Ποιά
εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴ στάση τοῦ πιστοῦ ἀπέναντι σὲ
ἐκείνους τοὺς «ὀρθόδοξους» Ἐπισκόπους, ποὺ συνειδητὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ
τοὺς αἱρετικούς;
του Θεολογου κ. Παναγ. ΣΗΜΑΤΗ
του Θεολογου κ. Παναγ. ΣΗΜΑΤΗ
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μιλοῦν περὶ ἀπομακρύνσεως ἀπὸ ἐκείνους ποὺ διδάσκουν ἀντίθετα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε αὐτοὶ καταδικάστηκαν ἀπὸ Σύνοδο, εἴτε ὄχι.
Ὁμιλοῦν, δηλαδή περὶ τῆς ἀκοινωνησίας τῶν αἱρετικῶν καὶ ἡ διδασκαλία τους αὐτὴ ἔχει περιληφθεῖ στὰ Πατερικὰ κείμενα, στὶς Δογματικοὺς Ὅρους καὶ τοὺς Ἱ. Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξ ὅλων αὐτῶν μνημονεύω:
1) Τὸν Β΄ Κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Ἁγίας Συνόδου (341), ὅστις διαγορεύει: «Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις... Εἰ δέ φανείη τις τῶν Ἐπισκόπων ... τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι ὡς ἂν συγχέοντα τὸν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας» (Πηδάλιον, Ἔκδοσις «ΑΣΤΗΡ», Ἀθῆναι 1993, σελ. 176). 2).
2) Τὴν Σύνοδο τοῦ 1351: «Τοὺς κοινωνοῦντας τούτοις [τοῖς παπικοῖς] ἐν γνώσει ἀκοινωνήτους ἔχομεν».
3) Τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ποὺ λέγει: «Ἐχθροὺς γὰρ τοῦ Θεοῦ, οὐ μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῆ φωνῇ ἀπεφήνατο» (P.G. 99. 1049 Α). Καί ἀλλοῦ λέγει: «Ἄλλοι μὲν ἐναυάγησαν περὶ τὴν πίστιν τελείως, ἄλλοι δέ, καίτοι ἐσωτερικῶς δὲν ἀσπάσθηκαν τὴν κηρυττομένην κακοδοξίαν, συναπωλέσθησαν ὅμως μὲ τοὺς λοιποὺς λόγῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μετ’ αὐτῶν» (P.G. 99, 1164A).
4) Τὸν ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, ποὺ γράφει: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (P.G. 160. 105 C). Καί ἀλλοῦ: «Φεύγετε καὶ ὑμεῖς ἀδελφοί, τὴν πρὸς τοὺς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καὶ τὸ μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων. Ἰδοὺ ἐγώ, Μᾶρκος ὁ ἁμαρτωλὸς λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ μνημονεύων τοῦ Πάπα ὡς ὀρθοδόξου ἀρχιερέως, ἔνοχος ἔστι ...καὶ ὁ λατινοφρονῶν μετὰ τῶν Λατίνων κριθήσεται καὶ ὡς παραβάτης τῆς πίστεως λογισθήσεται» (P.G. 160, 1097 D, 1100 Α).
5) Οἱ ἁγιορεῖται Πατέρες, τό 1272, γράφουν: «Καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχὴ καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα ..., ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (V. LAURENT - J. DARROUZES, DOSSIER GREC. DE L’ UNION DE LYON [1273-1277] Παρίσι 1976, σ. 399).
