Τὸ μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον
Ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο κατά χάριν θεό [1]! Ἡ συνάντηση τοῦ ὑπερβατικοῦ μέ τό ἐγκόσμιο καί κτιστό, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου «ἐν τόπῳ καί χρόνῳ» μέσα στήν ἱστορία, ἀποτελεῖ ὄντως τό μέγιστο γεγονός τῆς ἱστορίας, τό «μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον», τό μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο στήν κτίση, ἀφοῦ γιά πρώτη φορά ἑνώθηκαν ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος ὑποστατικῶς! «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»[2], μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης Ἰωάννης, ὁ Υἱός τῆς Βροντῆς. «Θεός ἐπί γῆς, Θεός ἐν ἀνθρώποις, Θεός ἐν σαρκί», θά μᾶς πεῖ σκιρτώντας «ἐν Πνεύματι» ὁ Μέγας οὐρανοφάντωρ Βασίλειος.[3]
Ἀρκετά χρόνια πρίν, κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Θεός Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, «νοητῶς ἐνεδήμει»[4], δηλαδή φανερωνόταν στούς Πατριάρχες καί τούς Προφῆτες, προτυπώνοντας τό μυστήριο τῆς μετά ταῦτα ἐνσάρκου παρουσίας Του. Αὐτός πού ἐμφανιζόταν στόν Μωυσῆ, στόν Ἀβραάμ καί στούς ἄλλους Προφῆτες, δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄγγελος, ἀλλά ὁ «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος», κατά τόν μεγαλοφωνότατο προφήτη Ἠσαϊα, ὁ Ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἄσαρκος Λόγος, ὁ Ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τό θέλημα τοῦ Πατρός.
Καί ὀρθά ἔχει γραφεῖ ὅτι τό γεγονός αὐτό τῶν λεγομένων θεοφανιῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἕνα εἶδος «προκαταρκτικῆς ἐνανθρωπήσεως», ἡ ὁποία ἦταν φυσικά πλασματική καί προεξαγγελτική, δηλαδή μία προτυπωτική παρουσία, ἄσαρκος ἐμφάνισις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στούς φίλους Του, τούς Προφῆτες καί δικαίους[5]. Καί ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός, «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὅπως λέγει ὁ μακάριος Παῦλος, τότε «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ γενόμενον ἐκ γυναικός»[6].
Ἔτσι, ἔχουμε τήν «λυτρωτική εἰσβολή» τοῦ Ἀκτίστου, τοῦ Προαιωνίου Θεοῦ, μέσα στόν κτιστό κόσμο καί τήν ἱστορία. Ἔχουμε τήν πρόσληψη τῆς δικῆς μας φύσεως ἀπό τόν Θεό Λόγο, ὥστε νά θεραπευθεῖ ἡ πτωτική μας φύση, διότι, κατά τή γνωστή Πατερική ρήση, «τό ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τούτο και σώζεται»[7]. Ὁ Θεός «ἐγχωρεῖται», «ἐγχρονεῖται» καί ἐνανθρωπίζεται καί μᾶς σώζει μέ τή θεότητά του, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἀποκαλύπτεται ἄκρατη στόν κόσμο, ἀφοῦ ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας ἐμφανίζεται στόν κόσμο ὡς Θεάνθρωπος καί ὄχι ὡς ἀμιγής Θεός!
Κατά τή Θεία Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, ἀναμιγνύονται πραγματικά μεταξύ τους τά ἄμικτα καί ἑνώνονται τά ἀσύνθετα, ὅπως τό ἐκφράζει πολύ παραστατικά ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων σέ ἕνα ποίημά του: «Ἐντεῦθεν τά ἄμικτα μίγνυται, ἐντεῦθεν ἀκράτως κιρνᾶται τά ἄκρατα, ἐντεῦθεν συντίθεται τά ἀσύνθετα, ἐντεῦθεντα ἀσύνδετα σφίγγεται, ἐντεῦθεν τά θεῖα ἀνθρώπινα γίνεται, ἵνα τά ἀνθρώπινα θειότερα γένηται…»[8]. Χωρίς αὐτήν τήν ἀνάμιξη δέν ἦταν δυνατόν τό κτιστό καί πεπερασμένο νά συλλάβει τό ἄπειρο, νά χωρέσει τό ἀπερινόητο, νά προσλάβει τό ὑπερβατικό. Καί, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, «ὁ ἄκτιστος κτίζεται καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει»[9].
Πῶς, ὅμως, αὐτό ἔλαβε χώρα; Πῶς ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, παραμένοντας Θεός; Ἡ Ἐκκλησία ἐρωτᾶ διά τῆς ὑμνολογίας της: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός;». Και ἡ ἀπάντηση δίδεται εὐθύς ἀμέσως στό ἴδιο τροπάριο: «Πάντως ὡς οἶδεν ὡς ἠθέλησε καί ὡς ηὐδόκησεν». Μυστήριο ἀκατανόητο, πού ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη σκέψη καί λογική!
Δέν ἐκλογικεύεται μηχανικά, δέν ἐρευνᾶται ἐπιστημονικά, δέν ἀνιχνεύεται διανοητικά, δέν ἀποδεικνύεται νοησιαρχικά! Οὔτε ἡ οὐράνια ἀΐδιος γέννηση μπορεῖ να ἐξηγηθεῖ, οὔτε ἡ ἐπίγεια «ἐκ Παρθένου» ἐνανθρώπηση μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ, θά μᾶς πεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Οὔτε ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἐξήγησιν ἔχει, οὔτε ἡ ἐν ὑστέροις καιροῖς πρόοδος πολυπραγμονεῖσθε ἀνέχεται» [10].
Μόνο μέ σιγή τιμῶνται καί οἱ δύο αὐτές γεννήσεις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τίς ὁποῖες ἀποδεχόμαστε μέν, ἀλλά ἀγνοοῦμε τόν τρόπο τῆς πραγματώσεώς τους, ὅπως ἐπισημαίνει στή συνέχεια ὁ χρυσολόγος Πατήρ: «Ὅτι μέν γάρ ἔτεκεν ἡ Παρθένος σήμερον οἶδα, καί ὅτι ἐγέννησεν ὁ Θεός ἀχρόνως, πιστεύω, τόν δέ τρόπον τῆς γεννήσεως, σιωπῇ τιμᾶν μεμάθηκα καὶ οὐ διά λόγων πολυπραγμονεῖν παρέλαβον»[11].
