Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Βίος Οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτου

Βίος Οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτου

Ο Όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης εορτάζει στις 13 Ιανουαρίου



Παιδί με γεροντικό μυαλό

Ο Όσιος Μάξιμος καταγόταν από την Λάμψακο. Οι γονείς του ήσαν ευγενείς και ενάρετοι. Δεν είχαν απόκτηση όμως εξ αρχής τέκνα, και παρακαλούσαν τον Θεό με δάκρυα, να τους
χαρίσει τέκνον. Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή τους, και τους χάρισε τον Μάξιμο. Όταν τον βάφτισαν του έδωσαν το όνομα Μανουήλ. Το θεωρούσαν το παιδί αυτό ως δώρο Θεού,
όπως ήταν πράγματι, και το ανέτρεφαν με μεγάλη επιμέλεια. Όταν μεγάλωσε αρκετά, το έφεραν στο Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, και το αφιέρωσαν στο Θεό.
Ο μικρός Μανουήλ, μέσα στο Ναό ήταν ευτυχισμένος. Πρόκοβε κατά την ηλικία και την χάριν του Θεού. Όλοι τον αγαπούσαν και τον επαινούσαν. Πήγαινε συχνά σε μερικούς
Γέροντες, που ασκήτευαν εκεί πλησίον για να ακούσει τις συμβουλές τους, που ωφελούσαν την ψυχή. Η συναναστροφή αυτή τον οδηγούσε ατή θεάρεστη ζωή. Σιγά - σιγά άναβε την
καρδιά του ο θείος πόθος. Τον βίαζε να βγει από τον κόσμο και να πάει να ησυχάσει. Ήθελε να ντυθεί το άγιο σχήμα των Μοναχών.

Νέος με αυστηρή άσκηση
Δυστυχώς οι γονείς του, λησμόνησαν ότι το είχαν αφιερώσει στο Θεό, και ετοιμαζόταν να τον παντρέψουν. Ήθελαν να τον έχουν πάντα κοντά τους και να τον χαίρονται, όσο ζουν.
Αλλά ο καλός Μανουήλ, με τις ιερές σκέψεις μέσα στο νου του, στα δέκα επτά του χρόνια άφησε και γονείς και πατρίδα και κόσμο. Ανέβηκε στο όρος, που λέγεται Γάνος, φόρεσε
το Μοναχικό σχήμα, και μετονομάστηκε Μάξιμος. Εκεί υποτάχθηκε σε ένα δόκιμο και πρακτικό γέροντα, που λεγόταν Μάρκος, για να διδαχτεί την μοναχική πολιτεία δηλ. τη
μοναχική ζωή. Δεν πέρασε πολύς καιρός, και ο Γέροντας Μάρκος έφυγε για τις αιώνιες μονές.

Πηγαίνει στην Πόλη
Επαιτώ από αυτό, ο θείος Μάξιμος αναχώρησε από τη Θράκη και ήλθε στη Μακεδονία και στα πλησιόχωρα όρη. Ζητούσε να 6ρη, τέτοιο Γέροντα ενάρετο όπως τον πρώτον. Ο Θεός
εξεπλήρωσε τον πόθο του. Καθώς πήγαινε στο Παπήκειο όρος, βρήκε Αγίους άνδρες όμοιους με τους παλαιούς, που κατοικούσαν στους έρημους τόπους, μέσα στις σπηλιές.
Εκεί έμεινε και ο Μάξιμος πολύ καιρό. Με τη συναναστροφή των Γερόντων απέκτησε για τον εαυτόν του όλες τις αρετές τους. Έπειτα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί πήγαινε
συχνά στον τότε Πατριάρχη, τον μέγα Αθανάσιο, και άκουε με χαρά τους γλυκύτατους λόγους του. Γι αυτό τον ονόμαζε νέον Χρυσόστομο.
Ο Πατριάρχης, που έβλεπε την αρετή του Μάξιμου, προσπάθησε να τον βάλει στα Κοινόβια, που είχε κόμη στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά ο Μάξιμος δεν ήθελε να πάει,
και να φύγει από τον Ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών.



