;
Ὁ
ὅρος «εἰκόνα» εἶχε κατανοηθεῖ ἐντελῶς λανθασμένα ἀπό τούς εἰκονομάχους.
Δηλαδή οἱ εἰκονομάχοι διατείνονταν ὅτι «μιά πραγματική εἰκόνα πρέπει νά
εἶναι τῆς ἴδιας φύσης μέ τό ἀναπαριστώμενο, πρέπει νά εἶναι ὁμοούσια μέ
αὐτό», διαφορετικά εἶναι εἴδωλο.
Γι᾿
αὐτό τό λόγο ὑποστήριζαν ὅτι ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ εἶναι μόνο ἡ
Θεία Εὐχαριστία. Γιά τούς Ὀρθόδοξους ὅμως «τά Τίμια Δῶρα δέν μποροῦν νά
ἀναγνωρισθοῦν σάν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἀκριβῶς εἶναι ταυτόσημα μέ
Αὐτόν πού εἶναι τό Πρωτότυπό τους. Ἡ μετουσίωση τῶν Τιμίων Δώρων δέν τά
μεταβάλλει σέ εἰκόνα, ἀλλά σέ Τίμιον Σῶμα καί Τίμιον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ».
Οἱ θέσεις αὐτές τῶν εἰκονομάχων ἦταν ἀκατανόητες καί ἀπαράδεκτες γιά τό
πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Γι᾿
αὐτό, μέ πρωτοπόρους τούς μαχητικούς Πατέρες, ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό καί
Θεόδωρο Στουδίτη, ἀγωνίστηκε γιά τό ὀρθόδοξο δόγμα. Οἱ Πατέρες αὐτοί
ἄνοιξαν βαθύτατο θεολογικό διάλογο μέ τούς αἱρετικούς καί μᾶς ἔδωσαν τίς
ὀρθόδοξες θέσεις στίς ὁποῖες στηρίζεται σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία ὅσον ἀφορᾶ
τό θέμα τῶν εἰκόνων.
Ποιά εἶναι ἡ θέση τῶν ὀρθοδόξων γιά τή σχέση εἰκόνας καί πρωτοτύπου;
Γιά
τούς ὀρθόδοξους ἡ εἰκόνα βέβαια δέν εἶναι ταυτόσημη μέ τό πρωτότυπό
της, δέν εἶναι ὁμοούσια. Ἄλλωστε ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «εἰκών» αὐτό
δείχνει. «Ἄλλο γάρ ἐστι εἰκών καί ἄλλο τό εἰκονιζόμενον», λέει ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἐνῶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὀνομάζει τό
πρωτότυπο «ἀρχέτυπον», «σφραγίδα» καί ἡ εἰκόνα ἑρμηνεύεται ὡς
«παράγωγον», «ἐκτύπωμα», «ἀποσφράγισμα». Ὑποστηρίζει μάλιστα ὅτι τό
πρωτότυπο καί ἡ εἰκόνα δέν εἶναι δυνατόν νά ταυτίζονται, διότι πρόκειται
γιά δύο παράγοντες, ὅπου ὁ ἕνας -τό πρωτότυπο-ἐπέχει λόγο αἰτίου καί ὁ
ἄλλος -ἡ εἰκόνα -ἐπέχει λόγο αἰτιατοῦ. Εἶναι δύο πραγματικότητες πού
διακρίνονται μεταξύ τους, ἀλλά εἶναι συγχρόνως ἀδιάσπαστα ἑνωμένες.
Ἐπίσης
ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει ὅτι ἡ φύση τῆς εἰκόνας εἶναι νά
ὑπάρχει ὡς «μίμημα τοῦ πρωτοτύπου». Ἔτσι μποροῦμε πιό εὔκολα νά
ἐννοήσουμε ὅτι ἡ «μίμηση» ὡς ἰδίωμα τῆς εἰκόνας, δηλώνει συγχρόνως τήν
ὁμοιότητά της μέ τό πρωτότυπο ὡς πρός τή μορφή, ἀλλά καί τή διαφορά της
ὡς πρός τή φύση, τήν οὐσία της, μέ τό πρωτότυπο. Ὁ δέ ἅγιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης λέει: «Οὐκ ἄν μανείη ἄν τις τοσοῦτον, σκιάν τε καί ἀλήθειαν,
ἀρχέτυπον καί παράγωγον, αἴτιόν τε καί αἰτιατόν, ταὐτόν ὑπολαμβάνειν
κατ᾿ οὐσίαν». Δηλαδή, μέ ἁπλά λόγια, καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης
ὑποστηρίζει τήν ἴδια θέση καί λέει: Σίγουρα, θά ᾿ναι τρελλός ὅποιος
ταυτίζει τή σκιά μέ τήν ἀλήθεια, τό ἀρχέτυπο μέ τό παράγωγο, τό αἴτιο μέ
τό αἰτιατό.
Ἑπομένως
ἄλλη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ πρωτοτύπου, «ἀρχετύπου» καί ἄλλη τοῦ
ἐκτυπώματος, τῆς εἰκόνας. Μάλιστα, γιά νά μᾶς κάνει σαφέστερη τή
διάκριση μεταξύ εἰκόνας καί πρωτοτύπου, μᾶς φέρνει τό παράδειγμα τοῦ
καθρέφτη. Πάνω στόν καθρέφτη διαγράφεται τό ὁμοίωμα τοῦ προσώπου πού
καθρεφτίζεται. Τό ὁμοίωμα αὐτό φυσικά ἔχει ἐντελῶς διαφορετική οὐσία ἀπό
τό πρωτότυπο, τό πρόσωπο δηλαδή πού καθρεφτίζεται. Δέν ἔχει κοινή τήν
ὕλη καί τήν οὐσία τό πρωτότυπο μέ τό ὁμοίωμα.
