Εἰκόνα : Ἕνα παράθυρο πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
«Εἶδον εἶδος Θεοῦ τό ἀνθρώπινον καί ἐσώθη μου ἡ ψυχή»(«Εἶδα τήν ἀνθρώπινη μορφή τοῦ Θεοῦ καί σώθηκε ἡ ψυχή μου»)
(Ἅγ. Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός).
Ἡ εἰκόνα στήν ὀρθόδοξη
θεολογία ἔχει χαρακτήρα παιδευτικό καί ἐκφαντορικό (ἀποκαλυπτικό).
Παιδαγωγεῖ τόν πιστό μιλῶντας του μέ γλώσσα εὐαγγελική, μέ τήν γλώσσα
τῆς Θείας Ἀποκάλυψης. Ἀπευθύνεται ταυτόχρονα καί στήν ψυχή καί στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀποκαλύπτει (ἐκφαίνει-φανερώνει) τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τά μέλη Της.
Βιβλίο λοιπόν
εἶναι ἡ εἰκόνα, ἕνα βιβλίο γιά ὅλους, ἐγγράμματους καί ἀγράμματους.
Εἶναι διδαχή πάρα πολύ σπουδαία. Μέ τήν εἰκόνα διακηρύσσεται καί
ἐπιβεβαιώνεται τό μεγάλο δόγμα τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ
Θεοῦ. Ἀποτυπώνοντας – εἰκονίζοντας τόν Χριστό Μας διατρανώνουμε τό
μεγάλο μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, πού σκοπό ἔχει τήν ἀποκατάσταση
τοῦ ἀνθρώπου καί τήν χαρισματική ἕνωσή του μέ τόν Δημιουργό.
Ἡ εἰκόνα δέν
εἶναι ἁπλῶς ἀπεικόνιση τοῦ παρελθόντος, ἤ ἑνός προσώπου. Διά μέσου τῆς
εἰκόνος καθίσταται χαρισματικά παρών ὁ εἰκονιζόμενος. Ἔχεις μπροστά
σου τό ἴδιο τό πρόσωπο χαρισματικά (διά τῆς Θείας Χάριτος) παρόν. Ὅταν
λοιπόν κατασκευάζουμε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δέν φτιάχνουμε ἕνα εἴδωλο
ἀλλά ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μέ τήν ἀνθρώπινη μορφή Του εἶναι χαρισματικά παρών
στήν εἰκόνα Του.
Διά μέσου τῆς εἰκόνας
ὁμολογοῦμε τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ἀρνεῖται τίς εἰκόνες,
ἀρνεῖται οὐσιαστικά τό μυστήριο τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως. Ὁ εἰκονομάχος
μέ τό νά ἀρνεῖται τήν προσκύνηση τῶν Ἁγίων εἰκόνων, ἀρνεῖται τή σάρκωση
τοῦ Λόγου. Ὁδηγεῖται κατά συνέπεια στήν ἄρνηση ὅλης τῆς Πίστης.
Τά κύρια χαρακτηριστικά τῶν εἰκόνων:
1) Οἰ εἰκόνες
ἀποτυπώνουν μέ ἀκρίβεια τά ἰδιαίτερα φυσικά χαρακτηριστικά τοῦ Χριστοῦ
Μας καί τῶν Ἁγίων. Δέν ἀρκεῖ νά γραφεται μόνο τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ ὁ
Ἅγιος ἀπεικονίζεται μ’ ἕνα ὁποιοδήποτε
πρόσωπο. Αὐτό συμβαίνει στήν παπική θρησκευτική ζωγραφική, ὅπου
χρησιμοποιοῦνται ὡς πρότυπα γιά τήν ἀπεικόνιση τῆς Παναγίας καί τῶν
Ἁγίων κοσμικοί ἄνδρες ἤ γυναῖκες. Για νά εἶναι πράγματι εἰκόνα ἡ ὅποια
θρησκευτική ἀπεικόνιση, θά πρέπει νά ἀποτυπώνει μέ ἀκρίβεια τά ἰδιαίτερα
φυσικά χαρακτηριστικά τοῦ εἰκονιζόμενου προσώπου. Βέβαια κάθε
εἰκονογράφος ἔχει τό δικό του στύλ, ἀλλά ὅλοι ὀφείλουν νά διασώζουν στίς
εἰκονογραφούμενες μορφές τά ἰδιαίτερα φυσικά χαρακτηριστικά τῶν
εἰκονιζομένων προσώπων.
