ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 150 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ
Ἀρχιμ. Νεκτάριος Ν. Πέττας Δρ. Φ,
Πρόεδρος τοῦ μή κερδοσκοπικοῦ Ινστιτούτου:
«ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ»
Ἑκατὸν πενήντα χρόνια συμπληρώνουν
ἀπὸ τὴν ὁμολογιακὴ κοίμηση τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Χριστοφόρου τοῦ
Παπουλάκου Ἰνστιτούτου (+ 18-1-1861). Ὡστόσο ἡ βιωτὴ καὶ ἡ τιμὴ τοῦ ἂν
καὶ παρῆλθε ἐνάμιση αἰώνας μένη πολὺ ζωντανὴ στὸν σύγχρονο ρωμιό. Οἱ
διῶκτες τοῦ νόμιζαν ὅτι μὲ τὸ νὰ τὸν φιμώσουν θὰ τὸν «σκότωναν».
Μπορεῖ ἂν τὸν σκότωσαν σωματικά, ὅμως τὸ πνεῦμα του καὶ ἡ Διδαχὲς τοῦ
πῆραν σάρκα καὶ ἔμειναν ζωντανὲς καὶ δυναμώνουν. Παρακάτω παρατίθεται
ἕνα σύντομο βιογραφικό της θρυλικῆς αὐτῆς μορφῆς.
Ὁ Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος
ἤ Παπουλᾶκος εἶναι ἕνας σύγχρονος ἀπόστολος τῶν Ρωμιών καί τῆς
Ὀρθοδοξίας. Παρά ταῦτα ἡ μορφή καί ἡ δράση του ἐπί ἑκατόν πενήντα καί
πλέον χρόνια τελοῦσε ὑπό ἀμφισβήτηση καί παρεξήγηση μέσα στήν τεχνητή
ὁμίχλη, τήν ὁποία εἶχαν δημιουργήσει ἡ κακία καί ἡ ἀντινομίες τῆς
ἐποχῆς του, καί μόλις στίς μέρες μας ἀποκαθίσταται μέ ὅλη της τή
λαμπρότητα.Ὁ Παπουλᾶκος/κης γεννήθηκε μετά
τό 1770 στόν Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων. Μετέρχονταν τό οἰκογενειακό
ἐπάγγελμα τοῦ κρεοπώλη. Ἦταν ἄνθρωπος φιλήσυχος καί δίκαιος. Σέ ὥριμη
ἡλικία βλέπει ἕνα οὐράνιο σημεῖο στήν οἰκία του, πού τόν προστάζει νά
ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στόν Χριστό ὡς κήρυκας μοναχός. Πιό ψηλά ἀπό τό
χωριό του χτίζει τή Ἰδ. Σκήτη τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου».
Ἦταν ἁπλός καί κατεῖχε στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις· ὡς ἐκ τούτου
δέν θά μποροῦσε νά κατακτήσει κάποια ὑπεύθυνη θέση στόν ἀνώτατο κλῆρο.
Εἶχε ὅμως τήν τύχη νά ζήσει στήν πιό ἔντονη περίοδο τοῦ Ἔθνους μας.
Συμμετεῖχε στή μεγάλη προετοιμασία καί στόν ἀγώνα γιά τήν ἀπελευθέρωση
τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό μακρόχρονο ὀθωμανικό ζυγό.
Ἔτσι ζυμώθηκε μέ τά ἐθνικά νάματα καί
τήν πνευματικότητα, πού ἀπορρέουν ἀπό τή μακραίωνη παράδοσή μας καί τήν
ἄνευ ὅρων καί ὁρίων προσήλωση τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στήν Μεγάλη
Μητέρα Ἐκκλησία. Καί ὅταν οἱ Βαυαροί καί τά ὄργανά τους θέλησαν νά
ἀλλοιώσουν τό ἑλληνορθόδοξο πνεῦμα μέ ἀπαράδεκτες καί ὕποπτες
καινοτομίες, ὁ Χριστοφόρος τέθηκε ἐπικεφαλῆς στόν ἀγώνα γιά τήν ἀλήθεια
καί τήν ἐλευθερία. Μαζί του λόγιοι καί ὁσιώτατοι ρασοφόροι τῆς εποχής
του, ὅπως ὁ ἐκ Κεφαλληνίας Κοσμᾶς Φλαμιάτος, ὁ Μεγαλοσπηλιώτης Ἰγνάτιος
Λαμπρόπουλος, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ Διονύσιος Ἐπιφανιάδης,
καί ἄλλοι Κολλυβάδες καί πνευματικοί ἄνθρωποι ἀπό ὅλα τά κοινωνικά καί
μορφωτικά στρώματα.