Ἀπ᾿
ὅλα αὐτά βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι κάθε ὀρθόδοξη εἰκόνα εἶναι ὅμοια μέ
τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο ὡς πρός τά χαρακτηριστικά του ἰδιώματα, ὡς πρός
τή μορφή, ἀλλά ὡς πρός τήν οὐσία, εἶναι ἀνόμοια. Δέν ἔχει ἡ εἰκόνα κοινή
τήν οὐσία μέ τό ἀρχέτυπο. Γι᾿ αὐτό ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα ἔχει τή δυνατότητα
νά λειτουργεῖ μέ δυό τρόπους: Συγχρόνως ἀποκρύπτει καί ἀποκαλύπτει τήν
ἀλήθεια. Λειτουργεῖ, ὅπως λένε, καί «ὡς ἀπόκρυψη καί ὡς ἀποκάλυψη τῆς
ἀλήθειας».
Εἴπατε
ὅτι «ὁ Χριστός ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου». Δέν ταυτίζεται σ᾿
αὐτή τήν περίπτωση «ἡ εἰκόνα», ὁ Χριστός, μέ τό πρωτότυπό της, τό
ἀρχέτυπό της, τόν Θεό-Πατέρα;
Καί
σ᾿ αὐτό τό θέμα ἔχουμε ἀπάντηση ἀπό τόν ἅγιο Πατέρα μας Θεόδωρο τό
Στουδίτη. Ὁ ὅσιος Πατήρ κάνει ἕνα διαχωρισμό ἀνάμεσα στή «φυσική» εἰκόνα
καί στήν «τεχνητή» εἰκόνα. Στή «φυσική» εἰκόνα, τό πρωτότυπο, καί ἡ
εἰκόνα ταυτίζονται «οὐσιωδῶς», ὡς πρός τήν οὐσία, ἀλλά διαφέρουν ὡς πρός
τήν ὑπόσταση, ἔχουν διαφορετικές ὑποστάσεις.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα «φυσικῆς» εἰκόνας προβάλλει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τή
σχέση τοῦ Χριστοῦ πρός τόν Πατέρα Του κατά τή θεότητά Του καί τή σχέση
Του πρός τή Μητέρα Του κατά τήν ἀνθρωπότητά Του. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ
Σαρκωμένος Θεός καί Λόγος, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ-Πατέρα ὡς πρός τή θεότητα. Ἐνῶ κατά τήν ἀνθρωπότητα εἶναι φυσική
εἰκόνα τῆς Μητέρας Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καί ὅσον ἀφορᾶ τή
θεότητα, μέ βάση τήν τριαδικότητα, διαφέρει ὡς πρός τήν ὑπόσταση. Διότι
ἄλλη εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ-Πατέρα καί ἄλλη τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ
Θεοῦ. Κατά τόν ἴδιο τρόπο μπορεῖ ὁ Χριστός νά ταυτίζεται, ὡς πρός τήν
ἀνθρώπινη φύση Του μέ τή Μητέρα Του, «τήν τεκοῦσαν Αὐτόν Θεοτόκον», ἀλλά
νά διαφέρει ὅμως ὑποστατικῶς ἀπό αὐτήν, διότι ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος,
εἶχε ὑποστατικά ἰδιώματα τά ὁποῖα διέφεραν ἀπό τῆς Μητέρας Του. Ἐνῶ ἡ
«τεχνητή» εἰκόνα -τό εἰκόνισμα πού ἔχουμε στούς Ναούς καί στά σπίτια
μας- ταυτίζεται μέ τό πρωτότυπό της «τῇ ὁμοιώσει», ὡς πρός τήν ὁμοιότητα
τῆς μορφῆς, ἀλλά διακρίνεται ἀπό αὐτό «φυσικῶς», ὡς πρός τήν οὐσία.
Παράδειγμα:
Ἡ «τεχνητή» εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ εἶναι διαφορετική ὡς πρός τήν οὐσία ἀπό
τό πρωτότυπό της, τό Σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συνδέεται μέ αὐτό
γιατί ἀναπαριστᾶ τό πρόσωπο τοῦ πρωτοτύπου, φέρει τό ὄνομα του καί ἔτσι
ταυτίζεται ὑποστατικά μέ αὐτό (κατά τήν ὁμοίωση). «Τό πρωτότυπον καί ἡ
εἰκών ἕν μέν ἐστι τῇ ὑποστατικῇ ὁμοιώσει, δύο δέ τῇ φύσει», λέει ὁ ἅγιος
Νικηφόρος. Γι᾿ αὐτό ἡ «εἰκών τοῦ Χριστοῦ Χριστός», κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη
τό Δαμασκηνό.
Στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποιά ἀπό τίς δύο φύσεις εἰκονίζεται;
Τό
ἴδιο ἐρώτημα ἔθεταν καί οἱ εἰκονομάχοι. Γι᾿ αὐτό ἔλεγαν πρός τούς
ὑπέρμαχους τῶν ἁγίων εἰκόνων: Τί ἀπεικονίζει ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τή
θεία φύση ἤ τήν ἀνθρώπινη; Καί πῶς εἶναι δυνατόν νά περιγράφεται ὁ Θεός
πού εἶναι «ἀσχημάτιστος», «ἀπερίγραπτος», καί «ἄποσος»; Ἄν πάλι, ἔλεγαν,
εἰκονίζετε τήν ἀνθρώπινη φύση, πῶς εἶναι δυνατόν νά χωρίζεται ἡ θεία
φύση ἀπό τήν ἀνθρώπινη στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ; Στά ἐρωτήματα αὐτά ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἔδωσε τήν ἑξῆς ἀπάντηση: «Πάλαι μέν ὁ Θεός, ὁ
ἀσώματος καί ἀσχημάτιστος οὐδαμῶς εἰκονίζετο. Νῦν δέ σαρκί ὀφθέντος
Θεοῦ καί τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος, εἰκονίζω τοῦ Θεοῦ τό
ὁρώμενον». Δηλαδή: Τούς χρόνους πρό τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὁ Θεός, ὁ
ἀσώματος, ὁ ἀσχημάτιστος δέν εἰκονιζόταν πουθενά. Τώρα ὅμως πού ἔλαβε
σάρκα καί φανερώθηκε καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους, εἰκονίζω τόν
ὁρατό Θεό. Καί σέ ἄλλο σημεῖο πάλι λέει: «Διό θαρρῶν εἰκονίζω Θεόν τόν
ἀόρατον, οὐχ ὡς ἀόρατον, ἀλλ᾿ ὡς ὁρατόν, δι᾿ ἡμᾶς γενόμενον μεθέξει
σαρκός τε καί αἵματος. Οὐ τήν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλ᾿ εἰκονίζω
τοῦ Θεοῦ τήν ὁραθεῖσαν σάρκα». Δηλαδή: Γι᾿ αὐτό παίρνω θάρρος καί
εἰκονίζω Θεό τόν ἀόρατο, ὄχι ὡς ἀόρατο, ἀλλά μέ τή σωματική Του ὑπόσταση
μέ τήν ὁποία ἔγινε σέ μᾶς ὁρατός, ἀφοῦ προσέλαβε γιά τή δική μας
σωτηρία σάρκα καί αἷμα.