6) Ὁ Μ. Ἀθανάσιος προτρέπει τοὺς Ὀρθόδοξους Ἐπισκόπους, ὄχι ἁπλῶς νὰ μὴ ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ οὔτε τὶς ἐπιστολὲς ποὺ τοὺς στέλουν νὰ δέχονται. Καὶ τί νὰ τὶς κάνουν; Νὰ τὶς σχίζετε τοὺς συμβουλεύει καὶ νὰ περιφρονεῖτε ἐκείνους ποὺ σᾶς τὶς μεταφέρουν «ὡς ἀσεβεῖς καὶ πονηρίας ὄντας διακόνους». Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τὰ εἰρηνικὰ γράμματα ποὺ σᾶς στέλνουν οἱ αἱρετικοί, οὔτε αὐτὰ νὰ δέχεσθε»:
«Παρακαλῶ, μὴ παρίδητε τὰ τηλικαῦτα μηδὲ ἐπιτρέψητε τὴν περιβόητον Ἀλεξανδρέων ἐκκλησίαν ὑπὸ αἱρετικῶν καταπατηθῆναι. διὰ ταῦτα γὰρ εἰκότως καὶ οἱ λαοὶ καὶ οἱ λειτουργοὶ καθ' ἑαυτούς εἰσι, διὰ μὲν τὰς τοῦ ἐπάρχου βίας σιωπῶντες, τὴν δὲ ἀσέβειαν τῶν Ἀρειομανιτῶν ἐκτρεπόμενοι. ἐὰν τοίνυν γράφῃ πρὸς ὑμᾶς Γρηγόριος ἢ ἄλλος τις περὶ αὐτοῦ, μὴ δέξησθε, ἀδελφοί, τὰ γράμματα αὐτοῦ, ἀλλὰ σχίσατε καὶ δυσωπήσατε τοὺς κομίζοντας ὡς ἀσεβεῖς καὶ πονηρίας ὄντας διακόνους. ἐὰν δὲ καὶ τύπον εἰρηνικὸν τολμήσῃ γράφειν, μηδὲ ταῦτα δέχεσθε· τῷ γὰρ φόβῳ τοῦ ἡγεμόνος οἱ δεχόμενοι κομίζουσι διὰ τὰς πολλὰς αὐτοῦ βίας» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐγκύκλιος Ἐπιστολή, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις “Γρ. ὁ Παλαμᾶς”, τόμ. 9, σελ. 210).
Πῶς ἀντιμετωπίζουν αὐτὴν τὴν διαχρονικὴ Ὀρθόδοξη Παρακαταθήκη οἱ Ἐπίσκοποί μας;
Οἱ μέν, δὲν ἀντέχουν νὰ τὴν ἐφαρμόσουν.
Οἱ ἄλλοι δέ, τὴν παραθεωροῦν καὶ πρακτικὰ τὴν διαγράφουν.
Ἀσφαλῶς, ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, ὁ Δημητριάδος Ἰγνάτιος, ὁ Σύρου Δωρόθεος, ὁ Μεσσηνίας Χρυσόστομος κ.ἄ., θὰ θεωροῦν τὸν Μ. Ἀθανάσιο, ποὺ συμβουλεύει νὰ σχίζουμε τὶς ἐπιστολὲς ποὺ μᾶς στέλνουν οἱ αἱρετικοί, ὡς ἀγενέστατο καὶ φονταμενταλιστή, ἀφοῦ τέτοια μεταχείριση ἐπιφυλάσσει στοὺς ἀμετανόητους καὶ ὕπουλους αἱρετικούς.
Ἀλλὰ δὲν τολμοῦν νὰ ἐκφραστοῦν ἔτσι γιὰ τὸν Μέγα αὐτὸν θεολόγο καὶ Ἅγιο, γι’ αὐτὸ ψελίζουν γελοῖες δικαιολογίες περὶ διακρίσεως, ἢ ὅτι σήμερα ἄλλαξαν οἱ καιροί καὶ τὰ τοιαῦτα.
Θὰ ἀναφέρω ἕνα-δυὸ ἀπὸ τὰ πολλὰ παραδείγματα τῆς στάσεως τῶν Ἁγίων μας ἀπέναντι στὶς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς τους.
Τὸ ἕνα εἶναι ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Ὅταν ἔγιναν γνωστὲς οἱ δογματικὲς παρεκλίσεις τοῦ Νεστορίου περὶ τῆς Θεοτόκου, ἐναντιώθηκαν σ’ αὐτὲς πολλοὶ μοναχοὶ ἀλλὰ καὶ πιστοὶ τῆς Κων/πόλεως, ἀσφαλῶς πρὶν χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ Σύνοδο ὡς αἱρετικὸς ὁ Νεστόριος καὶ πρὶν καταδικασθεῖ.