Ποιός εἶναι, ὅμως, ὁ λόγος καί ὁ σκοπός τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, τῆς κενώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Ἀνάρχου καί Προαιωνίου Λόγου, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε στόν χρόνο καί ἐνεδύθη τή δική μας φύση, γενόμενος ἄνθρωπος; Εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ θέωση τῆς προσληφθείσης ἀπό τόν Λόγο ἀνθρωπίνης φύσεως! Τό ἐκφράζουν τά Πατερικα κείμενα τῶν Ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν «τά πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου».
Μέ ἀκρίβεια διατυπώσεως θεολογικῆς ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν περίφημο Λόγο του «Κατά εἰδώλων και περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου» θά μᾶς πεῖ ὅτι «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» [12]. Ὁ ἴδιος ἐμφατικά θά σημειώσει ὅτι «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ἵνα τὸν ἄνθρωπον δεκτικόν θεότητος ποιήσῃ»[13]. Ἐκφράζεται ἔτσι τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κηρύσσει ὅτι στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο, ἡ γῆ μέ τόν οὐρανό[14], καί ἔτσι ἄνοιξε ὁ δρόμος καί τῆς δικῆς μας κατά χάριν θεώσεως, τοῦ «δοξασμοῦ», ὅπως λέγεται, τῆς φύσεώς μας.
Στό σημεῖο αὐτό θα πρέπει βέβαια νά τονίσουμε ὅτι ὑπάρχει μία διαφορά ἀνάμεσα στή θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία, καί στή θέωση ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων ἐν Χριστῷ. Ἡ διαφορά ἔγκειται στό γεγονός ὅτι στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ ἡ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεώς της μέ τή Θεία φύση, ἐνῶ στή δική μας περίπτωση ἡ φύση μας θεώνεται κατά χάριν, μέ τή θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία.
Γεγονός, λοιπόν, εἶναι, ὅτι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ὅλο τό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας «ἀποτελεῖ τή θεμελιώδη προϋπόθεση γιά νά ἀνακτήσει ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος τίς ὀντολογικές ἐκεῖνες προϋποθέσεις, ὥστε νά μπορεῖ νά μετέχει καί πάλι στήν ἄκτιστη Θεία Χάρη»[15].
Διά τοῦ Λόγου, λοιπόν, ἔχουμε τή σωτηρία, καί μέ τήν ἀρνητική της ὄψη, ὡς ἀπαλλαγή καί ἀπελευθέρωση ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου, καί μέ τή θετική, ἀφοῦ τώρα πλέον ἐκτιθέμεθα στό ὕψος καί τό μεγαλεῖο τῆς χαρισματικῆς θεώσεως, ἡ ὁποία πραγματώνεται ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» καί «κοινωνία θεώσεως».
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος θά διατυπώσει μέ ἐπιγραμματικό τρόπο αὐτήν τή διπλή ὄψη τοῦ ἔργου τῆς Θείας κενώσεως, λέγοντας ὅτι «ἀμφότερα γάρ ἐφιλανθρωπεύσατο ὁ Σωτήρ διά τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὅτι καί τόν θάνατον ἐξ ἡμῶν ἠφάνιζε καὶ ἐκαίνιζεν ἡμᾶς»[16].
Ὑπάρχουν, ὡστόσο, καί πολλές φράσεις πατερικές, μία εὐρύτατη ποικιλία ἐκφράσεων, ὅπως λ.χ. «ἀνάκλησις», «ἐπάνοδος», «ἀνόρθωσις», «ἀποκατάστασις», «ἀναστοιχείωσις», «ἀνάπλασις», «ἀνακεφαλαίωσις», «ἀναγέννησις», «καινή κτίσις», «νέα ζωή» κ.ἄ., πού χρησιμοποιοῦνται, «γιά να ἐξεικονίσουν κατά τό δυνατό ὅλον τόν πλοῦτο τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στήν ἀναδημιουργία τῆς ἀνθρωπότητος»[17]. Πρόκειται γιά δευτέρα δημιουργία, ἀφοῦ ἡ πρώτη εἶναι ἀπό τό μηδέν καί ἡ δευτέρα εἶναι ἀπό τὸ ἐκμηδενισθέν…Ὅλα αὐτά συνετελέσθησαν διά Χριστοῦ!
Δέν ἦταν δυνατόν ἄλλος, τονίζει πάλι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, νά μεταβάλλει τό φθαρτό σέ ἀφθαρσία, παρά μόνο ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό τήν ἀνυπαρξία, «ἐξ οὐκ ὄντων». Καί δέν ἦταν δυνατόν νά ξανακτίσει ἄλλος στούς ἀνθρώπους τό «κατ᾿ εἰκόνα», τό ὁποῖο ἀμαυρώθηκε μέ τήν Πτώση, παρά μόνο ὁ Λόγος, ὁ Ὁποῖος ἀποτελεῖ τή ζωντανή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Αὐτός, λέγει, ἦλθε καί ἀνακαίνισε τήν ρυπωθεῖσα εἰκόνα, ὅπως συμβαίνει σέ μία προσωπογραφία, πού ἔχει σβήσει καί ἔρχεται κατόπιν ὁ ἴδιος ὁ εἰκονιζόμενος καί ξαναζωγραφίζεται στό ἴδιο φόντο, καί ἔτσι βλέπουμε τήν εἰκόνα πάλι ἀνακαινισμένη καί ζωντανή.
Παρουσιάζει ἀκόμη, τό παράδειγμα τοῦ βασιλέως, πού ἐπισκέπτεται μία πόλη καί κατοικεῖ σέ μία οἰκία καί ἡ μέν πόλις ἐκείνη τιμᾶται ὑπερβολικά, οἱ δέ ἐχθροί καί ἐπίβουλοι ἐξαφανίζονται. Ἔτσι, λέγει,συνέβη καί στήν περίπτωση τῆς Ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου. Ἦλθε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί κατοίκησε σέ ἕνα σῶμα, σ᾿ αὐτό τῆς Ὑπερευλογημένης καί καθαρωτάτης Μητρός Του καί τιμήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἐντεῦθεν ἀπομακρύνθηκε ὁ μεγάλος ἐχθρός, ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος καταδυνάστευε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκτός τοῦ ἁγιωτάτου ἱεράρχου τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἀθανασίου, και ἄλλοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, ἀλλά καί πολλά λειτουργικά καί ὑμνολογικά κείμενα τονίζουν τήν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία ἦλθε στόν κόσμο ἀπό τή συγκατάβαση τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Παναγίας Τριάδος, τοῦ Σεσαρκωμένου Θεοῦ. Ὁ Κύριος εὐσπλαγχνίσθη τό πλάσμα τῶν χειρῶν Του καί «δι’ ἄκραν ἀγαθότητα» ἔγινε ἄνθρωπος, καταργώντας τήν ἁμαρτία καί τή δύναμη τοῦ θανάτου καὶ ἀνακαινίζοντας τήν «πρίν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ».
Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι, μέσα ἀπό τά θεσπέσια μελωδήματα, μᾶς παρουσιάζουν θαυμασιότατα τό γεγονός αὐτό, ἐκφράζοντας τήν παφλάζουσαν φλόγα τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι «καιομένης καρδίας» των καί θεολογώντας περί τοῦ ἀνερμηνεύτου Μυστηρίου τοῦ Κυρίου, ἔτσι ὥστε ἡ ὑμνολογία νὰ καθίσταται ἐμμελής Θεολογία καί δοξολογία πρός τόν «κενωθέντα Λόγον καὶ Υἱόν τοῦ Θεοῦ»…
Ἕνα τροπάριο τῆς Α΄ ὠδῆς τοῦ Κανόνος ἀπό τήν Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων λέγει ὅτι ὁ Θεός, βλέποντας τόν χαμένο μέσα στήν πτωτικότητα ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον Αὐτός ἔπλασε, «ἔκλινεν οὐρανούς» καί κατῆλθε καί τὸν «οὐσιώθηκε», λαμβάνοντας τή φύση του ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, γενόμενος πραγματικά ἄνθρωπος: «Ἰδών ὁ κτίστης ὀλλύμενον, τόν ἄνθρωπον χερσίν ὅν ἐποίησεν, κλίνας οὐρανούς κατέρχεται. Τοῦτον δέ ἐκ Παρθένου θείας ἀγνῆς ὅλον οὐσιοῦται, ἀληθείᾳ σαρκωθείς ὅτι δεδόξασται». Τό παραπάνω ὑμνολόγημα θυμίζει μία σχετική καί χαρακτηριστική ρήση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τοῦ φωστῆρος τῆς Ναζιανζοῦ: «Ὅλος ὅλον ἀνέλαβέ με, καὶ ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλον τὴν σωτηρίαν χαρίσηται»[18].
Στίς μεγάλες καί θεολογικότατες εὐχές τῶν Θεοφανίων, ποίημα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων, συναντοῦμε τήν ἑξῆς φράση: «Οὐ γάρ ἔφερες Δέσποτα θεᾶσθαι ὑπό τοῦ διαβόλου τυρρανούμενον τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἦλθες καί ἔσωσας ἡμᾶς»….
Ἐξ ἄλλου, στή Θεία Λειτουργία τοῦ οὐρανοφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, καί συγκεκριμένα στήν εὐχή τῆς «ἀναφορᾶς», ὅπως λέγεται, βλέπουμε νά ἐκδιπλώνεται ἡ σωστική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία καί τόν κόσμο, ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἐντεῦθεν, ὡς ἑξῆς: «Οὐ γάρ ἀπεστράφης το πλάσμα σου εἰς τέλος, ὅ ἐποίησας Ἀγαθέ, οὐδέ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ᾿ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διά σπλάγχνα ἐλέους σου. Προφήτας ἐξαπέστειλας∙ ἐποίησας δυνάμεις διά τῶν ἁγίων σου τῶν καθ᾿ ἑκάστην γενεάν εὐαρεστησάντων σοι∙ ἐλάλησας ἡμῖν διά στόματος τῶν δούλων σου τῶν Προφητῶν, προκαταγγέλων ἡμῖν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθε σωτηρίαν∙ νόμον ἔδωκας εἰς βοήθειαν∙ ἀγγέλους ἐπέστησας φύλακας. Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τῶν καιρῶν, ἐλάλησας ἡμῖν ἐν αὐτῷ τῷ Υἱῷ σου…».
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μετά ἀπό ὅλα τά σωτήρια μέσα, πού παρεῖχε ὁ Θεός στήν πτωτική ἀνθρωπότητα, ἐρχόμενος στόν κόσμο ὡς ἐνανθρωπήσας Υἱός Του, ἀπελευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο! Θεολογεῖ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας (14ος αἰ.), λέγοντας ὅτι τήν ἀπελευθέρωση αὐτήν τήν πραγματοποίησε ὁ Χριστός, καταλύοντας τό τριπλό τεῖχος, πού χώριζε τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν Θεό. «Τό πρῶτος τεῖχος, τήν ἄρρωστη καί διεφθαρμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση, τό κατέλυσε μέ τήν ἐνανθρώπησή του. Τό δεύτερο τεῖχος, τήν ἁμαρτία, τό κατέλυσε μέ τό θάνατό του, ἑνῶ τό τρίτο τεῖχος, τόν θάνατο, τόν κατήργησε μέ τήν ἀνάστασή του»[19].
Ὡστόσο, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐκλαμβάνεται μέσα σέ στενά ἠθικιστικά ἤ νομικιστικά πλαίσια, ἀλλ’ ἐννοεῖται εὑρύτερα, ὡς θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· καί, βέβαια, ὁ ὅρος «θέωση» ἐκφράζει τό ὑψηλότερο νόημα τῆς λέξεως «σωτηρία». Σωτηρία εἶναι ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπό τὶς συνέπειες (φθορά καὶ θάνατο) τῆς Πτώσεως καί ἡ ὁδός τῆς ἀναβάσεώς του πρός τό «ἀρχέτυπόν» του, ἐνῶ ἡ «θέωση» εἶναι τό τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας, δηλ. ἡ ἐπίτευξη τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἡ χαρισματική ἕνωση τοῦ πιστοῦ μέ τόν Θεό «ἐν Προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» καί «ἐν τῇ Ἐκκλησία Αὐτοῦ»…
Στά Πατερικά κείμενα ἀναφέρεται ὅτι ἡ κατά Χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τή βάση καί τό θεμέλιό της στή γενομένη Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεανθρώπου εἶναι τό «μέγα καὶ ἀπόκρυφον», τό ὁποῖο εἶχε συλλάβει καί ἀποφασίσει προαιωνίως ὁ Θεός· εἶναι, λέγει, ὁ μακάριος καί εὐλογημένος σκοπός ὅλης τῆς δημιουργίας: «Τοῦτο ἐστί τὸ μακάριον, δι᾿ ὅ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος. Τοῦτο ἐστιν ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντες εἶναι φαμέν, προεπινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μέν πάντα, αὐτό δὲ οὐδενός ἕνεκα»[20].
