Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ

   
               ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ

π. Δημητρίου Μπόκου

«Ἡ δυ­στυ­χί­α ὑ­πάρ­χει, εἶ­πε… ἁ­πλώ­νον­τας τὰ χέ­ρια του. Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κή… Δὲν μπο­ρῶ νὰ ἰ­σχυ­ρι­στῶ πὼς δὲν ὑ­πάρ­χει ἢ ὅ­τι κά­πο­τε θὰ πά­ψει νὰ ὑ­πάρ­χει. Ἡ δυ­στυ­χί­α εἶ­ναι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη συν­θή­κη… Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἐμ­πο­δί­σου­με τὴ δυ­στυ­χί­α... Μιὰ κοι­νω­νί­α μπο­ρεῖ νὰ κα­ταρ­γή­σει μό­νο τὴν κοι­νω­νι­κὴ δυ­στυ­χί­α - τὴν ἄ­χρη­στη δυ­στυ­χί­α. Ἡ ὑ­πό­λοι­πη ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ὑ­πάρ­χει. Εἶ­ναι ἡ ρί­ζα, ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ὅ­λοι ἀ­πὸ μᾶς ἐ­δῶ θὰ γνω­ρί­σου­με τὴ λύ­πη. Ἂν ζή­σου­με πε­νήν­τα χρό­νια, θὰ εἶ­ναι πε­νήν­τα χρό­νια λύ­πης. Καὶ στὸ τέ­λος θὰ πε­θά­νου­με. Μὲ αὐ­τὴ τὴν συν­θή­κη (=τὸν ὅ­ρο) γεν­νι­ό­μα­στε».
 
«Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ζω­ῆς μας εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη, ἡ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η, εἶ­πε ἕ­να ψη­λὸ κο­ρί­τσι μὲ γλυ­κὰ μά­τια. Ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θι­νὴ συν­θή­κη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς» (Οὔρ­σου­λα Λὲ Γκέν, Ὁ ἀ­ναρ­χι­κὸς τῶν δύ­ο κό­σμων).
 
Ὠ­μὴ ζο­φε­ρό­τη­τα ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­πὸ τὴ δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ὴ εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη σὲ συν­θῆ­κες ἀ­να­πό­τρε­πτης δυ­στυ­χί­ας μὲ κα­τά­λη­ξη τὸν θά­να­το. Μᾶς θυμίζει τὸ πα­λιό, βα­θύ­τα­τα τραυ­μα­τι­κὸ γε­γο­νὸς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἱ­στο­ρί­ας: Τὴν ἀ­πώ­λεια τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἐ­ξο­ρί­α του ἀ­π’ τὸν Πα­ρά­δει­σο ἀλλάζει δραματικά. Ἡ χα­ρὰ καὶ ἡ εὐ­τυ­χί­α με­τα­βάλ­λον­ται σὲ δά­κρυ­α καὶ δυ­στυ­χί­α. Ὁ Πα­ρά­δει­σος τῆς τρυ­φῆς ἀν­τι­κα­θί­στα­ται ἀ­πὸ τὴ γῆ τῶν ἀ­καν­θῶν καὶ τοῦ μό­χθου. Τὴν ἀ­πό­λαυ­ση δι­α­δέ­χε­ται πό­νος καὶ θά­να­τος. Ὁ πλοῦ­τος τῶν θεί­ων χα­ρι­σμά­των δί­νει τὴ θέ­ση του στὴν πνευ­μα­τι­κὴ φτώ­χεια καὶ γυ­μνό­τη­τα. Ἀν­τὶ τῆς ἄ­φθαρ­της θε­ο­ΰ­φαν­της στο­λῆς, φθο­ρὰ πλέον καὶ θνη­τό­τη­τα ἐν­δύ­ουν τὸν ἄν­θρω­πο.
 
