ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΟΥΡΣΚ. . ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ.
Στις
5 Οκτωβρίου του 1913 ό διευθυντής της Θεολογικής Ακαδημίας της Πετρουπόλεως
επίσκοπος Αναστάσιος (Άλεξάντρωφ) έκειρε τον Αντώνιο μοναχό και τον ονόμασε Ονούφριο.
Ή κουρά έγινε στον ναό της Ακαδημίας στη διάρκεια αγρυπνίας και για πρώτη φορά
σύμφωνα μέ το αρχαίο τυπικό. Παραβρέθηκαν ό αρχιεπίσκοπος Φινλανδίας Σέργιος
(Στραγκορόντσκι), μετέπειτα πατριάρχης Μόσχας, ό κυβερνητικός επίτροπος στην
'Ιερά Σύνοδο Β.Κ. Σάμπλερ, ανώτατοι αξιωματικοί του στρατού και πλήθος κόσμου.
Στις
11 Οκτωβρίου ό επίσκοπος Αναστάσιος χειροτόνησε
τον
μοναχό Ονούφριο διάκονο και σύντομα πρεσβύτερο. “Ήταν τότε μόλις είκοσι
τεσσάρων ετών.
Το
καλοκαίρι του 1914 ό αδελφός του π. Ονούφριου Ανδρέας. πού έμενε στην πατρίδα
τους, το Λούμπλιν, ήρθε στην Πετρούπολη, χίλια χιλιόμετρα περίπου μακριά, για να
τον δει. Δεν είχε φτάσει καλά-καλά στην πρωτεύουσα, όταν ξέσπασε ό Πρώτος
Παγκόσμιος Πόλεμος. Αμέσως πήρε τηλεγραφική εντολή να επιστρέψει στο Λούμπλιν και
να παρουσιαστεί στην τοπική στρατιωτική μονάδα. Αποχαιρετώντας τον αδελφό του ό
π. Ονούφριος, μέ έκπληξη και λύπη παρατήρησε ότι αυτός δεν φορούσε σταυρό.
Αμέσως έβγαλε από τον λαιμό του τον δικό του σταυρό και τον πέρασε στον λαιμό του
Ανδρέα.
-
Να φοράς πάντοτε αυτόν τον σταυρό, του είπε, και να πιστεύεις ότι μπορεί να σε
σώσει από τον θάνατο.
Ό
Ανδρέας γύρισε ζωντανός και ακέραιος από τον πόλεμο.
Αργότερα,
το 1919, και ενώ ό εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, δούλευε σ’ ένα
εργοστάσιο έξω από την πόλη Τσερκάσι της Ουκρανίας. Κάποια μέρα έφτασε στο
εργοστάσιο μια έφιππη περίπολος πέντε Κοζάκων του Κουμπάν. Αφού έπιασαν
τον Εβραίο επιστάτη του εργοστασίου, άρχισαν να τον κακοποιούν απάνθρωπα. Ό Ανδρέας
τούς πλησίασε θαρρετά και μέ φανερή αγανάκτηση τούς είπε:
-
Σταματήστε να χτυπάτε τον σύντροφό μας!
Ακούγοντας
τη λέξη “σύντροφος”, ό επικεφαλής της περιπόλου έγινε έξαλλος και άρχισε να
μαστιγώνει αλύπητα τον Ανδρέα μέ το καμουτσίκι του. "Υστέρα πέταξε το
καμουτσίκι και για κάμποση ώρα τον χτυπούσε μέ τις γροθιές. Τέλος.
τράβηξε
το πιστόλι του και πυροβόλησε τον Εβραίο. Τον σκότωσε με την πρώτη πιστόλια.
"Υστέρα πυροβόλησε τον Ανδρέα, αλλά αστόχησε. Ξαναπυροβόλησε. Και πάλι αστόχησε.
όπως και την τρίτη και την τέταρτη φορά. Αφού ξόδεψε όλες του τις σφαίρες
μάταια, πρόσταξε τούς τέσσερις άνδρες του να εκτελέσουν τον Ανδρέα.