Γιὰ τὴν αἵρεση ἐνδιαφέρθηκε καὶ ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κύριλλος, ὁ ὁποῖος ἀμέσως διέγνωσε τὴν κακοδοξία τῆς διδασκαλίας του.
Τὴν πρώτη ἔντονη ἀντίδραση καὶ ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου προκάλεσε ἡ πληροφορία ὅτι τὴν αἵρεση δίδασκαν ὄχι ὁ ἴδιος ὁ Νεστόριος (ἐπίσημα), ἀλλ’ οἱ σύμμαχοί του στὴν αἵρεση, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐδέχοντο τὴν μητέρα τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοτόκο.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος, κατ’ ἀρχὰς τὸν ἐλέγχει, γιατί ὁ Νεστόριος δὲν ἀντέδρασε στὴν λεκτικὴ διατύπωση τῆς αἱρετικῆς αὐτῆς δοξασίας, ἀλλὰ σιώπησε (π.χ. δὲν ἀντέδρασε κατὰ τοῦ Ἀναστασίου ποὺ τὴν κήρυξε, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοῦ Δωροθέου, ἀλλὰ κοινώνησε μαζί του).
Γράφει: «Ὅπως ἐφωράθη Νεστόριος δι̉ Ἀναστασίου τοῦ μαθητοῦ διδάσκοντος μὴ θεοτόκον ἀλλὰ χριστοτόκον τὴν ἁγίαν καλῶν θεομήτορα͵ δι᾿ ἣν αἰτίαν καὶ αἱρετικὸς ὡμολόγηται. - ὅτε καὶ Θεοδώρῳ κατὰ τὴν Μοψουεστίαν συντυχὼν ὁ Νεστόριος τῆς εὐσεβείας παρετράπη τῶν ἐκείνου διδαγμάτων ἀκροασάμενος, ὡς Θεοδούλῳ περὶ τούτων ἐπιστολικῶς γέγραπται, τὰς διαλέξεις τῷ φιλοχρίστῳ λεῲ ποιούμενος ἀνὰ τὴν ἐκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως ἀναφανδὸν ἐτόλμησεν εἰπεῖν· Θεοτόκον τὴν Μαρίαν καλείτω μηδείς. Μαρία γὰρ ἄνθρωπος ἦν· ὑπὸ ἀνθρώπου δὲ θεὸν τεχθῆναι ἀδύνατον», βλ. Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ Ξανθοπούλου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, XIV, ΛΒ, PG 146, 1160-116. (Περισσότερα στὸ ἄρθρο τῆς Ἀρτέμη Εἰρήνης, ὑπ. διδάκτορος Θεολογίας «Σκάνδαλον Οἰκουμενικόν». Τὰ κείμενα στὴν P.G. 77, 41B ἑξ.).
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, λοιπόν, ἀμέσως ἀντέδρασε στὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες τοῦ Νεστορίου, χωρὶς νὰ περιμένει τὴν σύγκληση καὶ καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ ἀπὸ Σύνοδο. (Ὡς γνωστὸν ὁ Νεστόριος κατεδικάσθη ἀργότερα ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο). Κατεδίκασε τὴν αἵρεση καὶ ἐπαίνεσε τοὺς ἱερεῖς, τοὺς μοναχοὺς καὶ τὸ λαὸ ποὺ διέκοψαν τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν θεσμικὰ κανονικὸ καὶ «ὀρθόδοξο» Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο. Στὴ συνέχεια ἀντάλλαξε ἐπιστολὲς μὲ τὸν Νεστόριο, κινητοποίησε τὸν Πάπα Ρώμης Κελεστῖνο, καὶ ἐντὸς ἐλαχίστου χρόνου –ἀστραπιαῖα, θά λέγαμε γιὰ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ ταχύτητα ἐπικοινωνία μεταξύ τους εἶχε τὴν μορφὴ χελώνας– συνεκάλεσαν Σύνοδο, στὴν ὁποία κατεδίκασαν τὸν ὑπόδικο Νεστόριο.
