ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ
π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἡ δυστυχία ὑπάρχει,
εἶπε… ἁπλώνοντας τὰ χέρια του. Εἶναι πραγματική… Δὲν μπορῶ νὰ
ἰσχυριστῶ πὼς δὲν ὑπάρχει ἢ ὅτι κάποτε θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει. Ἡ δυστυχία εἶναι ἡ ἀνθρώπινη συνθήκη…
Δὲν μποροῦμε νὰ ἐμποδίσουμε τὴ δυστυχία... Μιὰ κοινωνία
μπορεῖ νὰ καταργήσει μόνο τὴν κοινωνικὴ δυστυχία - τὴν
ἄχρηστη δυστυχία. Ἡ ὑπόλοιπη ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει. Εἶναι ἡ ρίζα, ἡ πραγματικότητα. Ὅλοι
ἀπὸ μᾶς ἐδῶ θὰ γνωρίσουμε τὴ λύπη. Ἂν ζήσουμε πενήντα
χρόνια, θὰ εἶναι πενήντα χρόνια λύπης. Καὶ στὸ τέλος θὰ
πεθάνουμε. Μὲ αὐτὴ τὴν συνθήκη (=τὸν ὅρο) γεννιόμαστε».
«Πραγματικότητα τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ἀλληλεγγύη, εἶπε ἕνα ψηλὸ κορίτσι μὲ γλυκὰ μάτια. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀληθινὴ συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς» (Οὔρσουλα Λὲ Γκέν, Ὁ ἀναρχικὸς τῶν δύο κόσμων).
Ὠμὴ ζοφερότητα
ἀναδύεται ἀπὸ τὴ διαπίστωση ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ εἶναι
καταδικασμένη σὲ συνθῆκες ἀναπότρεπτης δυστυχίας μὲ
κατάληξη τὸν θάνατο. Μᾶς θυμίζει τὸ παλιό, βαθύτατα
τραυματικὸ γεγονὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας: Τὴν ἀπώλεια τοῦ
Παραδείσου. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἐξορία του ἀπ’ τὸν
Παράδεισο ἀλλάζει δραματικά. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία
μεταβάλλονται σὲ δάκρυα καὶ δυστυχία. Ὁ Παράδεισος τῆς
τρυφῆς ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴ γῆ τῶν ἀκανθῶν καὶ τοῦ μόχθου.
Τὴν ἀπόλαυση διαδέχεται πόνος καὶ θάνατος. Ὁ πλοῦτος τῶν
θείων χαρισμάτων δίνει τὴ θέση του στὴν πνευματικὴ φτώχεια καὶ
γυμνότητα. Ἀντὶ τῆς ἄφθαρτης θεοΰφαντης στολῆς, φθορὰ πλέον
καὶ θνητότητα ἐνδύουν τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Ἀδὰμ θρηνεῖ πικρά, ὅταν συνειδητοποιεῖ τὴν τεράστια ἀλλαγή: «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο» (Ἑσπερινὸς Τυρινῆς). «Ἐτρώθη πικρῶς» ἀπὸ
τὸ λάθος του, πληγώθηκε θανάσιμα. Ἡ νύχτα τῆς ἁμαρτίας
ἔφερε σκοτάδι καὶ βαθειὰ ὁμίχλη στὴ ζωή του. Ὅλος ὁ βίος του
θὰ διέλθει πλέον μέσα στὴ νύχτα αὐτὴ (Μέγας Κανών, ᾠδὲς α΄, ε΄).
Τὸ μέγα τραῦμα, τὸ σκότος, ἡ γυμνότητα, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν
Πλάστη καὶ Πατέρα, ὁ θάνατος, νά, ἡ εἰκόνα τῆς πλήρους
δυστυχίας.
Μὰ ὅσο πυκνὸ κι ἂν εἶναι τὸ
σκοτάδι, ὁ ἄνθρωπος ἐλπίζει πάντα γιὰ φῶς στὴν ἄκρη τοῦ τοῦνελ.
Εἶναι πρόθυμος ν’ ἀκολουθήσει ἕνα φῶς. Ὁποιοδήποτε. Ἀκόμα
καὶ μιὰ οὐτοπία. Ζῆ μὲ τὴν προσδοκία ὅτι θὰ φτάσει στὸ φῶς. Καὶ παρ’
ὅλο ποὺ αὐτὸ συνέχεια τοῦ ξεφεύγει, «…δὲν ἔχει σημασία - αὔριο θὰ
τρέξουμε γρηγορότερα, θ’ ἁπλώσουμε πιὸ πέρα τὰ χέρια μας… καὶ
μιὰ ὡραία μέρα… (ἐννοεῖται: θὰ τὸ φτάσουμε). Ἔτσι χτυπιόμαστε πάντα, βάρκες κόντρα στὸ ρεῦμα, ποὺ ἀδιάκοπα μᾶς ρίχνει πίσω στὸ παρελθόν» (Φράνσις-Σκὸτ Φιτζέραλντ, Ὁ ὑπέροχος Γκάτσμπυ). Τί
ἀδιέξοδη τραγῳδία! Νὰ τρέχεις πρὸς τὰ μπρὸς καὶ νὰ σὲ στρέφουν
συνέχεια πρὸς τὰ πίσω! Νὰ παλεύεις γιὰ φῶς καὶ νὰ βουλιάζεις
ἀδιάκοπα στὸ σκοτάδι!
Καὶ ὅμως, ὑπάρχει τὸ φῶς. Ὁ Ἀδὰμ δὲν θρηνεῖ ἀνέλπιδα. Παρακαλεῖ νὰ ξαναγίνει «ἡμέρας υἱὸς» καὶ νὰ ἀπολαύσει ξανὰ τὸν Παράδεισο, γιατὶ ἔχει λάβει πεῖρα τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, ποὺ φωτίζει καὶ ἁγιάζει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Θυμᾶται τὰ εἰπωμένα μὲ ἀγάπη λόγια τοῦ Δημιουργοῦ του: «Τὸ ἐμὸν πλάσμα οὐ θέλω ἀπολέσθαι, ἀλλὰ βούλομαι τοῦτο σῴζεσθαι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Ἑσπερινὸς Τυρινῆς). Καὶ ἐπειδὴ στὸν Παράδεισο γεύθηκε τὸ θεϊκὸ φῶς ὡς ἀγάπη, τὸ ἐμπιστεύεται. Καὶ τὸ περιμένει.
Γνωρίζει πὼς ἡ ἀγάπη αὐτὴ
ἑτοιμάζεται τώρα νὰ κατεβεῖ κοντά του. Νὰ ζήσει μαζί του τὴ
δυστυχία καὶ τὸν πόνο του, νὰ σταυρωθεῖ τελικὰ γι’ αὐτόν. Ἔτσι
ἡ σταυρωμένη αὐτὴ Ἀγάπη, ὁ Χριστός, μέσα ἀπ’ τὸν δικό του
πόνο καὶ τὸν σταυρό, θὰ ἀνακαλέσει τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο,
διαλύοντας τὴ δυστυχία ποὺ τοῦ ἐπισώρευσε ἡ ἐξορία καὶ ὁ
θάνατος. Ἡ ἀγάπη μπορεῖ ὁριστικὰ πλέον νὰ γίνει «ἡ ἀληθινὴ συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς». Πραγματικότητα καὶ ὄχι οὐτοπία.
Ἐσὺ γνωρίζεις (καὶ ἂν ὄχι, θέλεις νὰ γνωρίσεις) τὴν Ἀγάπη ποὺ ἔφερε «διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ»;
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 379, Φεβρ. 2015 [ἐπηυξημένο])