Στο
μεταξύ, από τά γρονθοκοπήματα το πουκάμισο του Ανδρέα είχε σκιστεί και ό
σταυρός, πού του είχε δώσει ό π. Ονούφριος, φάνηκε κρεμασμένος στον λαιμό του. Οι
Κοζάκοι, στρέφοντας τά όπλα τους εναντίον του, είδαν τον σταυρό, πού την ώρα
εκείνη έλαμψε κάτω από τις ακτίνες του ήλιου. Πυροβόλησαν σχεδόν ταυτόχρονα.
Καμιά σφαίρα δεν βρήκε τον Ανδρέα. Συγκλονισμένοι, κατέβασαν τά όπλα. Ό
επικεφαλής τούς πρόσταξε να πυροβολήσουν άλλη μια φορά. Αρνήθηκαν, λέγοντας:
-
Δεν θα σκοτώσουμε έναν ορθόδοξο, πού φοράει σταυρό στο στήθος. Είναι φανερό πώς
αυτός ό σταυρός τον φυλάει από τις σφαίρες μας.
Ανέβηκαν
στ’ άλογά τους κι έφυγαν. "Έτσι, έσωσε τον Ανδρέα από τον θάνατο ό σταυρός
του αδελφού του.
Το
1915 ό π. Ονούφριος αποφοίτησε από τη Θεολογική Ακαδημία και πήγε στη μακρινή
Χερσώνα, στη Μονή Αγίου Γρηγορίου Μπιζιούκωφ, όπου λειτουργούσε Σεμινάριο
Ποιμαντικής και Ιεραποστολής. Εκεί διορίστηκε καθηγητής της ρωσικής
εκκλησιαστικής ιστορίας, της ομιλητικής και της ιστορίας της ιεραποστολής.
Στο
μεταξύ, ή μητέρα του π. Ονούφριου Αίκατερίνα ζούσε στην Πολωνία μαζί μέ τον
μεγαλύτερο γιό της Βλαδίμηρο. Όταν την περίοδο εκείνη τά γερμανικά στρατεύματα
πλησίασαν εκεί, ό Βλαδίμηρος έστειλε την έξανταδυάχρονη τότε μητέρα του μαζί μέ
την αδελφή του και τά παιδιά της στο Μπρέστ. ώστε μαζί μέ άλλους αμάχους να
αναχωρήσουν μέ τρένο για την κεντρική Ρωσία.
Στο
Μπρέστ είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες πρόσφυγες. Ή Αίκατερίνα έχασε μέσα στο
πλήθος την κόρη και τά εγγόνια
της.
Νομίζοντας πώς είχαν ήδη επιβιβαστεί στο τρένο, μπήκε κι αυτή σ' ένα βαγόνι με
την αφελή ελπίδα πώς ή κόρη της θα την έβρισκε κάποια στιγμή.
Το
τρένο πέρασε τά πολωνορωσικά σύνορα. Σε κάθε σταθμό οι ρωσικές αρχές πρόσφεραν
τρόφιμα στους πρόσφυγες. Στη Χερσώνα, τελευταίο σταθμό, οι επιβάτες
προστάχθηκαν να κατέβουν και να πάνε όπου ήθελαν.
Ή Αίκατερίνα βρέθηκε μόνη στούς δρόμους μιας
άγνωστης πόλης χωρίς χρήματα. Αφού περιπλανήθηκε όλη την ήμερα στη Χερσώνα,
έφτασε πεινασμένη και ξυλιασμένη στην όχθη του Δνείπερου. Μέσα στην απελπισία
της, σκέφτηκε να πέσει στα νερά του και να πνιγεί.
Τη
στιγμή εκείνη άκουσε κάποιον να βήχει εκεί κοντά. Κοιτάζοντας ολόγυρα, είδε πιο
πίσω έναν μαυροφορεμένο άνθρωπο. “Μοναχός είναι!”, σκέφτηκε αστραπιαία. “Και ό
γιός μου είναι μοναχός. ’Ίσως να τον γνωρίζει και να ξέρει που βρίσκεται”. Του
φώναξε. Εκείνος την πλησίασε και τη ρώτησε:
- Τί θέλετε;
- Αναζητώ τον γιό μου, τον ιερομόναχο Ονούφριο.