Ὁ Νεστόριος, ὡς ἐξουσίαν ἔχων, μόλις ἄρχισε νὰ στερεώνει τὴν κακοδοξία του καὶ νὰ ἐπιμένει σ’ αὐτὴ –ὅπως τώρα ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος– καθήρεσε τοὺς κληρικοὺς ποὺ ἀντέδρασαν καὶ διέκοψαν τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Νεστόριο. Ὅταν, βέβαια, συνεκλήθη ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, καθήρεσε μὲν τὸν Νεστόριο, αὐτοὺς δὲ τοὺς κληρικοὺς τοὺς ἐδικαίωσε καὶ τοὺς ἐπανέφερε στὴ θέση τους, ὅπως διαβάζουμε στὸν τρίτο Κανόνα τῆς Συνόδου. Ἔκανε δηλαδή προδρομικὰ ἡ Σύνοδος, ὅ,τι προβλέπει ὁ μετὰ ἀπὸ αἰὦνες θεσπισθείς, ΙΕ΄ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Ἀναφέρει ὁ γ΄ κανόνας τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς τά ἑξῆς (ὅπως τὸν ἑρμηνεύει ὁ ἁγ. Νικόδημος: «Ἐπειδὴ Πατριάρχης ὢν ὁ Νεστόριος, ἀφώρισε, καὶ ἐκάθηρε τοὺς κληρικοὺς ἐκείνους ὁποῦ δὲν ἦσαν σύμφρονες μὲ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ οἱ ὁμόφρονες τούτῳ Ἐπίσκοποι ἐν ἄλλαις χώραις τὸ αὐτὸ ἔκαμαν· διὰ τοῦτο ὁ παρὼν Κανὼν ἔκρινε δίκαιον νὰ ἀπαλάβωσιν οἱ καθαιρεθέντες οὗτοι τὸν ἐδικὸν τους βαθμόν. Καὶ καθολικῶς εἰπεῖν, ἐπρόσταξε κατ’ οὐδένα τρόπον νὰ ᾖναι ὑποκείμενοι εἰς τοὺς ἀποστατήσαντας Ἐπισκόπους οἱ κληρικοὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ εἶναι ὁμόφρονες μὲ τὴν ὀρθόδοξον, καὶ οἰκουμενικὴν Σύνοδον ταύτην» (Ἀρτέμη Εἰρήνης, στὸ ἴδιο).
Εἶναι σαφές, ὅτι ἡ ἱστορία τῆς διατυπώσεως, ἐπεκτάσεως καὶ διαδόσεως μιᾶς αἱρέσεως ἐπαναλαμβάνεται σήμερα ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, καὶ κυρίως ἀπὸ τὸ δίδυμο πατριάρχη Βαρθολομαίου καὶ μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη. Εἶναι φανερὲς οἱ ὁμοιότητες. Ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ πατριάρχη καὶ μὲ σύμφωνη γνώμη του, ὁ μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας διδάσκει τὶς αἱρετικὲς δοξασίες περὶ «βαπτισματικῆς θεολογίας», περὶ «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», περὶ «διηρημένης Ἐκκλησίας», περὶ «δύο πνευμόνων». Στὴν προσπάθεια τους αὐτή, νὰ ἐπικαλύψουν τὸ «Πρωτεῖο» μὲ ὀρθόδοξο θεολογικὸ μανδύα, βοηθοῦνται καὶ ἀπὸ ἄλλους μητροπολίτες, ὅπως ὁ Μεσσηνίας, ὁ Δημητριάδος, καὶ εἰδικὰ γιὰ τὸ Πρωτεῖο, ἀπὸ τὸν νῦν ἐπίσκοπο Προύσσης, ποὺ διεκήρυξε ὅτι «ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου... συνιστᾷ αἵρεση»! Εἶπε:
«Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνὸς πρωτείου τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ἐνσαρκώσει παρὰ κάποιος Πρῶτος –τοὐτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ προνόμιο νὰ εἶναι ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων– συνιστᾷ αἵρεση»!!!
http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx.
Γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς κακοδοξίες ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶναι ὁ κυρίως ὑπέυθυνος, γιατὶ ἢ τὶς ὑποβάλλει, ἢ τὶς καλύπτει, ἢ τὶς διακηρύσσει καὶ ὁ ἴδιος, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ὁ αἱρετικὸς προκάτοχός του, Πατριάρχης Κων/πόλεως Νεστόριος.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος τότε, «μέ ἔμμεσο τρόπο ρωτάει τό Νεστόριο “Πῶς οὖν ἔνι σιωπῆσαι, πίστεως ἀδικουμένης, καὶ τοσούτων διεστραμμένων;”.
Συνεχίζοντας ὁ Κύριλλος ...τόν προτρέπει νά χαρακτηρίσει τήν ἁγία Παρθένο Θεοτόκο, γιά νά σταματήσει ἡ ταραχή πού προκλήθηκε ἀπό τή ἀπόρριψη τοῦ ὅρου Θεοτόκος γιά τήν Παναγία, μέσα στούς κόλπους ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή νά πάψει τό “σκάνδαλον οἰκουμενικόν”» (Ἀρτέμη Εἰρήνης, στὸ ἴδιο).
Καὶ σήμερα, αὐτὲς οἱ κακόδοξες θεωρίες ἔχουν ἐπισημανθεῖ καὶ καταγγελθεῖ ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν ἀπὸ Ὀρθόδοξους Ἐπισκόπους, θεολόγους καὶ πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἐλεγχουν τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὸν Περγάμου Ἰωάννη καὶ τοὺς ὁμοίους των, αὐτοὶ ὅμως «οὐκ ἠβουλήθησαν συνιέναι».
Αὐτὴ τους ἡ ἄρνηση, ὅμως, δηλώνει ὅτι ἐμμένουν στὶς Οἰκουμενιστικές τους παναιρετικὲς θέσεις, μὲ τὶς ὁποῖες σαφῶς καταλύονται βασικὰ σημεῖα Πίστεώς μας, ὅπως τὸ ἔνατο (9ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», διὰ τοῦ ὁποίου Πανορθοδόξως ὁμολογοῦμε τὴν Πίστη μας «εἰς Μίαν» Ἐκκλησίαν», καὶ ὄχι σὲ διηρημένες ἐκκλησίες, οὔτε σὲ «ἀδελφὲς ἐκκλησίες» καὶ ἄλλες ἀνώμαλες καὶ ἀφύσικες καταστάσεις, σὰν αὐτὲς ποὺ βιώνουν καὶ ἐμπράκτως διδάσκουν οἱ ὁμοφυλόφιλοι Ἀγγλικανοὶ «ἐπίσκοποι».
Πολλάκις ὁ Πατριάρχης προτρέπεται, παρακαλεῖται, ἐλέγχεται αὐστηρὰ νὰ ἐγκαταλείψει τὶς αἱρετικές του θέσεις, χωρὶς αὐτὸς νὰ τὸ κάνει, ἀντίθετα, μέρα μὲ τὴ μέρα τὶς ἐνισχύει, τὶς ἐπεκτείνει ἔμπρακτα καὶ τὶς ἐπιβάλλει, ἐφ’ ὅσον οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες καὶ πιστοὶ τὸν ἀνέχονται καὶ δὲν διακόπτουν τὴν μετ’ αὐτοῦ ἐπικοινωνία, ἐγκληματοῦντες ἔτσι κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Τότε, «ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Νεστορίου ἐχαρακτηρίζετο ὡς “σκάνδαλον οἰκουμενικόν”, γιατὶ δὲν ἀφοροῦσε μόνο στὶς σχέσεις τῶν Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως-Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ ἦταν ἕνα θέμα δογματικὸ ποὺ εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴ διδασκαλία ὁλόκληρης τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» (Ἀρτέμη Εἰρ., στὸ ἴδιο). Ὑπῆρχε δηλαδὴ παρέμβαση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου σὲ ἄλλη Ἐκκλησία, ἐνέργεια ποὺ «ξορκίζουν» οἱ (καταπατητὲς μυρίων Ἱ. Κανόνων) σύγχρονοι Οἰκουμενιστές, γιατὶ τὴν ἐκλαμβάνουν ὡς «εἰσπήδηση» σὲ ἁρμοδιότητες ἄλλης Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία τῆς ἐπιλεκτικῆς «λήθης» ἔχει ἐγκατασταθεῖ στὶς καρδιές τους.
