Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Υπάρχουν πολλές παραλλαγές στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα.

Υπάρχουν πολλές παραλλαγές στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα.

Αναφέρουμε εδώ μια που τραγουδιόταν στην Κάρπαθο:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ Άγιος Θρόνος.
Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, άγιος και πνευματικός,
στη Γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες το κατέχετε;
Από την Καισαρεία, σύ ‘σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί ντζαχαροκάντιοτζύμωτη,
χαρτί και καλαμάρι, δες κι εμέ το παλικάρι.
Το καλαμάριν έγραφε, η μοίρα μου το έγραφε
και το χαρτίν εμίλει, άσπρε μου χρυσέ μου σκρίνε.
-Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και δε μας καταδέχεσαι;
Και πόθεν κατεβαίνεις και δε μας συντυχαίνεις;
Από της μάνας μου ‘ρχομαι κι εγιώ σας καταδέχομαι
και στο σκολειό μου πάω, δε μου λέτε τι να κάμω;
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις κι αμ’ μ’αγαπάς να μου το πεις,
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα και να σας πω τι πάθαινα,
τραγούδια δεν ηξεύρω, αντικρύ μου να σας εύρω.
-Και σαν ηξεύρεις γράμματα, πόσες φορές με κλάματα,
πες μας την αρφαβήτα, πως επέρασες τη νύχτα.
Ξερό ραβδί, χλωρό ραβδί, πότε στην πόρτα σου να βγεις
χλωρά βλαστάρια επέτα, ροδοκόκκινη βιολέτα,
και πάνω στα βλαστάρια της και στα περικλωνάρια της
πέρδικες κελαηδούσαν, αμέ δε μου το μιλούσαν.
Δεν ήτο μόνο πέρδικες, γαριφαλιές λεβέντικες,
μον’ και περιστεράκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια.
Κατέβηκεν η πέρδικα, που περπατά λεβέντικα,
να βρέξει το φτερό της μες το δροσερό νερό της
και ραίνει τον αφέντη μας, Βασίλη το λεβέντη μας,
τον πολυχρονισμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.
«Και εις έτη πολλά» ή «και του χρόνου».
Ας δούμε και μια άλλη παραλλαγή που τραγουδούσαν στη Ζάκυνθο, στα σπίτια των ευγενών, καλλίφωνοι τραγουδιστές:
Είναι με τον ορισμό σας έδωπα όξω να καθίσω
και να σας καλησπερίσω κι άξια λόγια να σας πω.
Τ’ αποβραδίς που εσμίξαμε η συντροφιά που μένει,
να τραγουδήσουμε ήρθαμε το χρόνο που μας μπαίνει.
Αρχιμενιά, καλή χρονιά, αρχή του Γεναρίου
να τραγουδήσουμε ήρθαμε τ’ Αγίου Βασιλείου.
Η (Αρχή κι αρχή τα κάλαντα κι αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώνεται τ’ αγίου Βασιλείου).
Ο Άης Βασίλης έρχεται από τη Ρίτσα-ρίτσα·
βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
και το ραβδί του ακούμπησε να πει τ’ αλφαβητάρι.
Και το ραβδί του ήτο ξερό, χλωρούς βλαστούς επέτα,
κι απάνου τσοι χλωρούς βλαστούς περδίκια εκακαριόταν,
όχι περδίκια μοναχά, αλλά και περιστέρια,
και κάτω στη ριζούλα τσους μια κρουσταλένια βρύση,
που κατεβαίναν πέρδικες και λούζαν τα φτερά τσους,
και λούζαν τον αφέντη τσους, και λούζαν την κυρά τσους.
Κυρά, πο ‘χεις τσοι τρεις υγιούς, τσοι μοσκοαναστημένους,
λούζεις τσοι και χτενίζεις τσοι και στο σκολειό τσοι στέρνεις,
να μην τσοι δείρει ο δάσκαλος, να μην τσοι μαγκλανίσει
με τρία κλωνιά βασιλικό, με πέντε αστάχυα μόσκο.
Μα κειο τσοι δέρνει ο δάσκαλος, μα κειο τσοι μαγκλανίζει,
που έχουν τα ξανθά μαλλιά σαράντα πέντε πήχες.
Στους ουρανούς τα διάθουνται, στους κάμπους τα τυλίγουν.
Μωρές και πού είν’ τα γράμματα; Μωρές και πού είναι ο νους σας;
-Τα γράμματά ειναι το χαρτί κι ο νους μας στους διαβάτες,
κι ο λογισμός μας έπεσε κάτου στες μαυρομάτες.
Κλωνί σταράκι έσπειρα κάτου στους λινοκάμπους,
το θέρισα, το λίχνισα, έκαμα χίλια μούδια,
και τ’ αποκοσκινίδια του χίλια και πεντακόσια.
Βεργούλα εκαθάριζα απάνου σε ριζιώνα,
τη θέρισα, την έκοψα κι έκαμα χίλια μέτρα,
και τ’ αποκοσκινίδια τση χίλια και πεντακόσια.
Πολλά είπαμε για την κυρά, να πούμε και τ’ αφέντη.
-Βάγια μου, άναψ’ τα κεριά, Βασίλη, τα φανάρια.
Ακόμα δεν ακούσαμε το μάνταλο ν’ ανοίξει,
να φέρει το χριστόψωμο να μας καλοκαρδίσει.
Αφέντη μου σιορ [δείνα], ολόχρυση μερτία,
οπού στο φόρο προβατείς μ’ όλη την αρχοντία.
Χίλια καλώς ευρήκαμε στου φίλου μας το σπίτι,
ψωμί, κρασί του βρήκαμε, τίποτα δεν του λείπει.
Τούτο το σπίτι το ψηλό με τσοι πολλές θυριάδες,
εδώ κοιμάται ο αφέντης μας με τσοι πολλές χιλιάδες.
(Τούτο το σπίτι το ψηλό γιομάτο όλο βελούδα,
ούλοι αγαπάνε την κυρά κι εγώ αγαπάω τη δούλα.)
Τούτο το σπίτι το ψηλό το μαρμαροχτισμένο
ογλήγορα θα μπάσουνε γαμπρό καμαρωμένο.
Τούτο το σπίτι το ψηλό πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλά χρόνια να ζήσει.
Ν’ αλυσοδένει το πουγκί τ’ αργυροξομπλιασμένο,
οπού του το ξομπλιάσανε απάρθενα κορίτσια,
του πρίντσιπε, του ρήγα μας και του μεγάλου αφέντη.
Κι αν είναι ασήμι δώσ’ μας το, κι αν είναι και λογάρι,
αν είναι και γλυκό κρασί πίσω να μην το πάρει.

Το καλό ποδαρικό.