Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΟΝΤΙΑΚΩΦ ΚΑΙ ΒΙΚΤΩΡ


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΟΝΤΙΑΚΩΦ ΚΑΙ ΒΙΚΤΩΡ

" Πάτερ Νικόλαε, κρύψου! Σήμερα θα έρθουν να σε εκτελέσουν. Εκείνος χαμογέλασε και, παρατηρώντας την αμφίεση της, αποκρίθηκε: - Καλά, και ήρθες εσύ με το φουστάνι σου να με σώσεις; "

Ιερομάρτυρες Νικόλαος (Ποντιάκωφ) και Βίκτωρ

ΤΑ δύσκολα χρόνια πριν από την επανάσταση τού 1917 και λίγο μετά απ’ αυτήν ό πρωτοπρεσβύτερος π. Νικόλαος Ποντιάκωφ υπηρετούσε ως εφημέριος στον Ιερό Ναό τού Γενεσίου της Θεοτόκου, στο χωριό Ποντοσίνοφτσε της επαρχίας Βόλογκντα. Πάσχιζε, την εφιαλτική εκείνη περίοδο των αναταραχών και της αβεβαιότητας, να μεταδώσει στούς ενορίτες του την ειρήνη τού Θεού, στηρίζοντάς τους πατρικά στην οδό της πίστεως, της Αγάπης και της ελπίδας.

Μια Κυριακή τού 1918 ό π. Νικόλαος διάβασε από τον άμβωνα στο εκκλησίασμα μια εγκύκλιο τού πατριάρχη Τύχωνα . Σ’ αύτή την εγκύκλιο ό ομολογητής πατριάρχης στηλίτευε με παρρησία την αμαρτία, πού είχε διαφθείρει τη ρωσική κοινωνία και την είχε οδηγήσει στον αλληλοσπαραγμό,
και καλούσε σε μετάνοια τούς εχθρούς της Εκκλησίας και όλο τον λαό. Το γεγονός αυτό εξόργισε τούς μπολσεβίκους τού Ποντοσίνοφτσε και της ευρύτερης περιοχής. Οι ενορίτες άρχισαν ν’ ανησυχούν για τη ζωή τού π. Νικολάου, αλλά και για την τύχη τού ναού τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, από εκείνη την ήμερα να φρουρούν συνεχώς τον ναό.
 
Στις 24 Σεπτεμβρίου τού 1918 ό π. Νικόλαος τέλεσε τη Νεκρώσιμη Ακολουθία σ’ έναν κεκοιμημένο ενορίτη. Έπειτα πήγε στο κοιμητήριο μαζί με τούς συγγενείς τού νεκρού για την ταφή. Εκεί τον πλησίασε ή μοναχή πού διακονούσε στον ναό, ντυμένη όμως αυτή τη φορά με κοσμικά ρούχα. 

Γεμάτη αγωνία τού είπε:
-       Πάτερ Νικόλαε, κρύψου! Σήμερα θα έρθουν να σε εκτελέσουν.
Εκείνος χαμογέλασε και, παρατηρώντας την αμφίεση της, αποκρίθηκε:
-       Καλά, και ήρθες εσύ με το φουστάνι σου να με σώσεις;
Το εκτελεστικό απόσπασμα εμφανίστηκε στο χωριό μετά το μεσημέρι. Φορούσαν όλοι κόκκινα βαμβακερά πουκάμισα.
-       Πού είναι ό παπάς; ρώτησαν.
Κανείς δεν ήθελε να μαρτυρήσει.
-       Λοιπόν, αν δεν εμφανιστεί, θα συλλάβουμε τον μικρότερο γιό του, απείλησαν.