Ἡ
σάρκωση τοῦ Θεοῦ, λένε οἱ ὀρθόδοξοι, μᾶς δίνει τό δικαίωμα νά Τόν
ἀπεικονίζουμε, νά ζωγραφίζουμε τήν εἰκόνα Του, χωρίς αὐτό νά σημαίνει
ὅτι χωρίζουμε τή σάρκα Του ἀπό τή θεότητά Του. Γιατί ἄν δέν
ἀπεικονίσουμε τόν Κύριο, ἀρνούμαστε τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Θά εἴμαστε
τότε ἤ Μονοφυσίτες-διότι αὐτοί παραδέχονται μόνο τή θεία φύση Του- ἤ
Δοκητές -διότι αὐτοί πιστεύουν στή φαινομενική παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐπί
τῆς γῆς.
Ἀλλά
σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀντιμετώπισε τούς
αἱρετικούς εἰκονομάχους μέ μιά πιό σαφή θεολογική τοποθέτηση καί ἔλυσε
παντελῶς τό ἀκανθῶδες αὐτό πρόβλημα. Ἔκανε δηλαδή ἕνα σαφή διαχωρισμό,
μιά εὔστοχη διάκριση ἀνάμεσα στή φύση καί στό πρόσωπο-ὑπόσταση. Καί μᾶς
δίδαξε ὅτι ἡ εἰκόνα ἐξεικονίζει, ὄχι τή φύση, ἀλλά τήν ὑπόσταση τοῦ
εἰκονιζόμενου. «Παντός», λέει «εἰκονιζομένου, οὐχ ἡ φύσις ἀλλ᾿ ἡ
ὑπόστασις εἰκονίζεται». Ὁ δέ σύγχρονος εἰκονολόγος Michel Quenot λέει
ὅτι «στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι οὔτε ἡ θεότητα οὔτε ἡ ἀνθρωπότητά
Του (δέν πρόκειται γιά τίς φύσεις πού παριστάνονται), ἀλλά γιά τό
μοναδικό πρόσωπο πού ἑνώνει τίς δύο φύσεις».
Τί ἐννοῦμε μέ τόν ὅρο «ὑπόσταση»;
Εἶναι
εὔλογο τό ἐρώτημα καί οὐσιαστικό. Πρόκειται γιά ἕνα σημαντικό θεολογικό
ὅρο πού σαφῶς ἔλειπε ἀπό τήν εἰκονομαχική σκέψη. Στήν προχαλκηδόνιο
περίοδο, οἱ ὅροι «φύσις», «ὑπόστασις» καί «πρόσωπο» ταυτίζονταν, ἦταν
συνώνυμοι. Ἡ ταύτιση ὅμως αὐτή δημιουργοῦσε σοβαρές δυσκολίες γιά τήν
κατανόηση τῆς τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ ἀφ᾿ ἑνός, ἀλλά καί τῆς ἑνότητας
Θεοῦ καί ἀνθρώπου ἐν τῷ προσώπω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐφ᾿ ἑτέρου. Τό δόγμα
τῆς Χαλκηδόνας ἔκανε αὐτή τή σαφή διάκριση ἀνάμεσα στή «φύση» καί στήν
«ὑπόσταση», τό πρόσωπο.
Ἔτσι
ἀποσαφηνίστηκε ὅτι ἡ «ὑπόστασις ταυτόν οὖσα πρός τό πρόσωπον», εἶναι
κάτι περισσότερο ἀπό τή «φύση», διότι προϋποθέτει, περιλαμβάνει τή
«φύση». Καί γιά νά τό καταλάβουμε καλύτερα, οἱ ὅροι «οὐσία» καί «φύσις»
δηλώνουν ἁπλῶς τό «εἶναι», τό γενικό, τό καθολικό, τό εἶδος τό κοινό σέ
ὅλους, π.χ. τή θεία φύση, τήν ἀγγελική ἤ τήν ἀνθρώπινη. Ἐνῶ ἡ «ὑπόσταση»
ὑποδηλώνει τό καθεαυτό εἶναι, τό πρόσωπο, τόν ἰδιαίτερο, ἀτομικό καί
προσωπικό τρόπο ὑπάρξεως. Ἡ «φύσις» εἶναι κοινή σέ ὅλους. Τό πρόσωπο
προσθέτει σ᾿ αὐτή τό σύνολο τῶν ἀτομικῶν ἰδιωμάτων, τῶν ἰδιαίτερων
χαρακτηριστικῶν Π.χ. ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι κοινή σέ ὅλους τούς
ἀνθρώπους. Τά πρόσωπα ὅμως μπορεῖ νά εἶναι πολυάριθμα, ἀλλά τό καθένα
ἀπ᾿ αὐτά εἶναι μοναδικό, συγκεκριμένο καί ἀναντικατάστατο, ἔχει δέ τά
δικά του, τά ἀτομικά του ἰδιώματα καί χαρακτηριστικά.
Ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διευκρινίζει πλήρως τόν ὅρο ὑπόσταση καί
λέει: «Ἐπειδή δέ πολλοί εἰσιν ἄνθρωποι, ὁ καθείς ἄνθρωπος ὑπόστασίς
ἐστιν, οἷον ὁ Ἀδάμ, ὑπόστασις ἐστι, καί ἡ Εὔα ἄλλη ὑπόστασις, καί ὁ Σήθ
ἑτέρα ὑπόστασις». Δηλαδή: Ὑπάρχουν πολλοί βέβαια ἄνθρωποι, ἀλλά ὁ
καθένας εἶναι ξεχωριστή, ἰδιαίτερη ὑπόσταση, π.χ. ὁ Ἀδάμ εἶναι ὑπόσταση
ξεχωριστή, ἡ Εὔα ἄλλη ὑπόσταση, ὁ Σήθ διαφορετική ὑπόσταση. Γιά νά
καταδείξει δέ ὁ ἱερός Πατήρ τή διαφορά μεταξύ ὑποστάσεως καί οὐσίας,
φύσεως ἤ εἴδους, ἀναφέρει τά παραδείγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῶν Ἀγγέλων
καί τῶν ἀνθρώπων. Λέει λοιπόν: «Ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε τρεῖς
ὑποστάσεις. Εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Φύση καί οὐσία
εἶναι μία, ἡ ὑπερούσια καί ἀκατάληπτη Θεότητα. Στούς Ἀγγέλους ὑποστάσεις
εἶναι ὁ Μιχαήλ καί ὁ Γαβριήλ καί οἱ λοιποί κατά μέρος Ἄγγελοι, ἐνῶ ἡ
οὐσία, τό περιεκτικό εἶδος, εἶναι ἡ ἀγγελική φύση. Τό ἴδιο μποροῦμε νά
ποῦμε καί γιά τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι ξεχωριστές ὑποστάσεις εἶναι ὁ Πέτρος,
ὁ Παῦλος, ὁ Ἰωάννης καί οἱ λοιποί κατά μέρος ἄνθρωποι. Περιεκτικό δέ
εἶδος αὐτῶν, ἡ οὐσία τους, εἶναι ἡ ἀνθρωπότης».
Καί
οἱ λοιποί Πατέρες ἔλεγαν: Κοινή, μία ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά
μυριοϋπόστατη. Μονάς ὁ Θεός, ἀλλά Τρισυπόστατος. Τρία πρόσωπα, τρεῖς
ὑποστάσεις πού τό καθένα ἔχει τά δικά του προσωπικά ἰδιώματα. Ἡ εἰκόνα
ἀναπαριστᾶ λοιπόν τό πρόσωπο, τήν ὑπόσταση τοῦ πρωτοτύπου της καί φέρει
τό ὄνομα του.
Ἔτσι
ἀκριβῶς καθίσταται δυνατή ἡ γνώση αὐτοῦ τοῦ προσώπου. Χάρη σ᾿ αὐτό τό
δεσμό «ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Στό ἐρώτημα
λοιπόν πού ἔθεταν οἱ εἰκονομάχοι -καί θέτουμε κι ἐμεῖς πολλές φορές-
«ποιά φύση εἰκονίζεται, ἡ θεία φύση, ἤ εἰκονίζεται ὁ ἄνθρωπος Χριστός, ἡ
ἀνθρώπινη φύση χωρισμένη ἀπό τή θεότητα;», ὁ ὀρθόδοξα σκεπτόμενος θά
δώσει τήν ἀπάντηση πού ἔδωσε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: Οὔτε τή θεία
φύση εἰκονίζουμε οὔτε τήν ἀνθρώπινη. Εἰκονίζουμε τήν ὑπόσταση, τό
πρόσωπο. «Ὁ Χριστός εἶναι περιγραπτός καθ᾿ ὑπόστασιν, κἄν ἐν τῇ θεότητι
ἀπερίγραπτος», μᾶς λέει σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἱερός Πατέρας.
Καί
ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκυ, Ρῶσος θεολόγος τοῦ αἰώνα μας, θεολογεῖ μέ βάση
τούς Πατέρες καί λέει: «Ἀναπαριστάνοντας τόν Κύριό μας, δέν
ἀναπαριστάνουμε οὔτε τή θεία οὔτε τήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἀλλά τήν
ὑπόστασή Του, τό Πρόσωπό Του, τό ὁποῖο σύμφωνα μέ τό δόγμα τῆς
Χαλκηδόνας ἑνώνει ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως τίς δύο φύσεις». Ὁ δέ VΙ.
Lossky λέει τά ἑξῆς γιά τόν ὅρο ὑπόσταση: «Ἡ ὑπόστασις περιλαμβάνει
ἀμφοτέρας τάς φύσεις. Ἐν Χριστῷ ὑπῆρχαν δύο διάφοροι φύσεις ἐν μιᾷ
ὑποστάσει».
Ὑπῆρχαν πράγματι ἔκτροπα ἐκ μέρους τῶν εἰκονόφιλων, τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας;
Ἀναφέρεται
ὅτι ὑπῆρχαν πλανεμένοι τρόποι προσκύνησης τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Προσκυνοῦσαν καί λάτρευαν κατά κάποιο τρόπο τό ξύλο τῆς εἰκόνας καί ὄχι
τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Εἶχαν δηλαδή ἐκπέσει οἱ εἰκονολάτρες σέ ἕνα
εἶδος εἰδωλολατρείας, ἀπέδιδαν μαγικές ἰδιότητες στίς εἰκόνες καί
ἔφταναν πολλές φορές σέ φοβερές ὑπερβολές. Ἱερεῖς ἔξυναν τά χρώματα τῶν
εἰκόνων καί τά προσέθεταν στά Τίμια Δῶρα, γιά νά τά δώσουν στή συνέχεια
στούς πιστούς νά κοινωνήσουν! Ἄλλοι ἱερεῖς πάλι τελοῦσαν τή Θεία
Εὐχαριστία πάνω σέ μιά εἰκόνα ἀντί στήν ἁγία Τράπεζα.
