5 Φεβρουαρίου 2013
Είναι αλήθεια ότι η σκληρή θέση του
ασκητού μπροστά στην ανθρώπινη συντυχία προκαλεί μια ποικιλία
αντιφατικών και «αναπληρωματικών» αντιδράσεων μέσα στον ψυχικό κόσμο του
τεχνολογικού ανθρώπου της εποχής μας!
Και πρώτα-πρώτα ο σύγχρονος άνθρωπος, που
καταδικάζει αδυσώπητα τη σκληρή αυτή ασκητική θέση, ενδέχεται να βιώσει
μια συγκλονιστική έκπληξη, εάν θα επιχειρούσε να αναλύσει τη δική του
κοινωνικότητα. Γιατί, όπως μας αποκαλύπτει η ψυχολογία, ό,τι πολεμά
κανείς έντονα, ό,τι απορρίπτει επίμονα, έχει μια εξάρτηση από το
βαθύτερο εσωτερικό του κόσμο. Η έπιθετικότης, σαν ψυχαναγκαστική
λειτουργία, επιβεβαιώνει την προσκόλληση του ανθρώπου σ’ αυτό κατά του
οποίου επιτίθεται. Έτσι όσο αποκρουστική φαίνεται στα μάτια του
σύγχρονου ανθρώπου η σκληρή μοναξιά του ασκητικού βιώματος, τόσο
περισσότερο προδίδεται μια κάποια βαθύτερη σχέση του με τη μοναξιά αυτή.
Γι’ αυτό θα ερωτούσε κανείς μήπως άραγε, όταν καταδικάζει ο σύγχρονος
άνθρωπος την ασκητική ησυχία, καταδικάζει την προσωπική του μόνωση που
κρύβει ασυνείδητα μέσα στο απύθμενο βάθος της ατομικής του υποστάσεως; Η
ψυχολογική λειτουργία της απωθήσεως και της προβολής ασυνειδήτων
ψυχικών περιεχομένων μπορεί να βοηθήσει τον σύγχρονο άνθρωπο να
ξεκαθαρίσει τις συγκεχυμένες καταστάσεις που κλείνει μέσα του.
Αν η εξωτερική ψυχική πορεία του
σύγχρονου τεχνολογικού ανθρώπου είναι «φυγόκεντρος», δηλ. έντονα
εξωστρεφική, το ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητάς του πάσχει από
συσσώρευση απωθούμενων επιθυμιών που έχουν ένα «κεντρομόλο» χαρακτήρα,
δηλ. εσωστρεφικό. Έτσι όταν ο σύγχρονος άνθρωπος ενδιαφέρεται να
καταδικάσει τη σκληρότητα της ασκητικής ησυχίας, «διαλέγεται» κατ’
ουσίαν με το ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητάς του, με την απωθούμενη
εσωστρεφική του διάθεση. Εφ’ όσον δε την απωθεί, σημαίνει ότι την μισεί,
γιατί αυτό του επιβάλλει η εξωστρεφική ένταση της σύγχρονης
κοινωνικότητας. Αλλά και την επιθυμεί γιατί αντιλαμβάνεται ασυνείδητα τη
λυτρωτική της λειτουργία.