Ἄλλο ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο.
Πρὶν συγκληθεῖ ἡ Β΄ Οἰκ. Σύνοδος ποὺ κατεδίκασε τὴν αἵρεσι τῶν Πνευματομάχων, ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποκαλοῦσε τοὺς Πνευματομάχους αἱρετικούς, γιατὶ ἐδίδασκαν ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ κτίσμα, ὅπως δηλαδὴ οἱ Ἀρειανοὶ ἐδίδασκαν γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος πολέμησε τὶς κακόδοξες θέσεις τους διὰ τῶν συγγραμμάτων του, δὲν ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικὰ μαζί τους καὶ προέτρεπε τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἀπομακρύνονται κι αὐτοὶ καὶ νὰ ἀναθεματίζουν τοὺς Πνευματομάχους: ««ἀναθεματίζεσθαι τοὺς λέγοντας τῆς κτιστῆς εἶναι καὶ δουλικῆς φύσεως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐσίγησαν. Οὐδὲν γὰρ ὅλως τῆς θείας καὶ μακαρίας Τριάδος κτιστόν» (ΕΠΕ 1,340)».
Σὲ ἐπιστολή του ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα πεπιστεύκατε· μὴ προδῶτε ταύτην τὴν παρακαταθήκην» (ΕΠΕ 2,372). Ἂν ἦταν ὁ Μ. Βασίλειος στὴ θέση τῶν σημερινῶν Ἐπισκόπων καὶ τῶν διακριτικῶν γερόντων θὰ σιωποῦσε ἢ θὰ ἀναλάμβανε ἀγῶνα ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν; Ἀσφαλῶς τὸ δεύτερο καὶ θὰ ἔγραφε κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τοὺς πιστοὺς τὰ ἐξῆς: «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν Ἐκκλησίαν πεπιστεύκατε καὶ εἰς ἓν βάπτισμα ἐβαπτίσθητε· μὴ προδῶτε ταύτην τὴν παρακαταθήκην», ἀκολουθώντας αἱρετικοὺς Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους.
Σὲ ἐπιστολή του ἐπίσης «Τοῖς ἐν Ταρσῷ Πρεσβυτέροις» ὁ ἅγιος διδάσκει στοὺς Πρεσβυτέρους νὰ μὴν δέχωνται εἰς ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τοὺς διδάσκοντες διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐδογμάτισε. Μάλιστα ὁ ἅγιος λέγει ὅτι προκειμένου νὰ ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικὰ μὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν γνωρίζουν ἂν ὀρθοδοξοῦν, νὰ ἐξετάζουν ἂν συμφωνοῦν μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ ἂν ὁμολογοῦν ὅτι δὲν εἶναι κτίσμα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄν δέ, δὲν ὁμολογήσουν καί τά δύο αὐτά νά μήν ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς:
«Ἐπεὶ οὖν πολλὰ στόματα ἤνοικται κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καὶ πολλαὶ γλῶσσαι ἠκόνηνται εἰς τὴν κατ' αὐτοῦ βλασφημίαν, ἀξιοῦμεν ὑμᾶς, ὅσον ἐστὶν ἐφ' ὑμῖν, εἰς ὀλίγον ἀριθμὸν περιστῆσαι τοὺς βλασφημοῦντας καὶ τοὺς μὴ λέγοντας κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δέχεσθαι εἰς κοινωνίαν, ἵνα μόνοι καταλειφθῶσιν οἱ βλάσφημοι καὶ ἢ καταισχυνθέντες ἐπανέλθωσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἢ ἐπιμένοντες τῇ ἁμαρτίᾳ ἀναξιόπιστοι ὦσι διὰ τὴν ὀλιγότητα. Μηδὲν τοίνυν πλέον ἐπιζητῶμεν, ἀλλὰ προτεινώμεθα τοῖς βουλομένοις ἡμῖν συνάπτεσθαι ἀδελφοῖς τὴν ἐν Νικαίᾳ πίστιν, κἂν ἐκείνῃ συνθῶνται, ἐπερωτῶμεν καὶ τὸ μὴ δεῖν λέγεσθαι κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μηδὲ κοινωνικοὺς αὐτῶν εἶναι τοὺς λέγοντας. Πέρα δὲ τούτων ἀξιῶ μηδὲν ἐπιζητεῖσθαι παρ' ἡμῶν» (ΕΠΕ 3,252)».
Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη στάση τοῦ ὀρθόδοξου πιστοῦ, ἀπέναντι σὲ κάθε αἵρεση, περισσότερο δὲ στὴν κατεγνωσμένη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Παρακαλοῦμε, λοιπόν, καὶ προκαλοῦμε τοὺς ὀρθοδόξους ποιμένες νὰ πράξουν καθηκόντως, ὡς πνευματικοὶ Πατέρες ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν σωτηρία καὶ ἑνὸς πλανηθέντος προβάτου νὰ κάνουν τὸ αὐτονόητο:
ἢ νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουν πεῖ οἱ «ὀρθόδοξοι» αὐτοὶ Οἰκουμενιστὲς δὲν ἀποτελοῦν αἱρετικὲς θέσεις, καὶ ἄρα καλῶς κάνουν καὶ τοὺς ἀποδέχονται ὡς Ὀρθόδοξους,
ἤ, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, ἂν δηλαδὴ οἱ παραπάνω καταγγελόμενοι Ἐπίσκοποι διδάσκουν αἱρετικά, νὰ μᾶς ἐξηγήσουν, γιατί δὲν μιμοῦνται τοὺς Ἁγίους;
Γιατί δὲν τοὺς καταγγέλλουν καὶ κατονομάζουν ὡς αἱρετικὰ διδάσκοντας, ὥστε νὰ προφυλαχθεῖ ἡ ποίμνη τοῦ Χριστοῦ ποὺ πέφτει θύμα τῶν αἱρετικῶν «λύκων λυμαινομένων αὐτήν»;
Γιατί κοινωνοῦν μὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἀκοινώνητοι, τοὺς συγχρόνους ψευδοποιμένες καὶ λυκοποιμένες;
Ἰδιαίτερα παρακαλοῦμε, ὅσους ἔχουν χαρακτηρισθεῖ ὡς ἀντι-οἰκουμενιστές.
Αὐτοὶ γνωρίζουν θεωρητικὰ τὰ πράγματα καλύτερα ἀπὸ μᾶς.
Ἀλλὰ δὲν πράττουν τὰ δέοντα.
Δὲν εἶναι παράδοξο καὶ ἀπογοητευτικὸ νὰ μᾶς διδάσκουν χρόνια τώρα καὶ νὰ καταγγέλλουν, αὐτοὶ οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸν Ἀρειανισμό, χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸν Νεστοριανισμό;
Νὰ διδάσκουν πὼς ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι μόνο αἵρεση, ἀλλὰ παναίρεση, ἡ ὁποία μάλιστα ἐξελίσσεται σὲ Πανθρησκεία, καὶ ἐνῶ διδάσκουν αὐτὰ νὰ παραμένουν κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη αὐτῶν τῶν αἱρετικῶν;
_________________
«...ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΥΜΑΣ.»
(Κατά Ιωάννην Η΄-32)