Ὁ Παπουλᾶκος περιοδεύει σέ ὅλη τήν
Πελοπόννησο, στήν Ἀττική καί σέ πολλά νησιά, ὅπως στίς Σπέτσες, στήν
Ὕδρα, στόν Πόρο καί στήν Ἐλαφόνησο, διδάσκοντας τό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ
Διδαχές του εἶναι βάλσαμο καί ἐλπίδα γιά τούς ταλαίπωρους ἀνθρώπους τῶν
περιοχῶν αὐτῶν. Παντοῦ στηλιτεύει τίς προσπάθειες τῆς ξενόφερτης
ἐξουσίας καί τῶν προστατῶν αὐτῆς, πού προσπαθοῦν νά ἀλλοιώσουν τήν
παράδοσή μας. Μέ τό λόγο του μεταμορφώνει τό λαό, ὥστε νά ἐπικρατεῖ
ἀγάπη, δικαιοσύνη καί συγχώρηση. Ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς γράφει πώς: «ὅ,τι δέν κατάφεραν οἱ νόμοι, τό κατόρθωσε μέ τό κήρυγμά του ὁ Χριστοφόρος».
Ἡ φιλανθρωπία καί ἡ καλοσύνη ἐξαπλώνονται παντοῦ, ἀπ’ ὅπου περνᾷ. Ἡ
Ἱερά Σύνοδος ἀρχικά προτείνει νά τόν ἀφήσουν ἐλεύθερο, διαπιστώνοντας:
«ὅτι ὅπου ἂν ἀπῆλθε, κηρύξας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀγυρτίαν, οὔτε
ἰδιοτέλειάν τινα ἐφάνη μετελθών, ἀλλ’ ἀφιλοκερδής ὤν, καὶ ἀκτήμων, καὶ
ὡς ὁ ὑπὸ ἁπλοῦς ἁπλούστατος τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ κηρύξας, συνέστειλε καὶ
παντελῶς ἔπαυσε διὰ τῆς διδασκαλίας του τὴν ζωοκλοπήν, τήν δενδροκοπίαν,
τὴν ψευδορκίαν κ.τ.λ. καί … θεωρεῖ αὐτὸν τῆς κατ’ αὐτοῦ γενομένης
κατηγορίας Ἀθῶον». Ὡστόσο οἱ ἰσχυροί φοβοῦνται καί πιέζουν τήν Ἱ.
Σύνοδο νά ἐκδώσει ἀργότερα ἀπαγορευτική ἐγκύκλιο γιά τά κηρύγματά του. Ὁ
Παπουλᾶκος ἐπιστρέφει στόν Ἄρμπουνα γιά περισυλλογή· ἀλλ’ ὅμως ὄχι γιά
πολύ.
Ὁ ἀγώνας ἔχει γίνει γι’ αὐτόν σκοπός
τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅταν σέ λίγο ξαναβγαίνει στά χωριά καί στήν ὕπαιθρο, ἡ
Πελοπόννησος ὁλόκληρη καί πολλά νησιά δονοῦνται ἀπό ἐνθουσιασμό. Τοῦ
ἐπιφυλάσσουν πρωτοφανῆ γιά τά χρονικά ὑποδοχή. Μιά μεγάλη πνευματική
λιτανεία διασχίζει ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τό Μοριά μέ ἐπικεφαλῆς τόν
Παπουλᾶκο. Παντοῦ τό πλῆθος μαζί μέ τόν κλῆρο τόν ἀποθεώνει καί τόν
ἀκολουθεῖ ψάλλοντας τό «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…».
