Γέροντας Ιερώνυμος της Αιγίνης 1883-1966
Ο Γέροντας Ιερώνυμος
της Αιγίνης 1883-1966
Ο Γέροντας Ιερώνυμος Αποστολίδης, κατά κόσμον Βασίλειος, γεννήθηκε το έτος 1883 στο μικρασιατικό χωριό Γκέλβερη της Καππαδοκίας.
Οι γονείς του Ανέστης και Ελισάβετ απέκτησαν έξι παιδιά, τρεις
θυγατέρες και τρεις γιούς. Άνθρωποι βαθιά ευσεβείς, ανέτρεφαν τα παιδιά
τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου ». Ο πατέρας του Βασιλείου
ασχολούνταν με την αγγειοπλαστική και αναγκαζόταν να λείπει για μεγάλα
χρονικά διαστήματα από την οικογένειά του. Έτσι, η μητέρα του είχε την
επιμέλεια της ανατροφής των παιδιών της. Τα βράδια, όταν βεβαιωνόταν ότι
τα παιδιά είχαν αποκοιμηθεί, έμπαινε σε ένα αφανές δωμάτιο, λαξευμένο
σε βράχο, που χρησίμευε ως προσευχητάρι. Εκεί προσεύχονταν για ώρες
πολλές, και την έπαιρνε ο ύπνος γονατιστή. Την αγάπη στην προσευχή
ώφειλε ο Γέροντας στη μητέρα του, η οποία τον σήκωνε, από μικρό παιδί,
στις 12 τα μεσάνυχτα για να προσεύχεται μαζί της.
Σε νεαρή ηλικία χειροτονήθηκε διάκονος. Διακαής πόθος του ήταν να
υπηρετήσει στην πατρίδα του, όμως αυτό στάθηκε αδύνατο. Διώχθηκε από
ομάδα ισχυρών συμπατριωτών του που τον εχθρεύονταν και τον διέβαλλαν
στον Επίσκοπο. Πέρασε πολλές ταλαιπωρίες και κυνηγήθηκε, ώσπου έφτασε
στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί υπηρέτησε για εννέα χρόνια ως διάκονος του
Πατριαρχείου.
Η Μικρασιατική καταστροφή ανάγκασε τον διάκονο Βασίλειο να αφήσει την
Πόλη και με πόνο ψυχής να έλθει στην Ελλάδα. Πολύ σύντομα διορίστηκε ως
διάκονος του Μητροπολιτικού Ναού της Αίγινας και κατόπιν χειροτονήθηκε
ιερέας από τον Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα. Διορίστηκε εφημέριος
του Νοσοκομείου Αιγίνης. Στα τέλη του 1923 ο πατήρ Βασίλειος έλαβε το
Μέγα και Αγγελικό σχήμα και μετονομάστηκε σε Ιερώνυμο. Από το 1940
εγκαταστάθηκε πλέον οριστικά στο Ησυχαστήριο που ο ίδιος είχε
δημιουργήσει και απερίσπαστος επιδόθηκε σε μεγαλύτερους ασκητικούς
αγώνες και μυστικές θεωρίες. Έζησε το πραγματικό νόημα της ζωής και
δαπανήθηκε διδάσκων, καθοδηγών και παρηγορών τις βεβαρυμένες ψυχές που
τον επισκέπτονταν.
Η Ορθοδοξία του δεν ήταν βαριά, η ασκητική του δεν ήταν σκυθρωπή.
Κέντρο της διδασκαλίας του ήταν η προσευχή και η ταπείνωση, με
κατακλείδα παραδείγματα από το αγαπημένο του βιβλίο «Αββάς Ισαάκ».
Όσα έλεγε τα ζούσε και γι’ αυτό όποιος τον άκουγε πειθόταν στα λόγια
του. Ο πατήρ Ιερώνυμος ήταν εραστής της προσευχής και μάλιστα της
νοεράς. Επί 4 και 5 ώρες με υψωμένα τα χέρια, ακίνητος, νεκρός σωματικώς
ενωνόταν νοερά μετά του Θεού!
Τον Σεπτέμβριο του 1966 ο Γέροντας Ιερώνυμος διεγνώσθη ότι έπασχε από
καρκίνο. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 3 Οκτωβρίου του ιδίου έτους. Το σεπτό
του σκήνωμα ετάφη στην Αίγινα, στο Ιερό Ησυχαστήριό του, όπου βρίσκεται
και ο τάφος του.
Μαρτυρία Αρχιμ. Νεκταρίου Μαρμαρινού
Τι να πω για την ελεημοσύνη του! Αυτός ο ίδιος γινόταν επαίτης, για
να ελεήσει επαίτες, για να θρέψει χήρες και ορφανά, για να χορηγήσει
φάρμακα σε ασθενείς κ.λπ.
Οι ιχθυοπώλαι της αγοράς Αιγίνης έχουν να διηγούνται το εξής: Πολλές
φορές διερχόταν «τους πάγκους στα ψαράδικα», όπου πολλοί ως ευλογία του
έδιδαν ψάρια για τους πτωχούς. Μία ημέρα συνέβη το εξής. Μόλις πλησίασε
στα ιχθυοπωλεία, ένας ιχθυοπώλης σκέφθηκε «τι θέλει πάλι πρωί- πρωί…». Ο
πατήρ Ιερώνυμος προσπέρασε τον «πάγκο» του χωρίς να σταματήσει και όταν
τον είδε να σταματά στους άλλους και αυτοί αύθόρμητα να του δίνουν
ψάρια, τότε τον φώναξε και αυτός «Γέροντα, έλα και από εδώ». Τότε ο
πατήρ Ιερώνυμος τον πλησίασε και του είπε «δεν στάθηκα στον πάγκο σου,
διότι δεν σκέφτηκες καλά για εμένα». Ο ιχθυοπώλης έμεινε άφωνος, δάκρυσε
και ζήτησε συγγνώμη, φιλώντας το χέρι του.
Μαρτυρία π. Ιγνατίου Μπάφα
Αν και ηλικιωμένος, γέρων, περίπου 80 ετών, ανάπηρος και κουρασμένος,
συνήθιζε δυο φορές τουλάχιστον την εβδομάδα να κατεβαίνει στην αγορά
της Αίγινας με μία τσάντα στον ώμο του. Κατέβαινε από τον κεντρικό δρόμο
και επέστρεφε γυρίζοντας από στενό σε στενό. Πήγαινε στα παντοπωλεία,
τα ιχθυοπωλεία και κατόπιν σε μανάβικα. Όλοι του έβαζαν μέσα στην τσάντα
από τα προϊόντα τους και κανείς δεν του έπαιρνε χρήματα. Άλλοι του
έδιναν από μόνοι τους για ευλογία και άλλοι του έλεγαν ότι είναι
πληρωμένα από καλούς χριστιανούς. Κατόπιν περνούσε από διάφορα σπίτια
και τους άφηνε και από κάτι. Στο τέλος επέστρεφε στο Ησυχαστήριό του με
άδειες τις τσάντες. Αυτό γινόταν επί αρκετά χρόνια. Όσο μπορούσε και
βάδιζε, έκανε το παν για να ανακουφίσει τον συνάνθρωπό του.
Από το βιβλίο της Σ.Δ.Νούση «Ο Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης», εκδ. Επτάλοφος, Ε.Π.Ε. 1979.