Όταν το έμαθε ό π. Νικόλαος, πήγε στο σπίτι του και μάζεψε γύρω του τά παιδιά του, προκειμένου να τά νουθετήσει για
τελευταία φορά. Τά συμβούλεψε να μη λιποψυχήσουν μπροστά στις δυσκολίες της ζωής, να διατηρήσουν την πίστη τους στον Θεό και να μην αθετήσουν τις εντολές Του, ακόμα κι αν όλοι γύρω τους αποστατήσουν. Ήταν ατάραχος, και οι συμβουλές του απλώθηκαν σ’ όλες τις πλευρές της μελλοντικής πορείας των παιδιών του, τά όποια, έχοντας από καιρό χάσει τη μητέρα τους, θα έμεναν τώρα εντελώς ορφανά.
Τούς μιλούσε ακόμα, όταν στο σπίτι όρμησαν οι εκτελεστές.
-       Να μην κουνηθεί κανείς! πρόσταζαν.
Χωρίς άλλη κουβέντα, πυροβόλησαν επανειλημμένα τον ιερέα και εξαφανίστηκαν, αφήνοντας τον βαριά τραυματισμένο.
-       Δόξα τώ Θεώ! ψέλλισε ό π. Νικόλαος και έκανε τον σταυρό του, πεσμένος αιμόφυρτος στο πάτωμα.
Τά παιδιά του κατατρόμαξαν και τά έχασαν μπροστά στην ξαφνική δολοφονική επίθεση αλλά και στη βιαστική αποχώρηση των φονιάδων του πατέρα τους. Ό μεγάλος του γιός έτρεξε να φωνάξει τον γιατρό, ό όποιος ήρθε γρήγορα. Αλλά δεν είχε προλάβει να δέσει τά τραύματα του π. Νικολάου, όταν το απόσπασμα όρμησε και πάλι στο σπίτι.
-       Εσύ γιατί ήρθες; ρώτησαν εξαγριωμένοι τον γιατρό.
-       Γιατρός είμαι, απάντησε εκείνος. και οφείλω να συντρέχω κάθε άρρωστο ή πληγωμένο.
-       Ξεκουμπίσου από ’δώ αμέσως! Εξαφανίσου! Εμείς θα τον πάμε στο... νοσοκομείο! φώναξαν οι κακούργοι, δείχνοντας ένα φορείο πού είχαν φέρει μαζί τους.
 
Στα παιδιά απαγόρεψαν να συνοδέψουν τον πατέρα τους.

Το «νοσοκομείο» βρισκόταν πολύ κοντά ήταν το κατηφορικό λιβάδι κοντά στο ποταμάκι. Εκεί είχαν ανοίξει έναν λάκκο.
Ξάπλωσαν τον π. Νικόλαο δίπλα στον λάκκο και άρχισαν να τον βασανίζουν. Άλλος τον πυροβολούσε και άλλος τον τρυπούσε, μπήγοντας και ξεμπήγοντας σ’ όλο του το σώμα το ξίφος.

'Όταν διαπίστωσαν πώς ό μαρτυρικός ιερέας είχε ξεψυχήσει, τον πέταξαν στον λάκκο κι έφυγαν, χωρίς να τον σκεπάσουν μέ χώμα.
Στο μεταξύ οι μπολσεβίκοι είχαν συλλάβει και κρατούσαν στο Σοβιέτ  του Ποντοσίνοφτσε τον ιερέα του διπλανού χωριού π. Βίκτωρα. Τον έφεραν, λοιπόν, κι αυτόν στον λάκκο και τον πρόσταζαν να ψάλει τη Νεκρώσιμη Ακολουθία στον π. Νικόλαο. Πράγματι, την έψαλε. Μόλις, όμως, τελείωσε, ένας από τούς εκτελεστές τον πυροβόλησε στον αυχένα και τον σκότωσε.
Την άνοιξη του 1919 τά παιδιά των δύο Ιερομαρτύρων ζήτησαν από τις σοβιετικές αρχές την άδεια να κάνουν εκταφή των λειψάνων των γονέων τους και να τά ενταφιάσουν στα κοιμητήρια των χωριών τους. Ή άδεια τούς δόθηκε, κι έτσι το τίμιο λείψανο του ιερομάρτυρας Νικολάου ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο του χωριού Ποντοσίνοφτσε, ενώ εκείνο του π. Βίκτωρος στο κοιμητήριο της ενορίας του.

Στη δεκαετία του 1930 όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του Ποντοσίνοφτσε εξορίστηκαν στη Σιβηρία. Οι αρχές εγκατέστησαν στο χωριό εξόριστους χωρικούς από τη Νότια Ρωσία, καθώς και διάφορους εγκληματίες, πού είχαν απολυθεί από τά γειτονικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. 

Τά παλαιά κοιμητήρια καταργήθηκαν και εξαφανίστηκαν, καθώς όλη ή περιοχή αναμορφώθηκε. Έτσι, ό τόπος της ταφής των δύο ιερομαρτύρων δεν είναι γνωστός σήμερα.


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.