Ἡ μεγάλη πορεία τῆς πίστεως φθάνει
μέχρι τήν Καλαμάτα. Τότε ἡ Κυβέρνηση καί ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀνησυχοῦν καί
ἀποφασίζουν νά ἀντιδράσουν. Στρατός καί στόλος ἀποστέλλονται ἐναντίον
τοῦ ἄοπλου Γέροντος, γιά νά καταστείλουν τό «κίνημα». Ὁ
Παπουλᾶκος καταφεύγει στά ἀπρόσιτα βουνά τῆς Μάνης, ὅπου τόν προστατεύει
μὲν ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων, θά τόν καταδώσει ὅμως τό πάθος τῆς
φιλαργυρίας. Ἡ ἀμοιβή τῆς συλλήψεώς του εἶχε ὁριστεῖ σέ ἕξι χιλιάδες
δραχμές καί ὁ προδότης, δυστυχῶς, βρέθηκε ἀνάμεσα στόν κλῆρο.
Ὁ ἀγωνιστής γιά ἕνα χρόνο ἐγκλείεται
στίς ὑγρές καί ἀνήλιες φυλακές τοῦ Ρίου. Ὅταν μεταφέρεται στήν Ἀθήνα,
γιά νά δικασθεῖ, κλῆρος καί λαός, μέ κλάματα καί δεήσεις, ὑποκλίνονται
σέ ἐκεῖνον, ἀπ’ ὅπου περνᾶ. Τό Κράτος δέν τολμᾶ νά τόν δικάσει, γιατί ὁ
λαός εἶναι μέ τό μέρος του καί ἕτοιμος νά ἀναιρέσει τίς συκοφαντίες. Μέ
πιέσεις τῆς πολιτείας στήν Ἱ. Συνόδο περιορίζεται σωματικῶς διά βίου,
περιφρουρούμενος στή Μονή Προφήτου Ἠλιού Θήρας καί ἀργότερα στή Μονή
Παναχράντου Ἄνδρου. Οἱ ἐντολές τῆς ἐξουσία σέ ὅλη τήν διάρκεια τῶν
ἐξοριῶν τοῦ Παπουλάκου εἶναι ἰδιαίτερα αὐστηρή. Οἱ διαταγές θυμίζουν
δικτατορικά καθεστῶτα. Ἀκόμα οἱ ἀθρογράφει ἀναφέρονται σέ ἕνα δυσάρεστο
γεγονός, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος Ἄνδρου Μητροφάνης, σάπισε στό ξύλο τόν
ὁμολογητή Χριστοφόρο: «Προσεκλήθη εἰς τήν Μονήν Παναχράντου Άνδρο ὁ
λειτουργός Μητροφάνης.. ἐξέρχεται καί προσκαλεῖ τόν γέροντα Παπουλάκον,
ἵνα τόν νουθετήσῃ ὁ χρείαν ἔχων νουθεσίας καί ἀκούει παρ’ αὐτοῦ τό
«ἰατρέ, θεράπευσον πρῶτον σεαυτόν». Ἀλλ’ ἀντί ἑνός λόγου τοῦ θείου
Εὐαγγελίου ραπίζει τόν δυστυχῆ αὐτόν γέροντα καί κατασυντρίβει ἐπί τῆς
κεφαλῆς του παχεῖαν ράβδον. Εἴτα καταδεσμεύει αὐτόν εἰς κάθυγρόν τι καί
σκοτεινόν δωμάτιον τῆς Μονῆς, ὅπως ἐκεῖ ἀποδώσῃ τάς τελευταίας πνοάς
του. Ὁ παράτολμος Μητροφάνης κατεβαίνει εἰς τήν πόλιν καί διαδίδει
ψευδῶς ὅτι ὁ πνέων τά λοίσθια γέρων ὕβρισε τό ἱερόν τοῦ Βασιλέως
πρόσωπον. Μεσολαβήσει τοῦ δικηγόρου Ν. Σαριπόλου πρός τόν ἀπηνῆ
Μητροφάνην, μεταφέρεται ὁ δυστυχής γέρων εἰς ἄλλο δωμάτιον, ἄλλως ὁ
Χριστοφόρος Παπουλάκος ἤθελε κατακλείεσθαι σήμερον εἰς ἕνα ψυχρόν τάφον
καί ὁ λεγόμενος Ἱεράρχης ἤθελεν εἶσθαι ὁ προφανής του ἀνθρώπου φονεύς.