Εξάλλου ποιός κατακύρωσε τελεσίδικα στην
προσωπικότητα του σύγχρονου ανθρώπου την κοινωνικότητα σαν αυθεντικό και
πηγαίο χαρακτηριστικό της; Είναι βέβαια αλήθεια ότι η επίφαση της
σύγχρονης ζωής έχει ένα έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Ποιός όμως θα
μπορούσε να αποδείξει τη γνησιότητα του χαρακτήρος αυτού;
Η αναμφισβήτητη τραγική καθημερινότητα
του σύγχρονου βίου παρέχει αβίαστα πληθωρικές μαρτυρίες μιας
συγκλονιστικής μονώσεως του σύγχρονου ανθρώπου. Η τεχνολογική πρόοδος
προάγει μια κοινωνικότητα ακριβώς «τεχνική», «μηχανική» που σε πολλές
περιπτώσεις διαφθείρει τα ανθρώπινα αισθήματα και υποβαθμίζει αθεράπευτα
τις διανθρώπινες σχέσεις. Η σύγχρονη σκληρότητα, η αδιαφορία για τον
«πλησίον», το έγκλημα, η ηθική αναλγησία και τόσα άλλα διαβρωτικά
στοιχεία του ανθρώπινου βίου υπογραμμίζουν ζωηρά τη μισάνθρωπη όψη της
σύγχρονης κοινωνικότητας. Έτσι η απόπειρα να ξεδιαλύνει μέσα του ο
σύγχρονος άνθρωπος τις συγκεχυμένες καταστάσεις καταλήγει σ’ ένα έργο
αυτογνωσίας, που συντρίβει τα ψεύτικα σύμβολα και γενικά τις
ψευδαισθήσεις μιας «κοινωνικής» κοινωνικότητας. Ο σύγχρονος τεχνολογικός
άνθρωπος, ενώ καταδικάζει την ασκητική μόνωση, αναζητεί ασυνείδητα την
ικανοποίηση της μονώσεως που βιώνει ο ασκητής. Και ενώ καυχάται για την
κοινωνική του συνείδηση, διαισθάνεται αναπόφευκτα την τραγική του
μόνωση. Γι’ αυτό, ενώ φαίνεται σήμερα κοινωνικός, κατ’ ουσίαν «φεύγει
μακριά από τους ανθρώπους». Οι συγκρούσεις που φιλοξενεί μέσα του τον
εξαναγκάζουν σε μια μόνωση αντικοινωνική. Είναι λοιπόν ανώριμος να
συνδιαλεχθεί με τον ασκητή που «ησυχάζει» και ανίκανος να καταδικάσει τη
σκληρή θέση της αποφυγής της ανθρώπινης συντυχίας. Η κοινωνικότητα, εν
ονόματι της οποίας κρίνει τις ασκητικές «υπερβολές», είναι λοιπόν μια
φυγή από την μόνωση που συγχρόνως επιθυμεί!
Από την άλλη μεριά η ασκητική μόνωση έχει
ένα αυθεντικά κοινωνικό περιεχόμενο που μπορεί να διδάξει πολλά στο
σύγχρονο άνθρωπο που επιθυμεί να εκπαιδευτεί στην αδελφογνωσία! Η
ασκητική φυγή προ της ανθρώπινης συντυχίας είναι βαθύτερη έκφραση της
χριστιανικής κοινωνικότητας. Παράδοξος ισχυρισμός, αναμφίβολα, αλλά
αληθινός! Ο ασκητικός «ατομισμός» είναι βίωση μιας αυθεντικής αφοσιώσεως
στην αγάπη του αδελφού. Το ασκητικό αυτό παράλογο το κατανοεί, σε
ορισμένη μόνο έκταση, εκείνος που γνωρίζει, έστω ενδεικτικά, το
περιεχόμενο του βιώματος της «ησυχίας»! Αλήθεια, ο ασκητής της ερήμου, ο
σκληρός εραστής της ησυχίας, είναι τέλειος τύπος του αδελφού!
Η βασική επιδίωξη του ασκητού είναι
βέβαια η βίωση της θείας παρουσίας. Η άσκησή του αποβλέπει στο να
καθαρίσει την ψυχή του, το νου του, απ’ ό,τι μπορεί να εμποδίσει ή να
δυσκολεύσει την προσπάθεια αυτή. Η αγάπη προς τον πλησίον, προς τον
«αδελφόν», κατανοείται από τον ασκητή σαν πολύτιμος καρπός της μυστικής
βιώσεως του Θείου Έρωτος. Μόνον αφού η καρδιά του και ο νους του
πληρωθεί από την παρουσία και την αγάπη του Θεού, θα μπορέσει να
αγαπήσει με γνήσια αισθήματα αφοσιώσεως και ακόμη, αν χρειαστεί,
αυτοθυσίας, τον αδελφό. Εάν η πρωταρχική του «εργασία», η βίωση της
ενώσεως με το Θεό, διαταράσσεται ή εμποδίζεται, αδυνατεί ο ασκητής αυτός
να εκπληρώσει το χρέος της αγάπης προς τον αδελφό, όπως ακριβώς το
απαιτεί η αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό παρατηρεί κανείς ότι, ενώ δεν παύει
ποτέ ο ασκητής να εκδηλώνει φιλάδελφα αισθήματα προς τον πλησίον, όταν
φθάσει μεγάλα μέτρα αρετής και άγιότητος είναι πιο πλούσιος σε
εκδηλώσεις αδελφικής αγάπης και κατανοήσεως.
Οπωσδήποτε όμως είναι εμπειρία
αναμφισβήτητη το γεγονός ότι «πάντοτε, όταν έλθη ο αγωνιστής προς την
απάντησιν του κόσμου, ευθύς η ψυχή αυτού ατονεί». Αντίθετα• «όσον
μακρύνεται ο άνθρωπος εκ της συνομιλίας των ανθρώπων, τοσούτον αξιούται
της μετά του Θεού παρρησίας εν τω νοΐ αυτού». Η εμπειρία ακριβώς αυτή
αποτελεί τον γνώμονα της συμπεριφοράς του ασκητού προς την ανθρώπινη
συντυχία ή τις κοινωνικές σχέσεις, όπως ο σύγχρονος άνθρωπος τις
κατανοεί.
Η λογική οργάνωση του εγκόσμιου πνεύματος
δεν μπορεί λοιπόν να κατανοήσει, ότι και στις περιπτώσεις ακόμη που
αποφεύγει ο ασκητής τη συνομιλία των ανθρώπων λανθάνει μια ανταπόκριση
αγάπης και αφοσιώσεως προς αυτούς. Εάν ο ασκητής αποφεύγει τους
ανθρώπους «διά τον Θεόν» και εάν ο Θεός είναι αγάπη, τότε πράγματι η
βίωση της παρουσίας του Θεού, σαν ανεξάντλητη πηγή αυθεντικής αγάπης, θα
ικανώσει τον ασκητή να αγαπήσει τον αδελφό με «αγάπη θεϊκή».
Και στην περίπτωση της αγάπης του αδελφού
συναντά κανείς ένα ασκητικό «παράλογο» και μια «αντιφατική» ψυχολογική
και πνευματική συμπεριφορά. «Θέλεις, ερωτά ο άγιος Ισαάκ, κτήσασθαι την
αγάπην του πλησίον κατά την ευαγγελικήν εντολήν εντός της ψυχής σου;
μάκρυνον εαυτόν εξ εαυτού και τότε κατακαί¬εται εν σοι η έκκαυσις της
αγάπης αυτού, και χαρήση επί τη θέα αυτού, ώσπερ επί Αγγέλου φωτός». Η
απόσταση από τον αδελφό καλλιεργεί την ευαγγελική αγάπη, μέσα στον
ψυχικό κόσμο του ασκητού. Και πρόκειται εδώ για μια υπαρξιακή αντίφαση
που θεμελιώνει αδιάσειστα την ψυχολογική και πνευματική αρμονία που
είναι προϋπόθεση της αυθεντικής κοινωνικότητας. «Φίλος γενού πάσιν
ανθρώποις και μόνος γενού εν τη διανοία σου». Ο ασκητής της ερήμου
πρέπει να αγαπά όλους τους ανθρώπους, να προσφέρει σ’ αυτούς τα
αισθήματα και την καρδιά του και συγχρόνως να βιώνει τη μόνωσή του,
χωρίς την οποίαν δεν μπορεί να συναντήσει το Θεό. «Κοινωνός γενού τοις
παθήμασι των πάντων, και τω σώματί σου μακράν γενού εκ πάντων».
Στην υπαρξιακή αυτή ασκητική αντίφαση
συναντά κανείς πράγματι μια εσωτερική ισορροπία επάνω στην οποία
θεμελιώνεται αδιάσειστα η υγιής κοινωνικότητα. Πολλές φορές ο σύγχρονος
τεχνολογικός άνθρωπος, που καυχάται για την κοινωνικότητά του, δεν
βιώνει εσωτερική κοινωνική ισορροπία. Εφ’ όσον είναι μονόπλευρα
κοινωνικός, δηλαδή έντονα εξωστρεφικός, διαλύεται, κατά την έκφραση του
Jung, μέσα στο κοινωνικό σύνολο και χάνει έτσι την ατομικότητά του. Πώς
μπορεί λοιπόν ένας διασκορπισμένος «κοινωνικά» άνθρωπος να βιώνει αγάπη
αυθεντική προς τον πλησίον, αφού έχει χάσει την εσωτερική του ενότητα;
Εάν ό,τι κάνει, το κάνει για να φαίνεται καλός ή απλώς και μόνο χάριν
της κοινωνικότητας, πώς μπορεί να εξωτερικεύει πηγαία αισθήματα αγάπης; Η
υπογράμμιση από τις αρμόδιες ανθρωπολογικές επιστήμες της στεγανής
μονώσεως, που σε πολλές περιπτώσεις βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος,
προδίδει την ποιότητα του περιεχομένου της κοινωνικότητας του ανθρώπου
αυτού. Μόνο η βίωση της ιδίας ατομικότητας, σαν εμπειρία πνευματικής
ενότητας και συγκροτήσεως, μπορεί να δημιουργήσει και να συντηρήσει μια
πραγματική κοινωνική συμπεριφορά. Ο διασπασμένος και εσωτερικά
αναρχούμενος από ποικίλες ψυχικές συγκρούσεις άνθρωπος δεν μπορεί να
εκφραστεί κοινωνικά γιατί δεν μπορεί να «συναντήσει» το κοινωνικό σύνολο
και δεν μπορεί να διαλεχθεί με τις ανθρώπινες μονάδες του.
Αντίθετα, ο ασκητής της ερήμου με την
εσωτερική του «κοινωνική» ισορροπία, αν και ζει μακριά από το κοινωνικό
σύνολο, είναι κυριευμένος από την αγάπη προς τον αδελφό. «Γινώσκομεν,
λέει ο άγιος Ισαάκ, ότι χωρίς της του πλησίον αγάπης, ουδέ ο νους
δύναται εν τη ομιλία και τη αγάπη τη θεία φωτισθήναι». Το αίτημα της
ενώσεως με το Θεό είναι ένα αίτημα «κοινωνίας», αφού πρόκειται για τη
βίωση της κατ’ εξοχήν διαπροσωπικής σχέσεως, της σχέσεως με τον Τριαδικό
Θεό. Έτσι μέσα στην πνευματική περιοχή της κοινωνίας αυτής η αγάπη του
αδελφού είναι μια ζωντανή παρουσία. Άλλωστε πώς θα μπορούσε «μόνος» ο
ασκητής να βιώσει μια τέτοια κοινωνία; Αν ήταν πραγματικά απομονωμένος
από τον αδελφό, δεν θα μπορούσε «ο νους εν τη ομι¬λία και τη αγάπη τη
θεία φωτισθήναι». Γι’ αυτό ο ασκητής αγαπά πηγαία τον αδελφό και μέσα
στην ερημιά της διαμονής του εκφράζει μια γνήσια κοινωνικότητα.
Η έμπρακτη αγάπη για τον αδελφό
εκφράζεται πρώτα-πρώτα στη συμπαράσταση στο βασικό πρόβλημα της ζωής· τη
βίωση της ενοχής. «Μη μισήσης τον αμαρτωλόν. Πάντες γαρ εσμέν
υπεύθυνοι. Και εάν διά τον Θεόν κινήσαι κατ’ αυτού, κλαύσον υπέρ αυτού».
Κι’ όχι μόνο αυτό, αλλά· «άπλωσον τον χιτώνα σου επί τον πταίοντα, και
σκέπασον αυτόν». Και εάν δεν μπορείς, συνεχίζει ο άγιος Ισαάκ, να
αναλάβεις εσύ τις αμαρτίες του και να βίωσης αντ’ αυτού την αισχύνη της
ενοχής του, τουλάχιστον μη τον περιφρονείς γιατί είναι αδελφός σου. Ο
ασκητής της ερήμου φρονεί, ότι, στις διαπροσωπικές και διανθρώπινες
σχέσεις, πρέπει να εκδηλώνεται μια αγάπη βαθειά και πηγαία που μπορεί να
σκεπάζει κάθε αδύνατη πλευρά του αδελφού. Έτσι αυτός που αγαπά δεν
ωφελεί μόνο τον αδελφό αλλά γιατρεύει συγχρόνως και τη δική του ψυχή.
«Ο διορθούμενος τον αδελφόν αυτού εν τω
ταμείω αυτού την ιδίαν κακίαν ιάται· και ο κατηγορών τινά εν
συναθροίσματι ενισχύει τα ίδια τραύματα».