Στη Λαύρα του Αγίου Όρους
Αφού έμεινε αρκετό καιρό εκεί, έπειτα έφυγε και πήγε στη Θεσσαλονίκη, για να προσκύνηση τον Άγιο Δημήτριο τον Μυροβλύτη. Κατόπιν επήγε στο Άγιον Όρος.
Άρχισε να περιηγείται και να προσκυνεί τα ιερά Μοναστήρια. Τελευταία επήγε στη Λαύρα του Αθανασίου. Εκεί διάβασε τον Βίο και τους αγώνες του Αγίου Αθανασίου, καθώς
και του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου. Θαύμασε την ησυχία του Πέτρου και την Κοινοβιακή ζωή του Μεγάλου Αθανασίου. Πόθησε, λοιπόν, να μείνει στον τόπο εκείνο να μιμηθεί
τη ζωή και των δύο. Αλλά προτού αρχίσει ο μακάριος ερώτησε τους Πατέρες, που ζούσαν εκεί με άσκηση, ποιά ζωή να μεταχειριστεί στην αρχή.
Αυτοί τον συμβούλεψαν πρώτα να υποταχθεί σε Γέροντα, να γυμνασθεί με τα κατορθώματα της μακαρίας υπακοής. Να κόψει όλα του τα θελήματα και τις επιθυμίες.
Ύστερα αφού βάλει καλό θεμέλιο την ταπείνωση, που είναι η αρχή και η ρίζα όλων των αρετών, τότε να πάει μόνος του στην ησυχία και να αγωνίζεται. Ο Όσιος συμμορφώθηκε
και υποτάχθηκε στον Ηγούμενο, όπου έμεινε μαζί με τους άλλους Μοναχούς.

Στην κορυφή του Άθω
Τον Όσιο τον καλεί στην κορυφή του ο Άθως, το άνθος των ορέων. Την Κυριακή, λοιπόν, των Αγίων Πατέρων, η οποία είναι μετά την Ανάληψη, παρουσιάζεται στον Μάξιμο η Θεοτόκος.
Κρατούσε στην αγκαλιά της τον Κύριο και του λέγει:
-Ακολούθησε με πιστότατε Μάξιμε, και ανέβα επάνω στον Άθω, για να λάβεις την χάριν του Αγίου Πνεύματος καθώς επιθυμείς.
Αυτήν την οπτασία, αυτό το όραμα, το είδε δυο τρεις φορές. Άφησε, λοιπόν, τη Μεγάλη Λαύρα, και ύστερα από επτά ημέρες ανέβηκε στην κορυφή του όρους, το Σάββατο της
Πεντηκοστής. Πέρασε τη νύκτα άγρυπνος, μαζί με άλλους Μοναχούς, οι οποίοι μετά τη θεία Λειτουργία αναχώρησαν. Ο Μάξιμος έμεινε εκεί μόνος επί τρία ημερόνυχτα, και
προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό και την Θεοτόκο. Αλλά ποιος μπορεί να διηγηθεί τους πειρασμούς, που μεταχειρίστηκε ο εχθρός, για να διώξει από εκεί τον Άγιο. Ο Άγιος όμως
όλος με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν φοβόταν καθόλου, ούτε τα λογάριαζε. Καταγινόταν μόνον με την νοερή προσευχή, και παρακαλούσε τον Θεό και την Θεοτόκο
που τον προστάτευε. Παρουσιάζεται, λοιπόν, πάλιν τότε η Θεοτόκος με πολλή δόξα, σαν βασίλισσα περικυκλωμένη από πολλούς νέους άρχοντες, κρατούσα Στα χέρια της τον Υιόν
της, τον Δημιουργόν πάσης της κτίσης. Ο Άγιος τη γνώρισε από το θείον φως που άστραφτε και φώτιζε γύρω όλα τα μέρη εκείνα. Κατανόησε, ότι δεν ήταν πλάνη δαιμονική.
Με ανεκλάλητη χαρά την δοξολογούσε λέγοντας:
-Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου.
Έπειτα έπεσε και προσκύνησε τον Κύριο και την Θεοτόκο, και δέχθηκε την ευλογία του Κυρίου. Άκουσε δε από την Παναγία αυτά:
-Συ ο σεπτός αθλοφόρος, λάβε την χάριν κατά των δαιμόνων, και κατοίκησε στους πρόποδες της κορυφής του Άθω, διότι τούτο είναι θέλημα του Υιού μου. Να ανεβείς
σε ύψος αρετής, και να γίνεις διδάσκαλος και οδηγός σε πολλούς, για να τους σώσεις.
Μετά ταύτα η Θεοτόκος ανέβηκε στα ουράνια. Τόση δε λάμψης και ευωδία ξεχύθηκε και έμεινε στην κορυφή του όρους, ώστε ο Άγιος έμεινε εκστατικός και δεν ήθελε να κατέβει
από εκεί, και να στερηθεί την ευωδιά αυτή και τη λάμψη.