Στή θεολογική σκέψη τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου θεωρεῖται ὡς ὁ ἀπόλυτος καί πρωταρχικός σκοπός τῆς δημιουργίας.Ὑπογραμμίζει μάλιστα ὁ Ἅγιος ὅτι ὅλοι οἱ αἰῶνες καί ὅλα ὅσα αὐτοί περιέχουν, ἔχουν λάβει τὴν ἀρχή καί τό τέλος τοῦ «εἶναι» τους ἀκριβῶς ἀπὸ καὶ γιὰ τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ: «Διά γάρ τόν Χριστόν, ἤγουν τό κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες καί τά ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τήν ἀρχήν τοῦ εἶναι καί τό τέλος εἰλήφασι»[21]· διότι, λέγει, πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες, εἶχε προεπινοηθεῖ ἡ ἕνωση τοῦ ὁρίου καί τῆς ἀοριστίας, τοῦ μέτρου καί τῆς ἀμετρίας, τοῦ πέρατος καί τῆς ἀπειρίας, τοῦ δημιουργοῦ καί τῆς δημιουργίας, τῆς στάσεως καί τῆς κινήσεως, καί αὐτή ἡ ἕνωση πραγματοποιήθηκε στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν φανερώθηκε στό τέλος τῶν χρόνων, κατά τήν ἄρρητη Ἐνανθρώπησή Του[22].
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἕνωση μετά τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ, σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, τὸν πρῶτο καὶ τελευταῖο σκοπό καὶ προορισμό ὅλης τῆς δημιουργίας, προνοίας καὶ οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τήν κτίση καί τόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἔτσι, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τή βάση της στήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ὡς προηγουμένου θελήματος (εὐδοκία) τοῦ Θεοῦ. Τό μυστήριο τῆς χαρισματικῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου βασίζεται καί οἰκοδομεῖται ἐπί τοῦ ὑπερλόγου μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ[23].
Στούς πρώτους ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς ὑπάρχει ἡ διδασκαλία ὅτι ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἀποφάσισε νά πλάσει τόν ἄνθρωπο, ἦταν γιὰ νὰ ἀποκαλύψει ἀπό ἀγάπη σ’ αὐτόν τὴ Θεία δόξα Του καὶ νὰ τὸν καταστήσει μέτοχό της[24]. Ἑπομένως, ἐφόσον τὸ κορύφωμα, ὁ ὕψιστος βαθμός τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἐνανθρώπηση, φαίνεται ὅτι αὐτή εἶναι καί ὁ ἔσχατος σκοπός τῆς δημιουργίας, διότι στό Πρόσωπο τοῦ Λογου ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, ὅπως εἴδαμε. Και ὁ προρηθείς βυζαντινός θεολόγος Νικόλαος Καβάσιλας θά συμπληρώσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε χάριν τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ[25], ὄντας ἀρχικῶς εἰκόνα του.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἐρωτᾶται, ποιός ἀπό μέρους μας ὀφείλει νὰ εἶναι ὁ τρόπος προσεγγίσεως καί βιώσεως τῶν καρπῶν καί ἀποτελεσμάτων αὐτοῦ τοῦ παμμεγίστου Μυστηρίου, τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μας; Ἀπάντηση: ἡ ἀένναη εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς Αὐτὸν «ἔργῳ καί λόγῳ». Ἡ αὐτοπαράδοσή μας στή δική Του Ἀγάπη διά τῆς μετανοίας, τῆς τηρήσεως τῶν Θείων Του ἐντολῶν καί τῆς μετοχῆς στά πανάγια μυστήρια.
Θά κλείσουμε μέ τίς «χρυσές» ὑποδείξεις τοῦ ἀετοῦ τῆς Θεολογίας, ἁγίου Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος μᾶς συνιστᾶ, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς, νά ἀναγεννηθοῦμε, νά γίνουμε οὐράνιοι ἄνθρωποι, νά ξαναβροῦμε τόν πρῶτο Ἀδάμ, καί, τέλος, νὰ μή μείνουμε ὅπως εἴμαστε (ἤτοι στήν κατάσταση τῆς πτωτικότητος καί τῆς ἁμαρτωλότητος), ἀλλά νά γίνουμε ἐκεῖνο πού κάποτε εἴμεθα, προπτωτικά: «Καιρός ἀναγεννήσεως∙ γεννηθῶμεν ἄνωθεν. Καιρός ἀναπλάσεως∙ τόν πρῶτον Ἀδάμ ἀναλάβωμεν. Μή μείνωμεν ὅπερ ἐσμέν, ἀλλ’ ὅπερ ἧμεν γενώμεθα»[26].