Στην ασκητική αυτή σκέψη μπορεί να δει ο
σύγχρονος άνθρωπος τη δυναμική όψη της αγάπης. Η αγάπη δεν είναι εδώ μια
συναισθηματική έξαρση μ’ ένα χαρακτήρα παθητικό ή ενεργητικά ουδέτερο.
Είναι, πριν απ’ όλα, μια δυναμική αμοιβαία σχέση που το ιδιαίτερο
γνώρισμά της είναι ότι όσο εκφράζεται τόσο θεραπεύει τον εαυτό της.
Αυτός που γνωρίζει να σέβεται την αδυναμία του αδελφού ξεκινά από μια
άμεση εμπειρία αυ¬τοσεβασμού. Και καθ’ ον χρόνο συμπεριφέρεται σ’ αυ¬τόν
με ευγένεια «την ιδίαν κακίαν ιάται». Εδώ ακριβώς υπογραμμίζεται ζωηρά η
οικοδομητική αξία της διαπροσωπικής σχέσεως. Την πνευματική του δηλαδή
προκοπή θα την κατορθώσει κανείς μέσα στην κοινωνική αμοιβαιότητα. Και
αν ακόμη απομονώνεται στην πιο σκληρή έρημο, δεν μπορεί να αποξενωθεί
από την εμπειρία της αδελφικής αγάπης που οικοδομεί και «παιδεύει».
Αρκεί η αδελφική αγάπη να μην εμποδίζει τη «συνομιλία» με το Θεό. Σε
κάθε άλλη περίπτωση δεν μπορεί ο ασκητής της ερήμου να μην εκφράσει τη
βαθειά του συμπάθεια για την κοινωνία με τον αδελφό. «Τί ωραία και
επαινετή έστιν η αγάπη του πλησίον, εάν μη η μέριμνα αυτής περισπάση
ημάς εκ της αγάπης του Θεού. Τί ηδεία έστιν η συντυχία των πνευματικών
ημών αδελφών, εάν δυνηθώμεν φυλάξαι μετ’ αυτής και την μετά του Θεού!».
Η θέση του ασκητού έναντι της αδελφικής
αγάπης δεν αποτελεί μόνο διδασκαλία για τους άλλους. Ο ασκητής της
ερήμου δεν εκθειάζει την αγάπη αυτή για να προτρέψει τους άλλους να τη
ζήσουν, ενώ αυτός παραμένει περιτειχισμένος μέσα στην απόλυτη «ησυχία»
του. «Πολλοί εξ αυτών (των ασκητών) τοις θηρίοις, και τω ξίφει, και τω
πυρί παρέδωκαν τα σώματα εαυ¬τών διά τον πλησίον». Δεν δίστασε ο ασκητής
της ερήμου, όπου χρειάστηκε, να θυσιάσει την «ησυχία» του, αλλά και τη
ζωή του χάριν της αγάπης του αδελφού. Έτσι σε πολλές ασκητικές διηγήσεις
μάς παραδίδεται ένας απερίγραπτος και συγκλονιστικός πλούτος ζωντανής
αδελφικής αγάπης.
Ο άββάς Αγάθων είχε διακριθεί πολύ στην
εκδήλωση της αδελφικής αγάπης και δεν ησύχαζε αν δεν έκανε, όταν
μπορούσε, κάτι καλό για τον πλησίον. «Ουκ έφερε μη αναπαύσαι τον πλησίον
αυτού». Φροντίζοντας δε πάντα να ξεπεράσει τον εαυτό του σε έκφραση
αγάπης, έλεγε· «Ήθελον ευρείν λωβόν και λαβείν το σώμα αυτού, και δούναι
το εμόν». «Είδες αγάπην τελείαν»;
Κάποτε, διηγούνται οι ασκητικοί πατέρες, ο
άγιος Μακάριος επισκέφθηκε ένα ασθενή αδελφό και, κατά τη διάρκεια της
παραμονής του πλησίον του, τον ερώτησε αν είχε ανάγκη από κανένα πράγμα.