Καυσοκαλυβίτης
Κατόπιν έφυγε από την κορυφή του Άθω, και πήγε στο Καρμήλιο όρος στον Προφήτη Ηλία, όπου βρήκε ένα μοναστή Γέροντα, στον οποίον φανέρωσε, όσα είδε και άκουσε στην
κορυφή του όρους. Ο Γέροντας, όταν τ' άκουσε αυτά, νόμισε ότι επλανήθει ο Μάξιμος, και όλα εκείνα τα είδε κατά φαντασία δαιμονική. Τον ονόμασε δε πλανημένο, αυτόν που ήταν
φωστήρας και οδηγός πεπλανημένων. Από τότε τον έλεγαν όλοι πεπλανημένοι, και τον απέφευγαν. Τον έδιωχναν, να μη πλησίασει κανένα.
Αλλά ήθελε να αποκτήσει την ταπεινοφροσύνη, η οποία φυλάττει στον άνθρωπο την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Για να επιτύχει δε το σκοπό του, δεν κατοικούσε σε ένα τόπο, καθώς
οι άλλοι, αλλά σαν πλανεμένος μετατοπιζόταν από ένα μέρος στο άλλο. Όπου πήγαινε έκανε μια καλύβα με χόρτα, μικρή όσο να χωρεί μόνο το πολύαθλο σώμα του. Ύστερα από
λίγο, την έκαιγε και πήγαινε άλλου και έκανε άλλη. Τη μεγάλη του υπομονή, την ολονύκτια ορθοστασία και αγρυπνία, τα ατέλειωτα δάκρυα, την αδιάκοπη προσευχή, την μετάνοια,
την ησυχία, την πραότητα, την ταπείνωσή του; Γι' αυτό έγινε και κατοικία του Αγίου Πνεύματος. Έγινε άλλος Πέτρος Αθωνίτης. Άλλος Άγιος Αθανάσιος. Αγωνιζόταν με όλες
του τις δυνάμεις να τους μιμηθεί. Δια τούτο, και ο νους, όπως εκείνων ανέβαινε σε θεωρίες και έβλεπε αποκαλύψεις μυστηρίων.
Αυτά όμως όλα φάνηκαν όταν Άγιοι Γέροντες ασκητές συναναστράφηκαν μαζί του, γνώρισαν την θείαν χάριν, η οποία κατοικούσε μέσα του, και δεν τον έλεγαν πλέον
πλανεμένο, αλλά τίμιο Μάξιμο και φωστήρα υπέρλαμπρο.

Εκθέτει τη ζωή του στον Αγ. Γρηγόριο τον Σιναΐτη
Τον καιρό εκείνον ήλθε στο Άγιον Όρος και ο Όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, και εκάθησε στη σκήτη του Μαγουλά. Έγινε σε όλους τους Πατέρες του Όρους ποθητός, και ιδίως στους
ησυχαστές. Ήταν ο Όσιος Γρηγόριος θαυμαστός διδάσκαλος της ησυχίας και της νοεράς προσευχής. Έμαθε ο Όσιος για τον Όσιο Μάξιμο και θέλησε να συναντηθούν. Βρέθηκαν
οι δύο Όσιοι και συνομίλησαν και ο Μάξιμος είπε όλη την ζωή του στον Όσιο Γρηγόριο καθώς του την ζήτησε.
Στο τέλος ο Όσιος Γρηγόριος του έδωσε την εξής συμβουλή: « αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά» λέγει η Αγία Γραφή. Αυτές τις συμβουλές, όταν έμαθαν
και οι άλλοι Γέροντες, τον συμβούλευσαν όλοι μαζί και τον έπεισαν, να καθίσει μόνιμα σε ένα μέρος. Τότε και ο ευλογημένος Μάξιμος βρήκε ένα σπήλαιο, πλησίον του κυρ Ησαΐου
έως τρία μίλια. Σ’ αυτό κατοίκησε, και δεν το έκαψε πλέον. Εκεί πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του, με την συνηθισμένη του ακτημοσύνη.
Ούτε βελόνη είχε, ούτε ψωμί. Ζούσε με την ίδια υπεράνθρωπη άσκηση, σαν άσαρκος. Έπειτα έσκαψε τον τάφο του κοντά στο κελί του, και εκεί πήγαινε κάθε μέρα την ώρα
του άρθρου, έκλαιε ο Καυσοκαλύβης τον Μάξιμο και έψαλλε μερικά νεκρώσιμα εξαποστειλάρια, προς το: «Ο ουρανόν τοις άστροις κατακοσμήσας ως Θεός», τα οποία
έκαμεν ο ίδιος.
Η αγία όμως ζωή του Οσίου εξερέθισε τους δαίμονες. Έκαναν κάθε μέρα πόλεμο, να τον διώξουν. Δεν μπορούσαν όμως να κάμουν τίποτε. Οι προσπάθειες τους διαλύονταν σαν
καπνός, με τη νοερή προσευχή του Οσίου. Δύναμη θεϊκή και ακαταμάχητη τον σκέπαζε και τον φύλαττε, που φαινόταν σαν είδος φωτιάς. Αυτή τους κατάκαιε.
Έκανε εκεί και πολλά θαύματα, θεράπευε δαιμονιζόμενους και τους έστειλε υγιείς στα σπίτια τους, συμβουλεύοντας να απέχουν από την μνησικακία ,τη μέθη, την πορνεία,
την επιορκία. Επίσης τους συνιστούσε να νηστεύουν το κρέας, και να δίνουν ελεημοσύνη κατά την δύναμη τους. Τους συμβούλευε επίσης να καθαρίζουν τον εαυτόν τους από κάθε
αμαρτία με την μετάνοια, και έτσι αφού προετοιμασθούν να μεταλαβαίνουν τα Άχραντα Μυστήρια, για να υγιαίνουν πάντοτε.



Έτρωγε άρτον ουράνιον
Ακόμη τούτο το εξαίσιο έλεγαν για τον Άγιο, ότι έπαιρνε άρτον επουράνιον. Και αυτά φανερώθηκε ως εξής. Σε καιρό χειμώνας, επήγε να του κάμει επίσκεψη ο νοσοκόμος της
Λαύρας Γρηγόριος, μαζί με τον αδελφό του. Ο τόπος ήταν σκεπασμένος με πολύ χιόνι και πατήματα δε φαίνονταν πουθενά. Άνοιξαν λοιπόν εκείνοι δρόμο και έφθασαν στη καλύβι
του Οσίου. Μαζί τους είχαν ψωμί, κρασί και άλλα χρήσιμα για να προσφέρουν στον Όσιο. Καθώς όμως μπήκαν στην καλύβι, βλέπουν ένα καρβέλι ψωμί, ζεστό και καθαρότατο,
που ευωδίαζε. Άρχισαν τότε να κοιτάζουν να, δουν μέσα στο καλύβι φωτιά, αλλά δεν είδαν τίποτε. Έμειναν εκστατικοί, να θαυμάζουν τον ουράνιο άρτον. Αμέσως έπεσαν στα πόδια
του Οσίου παρακαλώντας να τους δώσει λίγο από εκείνον τον άρτον. Ο Άγιος για να τους ευχαριστήσει έκοψε το μισό και τους το έδωσε λέγοντας:
-Λάβετε, φάγετε, και προσέχετε μη το πείτε σε κανένα, εν όσο ζω.
Αλλά και νερό ωραίο και γλυκύ τους έδωσε, καθώς διηγήθηκαν αυτοί μετά τον θάνατον του Όσιου. Άλλοι Μοναχοί έλεγαν, ότι και το νερό της θάλασσας το έκανε γλυκύ και έπινε
αυτός, και έδωκε και σ αυτούς και έπιναν.

Η κοίμηση του
Τώρα ερχόμενα στο πανίερο τέλος του Αγίου.
Ένας Μοναχός, που λεγόταν Νικόδημος, επήγε στον Όσιο για να τον ακούσει και να ωφεληθεί. Ο Άγιος του είπε:
-Αδελφέ Νικόδημε, σύντομα θα αποθάνω...
Κατόπιν του φανέρωσε και την ημέρα, καθώς και εκείνους, που θα ευρεθούν, για την ταφή του. Τους προείπε με τα ονόματα τους.
Όταν έφτασε η ημέρα εκείνη, που είχε προείπε, εκοιμήθη ο Όσιος Μάξιμος, ετών 95. Ήταν η 13η Ιανουαρίου. Ετάφη στο μνημείο, που ο ίδιος έσκαψε, κοντά στη καλύβι του.
Ο ενταφιασμός έγινε από εκείνους μόνον τους οποίους είχε ονομάσει. Δεν ήθελε να γίνει με δόξα και πλήθος πολύ. Έδωκε δε εντολή, να μη μεταθέσουν το λείψανο του σε άλλο
τόπο, ούτε να πάρει κανένας μέρος από αυτό. Να το αφήσουν ακέραιο και κρυμμένο μέσα στον τάφο, για να μη δοξάζεται από τους ανθρώπους.
Όταν έμαθαν την κοίμηση του Οσίου, όλοι οι Πατέρες του Όρους, πολύ λυπήθηκαν και έκλαιαν την Ορφάνια τους. Στερήθηκαν τέτοιον Θεόσοφο διδάσκαλο της μοναδικής
ασκήσεως, και τέτοιον λαμπρότατο φωστήρα. Κήρυτταν κάθε μέρα τα κατορθώματά του και τα θεία του χαρίσματα. Εόρταζαν κάθε έτος τη μνήμη του, καθώς πρέπει για τους
Αγίους. Τοιουτοτρόπως μεν δόξασαν και δοξάζουν τον Άγιο επί της γης οι άνθρωποι. Άνωθεν δε στους ουρανούς, εδέχθη η Αγία Τριάς την καθαρότατη και Αγία ψυχή του,
και την κατάταξε εν σκηναίς Αγίων.




Στίχος
Παρήλθε πάντας αρεταίς ο Μάξιμος, καν τοις χρόνοις ήσκησε νυν τοις εσχάτοις.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Μητρικῆς ἐκ νηδύος Ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθεὶς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καὶ τὰ πόρρω προορᾶν, κατὰ τὸν μέγαν Σαμουήλ,
τοῦ Ἄθω τὸ θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ μύστης· ᾗ καὶ πρεσβεύεις Πάτερ ὑπὲρ ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς ὑψηλῶν θεωριῶν φιλοθεάμονα καὶ προσευχὴς τῆς νοερᾶς ἐργάτην δόκιμον Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς μύστης τῶν ἐνθέων ἀναβάσεων
καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς βίον κρείττονα τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Ὅσιε Μάξιμε.

Μεγαλυνάριον
Αἴγλῃ ἀπροσίτῳ καταστραφθείς, τῇ ἐπιφανείᾳ, τῆς Παρθένου τε καὶ Ἁγνῆς, ὤφθης ὑψιβάμων, μετὰ σαρκὸς πολεύων, τὰ ὑπὲρ νοῦν καὶ λόγον, Ὅσιε Μάξιμε.