Μετά ἀπό αὐτό τό γεγονός ὁ δικηγόρος Ν. Σαρίπολος ζητᾶ νά δεῖ τόν
τραυματισμένο γέροντα καί σημειώνει μεταξύ ἄλλων στήν ἀναφορά του:
«Περιεργείας χάριν ἐζήτησα νά ἴδω τόν Παπουλάκον, καί τοῦτο μοί
ἐπετράπη. Εἰς τήν θέαν λοιπόν ἀνδρός γέροντος ἐν καθύγρῳ κεκλεισμένου
δωματίῳ, καί ἐπί τῆς ὑγρᾶς γῆς κειμένου, τό ράσον αὐτοῦ μόνον ὡς κλίνην
ἔχοντος, πικρῶς συνεκινήθην, ἡ δέ λύπη μου ηὔξησε ὅτ’ ἔμαθον ὅτι ἦν καί
ἀσθενής, καί ὅτι τῷ ἐγένετο καί ἀφαίμαξις ἐκείνην τήν ἡμέραν. Καίτοι
ἐγίνωσκον τήν αἰτίαν, δι’ ἥν ὁ Παπουλάκος ἐτιμωρεῖτο οὕτως, ἠρώτησα ὅμως
αὐτόν, οὗτος δέ μοί εἶπεν ὅτι τόν ἐκτύπησεν ὁ ἀρχιερεύς καί τόν
ἐφυλάκισε, διότι ἐλάλησε πρός αὐτόν τήν ἀλήθειαν. Τίς δέ ἦτο ἡ κατά
Παπουλάκον ἀλήθεια αὕτη; Ὅτι ὁ ἀρχιερεύς ἠγόρασε χρήμασι τήν ἐπισκοπήν,
ὅτι τά δαπανηθέντα, ὡς εἰκός, ἔμελλε νά εἰσπράξῃ παρά τοῦ ποιμνίου του,
ἵνα μή ζημιωθῇ, καί πρός τοῦτο μάλιστα ἔφερε τῷ ἀρχιερεῖ καί αὐτός ὁ
Παπουλάκος τήν εἰσφοράν του δραχμήν μίαν».
Ἀλλά ὁ λαός δέν τόν λησμονεῖ. Ἀπ’ ὅλα
τά Βαλκάνια ἔρχονται προσκυνητές στά σιδερόφρακτα κελλιά, ὅπου
φυλάσσεται, γιά νά πάρουν τήν εὐχή του ἤ κομμάτι ἀπό τό ράσο του γιά
ἁγιασμό. Κοιμήθηκε στήν Ἄνδρο στίς 18 Ἰανουαρίου 1861. Λίγο νωρίτερα ὁ
φρουρός του ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν Γέροντα καί τήν εὐλογία του, γιά νά
γίνει Μοναχός. Εἶχε τήν πεποίθηση ὅτι κάτω ἀπό τήν κατάλευκη γενειάδα
του ἐκπορεύονταν φῶς καί ἀλήθεια.
Ὁ Παπουλᾶκος κοιμήθηκε ἀγνοημένος ἀπό
τούς ἰσχυρούς, πού προσπάθησαν καί μετά τό θάνατό του νά κηλιδώσουν τή
μνήμη του. Ἀλλά ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τόν ἤθελε πάντα κοντά του. Πολλοί
Ναοί χτίζονταν στό ὄνομά του, ὅσο ἀκόμα ζοῦσε, προσωπικά του ἀντικείμενα
τοποθετοῦνται, μαζί μέ τή μορφή του σε δαγκεροτυπία, στά εἰκονοστάσια
ὡς λείψανα. Ἀπό πατέρα σέ παιδί μέ εὐλάβεια μεταφέρεται ὁ σπόρος, πού
ἔρριξε ὁ φωτισμένος αὐτός, ἀλλά καί θαρραλέος, ἀγωνιστής–μοναχός. Μέ
σεβασμό ἀναφέρονται ὅλοι στήν πορεία τῆς ζωῆς του, ἀπό τό σπίτι του
στόν Ἄρμπουνα Κλειτορίας μέχρι τή Μονή Παναχράντου, «ἐδῶ γεννήθηκε ὁ Παπουλάκος», ἤ «ἀπό ἐδῶ πέρασε», ἤ «σέ αὐτή τήν πέτρα ἀνεβασμένος κήρυξε».