Ἔπειτα
οἱ ζωγράφοι ἱστοροῦσαν εἰκόνες πού σκανδάλιζαν μέ τόν ἐκλεπτυσμένο
αἰσθησιασμό τους τούς πιστούς. Οἱ εἰκόνες αὐτές δέν ἦταν δυνατόν νά
ἀντικατοπτρίσουν τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων καί νά εἰσαγάγουν τούς
προσευχόμενους στόν πνευματικό κόσμο, στήν ὑπερβατική ἀτμόσφαιρα πού
δημιουργεῖ ἡ Βυζαντινή εἰκόνα, ὅπως διαμορφώθηκε ἀργότερα μέ τά πάγια
ἐκεῖνα ἀντινατουραλιστικά χαρακτηριστικά πού ἔχουμε ἤδη περιγράψει. Ἔτσι
ἦταν σχεδόν βλασφημία καί ἡ παρουσία τέτοιων εἰκόνων μέσα στίς
Ἐκκλησίες, ἦταν ἕνα εἶδος προσχώρησης στήν εἰδωλολατρεία.
Δηλαδή δέν δημιουργοῦσαν προβλήματα στήν Ἐκκλησία μόνο οἱ εἰκονομάχοι, ἦταν καί οἱ εἰκονολάτρες.
Δέν
ἦταν μόνο οἱ εἰκονομάχοι καί οἱ εἰκονολάτρες, ἦταν καί οἱ Δυτικοί καί
οἱ Μανιχαῖοι, οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ Εἰδωλολάτρες, ἀλλά καί ὅσοι δέν εἶχαν
ἐνημερωθεῖ καί δέν εἶχαν πλήρη γνώση, οἱ ὁποῖοι ἄγονταν καί φέρονταν καί
παρασύρονταν ἀπό τούς φανατικούς. Διότι τότε δέν εἶχε διαμορφωθεῖ ἀκόμη
ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας.
Οἱ
Πατέρες ἔδωσαν τή μάχη γιά νά κρατήσουν τήν ὀρθόδοξη βίωση καί τό
ὀρθόδοξο δόγμα. Διαγράφουν τήν ἀκαταστασία πού ἐπικρατοῦσε τήν περίοδο
αὐτή ὅσα μᾶς λέει ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης στό βιβλίο του «Θεολογικό
σχόλιο στίς τοιχογραφίες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα», τά ὁποῖα
διατρανώνουν συγχρόνως καί τήν ὀρθόδοξη πατερική ἄποψη: «Οἱ
εἰκονοκλάστες», μᾶς λέει, «σπάζουν τίς εἰκόνες καί ἀρνοῦνται ἔργῳ τή
σάρκωση τοῦ Λόγου. Οἱ εἰκονολάτρες λατρεύουν τήν ὕλη τῆς εἰκόνας καί
χάνουν τόν Θεό. Οἱ Δυτικοί τή θεωροῦν διακοσμητικό στοιχεῖο (ἀπόφαση τῆς
Συνόδου τῆς Φραγκφούρτης 794).
Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅμως μένει πιστή στόν Σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Θεοῦ καί
ἀρνεῖται ὅλες αὐτές τίς πεπλανημένες δοξασίες. Δέν ἀπορρίπτει τήν ὕλη
Μανιχαϊκά, οὔτε τή λατρεύει παγανιστικά, οὔτε τή θεωρεῖ ἀδιάφορα
θεολογικά, ἀλλά ὁμολογεῖ τήν πίστη της διά στόματος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Δαμασκηνοῦ: Λατρεύω τόν Θεό πού μέ ἔσωσε, πού ἔγινε ὕλη γιά μένα.
Καί δέν θά πάψω νά σέβομαι τήν ὕλη διά τῆς ὁποίας σώθηκα καί ἡ ὁποία
εἶναι ἔμπλεως τῆς θείας Χάριτος.
Γι᾿
αὐτό μέ σεβασμό κινοῦμαι μέσα στήν κτίση πού τή βλέπω νά ἀστράφτει ἀπό
τό φῶς τοῦ Ἀναστάντος πού γέμισε τόν Οὐρανό, τή γῆ καί τά καταχθόνια.
Προσκυνῶ πάντα Ναόν Θεοῦ ἅγιον καί πᾶν ἐφ᾿ ᾧ Θεός ὀνομάζεται, οὐ διά τήν
αὐτῶν φύσιν, ἀλλ᾿ ὅτι θείας ἐνεργείας εἰσί δοχεῖα». Πού θά πεῖ:
Προσκυνῶ κάθε ἅγιο Ναό τοῦ Θεοῦ καί καθετί τό ὁποῖο ἔχει ἐνεργήσει καί
ἐπί τοῦ ὁποίου ἔχει φανερωθεῖ ὁ Θεός. Δέν τά προσκυνῶ ἐπειδή εἶναι θεῖα
ἀπό τή φύση τους, ἀλλά ἐπειδή εἶναι δοχεῖα τῆς θείας καί ἄκτιστης
ἐνέργειας.
Δηλαδή ἡ ὕλη τῆς εἰκόνας γίνεται ἔμπλεως τῆς θείας Χάριτος;
Βέβαια,
ὅπως μᾶς ἀνέφερε ἤδη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γίνεται ἡ ὕλη τῆς
εἰκόνας ἔμπλεως τῆς θείας Χάριτος διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν αὐτῆς τῆς
θείας Χάριτος,«ὅτι θείας ἐνεργείας εἰσι δοχεῖα». Ἡ ἴδια ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀπό τήν ὁποία ἦταν πληρωμένοι οἱ Ἅγιοι κατά τήν ἐπίγεια ζωή
τους διαπερνᾶ καί διαποτίζει καί τίς εἰκόνες τους. Ἡ θεία Χάρη εἶναι
ἐκείνη πού ἑνώνει πρωτότυπο καί εἰκόνα (ὕλη).
Στίς εἰκόνες πρέπει νά ἀπονέμουμε προσκύνηση ἤ λατρεία; Τί εἶναι προσκύνηση καί τί λατρεία;
Ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει ὅτι ἡ προσκύνηση εἶναι σημεῖο
ὑποταγῆς, ὑποβιβασμοῦ καί ταπεινώσεως «σημεῖον ὑποπτώσεως, τουτέστιν
ὑποβιβασμοῦ καί ταπεινώσεως».Στήν προσευχή πού κάνουμε ἐνώπιον τῶν
εἰκόνων, σάν σέ μιά ἄλλη «ἱερά πρόθεση», καταθέτουμε καί ἐναποθέτουμε τά
αἰτήματά μας, διότι ἡ εἰκόνα λειτουργεῖ «ὡς μεσίτρια» στήν ἀπόλυτα
προσωπική μας προσευχή.