Ὁ Ἀ­δὰμ θρη­νεῖ πι­κρά, ὅταν συνειδητοποιεῖ τὴν τεράστια ἀλλαγή: «Ἐ­κά­θι­σεν Ἀ­δὰμ ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Πα­ρα­δεί­σου καὶ τὴν ἰ­δί­αν γύ­μνω­σιν θρη­νῶν ὠ­δύ­ρε­το» (Ἑ­σπερινὸς Τυ­ρι­νῆς). «Ἐ­τρώ­θη πι­κρῶς» ἀ­πὸ τὸ λά­θος του, πλη­γώ­θη­κε θα­νά­σι­μα. Ἡ νύ­χτα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ἔ­φε­ρε σκο­τά­δι καὶ βα­θειὰ ὁ­μί­χλη στὴ ζω­ή του. Ὅ­λος ὁ βί­ος του θὰ δι­έλ­θει πλέον μέ­σα στὴ νύ­χτα αὐ­τὴ (Μέγας Κα­νών, ᾠ­δὲς α΄, ε΄). Τὸ μέ­γα τραῦ­μα, τὸ σκό­τος, ἡ γυ­μνό­τη­τα, ὁ χω­ρι­σμὸς ἀ­πὸ τὸν Πλά­στη καὶ Πα­τέ­ρα, ὁ θά­να­τος, νά, ἡ  εἰ­κό­να τῆς πλή­ρους δυ­στυ­χί­ας.
Μὰ ὅ­σο πυκνὸ κι ἂν εἶναι τὸ σκοτάδι, ὁ ἄν­θρω­πος ἐλ­πί­ζει πάν­τα γιὰ φῶς στὴν ἄ­κρη τοῦ τοῦνελ. Εἶ­ναι πρό­θυ­μος ν’ ἀ­κο­λου­θή­σει ἕ­να φῶς. Ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε. Ἀ­κό­μα καὶ μιὰ οὐ­το­πί­α. Ζῆ μὲ τὴν προσδοκία ὅτι θὰ φτάσει στὸ φῶς. Καὶ παρ’ ὅλο ποὺ αὐτὸ συνέχεια τοῦ ξεφεύγει, «…δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α - αὔ­ριο θὰ τρέ­ξου­με γρη­γο­ρό­τε­ρα, θ’ ἁ­πλώ­σου­με πιὸ πέ­ρα τὰ χέ­ρια μας… καὶ μιὰ  ὡ­ραί­α μέ­ρα… (ἐννοεῖται: θὰ τὸ φτάσουμε). Ἔ­τσι χτυ­πι­ό­μα­στε πάν­τα, βάρ­κες κόν­τρα στὸ ρεῦ­μα, ποὺ ἀ­δι­ά­κο­πα μᾶς ρί­χνει πί­σω στὸ πα­ρελ­θόν» (Φράνσις-Σκὸτ Φιτζέραλντ, Ὁ ὑπέροχος Γκάτσμπυ). Τί ἀ­δι­έ­ξο­δη τρα­γῳ­δί­α! Νὰ τρέχεις πρὸς τὰ μπρὸς καὶ νὰ σὲ στρέφουν συνέχεια πρὸς τὰ πίσω! Νὰ πα­λεύ­εις γιὰ φῶς καὶ νὰ βου­λιά­ζεις ἀ­δι­ά­κο­πα στὸ σκο­τά­δι! 
 
Καὶ ὅ­μως, ὑ­πάρ­χει τὸ φῶς. Ὁ Ἀ­δὰμ δὲν θρη­νεῖ ἀ­νέλ­πι­δα. Πα­ρα­κα­λεῖ νὰ ξα­να­γί­νει «ἡ­μέ­ρας υἱ­ὸς» καὶ νὰ ἀ­πο­λαύ­σει ξα­νὰ τὸν Πα­ρά­δει­σο, για­τὶ ἔ­χει λά­βει πεῖ­ρα τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ φω­τός, ποὺ φωτίζει καὶ ἁγιάζει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Θυμᾶται τὰ εἰπωμένα μὲ ἀγάπη λόγια τοῦ Δημιουργοῦ του: «Τὸ ἐ­μὸν πλά­σμα οὐ θέ­λω ἀ­πο­λέ­σθαι, ἀλ­λὰ βού­λο­μαι τοῦ­το σῴ­ζε­σθαι καὶ εἰς ἐ­πί­γνω­σιν ἀ­λη­θεί­ας ἐλ­θεῖν» (Ἑ­σπερινὸς Τυ­ρι­νῆς). Καὶ ἐπειδὴ στὸν Πα­ρά­δει­σο γεύ­θη­κε τὸ θε­ϊ­κὸ φῶς ὡς ἀ­γά­πη, τὸ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται. Καὶ τὸ πε­ρι­μέ­νει.
 
Γνω­ρί­ζει πὼς ἡ ἀ­γά­πη αὐ­τὴ ἑ­τοι­μά­ζε­ται τώ­ρα νὰ κα­τε­βεῖ κον­τά του. Νὰ ζή­σει μα­ζί του τὴ δυ­στυ­χί­α καὶ τὸν πό­νο του, νὰ σταυ­ρω­θεῖ τε­λι­κὰ γι’ αὐ­τόν. Ἔ­τσι ἡ σταυ­ρω­μέ­νη αὐ­τὴ Ἀ­γά­πη, ὁ Χρι­στός, μέ­σα ἀ­π’ τὸν δι­κό του πό­νο καὶ τὸν σταυ­ρό, θὰ ἀ­να­κα­λέ­σει τὸν Ἀ­δὰμ στὸν Πα­ρά­δει­σο, δι­α­λύ­ον­τας τὴ δυ­στυ­χί­α ποὺ τοῦ ἐ­πι­σώ­ρευ­σε ἡ ἐ­ξο­ρί­α καὶ ὁ θά­να­τος. Ἡ ἀ­γά­πη μπο­ρεῖ ὁ­ρι­στι­κὰ πλέ­ον νὰ γί­νει «ἡ ἀ­λη­θι­νὴ συν­θή­κη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς». Πραγ­μα­τι­κότητα καὶ ὄ­χι οὐ­το­πί­α.
 
Ἐ­σὺ γνω­ρί­ζεις (καὶ ἂν ὄχι, θέλεις νὰ γνωρίσεις) τὴν Ἀ­γά­πη ποὺ ἔ­φε­ρε «διὰ τοῦ σταυ­ροῦ χα­ρὰν ἐν ὅ­λῳ τῷ κό­σμῳ»;
 
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 379, Φεβρ. 2015 [ἐπηυξημένο])