Ἀπό τήν ποίηση τοῦ Ἁγ.Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου

 
 
ΙΘ.Περί της αυτής
Τροχός τίς εστίν άστάτως πεπηγμένος,
Ό μικρός ούτος καί πολύτροπος βίος.
«Ανω κινείται, καί περισπάται κάτω
Ουχ ίσταται γαρ, καν δοκή πεπηγέναι.
Φεύγων κρατείται, καί μένων άποτρέχει.
Σκιρτά δε πολλά, καί το φεύγειν ουκ έχει.
«Ελκει, καθέλκει τη κινήσει την στάσιν.
Ως ουδέν είναι τον βίον διαγραφών,
«Η καπνόν, ή όνειρον,ή άνθος χλόης.
(Ρ.G., τόμ. 37, 787)


‘Η ανθρώπινη ζωή
Μια ρόδα π’ άτσαλα την έχουν στήσει
ετούτη ή σύντομη καί πολυδαίδαλη ζωή.
Έκεί πού τείνει προς τα πάνω, κατρακυλά στα χαμηλά-
 κι αν φαίνεται πώς στέριωσε δεν μένει ωστόσο σταθερή
Θαρρεϊς πώς φεύγει κι είναι στάσιμη, θαρρείς πώς στέκει κι όμως τρέχει.
Κάνει άλματα συχνά, μα δεν μπορεί να ξεκολλήσει. Σέρνει καί παρασέρνει αυτοκινούμενη τη στασιμότητα.
«Ενα διάγραμμα του τίποτα ή ζωή, Καπνός ή κι όνειρο ή κι ένα αγριολούλουδο.
***
ΞΘ.Δέησις προς τον ΧριστόνΈπιστάτα, κλύδων με δεινός άμφέπει, Τον σον μαθητήν. Έξέγειραι, πριν θάνω.
Μόνον κέλευσον, καί ζάλη τεθνήξεται.
Τολμώ φράσαι τι• Χριστέ, μη πίεζε με,
Μηδέ σβέσης με τω βαρεί των θλίψεων. Πολλούς έχεις γαρ καί κακωτέρους έμού,
Ους ήλέησας. Μη με κρίνης άξίως. Κενού, κενόυ δε του ταλάντου το πλέον.
Μιας τίς οίσοι φόρτον ημέρας μόνης; Τίνι προσέλθω τοις κακοίς βαρούμενος;
(Ρ.G., τόμ. 37, 1417) Δέηση προς τον Χριστό
Μια τρικυμία,Κύριε, τρομερή ταράζει
το μαθητή σου. Ξύπνησε προτού χαθώ.
Ή εντολή σον άρκεί τα κύματα να πέσουν.
Τολμώ ένα ψέλλισμα: Χριστέ, μη με πιέζεις,
μη μ’ αφανίσεις με των θλίψεων το φορτίο.
Δεν είναι λίγοι, καί χειρότεροι από μένα,
Πού τους σπλαχνίστηκες. Μη μ’ επικρίνεις όσο αξίζω.
Παρακαλώ σε, λάφρυνε από το καντάρι το περσότερο.
Το φόρτωμα καί μιας μονάχα μέρας ποιος τ’ αντέχει;
Σέ ποιόν να τρέξω να σωθώ πού οι πίκρες με βαραίνουν
***
ΜΗ’ Εις τον αποθανόντα τω κοσμώ
Ζω καί τέθνηκα. Τίς σοφός συγκρινέτω.
Ψυχή τέθνηκα,σαρξ δε μοι σθένειν θέλει.
Ψυχή βιώη,σαρξ δε μοι τεθνηκέτω.
(Ρ.G., τόμ. 37, 1384)


Ζωή καί θάνατος
Ζω καί πεθαίνω. «Ας το ζυγίσουν οι σοφοί.
Ή σάρκα δικαιώματα απαιτεί. Νεκρή ή ψνχή.
Ζήσε, ψυχή μου,κι ας πεθάνει ή σάρκα.
***
ΟΑ’ Δέησις εν τη νοσώ
Νοσώ, νοσώ μεν, καί πονούμαι σώματι,
Καί μου γελώσι την πάθην ίσως τινές,
Τραχηλιώντες, των σφαγή τηρουμένων.
Αρμοί λέλυνται, καί ποδών σαθρά βάσις,
Εΐτ’ εγκράτειας έργον, εϊθ’ άμαρτάδων,
Εϊτ’ ούν πάλη τις (ου γαρ οίδα), πλην χάρις
Έμώ κυβερνήτη γε. Τούτο μοι τυχόν. «Αμεινόν εστίν αλλ’ έπίσχες την νόσον,
Έπίσχες ειπών σος λόγος σωτηρία. Ει δ’ ου,δίδου γε,ως τα πάντα καρτερεϊν,
Σήτες τα σητών.Συγκράτει την εικόνα. Εκείθεν έξεις και τον δούλον άρτιον.
(Ρ.G, τόμ. 37,1418)
Δέηση κατά τη διάρκεια της αρρώστιας
«Αρρωστος, άρρωστος, βαρύ το σώμα μου το νιώθω.
Ίσως με εμπαίζουν για το πάθημα κάτι αλαζόνες.
Καραδοκούν να δουν ως καί θανάσιμα συμπτώματα.
Τα γόνατα μου λύθηκαν, δε με κρατούν τα πόδια.
Μπορεί καί κάποια πάλη με τον πονηρό. Ευγνωμοσύνη ωστόσο
στον κυβερνήτη μου. Καλύτερα το πράγμα έτσι πού ήρθε.
«Ομως συγκράτησε μου την αρρώστια. Μια λέξη καί την συγκρατείς. Σωτήριος είναι ό λόγος σου.
*Αν όχι, δώσ’ υπομονή ν’ αντέξω σ’ όλα.
Ό σκόρος τη δουλειά του. Φύλαξε την Εικόνα άπ’ τη φθορά.
Άκέριον έτσι θα ‘χεις καί το δούλο σου.
***
ΠΒ’ Προς αυτόν
«Αλλοι χρυσόν, οϊδ’ άργυρον, οιδε τράπεζαν
Τιμώσι λιπαρήν παίγνια τούδε βίου. «Αλλοι δ’αϋ σηρών καλά νήματα, καί γύας άλλοι
Πυροφόρούς,άλλοι τετραπόδων άγέλας.
Αύτάρ έμοί Χριστός πλούτος μέγας, όν ποτ’ ίδοιμι
Νω γυμνω καθαρώς• αλλά τε κόσμος έχοι.
(Ρ.G., τόμ. 37, 1421


Το μέγα πλούτος
«Αλλοι λατρεύουν το χρυσάφι, άλλοι τ’ ασήμι καί κάποιοι τα κατάφορτα τραπέζια, αστεία παιχνίδια της ζωής,
«Αλλοι τ’ ωραία μετάξια, τούτοι τ’ αγροκτήματα,
το στάρι όπου καρπίζει, εκείνοι τα κοπάδια με τα ζωντανά.
Για με ό Χριστός το μέγα πλούτος, άμποτε να τον έβλεπα
πνεύμα γυμνό ολοκάθαρα, στον κόσμο τ’ άλλα τα χαρίζω.