Ἔτσι
δημιουργεῖται μιά γέφυρα, ἡ εἰκόνα γίνεται ἕνα πέρασμα, μιά διάβαση
μέσω τῆς ὁποίας ὑπαρξιακά προσκυνοῦμε τόν εἰκονιζόμενο Ἅγιο καί κατ᾿
ἐπέκταση τόν ἀληθινό Θεό. «Διότι δέν ἀποδίδεται λατρεία στό “σημαῖνον”,
δηλαδή στήν ὕλη, ἀλλά στό “σημαινόμενον” πρόσωπο πού παριστάνεται». «Ἡ
τιμή τῆς εἰκόνος ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει».
Ἑπομένως
ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας καί τῆς προσκύνησης τῆς εἰκόνας γίνεται μιά
θεολογία σχέσεως πρός τό εἰκονιζόμενο (εἴτε εἶναι ὁ Χριστός εἴτε ἡ
Θεοτόκος εἴτε οἱ Ἅγιοι) καί σέ τελική ἀνάλυση ἡ προσκύνηση ἀπονέμεται
πρός τόν Τριαδικό Θεό.
Στήν
ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει διατηρηθεῖ μέχρι σήμερα ἡ διάκριση ἀνάμεσα στή
λατρεία τοῦ Θεοῦ (λατρευτική προσκύνηση) καί στήν τιμή (τιμητική
προσκύνηση) τῶν εἰκόνων τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων. Ἡ τιμητική
προσκύνηση τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων πηγάζει ἀπό τό γεγονός ὅτι
τιμήθηκαν καί οἱ ἴδιοι ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Οἱ εἰκόνες μαρτυροῦν αὐτή
τήν τιμή καί μᾶς παρακινοῦν καί μᾶς νά κάνουμε τήν ἴδια κίνηση. Οἱ Ἅγιοι
ἄλλωστε εἶναι Χριστοποιημένες ὑπάρξεις καί χαρισματικές παρουσίες καί
εἶναι παρόντες ἐκεῖ κατά χάριν. Μᾶς βλέπουν. Ἀκοῦνε τίς προσευχές μας
καί μᾶς καλοῦν σέ ἀγαπητική κοινωνία καί σχέση. Καί ὅταν λέμε ὅτι οἱ
Ἅγιοι εἶναι Χριστοποιημένες ὑπάρξεις, ἐννοοῦμε ὅτι ἔχουν γίνει
Χριστοί-Θεοί κατά χάριν. «Ὅπου εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἐκεῖ εἶναι καί ὅλος ὁ
Κύριος καί Θεός. Ὁ Θεός ἐν Ἁγίοις ἀναπαυόμενος. Κάθε Ἅγιος εἶναι Χριστός
ἐπαναλαμβανόμενος», λέει ὁ π. Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς. Καί σέ ἄλλο σημεῖο:
«Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ πληρέστερες, οἱ ὀφθαλμοφανέστερες, οἱ τελειότερες
καί γι᾿ αὐτό οἱ πειστικότερες Θεοφάνειες». Ὁ δέ ἅγιος Παχώμιος
διατυπώνει τήν ἴδια ἔννοια ἀκόμη καί γιά τούς ζῶντες, στήν παροῦσα ζωή,
Ἁγίους: «Ἐάν ἴδῃς», λέει, «ἄνθρωπον, ἁγνείᾳ συζῶντα καί ταπεινοφροσύνης
ἐξηρτημένον, ἐλεήμονα, πρᾶον, χρηστόν, συμπαθῆ, φιλόθεον, φιλάδελφον,
πάσαις ἁπλῶς κομῶντα ταῖς ἀρεταῖς, ὤ οἵου δράματος ἔτυχες! Αὐτόν γάρ τόν
ἀόρατον Θεόν ἰδεῖν ἠξιώθης ἐν τῶ ὁρωμένῳ ἐκείνου ναῷ καί τῇ εἰκόνι
αὐτοῦ».
Καί
ἄν μιά τέτοια θέση διατυπώνεται γιά τούς ἐξαγιασμένους ἀνθρώπους, ὁ
Θεάνθρωπος Χριστός ἀσφαλῶς εἶναι «ἡ παντελεία Θεοφάνεια ἐν μορφῇ
ἀνθρώπου, ἡ ὁρατή εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου». Τιμώντας λοιπόν τούς
Ἁγίους καί προσκυνώντας τίς ἅγιες εἰκόνες τους, τιμοῦμε καί προσκυνοῦμε
τόν ἴδιο τόν ἀληθινό Θεό. Βέβαια δέν πρέπει νά γίνεται σύγχυση ἀνάμεσα
στή λατρεία καί στήν τιμή.
Ἡ
λατρεία, κατά τή Ζʹ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀπονέμεται μόνο στόν Τριαδικό
Θεό, ἐνῶ ἡ τιμή στούς Ἁγίους. Ἡ Θεοτόκος «κατέχουσα τά δευτερεῖα τῆς
Τριάδος» ἔχει καί τά πρωτεῖα στήν τιμητική προσκύνηση, εἶναι ἡ Δέσποινα
τοῦ Κόσμου ἡ Βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων. Γι᾿ αὐτό ὑπερβολικά τιμᾶται ἀπό τήν
ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔχει ξεχωριστή θέση στή λατρεία, χαιρετίζεται δέ ὡς
«τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διακρίνει διάφορους τρόπους προσκυνήσεως. Μᾶς
ἀναφέρει πρῶτα-πρῶτα τό «δοξαστικό» τρόπο προσκυνήσεως πού ἀναφέρεται
στόν Τριαδικό Θεό: «Δοξαστικά, εὐλογοῦμε τόν Θεό γιά τή φυσική του δόξα,
διότι εἶναι ὁ μόνος δοξασμένος καί ὁ αἴτιος κάθε δόξας, κάθε ἀγαθοῦ,
φῶς ἀκατάληπτο, γλυκασμός ἀσύλληπτος, κάλλος ἀπροσμέτρητο, ἄβυσσος
ἀγαθότητας, σοφία ἀνεξιχνίαστη, δύναμη ἀπειροδύναμη, μόνος ἄξιος νά
θαυμάζεται καί νά προσκυνεῖται καί νά δοξάζεται καί νά ποθεῖται».