Ο ασθενής απήντησε·«ολίγου τρυφερού άρτου». Στη μοναχική αδελφότητα του
ασθενούς αδελφού έψηναν μια φορά το χρόνο το ψωμί όλης της χρονιάς. Κι’
ο άνθρωπος αυτός δεν μπορούσε φαίνεται να τραφεί με τόσο σκληρό
παξιμάδι. Αμέσως τότε «αναστάς ο αξιομακάριστος εκείνος ανήρ, καίπερ
τυγχάνων ετών ενενήκοντα», ξεκίνησε από τη σκήτη του ασθενούς αδελφού
και επορεύθη εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί, αφού «ηλλάξατο τους ξηρούς
άρτους εις απαλούς, τους έφερε, πάλιν πεζοπορών, στον ασθενή μοναχό».
Στην αδελφική αυτή πράξη βλέπει κανείς ασφαλώς το γνήσιο κοινωνικό
περιεχόμενο της ασκητικής ησυχίας.
Για τον αββά Αγάθωνα, που υπήρξε «ανήρ
εμπειρότατος πάντων των κατ’ εκείνον τον καιρόν Μοναχών, και την σιωπήν
και την ησυχίαν υπέρ πάντας τιμών», διηγούνται και τα εξής.
Όταν ήλθε ο καιρός να γίνει ένα πανηγύρι
σε μια κοντινή στη σκήτη του πόλη, επήγε ο άγιος να πουλήσει το
εργόχειρό του για να αγοράσει τα παξιμάδια της χρονιάς. Αλλά συνέβη να
συναντήσει στην αγορά «ξένον τινά ερριμένον και ασθενούντα». Τότε δεν
χάνει την ευκαιρία να εκδηλώσει και στην περίπτωση αυτή την πλούσια
αδελφική του αγάπη. Αναλαμβάνει υπό την προστασία του τον
εγκαταλελειμμένο και άρρωστο αδελφό. Μισθώνει οικία και τον στεγάζει,
φροντίζοντας να κάνει το παν για να αναρρώσει το συντομότερο. Συγχρόνως
εργάζεται «ταις ιδίαις χερσίν» για να πληρώνει τα έξοδα αυτής της
συμπαραστάσεώς του στον ασθενή. Έτσι σε έξη μήνες έγινε ο ξένος υγιής
και ο άγιος επέστρεψε στην ησυχία του. «Αύτη εστίν η τελεία αγάπη».
Τέλος σε μια επιστολή του υπενθυμίζει
ο άγιος Ισα¬άκ ότι κάποιος από τους ασκητικούς πατέρες δίδαξε πως
τίποτε άλλο δεν μπορεί να λυτρώσει τον Μοναχό από τον δαίμονα της
υπερηφάνειας και της πορνείας εκτός από την άσκηση μιας «κοινωνικής»
αποστολής. Δηλ. ο Μοναχός που περιποιείται ασθενείς και «κατατηχθέντας
εν τη θλίψει της σαρκός» αναπληρώνει πολλές πνευματικές προσπάθειες, που
θα εχρειάζετο να καταβάλλει, για να απαλλαγεί από τις ενοχλήσεις του
πονηρού.
Αλλά και πολλές άλλες διηγήσεις και
περιστατικά της μοναχικής πολιτείας δείχνουν πως η ασκητική τελειότητα
εκφράζεται θαυμάσια στην αγάπη για τον αδελφό. Μάλιστα η αγάπη αυτή, σαν
έμπρακτη βίωση, είναι κριτήριο της τελειότητας. «Των δε φθασάντων την
τελειότητα τούτο εστί το τεκμήριον. Εάν καθ’ ημέραν δεκάκις εις καύσιν
παραδοθώσιν υπέρ της αγάπης των ανθρώπων, ου κορέννυνται εκ τούτων» .
Έτσι η επιφανειακή αντικοινωνική μόνωση
του ασκητικού βίου είναι το ταπεινό εξωτερικό ένδυμα που καλύπτει μια
ασύγκριτη πνευματική ομορφιά. Το πνευματικό βάθος της ασκήσεως, και στη
πιο σκληρή μορφή της «ακρότατης μονώσεως», είναι βίωση της αδελφικής
αγάπης που γεννάται από τη μυστική ένωση με το Θεό, την απόλυτη και
άπειρη Αγάπη!
(Ιωαν.Κορναράκη, «Ανταύγειες της Πατερικής ερήμου μέσα στο σύγχρονο κόσμο», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 41-50)