Σπούδαζε στην Ακαδημία της Πετρουπόλεως.
- Δεν τον γνωρίζω, αποκρίθηκε στεγνά ό
μοναχός και στράφηκε για να φύγει.
- Θα πέσω τώρα στο ποτάμι να πνιγώ! φώναξε
ή Αίκατερίνα. Αλίμονο μου! ’Έχω έξι παιδιά και δεν ξέρω πού βρίσκονται τώρα...
Ό
μοναχός τη λυπήθηκε. Υστερ’ από σύντομη σκέψη, την πήρε μαζί του και την
οδήγησε στο έπισκοπεΐο. Φτάνοντας εκεί, ζήτησαν τον έπίσκοπο Χερσώνος Προκόπιο
(Τίτωφ). Όταν εκείνος εμφανίστηκε, ή Αίκατερίνα έπεσε στα πόδια του. Τη σήκωσε και
την ευλόγησε.
- Τί θέλετε; τη ρώτησε καλοσυνάτα.
- Ψάχνω τον γιό μου.
- Ποιος είναι ό γιός σας;
- Ό ιερομόναχος Ονούφριος από την
Πετρούπολη.
- Ό Γκαγκαλιούκ;
Ακούγοντας
το επώνυμο ή Αίκατερίνα, από τη χαρά της λιποθύμησε. Ό επίσκοπος τη βοήθησε να
συνέλθει και να καθίσει σε μια πολυθρόνα.
- Στην επαρχία μου είναι ό γιός σας, της
είπε.
Εκείνη
ξαναλιποθύμησε. Όταν βρήκε τις αισθήσεις της, άκουσε τον επίσκοπο να της λέει
στοργικά:
- Ηρεμήστε... Ό π. Ονούφριος βρίσκεται ενενήντα
πέντε χιλιόμετρα από ’δώ, στη Μονή Αγίου Γρηγορίου Μπιζιούκωφ. Θα παραγγείλω να
ετοιμαστεί μια άμαξα, πού θα σάς μεταφέρει εκεί. Στο μεταξύ ξεκουραστείτε,
πιείτε τσάι και φάτε κάτι.
Ό
επίσκοπος βγήκε και την άφησε μόνη. Ή Αίκατερίνα, πού για πρώτη φορά στη ζωή
της έβλεπε από κοντά ιεράρχη, συλλογιζόταν: “Είναι δυνατό να γίνει και ό γιός
μου σαν κι αυτόν; Θα εκπληρωθούν, άραγε, τά λόγια τού Αντωνάκη μου, πού μου
είχε πει ότι θα γίνει επίσκοπος;”.
Σε
λίγο μια άλογάμαξα την πήρε και την οδήγησε στη Μονή τού Αγίου Γρηγορίου, όπου
μέ απερίγραπτη χαρά και συγκίνηση συναντήθηκε μέ τον π. Ονούφριο.
Την
άλλη μέρα ήρθε και ό επίσκοπος Προκόπιος, ό όποιος λειτούργησε στο Καθολικό τού
μοναστηριού. Στο κήρυγμά του -μεταξύ άλλων διηγήθηκε και-το πώς “μια μητέρα μέ θαυμαστό
τρόπο βρήκε τον γιό της”. Ακούγοντας τον οι πιστοί πού εκκλησιάζονταν εκεί,
ξέσπασαν σε δάκρυα.
Μετά
την επανάσταση τού 1917, στη διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου, μια κόκκινη
συμμορία εισέβαλε στη Μονή τού Αγίου Γρηγορίου και τη λεηλάτησε, αφού σκότωσε
πολλούς μοναχούς. Θα τούς σκότωνε όλους, αν δεν προλάβαιναν οι κάτοικοι των
γειτονικών χωριών να τρέξουν και να τούς σώσουν, αρπάζοντας τους κυριολεκτικά
μέσα από τά χέρια τών μπολσεβίκων. ’Έτσι γλύτωσε και ό π. Ονούφριος, ό όποιος
στη συνέχεια διορίστηκε από τον επίσκοπο Προκόπιο προϊστάμενος τού Ναού της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου της πόλης Μπερισλάβ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.