2) Στίς εἰκόνες
δέν ἀποτυπώνονται φανταστικά πρόσωπα, ὅπως π.χ. ἡ δικαιοσύνη, ἤ ἠ
ἀλήθεια, ἤ ἡ ἀρετή. Τέτειες εἰκόνες δέν ὑπάρχουν. Στίς εἰκόνες πάντα
ἀποτυπώνονται ἱστορικά, ὑπαρκτά πρόσωπα.
3) Δέν ὑπάρχουν
φωτοσκιάσεις γιατί τό φῶς στίς εἰκόνες δέν ἔρχεται ἀπό ἕνα σημεῖο.
Ἀντίθετα ἔρχεται ἀπό μέσα ἀλλά καί ἀπό ἔξω. Τό φῶς ἔρχεται ἀπό παντοῦ,
ἀφοῦ ἡ εἰκόνα εἶναι μία ἀπεικόνιση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στή Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ τό φῶς εἶναι τό Ἄκτιστο Φῶς, τό Ὁποῖο ἔρχεται ἀπό τόν πανταχοῦ
Παρόντα Θεό καί φωτίζει τά πάντα. Ὁ Ἅγιος φωτίζεται ἀπό παντοῦ. Γι’ αὐτό
δέν ἔχουμε προοπτική καί σκιές στίς βυζαντινές εἰκόνες.
4) Ἡ εἰκονιζόμενη μορφή εἶναι
ἐξαϋλωμένη, γιά νά φανερωθεῖ ἡ πνευματικότητα, ἡ Θεία Χάρη καί τό Θεῖο
κάλλος τοῦ εἰκονιζομένου. Οἱ Ἅγιοι ἀπεικονίζονται ὄχι ρεαλιστικά ἀλλά μέ
τρόπο πού νά φανερώνεται τό πνευματικό ὕψος τους καί ἡ ἀποκατάσταση τοῦ
κατ’ εἰκόνα σ’ αὐτούς.
Τά δύο πρῶτα (1)ἀποτύπωση τῶν
ἰδιαίτερων φυσικῶν χαρακτηριστικῶν καί 2)ὑπαρκτά-ἱστορικά τά
εἰκονιζόμενα πρόσωπα) εἶναι τά δύο βασικά καί ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιά νά
εἶναι μία θρησκευτική ζωγραφική παράσταση, εἰκόνα. Αὐτή ἡ εἰκόνα εἶναι
ἁγιασμένη ἀπό τό πρόσωπο τό ὁποῖο εἰκονίζει, π.χ. ἀπό τόν Χριστό μας,
τήν Παναγία μας, τούς Ἅγιους (οἱ ὁποῖοι εἶναι κατοικητήρια τῆς Θείας
Χάρης).
Γι’ αὐτό καί δέν
χρειάζεται ἁγιασμό. Ἡ εἰκόνα, εἶναι ἅγια ἐξ αἰτίας τοῦ εἰκονιζομένου
προσώπου. Δέν χρειάζεται νά τήν πᾶμε στήν Ἐκκλησία γιά νά ἁγιασθεῖ.
Ὅταν βλέπουμε μία
εἰκόνα, ὁ νοῦς μας, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, βοηθιέται νά
ἀνέβει στόν Θεό. Ὅταν τιμοῦμε μία εἰκόνα, δέν τιμοῦμε οὔτε τά χρώματα,
οὔτε τό ἀσήμι, οὔτε τό ὁποιοδήποτε ἄλλο ὑλικό μέ τό ὁποῖο εἶναι
κατασκευασμένη. Ἀντίθετα τιμοῦμε τό πρωτότυπο, πού εἰκονίζει, δηλαδή τόν
Χριστό τήν Παναγία, τόν Ἅγιο κ.λ.π. «Ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό
πρωτότυπον διαβαίνει» σύμφωνα μέ τήν ρήση τοῦ Μ. Βασιλείου.
Προσκυνώντας τούς Ἁγίους τιμᾶμε καί προσκυνοῦμε τήν Θεότητα, τήν ἄκτιστη θεοποιό Χάρη ἡ ὁποία καί τούς κατέστησε Ἁγίους.
Οἱ εἰκόνες λοιπόν
δέν εἶναι διακοσμητικά στοιχεῖα ἀλλά μᾶς βοηθοῦν ὥστε νά ἀνεβαίνει ὁ
νοῦς μας στόν Θεό. Γι’ αὐτό θά πρέπει νά τίς βάζουμε παντοῦ στό σπίτι
μας.
Οἱ εἰκόνες εἶναι παράθυρα μέσω τῶν ὁποίων βλέπουμε τήν ἄκτιστη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης