Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

ΠΡΙΝ μερικὲς δεκαετίες

ΠΡΙΝ μερικὲς δεκαετίες

ΠΡΙΝ μερικὲς δεκαετίες, σ’ἕνα χωριουδάκι τῆς Ἠλείας,                   ζοῦσε μία χαριτωμένη ἀπ’ τὸν Θεὸ
ψυχή, ἡ κυρα-Κατερίνα.
Δὲν ἤξερε καθόλου γράμματα.                                                         Ὅμως ἦταν ἕνας πολὺ φωτισμένος                                             ἄνθρωπος, μὲ ἀκλόνητη
ζωντανὴ πίστι, σὰν κι ἐκείνη ποὺ
εἶχαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ποὺ ἔ-
πεφταν καὶ στὴν φωτιὰ γιὰ τὸν
Χριστό, προκειμένου νὰ μὴν Τὸν
ἀρνηθοῦν.

Καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκαν καὶ
στὴν κυρα-Κατερίνα τὰ λόγια
τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε:
“Πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ
προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε”
(Ματθ. 21, 22).
 
 * * *
 
Ὅταν τὸν Ἰούλιο σκοτείνιαζε
ὁ οὐρανὸς ἀπ’ τὰ σύννεφα κι
ἐρχόταν βροχή, ἐπειδὴ οἱ θημω-
νιὲς μὲ τὰ στάχυα περίμεναν γι’
ἁλώνισμα στ’ ἁλώνια, κι ἂν ἔβρε-
χε θὰ καταστρεφόταν ἡ σοδειά,
οἱ χωρικοὶ ἔτρεχαν στὴν κυρα-
Κατερίνα γιὰ νὰ προσευχηθῆ νὰ
μὴν βρέξη!

Κι ἐκείνη, πήγαινε μπροστὰ στὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, προσευχόταν, καὶ τὰ σύννεφα ἔφευγαν!
Ὅταν ἀρρώσταινε κανείς, πάλι κατέφευγαν
στὴν κυρα-Κατερίνα νὰ τοὺς σταυρώση καὶ νὰ
προσευχηθῆ. Καί, ἂν διέθεταν καὶ οἱ ἀσθενεῖς πίστι,
τὸ θαῦμα γινόταν.
Ποτὲ δὲ ἡ ἁγιασμένη αὐτὴ γυναῖκα δὲν δέχθηκε
χρήματα ἢ δῶρα. Ὅ,τι ἔκανε, τὸ ἔκανε ἀνιδιοτελῶς,
μὲ μεγάλη ἁπλότητα καὶ φυσικὴ ταπεινοφροσύνη.
Ἡ σκέψις της ἦταν παρθενική. Δὲν τὴν ἐμόλυνε
αὐταρέσκεια ἢ ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτό, τὸ χάρισμα
τοῦ Θεοῦ δὲν τὸ ἔχασε μέχρι τὸ τέλος τῆς ὡραίας
ζωῆς της.
* * *
 
Κάποτε, ὁ Ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ ἐντυπωσιασμένος
ἀπὸ τ’ ἀποτελέσματα τῆς προσευχῆς αὐτῆς τῆς
πιστῆς γυναίκας, τὴν φώναξε καὶ ἰδιαιτέρως τὴν
ἐρώτησε:
 
‒Παιδί μου Κατερίνα, τί προσευχὴ κάνεις μπροστὰ
στὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ;
 
Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε μὲ ὅλη της τὴν ἁπλότητα:
 
‒Ἐγὼ παππούλη μου, ὅπως γνωρίζεις, δὲν ξέρω
γράμματα. Λέω μιὰ προσευχὴ ποὺ μοὔμαθε ἡ γιαγιά
μου. Λέω:
 
“ Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ
Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν
Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος”!
Ὁ Ἱερεὺς ἔμεινε κατάπληκτος σὰν                                                ἄκουσε τὸν πρῶτο στίχο τοῦ κατὰ Ἰωάν-
νην ἁγίου Εὐαγγελίου!                                                                           Ἀφοῦ λοιπὸν βεβαιώθηκε γιὰ τὸ ἄδολον αὐτῆς                                    τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἁπλῆ καὶ βαθειά της πίστι,
τῆς εἶπε:
 
‒Προσεύχου, παιδί μου, προσεύχου ὅπως προσεύχεσαι.
 