Δεύτερος
τρόπος προσκυνήσεως εἶναι ὁ εὐχαριστιακός ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τήν
εὐγνωμοσύνη τῆς Ἐκκλησίας γιά τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἄπειρη ἀγάπη Του,
«διά τοῦ Ὁποίου ὅλα συνίστανται καί συγκροτοῦνται» καί σέ ὅλα μεταδίδει
ἄφθονα τίς Δωρεές Του. Τρίτος τρόπος προσκυνήσεως εἶναι τῶν παρακλήσεων
καί τῶν δεήσεων καί τέταρτος τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως. Μέ
αὐτούς τούς τρόπους καί τά ἀνάλογα βιώματα πού ἀναπτύσσονται καθαρίζουμε
τούς ἑαυτούς μας, μετέχουμε στή θεία ζωή καί προσκυνοῦμε πλέον
ὑπαρξιακά τόν Θεό.
Ὑπάρχουν θαυματουργές εἰκόνες;
Ἀποδίδονται
πολλά θαύματα στίς εἰκόνες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν
Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τούς παλαιούς χρόνους μέχρι σήμερα. Ὁ
ἱστορικός Εὐσέβιος, ἐπίσκοπος Καισαρείας († 339 μ.Χ.) ἀναφέρει ὅτι στήν
Πανέα (Β. Γαλιλαία) ὑπῆρχε στήν ἐποχή του ἕνας ἀνδριάντας, τόν ὁποῖο
εἶχε στήσει ἡ Χαναναία τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀπεικόνιζε τό Πρόσωπο καί τή
σωματική κατάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στή βάση αὐτοῦ τοῦ ἀνδριάντα
φύτρωνε ἕνα βότανο πού θεράπευε πολλά ἀνίατα νοσήματα.
Ἐπίσης
καί ὁ Εὐάγριος ὁ σχολαστικός μᾶς ἀναφέρει καί αὐτός στήν ἱστορία του
γιά τά θαύματα τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνας τοῦ “ἁγίου Μανδηλίου”, γιά τή
θεραπεία τοῦ βασιλιᾶ τῆς Μεσοποταμίας Ἀβγάρου, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπό
ἀνίατη ἀρρώστια, καθώς καί γιά τή σωτηρία τῆς πόλεως Ἔδεσσας ἀπό τούς
εἰσδρομεῖς Πέρσες, μετά τή λιτάνευση τοῦ “ἁγίου Μανδηλίου” (615 μ.Χ.).
Ἄλλο
γνωστό μας θαῦμα εἶναι ἡ διάσωση τῆς βασιλίδας τῶν πόλεων τήν ἐποχή τοῦ
αὐτοκράτορα Ἡρακλείου, μέ θαῦμα τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς
Ὁδηγήτριας. Οἱ Ἄβαροι εἶχαν ἀνεβεῖ ἤδη στά τείχη τῆς Πόλεως καί οἱ
ἀμυντικές δυνάμεις ἦταν ἐλάχιστες, διότι ὁ Ἡράκλειος πολεμοῦσε μακριά
ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μέ ἄλλους ἐχθρούς τῆς αὐτοκρατορίας. Τότε ὁ
πατριάρχης Σέργιος πῆρε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία μάλιστα
ἀποδίδεται στόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ, τή λιτάνευσε γύρω ἀπό τά τείχη καί
τότε, ὡς ἐκ θαύματος, ἄρχισαν νά ὑποχωροῦν οἱ ἐχθροί, ἡ δέ Πόλη
διατηρήθηκε σώα καί ἀβλαβής. Μάλιστα σέ ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ θαύματος
συνετέθησαν, ὅπως ἀναφέρει ἡ Παράδοση, “ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος” καί τό
Κοντάκιο “τῇ Ὑπερμάχῳ” πού ψάλλεται μέχρι σήμερα τήν κατανυκτική περίοδο
τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.
Ἀλλά
καί πολλά ἁγιολογικά κείμενα, συναξάρια κ.λ.π. ἀναφέρουν πλεῖστα ὅσα
θαύματα ἱερῶν εἰκόνων. Ἀναβλύσεις μύρου, δακρύων, αἵματος, εὐωδίας, τά
ὁποῖα γίνονται θεραπευτικά μέσα γιά τούς πιστούς. Καί σήμερα ἔχουμε
τέτοια θαύματα καί ἀπό εἰκόνες νεωτέρων Ἁγίων. Ἀκόμη καί τό λάδι ἀπό τά
καντήλια πού καῖνε μπροστά σέ εἰκόνες Ἁγίων θαυματουργεῖ.
Πῶς ἐξηγεῖται τό φαινόμενο τοῦ θαύματος τῶν ἁγίων εἰκόνων;
Τό
θαῦμα κυρίως εἶναι ἔργο τῆς πίστεως καί τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Τό θαῦμα
προϋποθέτει μεγάλη καί ἀκράδαντη πίστη. Ὁ Μάρκος Σιώτης στό βιβλίο του
«Ἱστορία καί θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων», λέει τά ἑξῆς: «Τό θαῦμα εἶναι
μιά ἐμπειρία κατά τήν ὁποία ἡ ψυχή τοῦ προσευχομένου, ἐνώπιον μιᾶς
οἱασδήποτε εἰκόνας, ἀποσπᾶ μέσω τῆς πίστεως φορτία θείας Χάριτος τόσο
ἐνεργά ὥστε βιώνει τό θαῦμα τῆς δυναμικῆς καί σωστικῆς Χάριτος τοῦ
Θεοῦ».
Φυσικά
τήν ἐπενέργεια τοῦ θαύματος ἡ θεολογία τήν ἀποδίδει πάντοτε στίς
ἀνεξερεύνητες βουλές τοῦ Θεοῦ. Διότι πολλοί ἀσθενεῖς καί πονεμένοι
παρακαλοῦν, ἀλλά δέν τούς γίνεται τό θαῦμα ὅπως τό ζητοῦν. Στίς
περισσότερες ἀπ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις ἐπέρχεται ἐσωτερική ἀλλοίωση,
γίνεται θαῦμα ψυχικό, ὡρίμανση τῆς προσωπικότητας καί ἀποδοχή τῶν
θλιβερῶν, πού θεωρεῖται καί αὐτό ἕνα ἐξίσου μεγάλο θαῦμα.
Εἶναι πολύ παράξενο! Ὑπάρχει πράγματι τέτοια θαυματουργική Χάρη καί στήν ὕλη τῶν ἱερῶν εἰκόνων;
«Χάρις
δίδεται ταῖς θείαις ὕλαις διά ταῖς τῶν εἰκονιζομένων προσηγορίαις», μᾶς
λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Δηλαδή: Παρέχεται Χάρη στίς θεῖες
ὕλες (τῶν εἰκόνων), χάρη στίς πρεσβεῖες τῶν εἰκονιζομένων. Καί ἀλλοῦ:
«Τά τῶν Ἁγίων εἰκονίσματα… Πνεύματος Ἁγίου εἰσί πεπληρωμένα».
Καί
αὐτό δέν εἶναι παράδοξο, διότι οἱ εἰκονιζόμενοι Ἅγιοι εἶχαν καταστήσει
τά σώματά τους στόν ἐπίγειο βίο τους «ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί ὅπως
«”ἡ τιμή καί ἡ προσκύνησις τῆς εἰκόνος ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», τό
ἴδιο «καί ἡ θαυματουργική ἐνέργεια ἐκ τοῦ πρωτοτύπου ἐκπορεύεται».
Ἐπίσης ὁ Π. Εὐδοκίμωφ μᾶς δίνει μιά ἄλλη μυστικιστική διάσταση στό θέμα
τῆς ἱερότητας τῆς ὕλης τῆς εἰκόνας. Λέει λοιπόν: «Ἡ εἰκόνα δέν εἶναι
διόλου σάρκωση, δέν εἶναι οὔτε τύπος, ἀλλά σημεῖο ὁρατό τῆς ἀκτινοβόλας
Παρουσίας». Καί σέ ἄλλο σημεῖο: «Ἡ εἰκόνα εἶναι ἕνα ἀπό τά μυστηριακά
μέσα τῆς Παρουσίας. Θεωρεῖται κανάλι τῆς Χάριτος μέ ἁγιαστική δύναμη,
τόπος τῶν ἐπιφανειῶν».
Ἀπ᾽
ὅλα αὐτά μπορεῖ κανείς νά συμπεράνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία τή
χαρισματική παρουσία τῶν εἰκονιζομένων στίς εἰκόνες τους τήν ἑρμηνεύει
ὡς παρουσία τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναπτύξαμε καί σέ
προηγούμενη ἐρώτηση, οἱ ὁποῖες εἶναι μεθεκτές γιά τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι
ἐξηγεῖται καί ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση πού ἀπονέμει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
στίς εἰκόνες.
Πῶς ὁδηγούμαστε στήν εἰκονοποίησή μας καί στή Χριστοποίησή μας μέσω τῆς εἰκόνας;
Ἰδιαίτερα
αὐτό τό βιώνουμε μέσα στήν Ἐκκλησία καί μάλιστα στή λειτουργική ζωή,
στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο «εἶναι εἰκόνα ὁλοκλήρου τοῦ
μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, διότι εἰκονίζει καί ἀναπαριστᾶ ὅλα τά
σωτήρια γεγονότα ἐν Χριστῷ». Μέσα στή θεία Λειτουργία ἔχουμε τή
δυνατότητα νά γίνουμε οἱ ἴδιοι ζωντανές εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων
Του.
Καί
ὄχι μόνο νά γίνουμε ζωντανές εἰκόνες, ἀλλά νά μεταμορφωθοῦμε καί νά
περάσουμε ἀπό τό εἰκονικό στό πραγματικό. Μέσα στή θεία Λειτουργία
ὁδεύουμε πρός τό “καθ᾽ ὁμοίωσιν”. Ὁ Θεόδ. Νικολάου στό βιβλίο του:«Ἡ
σημασία τῆς εἰκόνας στό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας», ἀναπτύσσει τήν
ἄποψη αὐτή καί λέει τά ἑξῆς: «Μέσα στή Θεία Λειτουργία οἱ πιστοί τά
Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες, ἀποθέμενοι πᾶσα βιωτική μέριμνα, ψάλλουν
τόν Τρισάγιο Ὕμνο στή ζωοποιό Τριάδα. Γίνονται οἱ ἴδιοι ζωντανές
εἰκόνες τῆς μόνης πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του. Στή Θεία
Λειτουργία ἐν Χριστῷ ἀρχίζει ἡ πραγμάτωση τοῦ “καθ᾽ ὁμοίωσιν”. Ὁ
ἄνθρωπος μεταμορφώνεται καί περνάει ἀπό τό εἰκονικό στό πραγματικό.
Περιλούζεται ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί γίνεται “θέσει θεός”. Ἡ δοξολογία
του ἐνορχηστρώνεται μέ τή δοξολογία τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἐν πίστει
τετελειωμένων.
Κάθε
πιστός, βλέποντας τίς εἰκόνες τῶν πατριαρχῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν
Προφητῶν καί τῶν Ἁγίων, μέσα στή λειτουργική αὐτή συμφωνία, βιώνει σάν
ἔμβρυο στήν κοιλιά τῆς Μητέρας του, ἤδη κατά τρόπο μοναδικό, τό γεγονός
τῆς μέλλουσας πραγματικῆς ὑπάρξεως καί ζωῆς».
Ἀπό τό βιβλίο “ Τί ξέρεις ἐσύ γιά τίς εἰκόνες;”
Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέας 2000