Στήν ἐποχή του ὁρισμένοι ἀπό σύγχυση ἤ
ἐμπάθεια τόν ἀποκάλεσαν ἀγύρτη, τό ἐπίσημο κράτος τόν συνέλαβε καί ἡ
Ἱερά Σύνοδος, ὑπό τήν πίεση τῆς ἐξουσίας, τόν περιόρισε διά βίου σέ
Μονές τῆς Θήρας καί τῆς Ἄνδρου. Ἀλλά ὁ λαός ἀπό γενιά σέ γενιά, σάν μέσα
σέ θρύλο, μᾶς μεταλαμπαδεύει μέ εὐλάβεια καί σεβασμό τή μνήμη, τή φήμη
καί τά σημεῖα του. Ἔτσι, τώρα πού ὁ χρόνος τόν ἀπομάκρυνε ἀπό τίς
σύγχρονες περιστάσεις, μποροῦμε νά τόν δοῦμε καί νά τόν κρίνουμε
καλύτερα.
Μετά πολλά χρόνια ἔρχεται ἡ
ἀναγνώριση. Εἶναι καί αὐτό ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς φυλῆς μας. Ἐδῶ
οἱ ἥρωες, οἱ Ἅγιοι καί οἱ μεγάλες προσωπικότητες δέν ἀνακηρύσσονται οὔτε
ἐπιβάλλονται μέ δόγματα μέ διατάγματα. Ἐδῶ τούς μεγάλους τούς
ἀναδεικνύει ὁ λαός, ἀφοῦ ὁ χρόνος ξεκαθαρίσει τίς ὕποπτες
ἀλληλεπιδράσεις τῆς ἐποχῆς καί τῶν συνανθρώπων τους.
Ἔτσι, ὁ Παπουλᾶκος, ὁ φτωχός Μοναχός,
περνᾶ ἤδη στή χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδοξίας καί τιμᾶται τήν ἡμέρα τῆς
κοίμησής του, τήν 18η Ἰανουαρίου, καθώς καί τήν 18η Αὐγούστου σέ
ἀνάμνηση τῆς λιτάνευσης τῆς εἰκόνος καί τῆς τιμίας κάρας του, κατά τό
θέρος τοῦ 1973, στήν Ἀχαΐα.
Ὅλοι ἐμεῖς ἀναγνωρίζουμε τὴν προσφορὰ
καὶ τὴν τιμὴ τοῦ Παπουλάκου, στοιχώντας ἄλλωστε μὲ τὴ σοφὴ καὶ
θεόπνευστη κρίση τῆς σεπτῆς κορυφῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου ἐπευλογώντας πόνημα τῆς ταπεινότητός μου
(29.12.09) καὶ παρουσιάζεται παρακάτω:
«Τῷ Ὀσιολογιωτάτω Ἀρχιμανδρίτη κυρίω
Νεκταρίω Ν. Πέττα, τέκνω τῆς ἡμῶν Μετριότητος ἐν Κυρίω ἀγαπητῶ, χάριν,
ἔλεος καὶ εὐλογίαν παρὰ τοῦ ἐν Τριάδι προσκυνουμένου Θεοῦ ἠμῶν.
Μετὰ χαρᾶς ἐδεξάμεθα τὴν ἀπὸ ἐ’
Αὐγούστου λήγοντος ἔτους ἐπιστολὴν τῆς ὑμετέρας ἀγαπητῆς Ὀσιολογιότητος,
ὑποβαλλούσης τὸ ὑπὸ ἔκδοσιν πόνημα αὐτῆς, τιτλοφορούμενον «Ὁ Ὀσιώτατος Μοναχὸς Χριστοφόρος ὁ Παπουλάκος στὴ Θήρα (1854) καὶ στὴν Ἄνδρο (1854-1861)»,
ἐν ὢ ἐμπεριέχονται τὰ ἀφορώντα εἰς τὸν βίον καὶ τὴν δράσιν τοῦ
θερμουργοῦ τούτου κήρυκος τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, καὶ δὴ τὰ περὶ τοῦ
ἀναγκαστικοῦ ἐγκλεισμοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς Ἱερᾶς Μονὰς Προφήτου Ἡλιοῦ Θήρας
καὶ Παναχράντου Ἀνδρου.
Ὁ Ὀσιώτατος Μοναχὸς Χριστοφόρος, ὁ ἐπικληθεῖς «Παπουλάκος»,
ἀπεστάλη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐν ζήλω Ἡλιοῦ διὰ νὰ κηρύξη τὰ θεία δικαιώματα,
νὰ διδάξη τὴν πατρώαν πίστιν καὶ νὰ ἐλέγξη ὀθνείας ἐπιδράσεις εἰς τὴν
λειτουργίαν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ κοινωνικοῦ σώματος.
Ἠγαπήθη μὲν σφόδρα ὑπὸ τοῦ εὐσεβοῦς
λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅστις ἀνεγνώρισεν ἐν τῷ προσώπω αὐτοῦ τὸν ἐκφραστὴν τὴν
γνησίας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ εὐσεβείας, ἐδιώχθη δὲ ὑπὸ τῶν
κρατούντων, δὶ οὖς ἐγένετο κατὰ τὸ ψαλμικὸν «βαρὺς καὶ βλεπόμενος»
ὡς δῆθεν ὑποκινητὴς στάσεως κατὰ τοῦ πολιτεύματος, καὶ ἐκοιμήθη ὀσιακῶς
ἐν τὴ Ἱερὰ Μονὴ Παναχράντου τῆς Ἀνδρου, διανύων ἐν αὐτὴ τὴν
ἐπιβληθεῖσαν αὐτῶ ἐκκλησιαστικὴν ποινὴν ἐγκλεισμοῦ.
Ἡ μνήμη τοῦ ἐπεβίωσε μέχρι σήμερον
ἀγαθὴ ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῶ πληρώματι, ἢν προβάλλει καὶ ἡ ὑμετέρα
Ὀσιολογιότης διὰ τοῦ ἀξιολόγου αὐτοῦ πονήματος, τὸ ὁποῖον εἴμεθα βέβαιοι
ὅτι θὰ ὠφελήση ποικιλοτρόπως τοὺς ἀναγνώστας καὶ θὰ ἐπιδράση εἰς τὰς
καρδιᾶς αὐτῶν πρὸς πνευματικὴν οἰκοδομήν, ἐμμονὴν εἰς τὴν πίστην καὶ
καλλιέργειαν ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως.
Ἐπὶ δὲ τούτοις, συγχαίροντες πατρικῶς
τὴ ὑμετέρα Ὀσιολογιότητι διὰ τὸν κόπον αὐτῆς, παρέχομεν ἐκθύμως τὴν
Πατριαρχικὴν ἡμῶν εὐλογίαν πρὸς εὐόδωσιν καὶ καρποφορίαν τῆς ἀξιολόγου
ταύτης ἐκδόσεως, καὶ ἐπικαλούμεθα ἐπ’ αὐτὴν τὴν χάριν καὶ τὸ ἄπειρον
ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
‚βθ’ Δεκεμβρίου κδ’
διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης
Ὁ Κωνσταντινουπόλως Βαρθολομαῖος».