Ἄν κατανοήσουμε τά ἀνωτέρω καί τά βιώσουμε ὑπαρξιακά, τότε θά μποροῦμε νά προσφέρουμε καί ἐμεῖς ἐκθύμως στόν γεννηθέντα Σωτῆρα, ὅπως τότε οἱ μάγοι, τά δικά μας δῶρα: Ἀντί χρυσοῦ, τήν καθαρή μας καρδιά. Ἀντί λιβάνου, τή ζωντανή μας προσευχή, εἰδικά κατά τίς ἡμέρες αὐτές τίς φοβερές, κατά τίς ὁποίες δεινῶς χειμαζόμαστε καί σκληρά δοκιμαζόμαστε ὡς ἔθνος, ὡς ἄνθρωποι καί ὡς Χριστιανοί. Καί, τέλος, ἀντί σμύρνας, θά προσφέρουμε, ὅσο εἶναι ἐφικτό, στόν τεχθέντα Κύριο, μέσα ἀπό τή θυσιαστική μας προσπάθεια, τή νέκρωση τῶν παθῶν μας. Και τότε θά μᾶς πλημμυρίσει ἡ ἄφατη χαρά καί Χάρη τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας κενώσεως καί θά ἀναφωνήσουμε μέ πάλλουσα καρδιά δοξολογικῶς: «Θεός τό τεχθέν, ἡ δέ Μήτηρ Παρθένος. Τί μεῖζον καινόν εἶδεν ἡ κτίσις»;
Ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο κατά χάριν θεό [1]! Ἡ συνάντηση τοῦ ὑπερβατικοῦ μέ τό ἐγκόσμιο καί κτιστό, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου «ἐν τόπῳ καί χρόνῳ» μέσα στήν ἱστορία, ἀποτελεῖ ὄντως τό μέγιστο γεγονός τῆς ἱστορίας, τό «μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον», τό μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο στήν κτίση, ἀφοῦ γιά πρώτη φορά ἑνώθηκαν ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος ὑποστατικῶς! «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»[2], μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης Ἰωάννης, ὁ Υἱός τῆς Βροντῆς. «Θεός ἐπί γῆς, Θεός ἐν ἀνθρώποις, Θεός ἐν σαρκί», θά μᾶς πεῖ σκιρτώντας «ἐν Πνεύματι» ὁ Μέγας οὐρανοφάντωρ Βασίλειος.[3]
Ἀρκετά χρόνια πρίν, κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Θεός Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, «νοητῶς ἐνεδήμει»[4], δηλαδή φανερωνόταν στούς Πατριάρχες καί τούς Προφῆτες, προτυπώνοντας τό μυστήριο τῆς μετά ταῦτα ἐνσάρκου παρουσίας Του. Αὐτός πού ἐμφανιζόταν στόν Μωυσῆ, στόν Ἀβραάμ καί στούς ἄλλους Προφῆτες, δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄγγελος, ἀλλά ὁ «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος», κατά τόν μεγαλοφωνότατο προφήτη Ἠσαϊα, ὁ Ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἄσαρκος Λόγος, ὁ Ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τό θέλημα τοῦ Πατρός.
Καί ὀρθά ἔχει γραφεῖ ὅτι τό γεγονός αὐτό τῶν λεγομένων θεοφανιῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἕνα εἶδος «προκαταρκτικῆς ἐνανθρωπήσεως», ἡ ὁποία ἦταν φυσικά πλασματική καί προεξαγγελτική, δηλαδή μία προτυπωτική παρουσία, ἄσαρκος ἐμφάνισις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στούς φίλους Του, τούς Προφῆτες καί δικαίους[5]. Καί ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός, «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὅπως λέγει ὁ μακάριος Παῦλος, τότε «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ γενόμενον ἐκ γυναικός»[6].
Ἔτσι, ἔχουμε τήν «λυτρωτική εἰσβολή» τοῦ Ἀκτίστου, τοῦ Προαιωνίου Θεοῦ, μέσα στόν κτιστό κόσμο καί τήν ἱστορία. Ἔχουμε τήν πρόσληψη τῆς δικῆς μας φύσεως ἀπό τόν Θεό Λόγο, ὥστε νά θεραπευθεῖ ἡ πτωτική μας φύση, διότι, κατά τή γνωστή Πατερική ρήση, «τό ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τούτο και σώζεται»[7]. Ὁ Θεός «ἐγχωρεῖται», «ἐγχρονεῖται» καί ἐνανθρωπίζεται καί μᾶς σώζει μέ τή θεότητά του, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἀποκαλύπτεται ἄκρατη στόν κόσμο, ἀφοῦ ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας ἐμφανίζεται στόν κόσμο ὡς Θεάνθρωπος καί ὄχι ὡς ἀμιγής Θεός!
Κατά τή Θεία Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, ἀναμιγνύονται πραγματικά μεταξύ τους τά ἄμικτα καί ἑνώνονται τά ἀσύνθετα, ὅπως τό ἐκφράζει πολύ παραστατικά ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων σέ ἕνα ποίημά του: «Ἐντεῦθεν τά ἄμικτα μίγνυται, ἐντεῦθεν ἀκράτως κιρνᾶται τά ἄκρατα, ἐντεῦθεν συντίθεται τά ἀσύνθετα, ἐντεῦθεντα ἀσύνδετα σφίγγεται, ἐντεῦθεν τά θεῖα ἀνθρώπινα γίνεται, ἵνα τά ἀνθρώπινα θειότερα γένηται…»[8]. Χωρίς αὐτήν τήν ἀνάμιξη δέν ἦταν δυνατόν τό κτιστό καί πεπερασμένο νά συλλάβει τό ἄπειρο, νά χωρέσει τό ἀπερινόητο, νά προσλάβει τό ὑπερβατικό. Καί, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, «ὁ ἄκτιστος κτίζεται καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει»[9].
Πῶς, ὅμως, αὐτό ἔλαβε χώρα; Πῶς ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, παραμένοντας Θεός; Ἡ Ἐκκλησία ἐρωτᾶ διά τῆς ὑμνολογίας της: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός;». Και ἡ ἀπάντηση δίδεται εὐθύς ἀμέσως στό ἴδιο τροπάριο: «Πάντως ὡς οἶδεν ὡς ἠθέλησε καί ὡς ηὐδόκησεν». Μυστήριο ἀκατανόητο, πού ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη σκέψη καί λογική!
Δέν ἐκλογικεύεται μηχανικά, δέν ἐρευνᾶται ἐπιστημονικά, δέν ἀνιχνεύεται διανοητικά, δέν ἀποδεικνύεται νοησιαρχικά! Οὔτε ἡ οὐράνια ἀΐδιος γέννηση μπορεῖ να ἐξηγηθεῖ, οὔτε ἡ ἐπίγεια «ἐκ Παρθένου» ἐνανθρώπηση μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ, θά μᾶς πεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Οὔτε ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἐξήγησιν ἔχει, οὔτε ἡ ἐν ὑστέροις καιροῖς πρόοδος πολυπραγμονεῖσθε ἀνέχεται» [10].
Μόνο μέ σιγή τιμῶνται καί οἱ δύο αὐτές γεννήσεις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τίς ὁποῖες ἀποδεχόμαστε μέν, ἀλλά ἀγνοοῦμε τόν τρόπο τῆς πραγματώσεώς τους, ὅπως ἐπισημαίνει στή συνέχεια ὁ χρυσολόγος Πατήρ: «Ὅτι μέν γάρ ἔτεκεν ἡ Παρθένος σήμερον οἶδα, καί ὅτι ἐγέννησεν ὁ Θεός ἀχρόνως, πιστεύω, τόν δέ τρόπον τῆς γεννήσεως, σιωπῇ τιμᾶν μεμάθηκα καὶ οὐ διά λόγων πολυπραγμονεῖν παρέλαβον»[11].
Ποιός εἶναι, ὅμως, ὁ λόγος καί ὁ σκοπός τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, τῆς κενώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Ἀνάρχου καί Προαιωνίου Λόγου, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε στόν χρόνο καί ἐνεδύθη τή δική μας φύση, γενόμενος ἄνθρωπος; Εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ θέωση τῆς προσληφθείσης ἀπό τόν Λόγο ἀνθρωπίνης φύσεως! Τό ἐκφράζουν τά Πατερικα κείμενα τῶν Ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν «τά πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου».
Μέ ἀκρίβεια διατυπώσεως θεολογικῆς ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν περίφημο Λόγο του «Κατά εἰδώλων και περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου» θά μᾶς πεῖ ὅτι «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» [12]. Ὁ ἴδιος ἐμφατικά θά σημειώσει ὅτι «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ἵνα τὸν ἄνθρωπον δεκτικόν θεότητος ποιήσῃ»[13]. Ἐκφράζεται ἔτσι τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κηρύσσει ὅτι στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο, ἡ γῆ μέ τόν οὐρανό[14], καί ἔτσι ἄνοιξε ὁ δρόμος καί τῆς δικῆς μας κατά χάριν θεώσεως, τοῦ «δοξασμοῦ», ὅπως λέγεται, τῆς φύσεώς μας.
Στό σημεῖο αὐτό θα πρέπει βέβαια νά τονίσουμε ὅτι ὑπάρχει μία διαφορά ἀνάμεσα στή θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία, καί στή θέωση ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων ἐν Χριστῷ. Ἡ διαφορά ἔγκειται στό γεγονός ὅτι στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ ἡ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεώς της μέ τή Θεία φύση, ἐνῶ στή δική μας περίπτωση ἡ φύση μας θεώνεται κατά χάριν, μέ τή θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία.
Γεγονός, λοιπόν, εἶναι, ὅτι ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ὅλο τό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας «ἀποτελεῖ τή θεμελιώδη προϋπόθεση γιά νά ἀνακτήσει ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος τίς ὀντολογικές ἐκεῖνες προϋποθέσεις, ὥστε νά μπορεῖ νά μετέχει καί πάλι στήν ἄκτιστη Θεία Χάρη»[15].
Διά τοῦ Λόγου, λοιπόν, ἔχουμε τή σωτηρία, καί μέ τήν ἀρνητική της ὄψη, ὡς ἀπαλλαγή καί ἀπελευθέρωση ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου, καί μέ τή θετική, ἀφοῦ τώρα πλέον ἐκτιθέμεθα στό ὕψος καί τό μεγαλεῖο τῆς χαρισματικῆς θεώσεως, ἡ ὁποία πραγματώνεται ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» καί «κοινωνία θεώσεως».
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος θά διατυπώσει μέ ἐπιγραμματικό τρόπο αὐτήν τή διπλή ὄψη τοῦ ἔργου τῆς Θείας κενώσεως, λέγοντας ὅτι «ἀμφότερα γάρ ἐφιλανθρωπεύσατο ὁ Σωτήρ διά τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὅτι καί τόν θάνατον ἐξ ἡμῶν ἠφάνιζε καὶ ἐκαίνιζεν ἡμᾶς»[16].
Ὑπάρχουν, ὡστόσο, καί πολλές φράσεις πατερικές, μία εὐρύτατη ποικιλία ἐκφράσεων, ὅπως λ.χ. «ἀνάκλησις», «ἐπάνοδος», «ἀνόρθωσις», «ἀποκατάστασις», «ἀναστοιχείωσις», «ἀνάπλασις», «ἀνακεφαλαίωσις», «ἀναγέννησις», «καινή κτίσις», «νέα ζωή» κ.ἄ., πού χρησιμοποιοῦνται, «γιά να ἐξεικονίσουν κατά τό δυνατό ὅλον τόν πλοῦτο τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στήν ἀναδημιουργία τῆς ἀνθρωπότητος»[17]. Πρόκειται γιά δευτέρα δημιουργία, ἀφοῦ ἡ πρώτη εἶναι ἀπό τό μηδέν καί ἡ δευτέρα εἶναι ἀπό τὸ ἐκμηδενισθέν…Ὅλα αὐτά συνετελέσθησαν διά Χριστοῦ!
Δέν ἦταν δυνατόν ἄλλος, τονίζει πάλι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, νά μεταβάλλει τό φθαρτό σέ ἀφθαρσία, παρά μόνο ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό τήν ἀνυπαρξία, «ἐξ οὐκ ὄντων». Καί δέν ἦταν δυνατόν νά ξανακτίσει ἄλλος στούς ἀνθρώπους τό «κατ᾿ εἰκόνα», τό ὁποῖο ἀμαυρώθηκε μέ τήν Πτώση, παρά μόνο ὁ Λόγος, ὁ Ὁποῖος ἀποτελεῖ τή ζωντανή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Αὐτός, λέγει, ἦλθε καί ἀνακαίνισε τήν ρυπωθεῖσα εἰκόνα, ὅπως συμβαίνει σέ μία προσωπογραφία, πού ἔχει σβήσει καί ἔρχεται κατόπιν ὁ ἴδιος ὁ εἰκονιζόμενος καί ξαναζωγραφίζεται στό ἴδιο φόντο, καί ἔτσι βλέπουμε τήν εἰκόνα πάλι ἀνακαινισμένη καί ζωντανή.
Παρουσιάζει ἀκόμη, τό παράδειγμα τοῦ βασιλέως, πού ἐπισκέπτεται μία πόλη καί κατοικεῖ σέ μία οἰκία καί ἡ μέν πόλις ἐκείνη τιμᾶται ὑπερβολικά, οἱ δέ ἐχθροί καί ἐπίβουλοι ἐξαφανίζονται. Ἔτσι, λέγει,συνέβη καί στήν περίπτωση τῆς Ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου. Ἦλθε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί κατοίκησε σέ ἕνα σῶμα, σ᾿ αὐτό τῆς Ὑπερευλογημένης καί καθαρωτάτης Μητρός Του καί τιμήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἐντεῦθεν ἀπομακρύνθηκε ὁ μεγάλος ἐχθρός, ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος καταδυνάστευε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκτός τοῦ ἁγιωτάτου ἱεράρχου τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἀθανασίου, και ἄλλοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, ἀλλά καί πολλά λειτουργικά καί ὑμνολογικά κείμενα τονίζουν τήν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία ἦλθε στόν κόσμο ἀπό τή συγκατάβαση τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Παναγίας Τριάδος, τοῦ Σεσαρκωμένου Θεοῦ. Ὁ Κύριος εὐσπλαγχνίσθη τό πλάσμα τῶν χειρῶν Του καί «δι’ ἄκραν ἀγαθότητα» ἔγινε ἄνθρωπος, καταργώντας τήν ἁμαρτία καί τή δύναμη τοῦ θανάτου καὶ ἀνακαινίζοντας τήν «πρίν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ».
Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι, μέσα ἀπό τά θεσπέσια μελωδήματα, μᾶς παρουσιάζουν θαυμασιότατα τό γεγονός αὐτό, ἐκφράζοντας τήν παφλάζουσαν φλόγα τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι «καιομένης καρδίας» των καί θεολογώντας περί τοῦ ἀνερμηνεύτου Μυστηρίου τοῦ Κυρίου, ἔτσι ὥστε ἡ ὑμνολογία νὰ καθίσταται ἐμμελής Θεολογία καί δοξολογία πρός τόν «κενωθέντα Λόγον καὶ Υἱόν τοῦ Θεοῦ»…
Ἕνα τροπάριο τῆς Α΄ ὠδῆς τοῦ Κανόνος ἀπό τήν Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων λέγει ὅτι ὁ Θεός, βλέποντας τόν χαμένο μέσα στήν πτωτικότητα ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον Αὐτός ἔπλασε, «ἔκλινεν οὐρανούς» καί κατῆλθε καί τὸν «οὐσιώθηκε», λαμβάνοντας τή φύση του ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, γενόμενος πραγματικά ἄνθρωπος: «Ἰδών ὁ κτίστης ὀλλύμενον, τόν ἄνθρωπον χερσίν ὅν ἐποίησεν, κλίνας οὐρανούς κατέρχεται. Τοῦτον δέ ἐκ Παρθένου θείας ἀγνῆς ὅλον οὐσιοῦται, ἀληθείᾳ σαρκωθείς ὅτι δεδόξασται». Τό παραπάνω ὑμνολόγημα θυμίζει μία σχετική καί χαρακτηριστική ρήση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τοῦ φωστῆρος τῆς Ναζιανζοῦ: «Ὅλος ὅλον ἀνέλαβέ με, καὶ ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλον τὴν σωτηρίαν χαρίσηται»[18].
Στίς μεγάλες καί θεολογικότατες εὐχές τῶν Θεοφανίων, ποίημα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων, συναντοῦμε τήν ἑξῆς φράση: «Οὐ γάρ ἔφερες Δέσποτα θεᾶσθαι ὑπό τοῦ διαβόλου τυρρανούμενον τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἦλθες καί ἔσωσας ἡμᾶς»….
Ἐξ ἄλλου, στή Θεία Λειτουργία τοῦ οὐρανοφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, καί συγκεκριμένα στήν εὐχή τῆς «ἀναφορᾶς», ὅπως λέγεται, βλέπουμε νά ἐκδιπλώνεται ἡ σωστική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία καί τόν κόσμο, ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἐντεῦθεν, ὡς ἑξῆς: «Οὐ γάρ ἀπεστράφης το πλάσμα σου εἰς τέλος, ὅ ἐποίησας Ἀγαθέ, οὐδέ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ᾿ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διά σπλάγχνα ἐλέους σου. Προφήτας ἐξαπέστειλας∙ ἐποίησας δυνάμεις διά τῶν ἁγίων σου τῶν καθ᾿ ἑκάστην γενεάν εὐαρεστησάντων σοι∙ ἐλάλησας ἡμῖν διά στόματος τῶν δούλων σου τῶν Προφητῶν, προκαταγγέλων ἡμῖν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθε σωτηρίαν∙ νόμον ἔδωκας εἰς βοήθειαν∙ ἀγγέλους ἐπέστησας φύλακας. Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τῶν καιρῶν, ἐλάλησας ἡμῖν ἐν αὐτῷ τῷ Υἱῷ σου…».
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μετά ἀπό ὅλα τά σωτήρια μέσα, πού παρεῖχε ὁ Θεός στήν πτωτική ἀνθρωπότητα, ἐρχόμενος στόν κόσμο ὡς ἐνανθρωπήσας Υἱός Του, ἀπελευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο! Θεολογεῖ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας (14ος αἰ.), λέγοντας ὅτι τήν ἀπελευθέρωση αὐτήν τήν πραγματοποίησε ὁ Χριστός, καταλύοντας τό τριπλό τεῖχος, πού χώριζε τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν Θεό. «Τό πρῶτος τεῖχος, τήν ἄρρωστη καί διεφθαρμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση, τό κατέλυσε μέ τήν ἐνανθρώπησή του. Τό δεύτερο τεῖχος, τήν ἁμαρτία, τό κατέλυσε μέ τό θάνατό του, ἑνῶ τό τρίτο τεῖχος, τόν θάνατο, τόν κατήργησε μέ τήν ἀνάστασή του»[19].
Ὡστόσο, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐκλαμβάνεται μέσα σέ στενά ἠθικιστικά ἤ νομικιστικά πλαίσια, ἀλλ’ ἐννοεῖται εὑρύτερα, ὡς θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· καί, βέβαια, ὁ ὅρος «θέωση» ἐκφράζει τό ὑψηλότερο νόημα τῆς λέξεως «σωτηρία». Σωτηρία εἶναι ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπό τὶς συνέπειες (φθορά καὶ θάνατο) τῆς Πτώσεως καί ἡ ὁδός τῆς ἀναβάσεώς του πρός τό «ἀρχέτυπόν» του, ἐνῶ ἡ «θέωση» εἶναι τό τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας, δηλ. ἡ ἐπίτευξη τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἡ χαρισματική ἕνωση τοῦ πιστοῦ μέ τόν Θεό «ἐν Προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» καί «ἐν τῇ Ἐκκλησία Αὐτοῦ»…
Στά Πατερικά κείμενα ἀναφέρεται ὅτι ἡ κατά Χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τή βάση καί τό θεμέλιό της στή γενομένη Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεανθρώπου εἶναι τό «μέγα καὶ ἀπόκρυφον», τό ὁποῖο εἶχε συλλάβει καί ἀποφασίσει προαιωνίως ὁ Θεός· εἶναι, λέγει, ὁ μακάριος καί εὐλογημένος σκοπός ὅλης τῆς δημιουργίας: «Τοῦτο ἐστί τὸ μακάριον, δι᾿ ὅ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος. Τοῦτο ἐστιν ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντες εἶναι φαμέν, προεπινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μέν πάντα, αὐτό δὲ οὐδενός ἕνεκα»[20].
Στή θεολογική σκέψη τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου θεωρεῖται ὡς ὁ ἀπόλυτος καί πρωταρχικός σκοπός τῆς δημιουργίας.Ὑπογραμμίζει μάλιστα ὁ Ἅγιος ὅτι ὅλοι οἱ αἰῶνες καί ὅλα ὅσα αὐτοί περιέχουν, ἔχουν λάβει τὴν ἀρχή καί τό τέλος τοῦ «εἶναι» τους ἀκριβῶς ἀπὸ καὶ γιὰ τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ: «Διά γάρ τόν Χριστόν, ἤγουν τό κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες καί τά ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τήν ἀρχήν τοῦ εἶναι καί τό τέλος εἰλήφασι»[21]· διότι, λέγει, πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες, εἶχε προεπινοηθεῖ ἡ ἕνωση τοῦ ὁρίου καί τῆς ἀοριστίας, τοῦ μέτρου καί τῆς ἀμετρίας, τοῦ πέρατος καί τῆς ἀπειρίας, τοῦ δημιουργοῦ καί τῆς δημιουργίας, τῆς στάσεως καί τῆς κινήσεως, καί αὐτή ἡ ἕνωση πραγματοποιήθηκε στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν φανερώθηκε στό τέλος τῶν χρόνων, κατά τήν ἄρρητη Ἐνανθρώπησή Του[22].
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἕνωση μετά τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ, σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, τὸν πρῶτο καὶ τελευταῖο σκοπό καὶ προορισμό ὅλης τῆς δημιουργίας, προνοίας καὶ οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τήν κτίση καί τόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἔτσι, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τή βάση της στήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ὡς προηγουμένου θελήματος (εὐδοκία) τοῦ Θεοῦ. Τό μυστήριο τῆς χαρισματικῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου βασίζεται καί οἰκοδομεῖται ἐπί τοῦ ὑπερλόγου μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ[23].
Στούς πρώτους ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς ὑπάρχει ἡ διδασκαλία ὅτι ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἀποφάσισε νά πλάσει τόν ἄνθρωπο, ἦταν γιὰ νὰ ἀποκαλύψει ἀπό ἀγάπη σ’ αὐτόν τὴ Θεία δόξα Του καὶ νὰ τὸν καταστήσει μέτοχό της[24]. Ἑπομένως, ἐφόσον τὸ κορύφωμα, ὁ ὕψιστος βαθμός τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἐνανθρώπηση, φαίνεται ὅτι αὐτή εἶναι καί ὁ ἔσχατος σκοπός τῆς δημιουργίας, διότι στό Πρόσωπο τοῦ Λογου ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, ὅπως εἴδαμε. Και ὁ προρηθείς βυζαντινός θεολόγος Νικόλαος Καβάσιλας θά συμπληρώσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε χάριν τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ[25], ὄντας ἀρχικῶς εἰκόνα του.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἐρωτᾶται, ποιός ἀπό μέρους μας ὀφείλει νὰ εἶναι ὁ τρόπος προσεγγίσεως καί βιώσεως τῶν καρπῶν καί ἀποτελεσμάτων αὐτοῦ τοῦ παμμεγίστου Μυστηρίου, τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μας; Ἀπάντηση: ἡ ἀένναη εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς Αὐτὸν «ἔργῳ καί λόγῳ». Ἡ αὐτοπαράδοσή μας στή δική Του Ἀγάπη διά τῆς μετανοίας, τῆς τηρήσεως τῶν Θείων Του ἐντολῶν καί τῆς μετοχῆς στά πανάγια μυστήρια.
Θά κλείσουμε μέ τίς «χρυσές» ὑποδείξεις τοῦ ἀετοῦ τῆς Θεολογίας, ἁγίου Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος μᾶς συνιστᾶ, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς, νά ἀναγεννηθοῦμε, νά γίνουμε οὐράνιοι ἄνθρωποι, νά ξαναβροῦμε τόν πρῶτο Ἀδάμ, καί, τέλος, νὰ μή μείνουμε ὅπως εἴμαστε (ἤτοι στήν κατάσταση τῆς πτωτικότητος καί τῆς ἁμαρτωλότητος), ἀλλά νά γίνουμε ἐκεῖνο πού κάποτε εἴμεθα, προπτωτικά: «Καιρός ἀναγεννήσεως∙ γεννηθῶμεν ἄνωθεν. Καιρός ἀναπλάσεως∙ τόν πρῶτον Ἀδάμ ἀναλάβωμεν. Μή μείνωμεν ὅπερ ἐσμέν, ἀλλ’ ὅπερ ἧμεν γενώμεθα»[26].
Ἄν κατανοήσουμε τά ἀνωτέρω καί τά βιώσουμε ὑπαρξιακά, τότε θά μποροῦμε νά προσφέρουμε καί ἐμεῖς ἐκθύμως στόν γεννηθέντα Σωτῆρα, ὅπως τότε οἱ μάγοι, τά δικά μας δῶρα: Ἀντί χρυσοῦ, τήν καθαρή μας καρδιά. Ἀντί λιβάνου, τή ζωντανή μας προσευχή, εἰδικά κατά τίς ἡμέρες αὐτές τίς φοβερές, κατά τίς ὁποίες δεινῶς χειμαζόμαστε καί σκληρά δοκιμαζόμαστε ὡς ἔθνος, ὡς ἄνθρωποι καί ὡς Χριστιανοί. Καί, τέλος, ἀντί σμύρνας, θά προσφέρουμε, ὅσο εἶναι ἐφικτό, στόν τεχθέντα Κύριο, μέσα ἀπό τή θυσιαστική μας προσπάθεια, τή νέκρωση τῶν παθῶν μας. Και τότε θά μᾶς πλημμυρίσει ἡ ἄφατη χαρά καί Χάρη τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας κενώσεως καί θά ἀναφωνήσουμε μέ πάλλουσα καρδιά δοξολογικῶς: «Θεός τό τεχθέν, ἡ δέ Μήτηρ Παρθένος. Τί μεῖζον καινόν εἶδεν ἡ κτίσις»;