ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣIΣ ΤΗΣ ΤΥΦΛΗΣ
ΠΟΙΗΜΑ MΟΝΑΧHΣ ΞΕΝΗ. ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ
ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΑΙΓΙΝΑΣ.
Ἄνθρωποι, λυπηθῆτε μὲ διὰ τὴν κατάστασίν μου, καὶ
δεηθῆτε τὸν Θεὸν νὰ σώσῃ τὴν ψυχήν μου.
Πιστεύσατέ με, ἀδελφοί, ἀλήθεια τὸ λέγω, σ’ ἐμένα ἐπερίσσευσε
τὸ ὄνομα τῶν ἔργων.
Ἄν θέλετε νὰ μάθητε ποία ἡ ἀρετή μου, λέγω γυμνὴ
παντὸς καλοῦ ὑπάρχει ἡ ψυχή μου.
Ἐστερημένη ἀρετῶν καὶ κατακεκριμένη, καὶ πάσης ἀγαθότητος
ἐγκαταλελειμμένη.
Ἔχω πτωχείαν ἄπειρον, πληγὰς καὶ ἀσθενείας, καὶ
κινδυνεύω νὰ χαθῶ εἰς βάθος ἀπωλείας.
Ἔχω δεινὴν άμέλειαν, μεγάλην ὀκνηρίαν, θυμόν, ὑπερηφάνειαν,
σκληρότητα, κακίαν.
Εἶμαι ψυχρὰ εἰς τὴν ἀρετήν, θερμὴ εἰς τὴν κακίαν, ἔτοιμη
εἰς τοὺς γέλωτας καὶ την πολυλογίαν.
Ἀντὶ τῆς κατανύξεως ἔχω ἀναισθησία, ἀντὶ νὰ κλαίω
πάντοτε, γελάω ἡ τρισαθλία, ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι τι, καὶ ὅλα τὰ καλύπτει.
Ὡς πότε θα ἐξαπατῶ τὸν κόσμον ἡ ἀθλία, μὲ τὰς
ψευδεῖς μου ἀρετὰς καὶ τὴν ὑποκρισίαν;
Ὅταν ὁ κόσμος μὲ ἐπαινεῖ, χαίρω καὶ καμαρώνω, καὶ ὅταν
μὲ ἐλέγχουσι, λυποῦμαι καὶ θυμώνω.
Ὅσοι μὲ ἐγνωρίσατε, πρέπει νὰ μὲ λυπηθῆτε, καὶ
δάκρυα νὰ χύνετε, ὅταν θὰ μὲ ἐνθυμῆσθε. Παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν νὰ μὲ διαφώτισῃ-
και δι’ εὐχῶν σας, ἀδελφοί, ἐλπίζω νὰ μὲ σώση, καὶ ἐκ τῆς δεινῆς κακίας μου νὰ
μὲ ἐλευθερώσῃ.