Πρός τόν σκοπόν τῆς προβολῆς καί
ἀναδείξεως τοῦ βίου καί τοῦ ἔργου τοῦ ὁσίου Χριστοφόρου, προβήκαμε στήν
ἵδρυση τοῦ φερώνυμου Ἰνστιτούτου, στήν ὀργάνωση ἐπιστημονικῶν συνεδρίων
καί στήν ἔκδοση βιβλίων σχετικῶν μέ τόν Ἁγιοπατέρα καί μέ ἄλλες,
ἄγνωστες ὡς τώρα, μορφές τοῦ Γένους καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα ἱστορικὸ ἔργο
ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στὰ ἑκατὸν πενήντα ἔτη ἀπὸ τὴν κοίμησή του καὶ
προβάλει τὸν πραγματικὸ Παπουλάκο μέσα ἀπὸ ἱστορικὰ ντοκουμέντα εἶναι
τὰ: Πρακτικά της Α’ Ἐπιστημονικῆς Ἡμερίδας ἐν Καμάρι τῆς Θήρας τῆν 23ῃ
τοῦ μηνός Ἰουλίου 2009 μέ θέμα: «Ὁ Ὀσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος Παπουλάκος στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο»
& Πρακτικά τοῦ A’ Πανελλήνιου Ἐπιστημονικού Συνέδριου ἐν Κλειτορία
τῶν Καλαβρύτων τῆς 26ῃ καί 27ῃ Σεπτεμβρίου 2009 μέ θέμα: «Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος Παπουλάκος».
Κεντρική διάθεση βιβλίων και τον Παπουλάκο: κ. Μαρία, τηλ. 2610-312151,
2610-323243 καί τηλεομοιότυπο: 2610-344629 & Βιβλιοπωλείο: Ἅγιον
Ὅρος, Γερανίου 20, 105 52 Ἀθῆναι, τηλ. 210.52.43.275.
Γιά τόν Παπουλᾶκο βλέπε περισσότερα στήν ἱστοσελίδα: www.papoulakos.gr
Επιλεκτική Βιβλιογραφία
Ἡμερολόγιο τοῦ ἔτους 2011 με δώδεκα
άγνωστες άγιες μορφές, που εἶναι ἀφιερωμένο στὰ 150 χρόνια ἀπὸ τὴν
κοίμηση τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου (+ 18-1-1861),
τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα φέρει τὸ μὴ κερδοσκοπικὸ Ἰνστιτοῦτο «ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ», καθὼς καὶ στὰ 300 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἐν ἁγίοις
πατρὸς ἡμῶν Σοφιανοῦ, ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως καὶ Ἀργυροκάστρου (+
26-11-1711).
Μπούσια Χ., Ἱερά Ἀκολουθία, Κανών
Παρακλητικός καί Χαιρετιστήριοι Οἶκοι εἰς τόν ὅσιον καί Θεοφόρον πατέρα
ἡμῶν Χριστοφόρον τόν Παπουλᾶκον, ἐκδ. Ἰνστιτοῦτον Χριστοφόρου
Παπουλᾶκου, Ἀθήνα 2009.
Πέττα Ν. Ν. ἀρχιμ., Ὁ Ὀσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος ὁ Παπουλάκος στή Θήρα (1854) καί στήν Ἄνδρο (1854-1861), Ἀθήνα 2009, ὅπου συγκεντρωμένη παλαιότερη βιβλιογραφία.
Πέττα Ν. Ν. ἀρχιμ., Χριστοφόρος Παπουλᾶκος, ὁ σύγχρονος ἀπόστολος τῆς Πίστεως καὶ τοῦ Γένους, Θεσσαλονίκη 2009.
Πέττας, Ν. Ν. ἀρχιμ., Ἱστορικό Ἀρχεῖο
τοῦ Ινστιτούτου Χριστοφόρου Παπουλάκου,φάκελλοι μέ ἔγγραφα τοπικῶν
ἀρχῶν, ὑπουργῶν, Ὄθωνος καί Ἱερᾶς Συνόδου, καί μέ τόν τύπο τῆς ἐποχῆς.
Πρακτικά της Α’ Ἐπιστημονικῆς Ἡμερίδας ἐν Καμάρι τῆς Θήρας τῆν 23ῃ τοῦ μηνός Ἰουλίου 2009 μέ θέμα: «Ὁ Ὀσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος Παπουλάκος στή Θήρα καί στήν Ἄνδρο»
& Πρακτικά τοῦ A’ Πανελλήνιου Ἐπιστημονικού Συνέδριου ἐν Κλειτορία
τῶν Καλαβρύτων τῆς 26ῃ καί 27ῃ Σεπτεμβρίου 2009 μέ θέμα: «Ὁ Ὅσιος
Χριστοφόρος Παπουλάκος» (ἐπιμελείᾳ ἀρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πέττα).
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011