* * *
Ὅταν ἦρθε ἡ φοβερὴ γερμανικὴ κατοχή, τὸ 1941,
καὶ οἱ Ἕλληνες καταδικάστηκαν σὲ λιμοκτονία καὶ
ὁ κόσμος πέθαινε ἀπὸ τὴν πεῖνα, τὸ μεγαλεῖο τῆς
ψυχῆς τῆς κυρα-Κατερίνας φάνηκε ἀκόμη πιὸ πολύ.
Ὁ συγχωρεμένος ὁ ἄνδρας της τῆς εἶχε ἀφήσει
ἀρκετὴ περιουσία, τὴν ὁποία εἶχε ἀπὸ τὸν πατέρα
του, τὸν κυρ-’Αλέξη. Μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὸ κελλάρι
τοῦ σπιτιοῦ εἶχε 1.000 ὀκάδες σιτάρι καὶ δύο μεγάλα
πιθάρια λάδι. Ἔτσι ἡ κυρα-Κατερίνα ἄρχισε τὴν δια-
νομὴ στοὺς πεινασμένους. Εἶχε ἕνα πιάτο βαθύ, τὸ
γέμιζε καὶ μοίραζε γενναιόδωρα.
Ὅταν οἱ ἐλεημένοι τῆς ἔδιναν εὐχές, ἐκείνη τοὺς
ἔλεγε:
 
‒Ὄχι σὲ μένα εὐχαριστίες. Τὸ σιτάρι εἶναι ἀπὸ τὴν
περιουσία τοῦ πεθεροῦ μου, τοῦ μπαρμπα-’Αλέξη.
Νὰ λέτε: “Θεὸς συγχωρὲς τὸν κυρ-’Αλέξη”.
Ὅταν εἶχε μοιράσει τὶς 500 ὀκάδες, εἶδε στὸν
ὕπνο της τὸν πεθερὸ της, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔλεγαν
ὅτι ἦταν τσιγκούνης κι ἂς ἦταν πλούσιος. Τὸν εἶδε
σὰν κατάδικο, μὲ τὰ μαλλιά του μεγαλωμένα μέχρι
κάτω, σὲ κακὰ χάλια.
 
Ἡ κυρα-Κατερίνα πῆρε τότε ἕνα ψαλίδι, τοὖκοψε,
λέει, τὰ μαλλιά, τὸν περιποιήθηκε καὶ τὸ πρόσωπο
τοῦ κεκοιμημένου φωτίστηκε!
 
Τότε γύρισε καὶ τῆς εἶπε μὲ ἀνακούφισι:
 
‒Νἆσαι εὐλογημένη, Κατερίνα μου! Μὲ τὶς ἐλεη-
μοσύνες σου μ’ ἔβγαλες ἀπ’ τὸν ἅδη, παιδί μου!
 
* * *
 
Τὰ ἀνωτέρω τὰ ἀφηγήθηκαν μὲ συγκίνησι ὁ γυι-
ὸς τῆς εὐλογημένης αὐτῆς ψυχῆς, τῆς κυρα-Κατε-
ρίνας, μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα του (τὴν νύφη της), σὲ
ἕνα προσκύνημά τους στὴν Παναγία τὴν Βαρνά-
κοβα, τὴν Διακαινήσιμο ἑβδομάδα τοῦ ἐφετεινοῦ
χρόνου (2009).
 
● Ἄλλη μιὰ περίπτωσι ποὺ ἀποδεικνύεται πό-
σο οἱ ἐλεημοσύνες ἀνακουφίζουν τὶς ψυχὲς τῶν
κεκοιμημένων, ὅπως οἱ προσευχὲς ποὺ γίνονται καὶ
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς.
(*)